3.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού, κανένα πρόσωπο δεν θα χρησιμοποιεί, ή προκαλεί ή επιτρέπει σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο να χρησιμοποιεί μηχανοκίνητο όχημα σε δρόμο εκτός αν ισχύει, σχετικά με το πρόσωπο που χρησιμοποιεί αυτό το μηχανοκίνητο όχημα, από το πρόσωπο αυτό, ή από πρόσωπο άλλο από αυτό, ανάλογα με την περίπτωση, τέτοιο ασφαλιστήριο που αφορά κινδύνους έναντι τρίτου το οποίο τηρεί τις διατάξεις του Νόμου αυτού:
Νοείται ότι, επιτρέπεται η χρήση μηχανοκίνητου οχήματος όπου αυτή καλύπτεται από Διεθνές Πιστοποιητικό Ασφάλισης Μηχανοκίνητου Οχήματος.
(2) Πρόσωπο που ενεργεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού υπόκειται σε φυλάκιση η οποία δεν υπερβαίνει το ένα έτος ή σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές της φυλάκισης και του προστίμου και πρόσωπο που καταδικάζεται για αδίκημα βάσει του άρθρου αυτού θα στερείται του δικαιώματος να κατέχει ή αποκτά άδεια οδήγησης.
(3) Εκτός από τέτοιες περιπτώσεις που προβλέπονται από το εδάφιο (4), στέρηση βάσει των διατάξεων του υπεδαφίου (2), εκτός αν το Δικαστήριο για ειδικούς λόγους διατάξει διαφορετικά, θα είναι για περίοδο όχι μικρότερη των έξι μηνών από την ημερομηνία της καταδίκης, ή για τέτοια μεγαλύτερη περίοδο όπως το Δικαστήριο, κάτω από όλα τα περιστατικά της υπόθεσης, θα θεωρήσει κατάλληλη.
(4) Σε δεύτερη ή μεταγενέστερη καταδίκη προσώπου για αδίκημα βάσει του άρθρου αυτού, ή σε καταδίκη οποιουδήποτε προσώπου για αδίκημα βάσει του άρθρου αυτού μετά από προηγούμενη καταδίκη για αδίκημα βάσει του άρθρου 5, άρθρου 6, άρθρου 7 ή άρθρου 13Α των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κίνησης Νόμων, 1954-1959, ή αδικήματος βάσει του άρθρου 203, άρθρου 210 ή άρθρου 236 του Ποινικού Κώδικα που διαπράχτηκε αναφορικά προς το πρόσωπο που χρησιμοποιεί μηχανοκίνητο όχημα, η στέρηση βάσει των διατάξεων του εδαφίου (2), εκτός αν το Δικαστήριο για ειδικούς λόγους διατάξει διαφορετικά, θα είναι για περίοδο όχι μικρότερη των δώδεκα μηνών, ή για τέτοια μεγαλύτερη περίοδο όπως το Δικαστήριο, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, θεωρήσει καταλληλη.
(5) Πρόσωπο που στερείται του δικαιώματος να κατέχει ή αποκτά άδεια οδήγησης βάσει των διατάξεων του άρθρου αυτού θα θεωρείται ότι στερήθηκε με τον τρόπο αυτό βάσει των διατάξεων των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων Τροχαίας Κίνησης Νόμων 1954 μέχρι 1959.
(6) Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν θα εφαρμόζονται:
(α) στο πρόσωπο, που χρησιμοποιεί μηχανοκίνητο όχημα που ανήκει στην Κυβέρνηση ή στην Κυβέρνηση της Αυτής Μεγαλειότητας του Ηνωμένου Βασιλείου ενώ το μηχανοκίνητο αυτό όχημα χρησιμοποιείται για τους σκοπούς της Κυβέρνησης στην οποία ανήκει το όχημα αυτό, ή
(β) στο πρόσωπο, που χρησιμοποιεί μηχανοκίνητο όχημα οποτεδήποτε αυτό οδηγείται για αστυνομικούς σκοπούς από ή με την εντολή αστυνομικού βαθμού επιθεωρητή ή πέρα του βαθμού αυτού όπως καθορίζεται στον περί Αστυνομίας Νόμο, ή
(γ) σε οποιοδήποτε πρόσωπο ή κατηγορία προσώπων που κηρύσσονται από το Υπουργικό Συμβούλιο όπως εξαιρεθούν από τις διατάξεις του Νόμου αυτού, τηρουμένων τέτοιων όρων, αν υπάρχουν, όπως το Υπουργικό Συμβούλιο θεωρεί ορθό να επιβάλει, ή
(δ) σε οποιοδήποτε μηχανοκίνητο όχημα ή τύπο μηχανοκίνητου οχήματος που κηρύσσεται από το Υπουργικό Συμβούλιο όπως εξαιρεθεί από τις διατάξεις του Νόμου αυτού, τηρουμένων τέτοιων όρων, αν υπάρχουν, όπως το Υπουργικό Συμβούλιο θεωρεί ορθό να επιβάλει.
(7) Πρόσωπο το οποίο δυνάμει καταδίκης σύμφωνα με το άρθρο αυτό στερείται του δικαιώματος να κατέχει ή αποκτά άδεια οδήγησης, δύναται, στην περίπτωση στέρησης σύμφωνα με το εδάφιο (3) για περίοδο που υπερβαίνει τους έξι μήνες, οποτεδήποτε μετά την πάροδο έξι μηνών από την ημερομηνία της καταδίκης, ή στην περίπτωση στέρησης σύμφωνα με το εδάφιο (4) για περίοδο που υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες οποτεδήποτε μετά την πάροδο των δώδεκα μηνών από την ημερομηνία της καταδίκης και έκτοτε από καιρό σε καιρό, να απευθύνεται στο Δικαστή ή Πταισματοδίκη ενώπιον του οποίου επιβλήθηκε η καταδίκη, ή Δικαστή ή Πταισματοδίκη ο οποίος δεν έχει μικρότερη δικαιοδοσία να άρει τη στέρηση και σε κάθε τέτοια αίτηση ο Δικαστής ή Πταισματοδίκης δύναται όπως θεωρεί κατάλληλο, έχοντας υπόψη το χαρακτήρα του προσώπου που στερήθηκε του δικαιώματος και τη συμπεριφορά του πριν και μετά την καταδίκη και τη φύση του αδικήματος και οποιαδήποε άλλα περιστατικά της υπόθεσης, είτε να αίρει με διάταγμα την στέρηση από τέτοια ημερομηνία που δυνατό να ορίζεται στο διάταγμα ή να απορρίπτει την αίτηση:
Νοείται ότι όταν αίτηση βάσει του άρθρου αυτού απορρίπτεται περαιτέρω αίτηση δεν θα γίνεται δεκτή αν γίνει μέσα σε τρεις μήνες μετά την ημερομηνία της απόρριψης.
Αν ο Δικαστής ή Πταισματοδίκης διατάζει όπως αρθεί η στέρηση, θα μεριμνά όπως οπισθογραφηθούν οι λεπτομέρειες του διατάγματος στην άδεια, αν υπάρχει, την οποία κατείχε προηγουμένως ο αιτητής.