9.-(1) Ο Πρόεδρος Συμβουλίου δύναται, όποτε το νομίζει ορθό, και υποχρεούται ύστερα από απαίτηση όχι λιγότερων από δύο μέλη αυτού, να συγκαλεί συνεδρίαση του Συμβουλίου: Νοείται ότι η συνεδρίαση σε περίπτωση απαίτησης συγκαλείται όχι αργότερα από δεκατέσσερις ημέρες από την ημερομηνία της λήψης της απαίτησης αυτής και με προηγούμενη ειδοποίηση επτά ημερών.
(2) Οι συνεδριάσεις του Συμβουλίου συγκαλούνται κατά το χρόνο και στον τόπο εκείνο που ο Πρόεδρος ήθελε, από καιρό σε καιρό, ορίσει.
(3) Εκτός αν στο Νόμο αυτό προνοείται διαφορετικά, καμιά εργασία δεν διεξάγεται σε συνεδρίαση του Συμβουλίου, παρά μόνο αν τρία μέλη, τουλάχιστον, είναι παρόντα· αν, κατά τη δεύτερη διαδοχική κλήση, τρία μέλη δεν είναι παρόντα κατά το χρόνο και στον τόπο που ορίστηκε για τη συνεδρίαση, το Συμβούλιο δύναται να προχωρήσει στην εργασία του αν δύο μόνο μέλη είναι παρόντα.
(4) Αν, όταν συγκληθεί οποιαδήποτε συνεδρίαση, ο Πρόεδρος απουσιάζει από τη συνεδρίαση, τα παρόντα μέλη εκλέγουν ένα από τα μέλη για να προεδρεύσει στη συνεδρίαση.
(5)Όλα τα ζητήματα που φέρονται ενώπιον του Συμβουλίου αποφασίζονται με πλειοψηφία των παρόντων μελών και, σε περίπτωση ισοψηφίας, ο Πρόεδρος έχει δεύτερη ή νικώσα ψήφο.
(6) Καμιά πράξη ή διαδικασία του Συμβουλίου δεν θεωρείται άκυρη λόγω μόνον οποιασδήποτε κενής θέσης στο Συμβούλιο.