2. Στο Νόμο αυτό και σε κάθε άλλο Νόμο, και σε όλα τα δημόσια έγγραφα, που θεσπίστηκαν, έγιναν, εκδόθηκαν, τηρήθηκαν ή χρησιμοποιήθηκαν πριν από ή μετά την έναρξη του Νόμου αυτού, οι ακόλουθες λέξεις και εκφράσεις θα έχουν την έννοια που αποδίδεται σε αυτές αντίστοιχα, εκτός αν υπάρχει κάτι στο αντικείμενο ή το κείμενο που είναι ασυμβίβαστο με τέτοια ερμηνεία ή εκτός αν προνοείται σε αυτό διαφορετικά-
“αγροφύλακας” σημαίνει πρόσωπο το οποίο διορίζεται ως τέτοιο βάσει του περί Αγροφυλάκων Νόμου και περιλαμβάνει προσωρινό Αγροφύλακα.
“Ανώτατο Δικαστήριο” σημαίνει το Ανώτατο Δικαστήριο της Δημοκρατίας που εγκαθιδρύεται με βάση το Νόμο που ισχύει εκάστοτε.
“Ανώτερος Κτηνιατρικός Λειτουργός” σημαίνει τον Ανώτερο Κτηνιατρικό Λειτουργό της Κυβερνήσεως.
“αρχείο” σημαίνει οποιοδήποτε αρχείο που τηρείται ή χρησιμοποιείται με βάση την εξουσία Νόμου ή δημόσιου εγγράφου.
“Αρχηγός Αστυνομίας” και “Βοηθός Αρχηγός Αστυνομίας” σημαίνει αντίστοιχα τον Αρχηγό Αστυνομίας και Βοηθό Αρχηγό Αστυνομίας της Αστυνομικής Δύναμης της Κύπρου.
“Αρχιδικαστής” και “Εφέτης” σημαίνει αντίστοιχα τον Αρχιδικαστή και Εφέτες του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
“Αρχιπρωτοκολλητής” σημαίνει τον Αρχιπρωτοκολλητή του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
“Αστυνομική Δύναμη Κύπρου” σημαίνει την Αστυνομική Δύναμη της Δημοκρατίας που συνεστήθηκε με βάση το Νόμο που ισχύει εκάστοτε.
“Αυτοκρατορικό Κοινοβούλιο” ή “Κοινοβούλιο”, σημαίνει το Κοινοβούλιο του Ηνωμένου Βασιλείου.
“Αυτού Μεγαλειότης” ή “Αυτής Μεγαλειότης”, “ο Βασιλεύς” ή “η Βασίλισσα” ή “το Στέμμα” σημαίνει την Αυτού Μεγαλειότητα το Βασιλέα, ή την Αυτής Μεγαλειότητα τη Βασίλισσα, εκάστοτε Ηγεμόνες του Ηνωμένου Βασιλείου και άλλων Βασιλείων και Επικρατειών της Κοινοπολιτείας, και περιλαμβάνει προγόνους και τους κληρονόμους και διαδόχους τέτοιου Βασιλέα ή Βασίλισσας.
“Γενικός Διευθυντής Ταχυδρομείου” σημαίνει το Γενικό Διευθυντή Ταχυδρομείου της Κυβερνήσεως.
“Γενικός Εισαγγελέας” σημαίνει το Γενικό Εισαγγελέα της Κύπρου.
“Γενικός Λογιστής” σημαίνει το Γενικό Λογιστή της Κυβερνήσεως.
“Γραμματέας του Κράτους” σημαίνει έναν από τους Προϊσταμένους Γραμματείς του Κράτους της Αυτής Μεγαλειότητας.
“ο Γραμματέας του Κράτους” σημαίνει το Γραμματέα του Κράτους της Αυτής Μεγαλειότητας για τις Αποικίες.
“γραπτό”, και εκφράσεις που αναφέρονται σε γραπτό περιλαμβάνουν τυπογράφηση, λιθογράφηση, δακτυλογράφηση, φωτογράφηση και άλλους τρόπους απεικόνισης ή αναπαραγωγής λέξεων σε εμφανή τύπο.
