7.-(1) Όταν αδίκημα για το οποίο εργοδότης, υπόκειται δυνάμει του Νόμου αυτού σε ποινή, έχει πράγματι διαπραχθεί από κάποιο αντιπρόσωπο του εργοδότη ή άλλο πρόσωπο, ο αντιπρόσωπος αυτός ή το άλλο πρόσωπο υπόκειται σε δίωξη για το αδίκημα κατά τον ίδιο τρόπο ωσάν να ήταν ο εργοδότης, είτε ταυτόχρονα με, είτε πριν από, είτε μετά την καταδίκη του εργοδότη, και υπόκειται μετά την καταδίκη στην ίδια ποινή στην οποία υπόκειται ο εργοδότης.
(2) Όταν ο εργοδότης ο οποίος κατηγορείται για αδίκημα, κατά παράβαση του Νόμου αυτού, αποδεικνύει κατά τρόπο που ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι έχει καταβάλει τη δέουσα επιμέλεια για να εφαρμόσει το Νόμο αυτό, και ότι πράγματι το αδίκημα διαπράχθηκε από τον αντιπρόσωπο του ή κάποιο άλλο πρόσωπο χωρίς τη γνώση, συγκατάθεση ή σύμπραξη του, εξαιρείται σε περίπτωση καταδίκης του αντιπροσώπου αυτού ή άλλου προσώπου για το αδίκημα, από οποιαδήποτε ποινή αναφορικά με το αδίκημα, χωρίς όμως να επηρεάζεται, η εξουσία του Δικαστηρίου βάσει του Νόμου αυτού να διατάσσει αυτόν να καταβάλει οποιοδήποτε ποσό, το οποίο φαίνεται στο Δικαστήριο ότι οφείλεται στο πρόσωπο που εργοδοτείται, ως μισθός.
(3) Όταν ο άμεσως εργοδότης οποιουδήποτε εργαζόμενου για τον οποίο ισχύει κατώτατος μισθός, εργοδοτείται από κάποιο άλλο πρόσωπο και ο εργαζόμενος αυτός εργοδοτείται στα υποστατικά του άλλου αυτού προσώπου, αυτό το άλλο πρόσωπο, για τους σκοπούς του Νόμου αυτού, αναφορικά με την ποινή για μη καταβολή μισθών σύμφωνα με τον κατώτατο μισθό, θεωρείται ότι είναι εργοδότης του εργαζόμενου από κοινού με τον άμεσο εργοδότη.