137.-(1) Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δύναται-
(α) να ασκήσει έφεση ή να εγκρίνει την άσκηση έφεσης από αθωωτική απόφαση Κακουργιοδικείου ή Επαρχιακού Δικαστηρίου για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:
(ι) ότι δεν υπήρξε απόδειξη βάσει της οποίας το Δικαστήριο μπορούσε εύλογα να διαπιστώσει πραγματικό γεγονός ή γεγονότα αναγκαία για τη θεμελίωση της απόφασης αυτής
(ιι) ότι απόδειξη έγινε πλημμελώς δεκτή ή αποκλείστηκε
(ιιι) ότι ο νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων
(ιν) ότι υπήρξε αντικανονικότητα διαδικασίας
(β) να ασκήσει έφεση ή να εγκρίνει την άσκηση έφεσης από απόφαση Κακουργιοδικείου ή Επαρχιακού Δικαστηρίου για το λόγο ότι η ποινή ήταν ανεπαρκής.
(2) Έφεση δυνάμει του άρθρου αυτού ασκείται με την πρόκληση παράδοσης ειδοποίησης έφεσης στον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου εναντίον της απόφασης του οποίου ασκείται η έφεση ή στον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου της επαρχίας όπου συνεδρίασε το Κακουργιοδικείο κατά της αποφάσεως του οποίου ασκείται η έφεση εντός δεκατεσσάρων ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία εκδόθηκε η απόφαση.
(3) Κάθε ειδοποίηση έφεσης δυνάμει του άρθρου αυτού είναι στον καθορισμένο τύπο0 υπογράφεται από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή από τέτοιο πρόσωπο ως αυτός ήθελε εξουσιοδοτήσει για το σκοπό αυτό και εκθέτει πλήρως τους λόγους επί τους οποίους αυτή βασίζεται.
(4) Σε περίπτωση άσκησης από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας έφεσης κατά απόφασης Κακουργιοδικείου, τα έξοδα του εφεσιβλήτου, όπως θα καθοριστούν από τον Αρχιπρωτοκολλητή, καταβάλλονται από τη Δημοκρατία.