5.-(1) Πρόσωπο το οποίο-
(α) ενεργεί ή αποπειράται να ενεργήσει κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 3· ή
(β) βοηθά ή υποκινεί άλλο πρόσωπο να ενεργήσει ή αποπειραθεί να ενεργήσει κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 3· ή
(γ) αρνείται να παρουσιάσει σε αστυνομικό οποιοδήποτε διαβατήριο ή εισιτήριο μετάβασης ή γραπτής άδειας από το Διοικητή που έχει στην κατοχή του αφού ζητηθεί από αυτόν να ενεργήσει με τον τρόπο αυτό βάσει των διατάξεων της παραγράφου (α) του άρθρου 4· ή
(δ) αρνείται να απαντήσει ή απαντά ψευδώς σε οποιαδήποτε ερώτηση που υποβάλλεται σε αυτόν από αστυνομικό βάσει των διατάξεων της παραγράφου (β), του άρθρου 4,
είναι ένοχο αδικήματος για παράβαση του Νόμου αυτού και υπόκειται σε φυλάκιση τριών μηνών ή σε πρόστιμο εκατόν πενήντα λιρών ή και στις δύο αυτές ποινές.
(2) Αν το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου προσάγεται οποιοδήποτε πρόσωπο για οποιαδήποτε παράβαση του άρθρου 3 βρίσκει το πρόσωπο αυτό ένοχο για την παράβαση αυτή, το Δικαστήριο αυτό, επιπρόσθετα με την ποινή που δυνατό να θεωρήσει κατάλληλη να επιβάλει στο πρόσωπο αυτό, δυνατό να διατάξει όπως το πρόσωπο αυτό πληρώσει στην Κυβέρνηση ως αποζημίωση τις δαπάνες (αν υπάρχουν) στις οποίες υποβλήθηκε η Κυβέρνηση για λογαριασμό ή αναφορικά με τον επαναπατρισμό του προσώπου αυτού στη Δημοκρατία.
(3) Για τους σκοπούς του εδαφίου (2) πιστοποιητικό υπογραμμένο από το Γενικό Λογιστή που αναφέρει ότι το ποσό των δαπανών που ορίζονται σε αυτό υπέστη η Κυβέρνηση για λογαριασμό, ή σε σχέση με τον επαναπατρισμό στη Δημοκρατία οποιουδήποτε προσώπου που κατονομάζεται σε αυτό, γίνεται δεκτό ως μαρτυρία και αποτελεί αμάχητη απόδειξη ότι το ποσό που ορίζεται με τον τρόπο αυτό έχει δαπανηθεί από την Κυβέρνηση.