“Δανειστικοί Επίτροποι” σημαίνει το Συμβούλιο των Επιτρόπων που συστήνεται με βάση την εξουσία του περί Δημοσίων Δανείων Νόμου.
“Δημοκρατία” σημαίνει τη Δημοκρατία της Κύπρου, και συμπεριλαμβάνει τα χωρικά της ύδατα, και όλες τις νήσους ή νησίδες μέσα στα χωρικά αυτά ύδατα.
“δημόσια αργία” σημαίνει οποιαδήποτε ημέρα η οποία με βάση τις διατάξεις Νόμου που ισχύει εκάστοτε κηρύσσεται ή ανακηρύσσεται ως δημόσια αργία.
“δημόσια ειδοποίηση” σημαίνει οποιαδήποτε ανακοίνωση όχι νομοθετικής φύσεως η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
“Δημοσιευθέν στην Επίσημη Εφημερίδα” σημαίνει που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
“δημόσιο έγγραφο” σημαίνει διάταγμα Υπουργικού Συμβουλίου, διάταγμα, διακήρυξη, κανονισμούς, κανόνες, διατάξεις, ειδοποίηση, ή μητρώο που έγινε, εκδόθηκε ή τηρήθηκε με βάση εξουσία Νόμου.
“Δημοσιονομικός Γραμματέας” σημαίνει τον Αρχηγό Οικονομικό Σύμβουλο της Κυβερνήσεως.
“δημόσιος υπάλληλος” περιλαμβάνει κάθε υπάλληλο στη δημόσια υπηρεσία της Δημοκρατίας ο οποίος έχει εξουσίες και ασκεί καθήκοντα δημόσιας φύσης, είτε με βάση τον άμεσο έλεγχο του Υπουργικού Συμβουλίου είτε όχι.
“Δημοτική Αρχή” σημαίνει Δημοτικό Συμβούλιο ή Δημοτική Επιτροπή ή άλλο σώμα το οποίο εξουσιοδοτείται κανονικά από Νόμο να ασκεί Δημοτική εξουσία και διοίκηση.
“Διαδικαστικοί Κανονισμοί” όταν χρησιμοποιείται σε σχέση με Δικαστήριο, σημαίνει κανονισμούς που συντάσσονται ή εκδίδονται από αρχή που έχει εκάστοτε εξουσία να συντάσσει και εκδίδει κανονισμούς ή διατάγματα που ρυθμίζουν την πρακτική και διαδικασία τέτοιου δικαστηρίου.
“διαθήκη” περιλαμβάνει κωδίκελο.
“Διάταγμα εν Συμβουλίω” σημαίνει διάταγμα που εκδίδεται σύμφωνα με τις εξουσίες που παρέχονται από νόμο στον Κυβερνήτη εν Συμβουλίω.
“διάταγμα”, “κανονισμοί”, “κανόνες” και “διατάξεις” σημαίνει αντίστοιχα οποιοδήποτε διάταγμα, κανονισμούς, κανόνες και διατάξεις που εκδίδονται σύμφωνα με εξουσίες που παρέχονται από νόμο.
“Διευθυντής Γεωργίας” σημαίνει το Διευθυντή Γεωργίας της Κυβερνήσεως.
“Διευθυντής Δημοσίων Έργων” σημαίνει το Διευθυντή Δημοσίων Έργων της Κυβερνήσεως.
“Διευθυντής Ελεγκτικού” σημαίνει το Διευθυντή Ελεγκτικού της Κυβερνήσεως.
“Διευθυντής Ιατρικών Υπηρεσιών” σημαίνει το Διευθυντή Ιατρικών Υπηρεσιών της Κυβερνήσεως.
“Διευθυντής Κτηματολογίου και Χωρομετρίας” σημαίνει το Διευθυντή Κτηματολογίου και Χωρομετρίας της Κυβερνήσεως.
“Διευθυντής Παιδείας” σημαίνει το Διευθυντή Παιδείας της Κυβερνήσεως.
“Δικηγόρος” σημαίνει πρόσωπο που εγγράφεται ως τέτοιο με βάση τον περί Δικηγόρων Νόμο, ή άλλο Νόμο που τροποποιεί ή αντικαθιστά αυτόν, ή οποιοδήποτε Νόμο που ίσχυε προηγουμένως για το σκοπό αυτό.
