17Α. (1) Η Αρχή καταθέτει κατ’ έτος στο πάγιο ταμείο της Δημοκρατίας:
(α) ποσό που αποτελεί μέρος των πλεονασμάτων που είχε πραγματοποιήσει, μετά τη φορολογία, κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος· και
(β) ποσό μέχρι δέκα τοις εκατόν (10%) των συσσωρευμένων πλεονασμάτων, μετά τη φορολογία, κατά το τέλος του οικονομικού έτους που προηγείται του προηγούμενου οικονομικού έτους:
Νοείται ότι τα εν λόγω ποσά και ο χρόνος καταβολής τους καθορίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο ύστερα από σχετική πρόταση του Υπουργού Οικονομικών που διαμορφώνεται μετά από σχετική διαβούλευση με το διοικητικό συμβούλιο της Αρχής, αφού ληφθούν υπόψη –
(ι) η κατάσταση ρευστότητας της Αρχής και η δυνατότητά της να καταβάλει το εν λόγω ποσό·
(ιι) η διασφάλιση των μελλοντικών επενδύσεων, οι συμβατικές υποχρεώσεις και άλλες δαπάνες της Αρχής· και
(ιιι) τα ποσά που οφείλει να καταβάλλει η Αρχή για αναπλήρωση του ελλείμματος των ταμείων συντάξεων:
Νοείται ότι για σκοπούς προσδιορισμού του ύψους των πλεονασμάτων, δε λαμβάνονται υπόψη οποιαδήποτε ποσά προέρχονται ή υπολογίζονται κατόπιν επανεκτίμησης κινητών και ακινήτων αξιών:
Νοείται περαιτέρω ότι η εκταμίευση οποιουδήποτε ποσού δεν επηρεάζει δυσμενώς τον καταναλωτή.
(2) Η πρόταση του Υπουργού Οικονομικών που υποβάλλεται στο Υπουργικό Συμβούλιο σύμφωνα με το εδάφιο (1), κατατίθεται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για ενημέρωση μετά τη λήψη της σχετικής Απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου.