6.-(1) Αν φανεί ότι δεν υπήρχε εύλογη και πιθανή αιτία, λόγω της κατάστασης του πλοίου ή της πράξης ή παράλειψης του πλοιοκτήτη, για την προσωρινή κράτηση πλοίου βάσει του Μέρους αυτού ως ανασφαλούς πλοίου, η Κυβέρνηση υποχρεούται να καταβάλει στον πλοιοκτήτη τα έξοδα που προέκυψαν από την κράτηση και επιθεώρηση του πλοίου και τα συναφή με αυτά έξοδα, καθώς και αποζημίωση για οποιαδήποτε απώλεια ή ζημιά που υπέστη αυτός λόγω της κράτησης ή επιθεώρησης.
(2) Αν πλοίο τελικά κρατηθεί βάσει του Νόμου αυτού, ή αν φανεί ότι πλοίο που κρατήθηκε προσωρινά ήταν, κατά το χρόνο της κράτησης αυτής, ανασφαλές πλοίο εντός της εννοίας του Μέρους αυτού, ο πλοιοκτήτης υποχρεούται να καταβάλει στην Κυβέρνηση τα έξοδα της που προέκυψαν από και συναφή με την κράτηση και επιθεώρηση του πλοίου, και τα έξοδα αυτά, άνευ επηρεασμού οποιασδήποτε άλλης θεραπείας, ανακτώνται κατά τον τρόπο που ανακτάται η αμοιβή διάσωσης.
(3) Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού τα έξοδα οποιασδήποτε διαδικασίας ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου και τα συναφή με αυτή έξοδα, και εύλογο ποσό αναφορικά με την αμοιβή του Επιθεωρητή ή λειτουργού της Κυβέρνησης, αποτελούν μέρος των εξόδων κράτησης και επιθεώρησης του πλοίου, και οποιαδήποτε διαφορά αναφορικά με το ποσό των εξόδων αυτών δύναται να παραπεμφθεί στον Αρχιπρωτοκολλητή ο οποίος, κατόπι παράκλησης του Υπουργικού Συμβουλίου, ορίζει και πιστοποιεί το ακριβές ποσό των εξόδων αυτών.
(4) Αγωγή για οποιαδήποτε έξοδα ή αποζημιώσεις που πρέπει να καταβληθούν από την Κυβέρνηση βάσει του άρθρου αυτού δύναται να εγερθεί εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα και οι Διαδικαστικοί Κανόνες που ισχύουν εκάστοτε αναφορικά με αστικές υποθέσεις εφαρμόζονται στην αγωγή αυτή.