6.-(1) Για σκοπούς πραγματοποίησης της Σύμβασης, πρόσωπο που κυβερνά πολεμικό πλοίο της Αυτής Μεγαλειότητας ή οποιουδήποτε ξένου κράτους το οποίο εκάστοτε δεσμεύεται από τη Σύμβαση, ή πλοίο ειδικά εξουσιοδοτημένο για το σκοπό της Σύμβασης από την Αυτής Μεγαλειότητα ή από την Κυβέρνηση του ξένου αυτού κράτους, δύναται να ασκεί και εκτελεί τις εξουσίες και τα καθήκοντα που παρέχονται και επιβάλλονται σε αυτό από οποιοδήποτε άρθρο του Πρώτου Παραρτήματος.
(2) Πρόσωπο το οποίο παρακωλύει οποιοδήποτε τέτοιο λειτουργό κατά την άσκηση ή εκτέλεση αυτή, ή αρνείται ή αμελεί να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε απαίτηση ή διαταγή που δίνεται νόμιμα από αυτόν σύμφωνα με το Νόμο αυτό, υπόκειται σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις εκατόν πενήντα λίρες, ή σε φυλάκιση για περίοδο που δεν υπερβαίνει τους δύο μήνες.
(3) Οποιαδήποτε αγωγή, δίωξη, ή διαδικασία κατά οποιουδήποτε λειτουργού για οποιαδήποτε πράξη που έγινε σύμφωνα ή προς εκτέλεση ή για προτιθέμενη εκτέλεση του Νόμου αυτού, ή σε σχέση με οποιαδήποτε ισχυριζόμενη αμέλεια ή παράλειψη κατά την εκτέλεση του Νόμου αυτού, δεν ασκείται ή εγείρεται εκτός αν αρχίσει εντός δώδεκα μηνών μετά από την αναφερόμενη πράξη, αμέλεια, ή παράλειψη.
(4) Σε οποιαδήποτε τέτοια αγωγή προσφορά για αποζημίωση πριν εγερθεί η αγωγή, αντί οποιασδήποτε άλλης υπεράσπισης ή επιπρόσθετα με αυτή, δύναται να εγείρεται στη δικογραφία. Αν η αγωγή, εγέρθηκε μετά την προσφορά αυτή, ή συνεχίζεται μετά από πληρωμή στο δικαστήριο οποιωνδήποτε χρημάτων προς ικανοποίηση της αξίωσης του ενάγοντα, και ο ενάγων δεν ανακτήσει περισσότερα από το ποσό που προσφέρθηκε ή πληρώθηκε, δεν θα ανακτά οποιαδήποτε έξοδα που προκλήθηκαν μετά την προσφορά ή την πληρωμή αυτή, και οι εναγόμενοι θα δικαιούνται έξοδα, που ψηφίζονται όπως μεταξύ δικηγόρου και πελάτη από το χρόνο της προσφοράς ή πληρωμής αυτής.
(5) Οποιαδήποτε τέτοια αγωγή δύναται να εγείρεται σε οποιοδήποτε Επαρχιακό Δικαστήριο της Κύπρου.