44.-(1) Όταν το ανώτατο ποσό που προσφέρθηκε είναι ανεπαρκές, τότε, αν ο οφειλέτης χρέους ζητήσει από το Δικαστήριο, εντός επτά ημερών από την ημέρα που έγινε η προσφορά, αναστολή της διαδικασίας και αποδείξει κατά τρόπο που να ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι το ανώτατο ποσό που προσφέρθηκε είναι ανεπαρκές όπως προαναφέρθηκε, και αν, αφού υποβληθεί η αίτηση στο Δικαστήριο και αυτό είναι έτοιμο να επιληφθεί αυτής, είναι δυνατό να εκδοθεί διάταγμα άνευ βλάβης των δικαιωμάτων ή δυσμενούς επηρεασμού οποιουδήποτε προσώπου άλλου από τον οφειλέτη χρέους και του πιστωτή του, το Δικαστήριο δύναται να διατάξει όπως η διαδικασία δυνάμει του εντάλματος ανασταλεί ή ακυρωθεί το ένταλμα, αναφορικά με την ιδιοκτήσια για την οποία η ανώτατη προσφορά είναι ανεπαρκής, είτε χωρίς όρους ή με όρους τους οποίους το Δικαστήριο ήθελε θεωρήσει σκόπιμο να επιβάλει.
(2) Το Δικαστήριο δεν εκδίδει το διάταγμα, αν φαίνεται ότι ο οφειλέτης ή άλλο πρόσωπο εν γνώσει και εκ μέρους αυτού ή προς προαγωγή κοινού σκοπού που αποφασίστηκε από αυτόν και άλλους για δυσμενή επηρεασμό, παρεμπόδιση ή ματαίωση της πώλησης ακίνητης ιδιοκτησίας, ενέργησε κατά τρόπο ώστε να επηρεάσει δυσμενώς την πώληση της ιδιοκτησίας ή να παρεμποδίσει ή ματαιώσει την υποβολή προσφορών.
(3) Αν μετά την παρέλευση έξι μηνών αφότου το Δικαστήριο διέταξε την αναστολή της διαδικασίας δυνάμει του εντάλματος ή την ακύρωση του εντάλματος, η ιδιοκτησία που περιλαμβάνεται στο ένταλμα παραμένει ακόμη απώλητη, και ο πιστωτής ζητήσει από το Δικαστήριο να διατάξει όπως αυτή τεθεί εκ νέου προς πώληση, το Δικαστήριο οφείλει, εκτός να φανεί ότι το χρέος έχει ικανοποιηθεί, να εκδώσει το διάταγμα αυτό χωρίς επιβολή περαιτέρω δικαστικών τελών0 και η ιδιοκτησία πωλείται τότε στην καλύτερη τιμή η οποία δύναται να εξασφαλιστεί.
(4) Το άρθρο αυτό καθώς και τα άρθρα 45 έως 50, και των δύο περιλαμβανομένων, δεν εφαρμόζονται σε ιδιοκτησία που είναι υποθηκευμένη σύμφωνα με το νόμο για πληρωμή χρέους.