4. Οποτεδήποτε θανατικός ανακριτής πληροφορείται ότι το πτώμα αποθανόντος προσώπου βρίσκεται εντός της δικαιοδοσίας του και ότι υπάρχει εύλογη αιτία υποψίας ότι το πρόσωπο αυτό-
(α) πέθανε είτε με βίαιο ή με αφύσικο θάνατο ή
(β) πέθανε από αιφνίδιο θάνατο για τον οποίο ο λόγος είναι άγνωστος ή
(γ) πέθανε σε περιστάσεις των οποίων η συνέχιση ή η πιθανή επανάληψη είναι επιβλαβής στην υγεία ή ασφάλεια του κοινού ή οποιουδήποτε μέρους αυτού ή
(δ) πέθανε ενόσω τελούσε υπό περιορισμό σε ψυχιατρείο, ή σε οποιοδήποτε τόπο ή σε περιστάσεις οι οποίες, κατά τη γνώμη του θανατικού ανακριτή, καθιστούν τη διεξαγωγή θανατικής ανάκρισης αναγκαία ή επιθυμητή,
αυτός ο θανατικός ανακριτής, τηρουμένων των όσων προνοούνται πιο κάτω στο άρθρο αυτό, διεξάγει θανατική ανάκριση πάνω στο πτώμα αυτό μόλις αυτό είναι πρακτικά δυνατό:
Νοείται ότι-
(i) οποτεδήποτε φανεί στο θανατικό ανακριτή, είτε από την έκθεση επαγγελματία ιατρού που υποβλήθηκε δυνάμει του άρθρου 12 ή διαφορετικά, ότι ο θάνατος οφείλεται σε φυσικά αίτια, και ότι το πτώμα δεν δείχνει θάνατο που να αποδίδεται σε βία ή που έχει επισπευθεί από βία ή από οποιαδήποτε αξιόποινη ή αμελή διαγωγή είτε εκ μέρους του αποθανόντος ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου τότε είναι νόμιμο για το θανατικό ανακριτή, στη διακριτική του εξουσία (εκτός από τις περιπτώσεις που καθορίζονται στο άρθρο 6) να θεωρήσει περιττή τη διεξαγωγή θανατικής ανάκρισης.
(ii) Όταν ο θανατικός ανακριτής πληροφορείται ότι εγέρθηκε ή πρόκειται να εγερθεί ποινική διαδικασία εναντίον οποιουδήποτε προσώπου που τελεί ήδη υπό κράτηση ή το οποίο πρόκειται να συλληφθεί σε σχέση με τέτοιο θάνατο, η θανατική ανάκριση δεν αρχίζει ή αν άρχισε δεν συνεχίζεται ή επαναλαμβάνεται μέχρις ότου τέτοια διαδικασία συμπληρωθεί.