1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί Ρύθμισης της Αναχώρησης Ημεδαπών από τη Δημοκρατία Νόμος.
2. Στο Νόμο αυτό-
“διαβατήριο” σημαίνει έγκυρο διαβατήριο ή άλλο έγγραφο για ταξιδιωτικούς σκοπούς που εκδίδεται από αρμόδια αρχή που αποδεικνύει την υπηκοότητα (αν υπάρχει) και την ταυτότητα του προσώπου στο οποίο αναφέρεται.
“ημεδαπός της Δημοκρατίας” σημαίνει πρόσωπο το οποίο -
(α) γεννήθηκε στη Δημοκρατία ή από γονείς οι οποίοι κατά το χρόνο της γέννησης του διέμεναν συνήθως στη Δημοκρατία· ή
(β) έλαβε την ιδιότητα Βρεττανού υπηκόου δυνάμει των περί Προσάρτησης της Κύπρου Διαταγμάτων εν Συμβουλίω, 1914 έως 1943, ή λόγω της χορήγησης από το Υπουργικό Συμβούλιο πιστοποιητικού πολιτογράφησης βάσει του περί Βρεττανικής Υπηκοότητας και Καθεστώτος Αλλοδαπών Βρεττανικού Νόμου του 1914· ή
(γ) είναι η σύζυγος προσώπου στο οποίο εφαρμόζεται οποιαδήποτε από τις προηγούμενες παραγράφους που δεν ζει χωριστά από το πρόσωπο αυτό βάσει απόφασης αρμόδιου Δικαστηρίου ή συμφωνίας χωρισμού· ή
(δ) είναι τέκνο, προγονός ή υιοθετημένο τέκνο που έχει υιοθετηθεί κατά τρόπο αναγνωρισμένο από το νόμο, ηλικίας κάτω των δεκαοκτώ ετών, προσώπου στο οποίο εφαρμόζεται οποιαδήποτε από τις προηγούμενες παραγράφους.
“πρόσωπο” σημαίνει ημεδαπό της Δημοκρατίας.
3. Κανένα πρόσωπο δεν αναχωρεί από τη Δημοκρατία διά θαλάσσης ή αέρος για το σκοπό μετάβασης σε οποιαδήποτε χώρα έξω από τη Δημοκρατία εκτός αν το πρόσωπο αυτό κατέχει-
(α) διαβατήριο, έγκυρο για τη χώρα στην οποία το πρόσωπο αυτό μεταβαίνει, και
(β) εισιτήριο μετάβασης προς χώρα αναφορικά με την οποία το διαβατήριο αυτό είναι έγκυρο:
4. Οποιοσδήποτε αστυνομικός ο οποίος έχει εύλογες αιτίες να πιστεύει ότι πρόσωπο πρόκειται να αναχωρήσει από τη Δημοκρατία για το σκοπό μετάβασης σε οποιαδήποτε άλλη χώρα έξω από τη Δημοκρατία-
(α) δύναται να απαιτήσει από το πρόσωπο αυτό να παρουσιάσει σε αυτόν οποιοδήποτε διαβατήριο ή εισιτήριο μετάβασης ή γραπτή άδεια από το Διοικητή, που έχει στην κατοχή του, και
(β) δύναται να υποβάλει στο πρόσωπο αυτό τέτοιες ερωτήσεις όπως δυνατό να είναι αναγκαίες για την εξακρίβωση κατά πόσο το πρόσωπο αυτό προτίθεται να αναχωρήσει από τη Δημοκρατία.
5.-(1) Πρόσωπο το οποίο-
(α) ενεργεί ή αποπειράται να ενεργήσει κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 3· ή
(β) βοηθά ή υποκινεί άλλο πρόσωπο να ενεργήσει ή αποπειραθεί να ενεργήσει κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 3· ή
(γ) αρνείται να παρουσιάσει σε αστυνομικό οποιοδήποτε διαβατήριο ή εισιτήριο μετάβασης ή γραπτής άδειας από το Διοικητή που έχει στην κατοχή του αφού ζητηθεί από αυτόν να ενεργήσει με τον τρόπο αυτό βάσει των διατάξεων της παραγράφου (α) του άρθρου 4· ή
(δ) αρνείται να απαντήσει ή απαντά ψευδώς σε οποιαδήποτε ερώτηση που υποβάλλεται σε αυτόν από αστυνομικό βάσει των διατάξεων της παραγράφου (β), του άρθρου 4,
είναι ένοχο αδικήματος για παράβαση του Νόμου αυτού και υπόκειται σε φυλάκιση τριών μηνών ή σε πρόστιμο εκατόν πενήντα λιρών ή και στις δύο αυτές ποινές.
(2) Αν το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου προσάγεται οποιοδήποτε πρόσωπο για οποιαδήποτε παράβαση του άρθρου 3 βρίσκει το πρόσωπο αυτό ένοχο για την παράβαση αυτή, το Δικαστήριο αυτό, επιπρόσθετα με την ποινή που δυνατό να θεωρήσει κατάλληλη να επιβάλει στο πρόσωπο αυτό, δυνατό να διατάξει όπως το πρόσωπο αυτό πληρώσει στην Κυβέρνηση ως αποζημίωση τις δαπάνες (αν υπάρχουν) στις οποίες υποβλήθηκε η Κυβέρνηση για λογαριασμό ή αναφορικά με τον επαναπατρισμό του προσώπου αυτού στη Δημοκρατία.
(3) Για τους σκοπούς του εδαφίου (2) πιστοποιητικό υπογραμμένο από το Γενικό Λογιστή που αναφέρει ότι το ποσό των δαπανών που ορίζονται σε αυτό υπέστη η Κυβέρνηση για λογαριασμό, ή σε σχέση με τον επαναπατρισμό στη Δημοκρατία οποιουδήποτε προσώπου που κατονομάζεται σε αυτό, γίνεται δεκτό ως μαρτυρία και αποτελεί αμάχητη απόδειξη ότι το ποσό που ορίζεται με τον τρόπο αυτό έχει δαπανηθεί από την Κυβέρνηση.
6. Οποιοσδήποτε αστυνομικός δύναται να συλλάβει χωρίς ένταλμα οποιοδήποτε πρόσωπο-
(α) το οποίο διαπράττει η αποπειράται να διαπράξει αδίκημα κατά παράβαση του Νόμου αυτού·
(β) το οποίο υποπτεύεται βάσει εύλογης αιτίας ότι διέπραξε ή αποπειράθηκε να διαπράξει αδίκημα κατά παράβαση του Νόμου αυτού.