“Διοικητικός Λειτουργός” σημαίνει το Διοικητικό Λειτουργό της Κυβερνήσεως και περιλαμβάνει Βοηθό Διοικητικό Λειτουργό.
“εγγεγραμμένο” όταν χρησιμοποιείται με αναφορά ή σε σχέση προς έγγραφο, σημαίνει εγγεγραμμένο βάσει των διατάξεων του Νόμου που ισχύει εκάστοτε που εφαρμόζεται στην εγγραφή τέτοιου εγγράφου.
“εκτάριο” ή “σκάλα” σημαίνει έκταση χιλίων και εξακοσίων τετραγωνικών υαρδών σύμφωνα με το Βρεττανικό Αυτοκρατορικό Πρότυπο.
“Ελεγκτής” σημαίνει τον Ελεγκτή Τελωνείων και Φόρων Κατανάλωσης της Κυβερνήσεως.
“έναρξη” με τις γραμματικές της διαφοροποιήσεις και συναφείς εκφράσεις, όταν χρησιμοποιείται με αναφορά προς Νόμο σημαίνει την ημέρα κατά την οποία ο Νόμος τίθεται σε ισχύ.
“Επαρχία” σημαίνει περιοχή που κηρύχθηκε ως Επαρχία από Νόμο ή κηρύχθηκε ως Επαρχία από το Υπουργικό Συμβούλιο με βάση εξουσία Νόμου που τελεί εκάστοτε σε ισχύ και περιλαμβάνει περιφέρεια.
“Επαρχιακό Δικαστήριο” σημαίνει Επαρχιακό Δικαστήριο που συστάθηκε με βάση Νόμο που ισχύει εκάστοτε.
“Επαρχιακός Επόπτης” σημαίνει Επαρχιακό Επόπτη ο οποίος υπηρετεί στην Επαρχιακή Διοίκηση και περιλαμβάνει Βοηθό Επαρχιακό Επόπτη.
“Έπαρχος” σημαίνει τον Έπαρχο επαρχίας και περιλαμβάνει Βοηθό Έπαρχο.
“επίδοση με ταχυδρομείο”- όταν Νόμος ή δημόσιο έγγραφο επιτρέπει ή απαιτεί όπως έγγραφο επιδοθεί ταχυδρομικώς, ανεξάρτητα αν χρησιμοποιείται η έκφραση επίδοση ή η έκφραση “δοθεί” ή “αποσταλεί” ή οποιαδήποτε άλλη έκφραση τότε, εκτός αν φαίνεται αντίθετη πρόθεση, η επίδοση θα λογίζεται ότι γίνεται με την κανονική αποστολή, προπληρωμή και ταχυδρόμηση επιστολής που περιέχει το έγγραφο και εκτός αν αποδεικνύεται το αντίθετο, ότι επιτεύχθηκε κατά το χρόνο κατά τον οποίο η επιστολή θα παραδινόταν με τη συνηθισμένη πορεία του ταχυδρομείου.
“Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας” σημαίνει την Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας που εκδίδεται με εξουσιοδότηση της Κυβερνήσεως και περιλαμβάνει παραρτήματα αυτής και οποιαδήποτε έκτακτη έκδοση που δημοσιεύεται με τον τρόπο αυτό.
“Επίτροπος Εργασίας” σημαίνει τον Επίτροπο Εργασίας της Κυβερνήσεως και περιλαμβάνει το Βοηθό Επίτροπο Εργασίας.
“έτος” σημαίνει ημερολογιακό έτος.
“Εφετείο” σημαίνει το Ανώτατο Δικαστήριο της Δημοκρατίας υπό τη δευτεροβάθμιο δικαιοδοσία του.
“Ημέρες” σημαίνει καθαρές ημέρες.
“Ηνωμένο Βασίλειο” όταν χρησιμοποιείται σε αυτόν ή σε άλλο Νόμο ή δημόσιο έγγραφο-
(α) το οποίο θεσπίστηκε ή έγινε πριν από την 1η Οκτωβρίου, 1921, σημαίνει τη Μεγάλη Βρεττανία και Ιρλανδία~
(β) το οποίο θεσπίστηκε ή έγινε μετά την 1η Οκτωβρίου, 1921, σημαίνει τη Μεγάλη Βρεττανία και Βόρειο Ιρλανδία.
