6.-(1) Όταν εργοδότης έχει καταδικαστεί βάσει του άρθρου 5 για παράλειψη καταβολής μισθών όχι πιο κάτω από τον κατώτατο μισθό σε οποιοδήποτε εργαζόμενο, τότε, αν έχει επιδοθεί γνωστοποίηση της πρόθεσης να ενεργήσει κατά τον τρόπο αυτό εντός των τριών επόμενων ημερών πριν από την ακρόαση της καταγγελίας ή του παραπόνου, δύναται να δοθεί μαρτυρία για οποιαδήποτε παράλειψη εκ μέρους του εργοδότη να καταβάλει μισθούς, όχι πιο κάτω από τον κατώτατο μισθό στον εργαζόμενο αυτό σε οποιοδήποτε χρόνο μεταγενέστερο της έναρξης ισχύος του κατώτατου μισθού και εντός των δύο αμέσως προηγούμενων ετών από την ημερομηνία κατά την οποία η πληροφορία ή το παράπονο υποβλήθηκε, και μετά την απόδειξη της παράλειψης, το Δικαστήριο δύναται να διατάσσει τον εργοδότη να καταβάλλει τέτοιο ποσό όπως κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου αντιπροσωπεύει τη διαφορά μεταξύ του ποσού, το οποίο, έχοντας υπόψη τις διατάξεις του Νόμου αυτού, όφειλε κανονικά να είχε καταβληθεί στον εργαζόμενο ως μισθός κατά τη διάρκεια των ετών αυτών, και του ποσού που πραγματικά καταβλήθηκε.
(2) Όταν φαίνεται στο Γενικό Εισαγγελέα ότι οφείλεται οποιοδήποτε ποσό από εργοδότη σε εργαζόμενο εξαιτίας του γεγονότος ότι μισθοί έχουν καταβληθεί στον εργαζόμενο αυτό κάτω από τον κατώτατο μισθό που πρέπει να ισχύει, και ότι δεν είναι δυνατό να ανακτηθεί το ποσό, που φαίνεται ότι οφείλεται με τον τρόπο αυτό, ή μέρος του ποσού αυτού, μέσω διαδικασίας βάσει του άρθρου 5, ο Γενικός Εισαγγελέας δύναται, αν φαίνεται σκόπιμο να ενεργήσει με τον τρόπο αυτό εξαιτίας της άρνησης ή αμέλειας του εργαζομένου να προβεί στις αναγκαίες διαδικασίες, εκ μέρους και στο όνομα του εργαζομένου, να εγείρει πολιτικές διαδικασίες ενώπιον Δικαστηρίου αρμόδιας δικαιοδοσίας για την ανάκτηση του εν λόγω ποσού:
Νοείται πάντοτε ότι το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου εγείρονται οποιεσδήποτε τέτοιες πολιτικές διαδικασίες έχει την ίδια εξουσία να εκδίδει διάταγμα για την πληρωμή εξόδων του Γενικού Εισαγγελέα ωσάν ο Γενικός Εισαγγελέας να ήταν διάδικος στη διαδικασία.