“Ιατρικός Λειτουργός” σημαίνει γιατρό στην υπηρεσία της Κυβερνήσεως.
“Ιατρικό Τμήμα” σημαίνει το Ιατρικό Τμήμα της Δημοκρατίας.
“καθοριζόμενος” σημαίνει καθοριζόμενος από το Νόμο στον οποίο η λέξη συναντάται ή από οποιοδήποτε δημόσιο έγγραφο που εκδίδεται με βάσει το Νόμο αυτό.
“Κεφάλαιο”, “Μέρος”, “Άρθρο” και “Παράρτημα” υποδειλούν αντίστοιχα κεφάλαιο, Μέρος και άρθρο του Νόμου και Παράρτημα στο Νόμο στον οποίο συναντάται η λέξη και “υπεδάφιο” υποδηλεί υπεδάφιο του άρθρου στο οποίο συναντάται η λέξη.
“Κοινοτική Αρχή” ή “Κοινοτική Επιτροπή” σημαίνει τον κοινοτάρχη και τα μέλη της κοινοτικής αρχής ή επιτροπής πόλης, χωριού ή ενορίας οποιασδήποτε πόλης ή χωριού.
“Κυβέρνηση” σημαίνει την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Κύπρου.
“Κυβερνήτης” σημαίνει τον Κυβερνήτη της Αποικίας και περιλαμβάνει τον Προσωρινό Κυβερνήτη ή τον Αξιωματούχο ο οποίος προϊσταται εκάστοτε της Κυβερνήσεως.
“Κυβερνήτης εν Συμβουλίω” ή οποιαδήποτε συγγενής έκφραση σημαίνει τον Κυβερνήτη ο οποίος ενεργεί με τη συμβουλή του Εκτελεστικού Συμβουλίου της Αποικίας, αλλά όχι κατ’ ανάγκη ο οποίος ενεργεί σε τέτοιο Συμβούλιο συναθροισμένο, ούτε κατ’ ανάγκη σύμφωνα με τέτοια συμβουλή.
“Κυβερνητικός Αναλυτής” σημαίνει τον Αναλυτή της Κυβερνήσεως και περιλαμβάνει βοηθό ή άλλο αναλυτή που εργοδοτείται από την Κυβέρνηση.
“Κυβερνητικός Βακτηριολόγος” σημαίνει Βακτηριολόγο της Κυβερνήσεως.
“Κυβερνητικός Τυπογράφος” σημαίνει το Διευθυντή του Κυβερνητικού Τυπογραφείου και περιλαμβάνει τυπογράφο φερόμενο να είναι τυπογράφος εξουσιοδοτημένος να εκτυπώνει νόμους και άλλα έγγραφα της Κυβερνήσεως.
“Κύπριος” σημαίνει πρόσωπο, το οποίο, ενώ ήταν πρώην Τούρκος Υπήκοος, απέκτησε ή δικαιούται να αποκτήσει Βρεττανική Υπηκοότητα, δυνάμει των περί Κύπρου (Προσάρτηση) Διαταγμάτων εν Συμβουλίω, 1914 έως 1943, και περιλαμβάνει τέκνο τέτοιου προσώπου το οποίο είναι ή δικαιούται να γίνει Βρεττανός υπήκοος και οποιοδήποτε απόγονο τέτοιου τέκνου το οποίο γεννήθηκε στη Δημοκρατία.
“κύριος” όταν χρησιμοποιείται με αναφορά σε σκάφος, σημαίνει πρόσωπο (εκτός πιλότου ή πλοηγού λιμένα) που έχει εκάστοτε τον έλεγχο ή ευθύνη του σκάφους.
“λειτουργός τήρησης της τάξης” ή “αστυνομικός” σημαίνει μέλος της Αστυνομικής Δύναμης Κύπρου και περιλαμβάνει κάθε άλλο πρόσωπο νόμιμα εξουσιοδοτημένο να εκτελεί αστυνομικά καθήκοντα.
οι λέξεις “άλλο”, “διαφορετικά” και ο διαζευκτικός σύνδεσμος “ή”, όταν χρησιμοποιούνται, θα ερμηνεύονται διαζευκτικά και όχι ότι εξυπακούουν ομοιότητα, εκτός αν η λέξη “όμοιο” ή κάποια άλλη λέξη παρόμοιας έννοιας προστίθεται.
λέξεις που εισάγουν το αρσενικό γένος περιλαμβάνουν και το θηλυκό.
λέξεις στον ενικό περιλαμβάνουν τον πληθυντικό και λέξεις στον πληθυντικό περιλαμβάνουν τον ενικό.
“λίρα” σημαίνει κυπριακή λίρα.
“μήνας” σημαίνει ημερολογιακό μήνα.
“Νομικός Λειτουργός” σημαίνει το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, το Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και κάθε Δικηγόρο που είναι μέλος της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας που αναφέρεται στο Άρθρο 112.2 του Συντάγματος.
“Νομικός Σύμβουλος” (“Solicitor-General”) σημαίνει το Νομικό Σύμβουλο (Solicitor-General) της Κύπρου.
“Νόμος” σημαίνει οποιοδήποτε νομοθέτημα της αρμόδιας νομοθετικής εξουσίας της Δημοκρατίας αλλά δεν περιλαμβάνει Νόμο του Κοινοβουλίου που επεκτείνεται ρητά ή εξ υπακοής ή που εφαρμόζεται με Νόμο στη Δημοκρατία ούτε διάταγμα της Βασίλισσας εν Συμβουλίω, Βασιλικό Χάρτη ή Βασιλικά Ανοικτά Γράμματα.
“οικονομικό έτος” σημαίνει τους δώδεκα μήνες που λήγουν την τριάντα μια του Δεκέμβρη εκάστου έτους.
“όρκος”, “ορκίζομαι” και “ένορκη δήλωση” περιλαμβάνει και εφαρμόζεται στη βεβαίωση ή δήλωση προσώπου στο οποίο από νόμο επιτρέπεται να προβαίνει σε βεβαίωση ή δήλωση αντί όρκου.
“πράξη” χρησιμοποιούμενη με αναφορά προς ποινικό ή αστικό αδίκημα, περιλαμβάνει σειρά πράξεων, και λέξεις οι οποίες αναφέρονται σε πράξεις που τελέσθηκαν, επεκτείνονται σε παράνομες παραλείψεις.
“πρόσωπο” περιλαμβάνει εταιρεία, συνεταιρισμό, ένωση, σύλλογο, ίδρυμα ή σώμα προσώπων, με νομική προσωπικότητα ή όχι.
“πώληση” και “πωλώ” περιλαμβάνει ανταλλαγή, αντιπραγματισμό, και προσφορά ή έκθεση προς πώληση.
“σκάφος” περιλαμβάνει πλοίο, βάρκα, φορτηγίδα ή άλλο πλωτό πλοιάριο που χρησιμοποιείται για θαλάσσια μεταφορά.
“Τμήμα” σημαίνει Τμήμα της Κυβερνήσεως που εκτελεί δημόσιο καθήκον με εξουσιοδότηση και για λογαριασμό της Δημοκρατίας.
“Τμήμα του Γενικού Λογιστή” σημαίνει το Τμήμα του Γενικού Λογιστή και περιλαμβάνει το Ταμείο της Δημοκρατίας και τα Επαρχιακά Ταμεία.
“υπογράφω” με τις γραμματικές του διαφοροποιήσεις και συναφείς εκφράσεις, με αναφορά σε πρόσωπο το οποίο είναι ανίκανο να υπογράψει το όνομα του, περιλαμβάνει το αποτύπωμα του.
“Χριστιανικό όνομα” σημαίνει όνομα που προτάσσεται του επωνύμου είτε αυτό αποκτήθηκε κατόπι χριστιανικού βαπτίσματος είτε διαφορετικά.
“χωρικά ύδατα” σημαίνει οποιοδήποτε μέρος της ανοικτής θάλασσας εντός μιας ναυτικής λεύγας από την παραλία της Δημοκρατίας, που μετράται από χαμηλό σημείο των υδάτων.