2. Στο Νόμο αυτό-
“Δικαστήριο” σημαίνει το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου εγείρεται η αγωγή, στην οποία υποβάλλεται οποιαδήποτε αίτηση ή εκδίδεται διάταγμα ή οποιοδήποτε ένταλμα, ή το Ανώτατο Δικαστήριο, ή οποιοδήποτε Δικαστή αυτού αντίστοιχα
“εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτής” σημαίνει πρόσωπο υπέρ του οποίου εκδίδεται δικαστική απόφαση με την οποία διατάσσεται η πληρωμή χρημάτων
“εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτης χρέους” σημαίνει πρόσωπο εναντίον του οποίου εκδίδεται δικαστική απόφαση με την οποία διατάσσεται η πληρωμή χρημάτων“εκ δικαστικής αποφάσεως χρέος” σημαίνει χρήματα που επιδικάστηκαν με δικαστική απόφαση.
“Κανονισμοί Πολιτικής Δικονομίας του 2023” σημαίνει τους περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς.
3. Το Δικαστήριο δύναται να διατάξει όπως επιδοθεί κλητήριο ένταλμα εκτός δικαιοδοσίας, όπως η εν λόγω διαδικασία προβλέπεται στις πρόνοιες των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023 ή άλλως πως δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε Νόμου που ισχύει στη Δημοκρατία ή δυνάμει του ενωσιακού δικαίου ή διεθνούς συνθήκης ή οποιουδήποτε κανόνα του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου.
4.-(1) Το Δικαστήριο δύναται σε οποιοδήποτε χρόνο, ενώ εκκρεμεί σε αυτό αγωγή, να εκδίδει διάταγμα για τη μεσεγγύηση, διατήρηση, φύλαξη, πώληση, κατακράτηση ή επιθεώρηση περιουσίας που αποτελεί το αντικείμενο της αγωγής ή διάταγμα για την παρεμπόδιση οποιασδήποτε απώλειας, ζημιάς ή δυσμενούς επηρεασμού που δυνατό, αν δεν εκδοθεί το διάταγμα αυτό, να προξενηθούν σε πρόσωπο ή περιουσία, ενόσω εκκρεμεί τελική δικαστική απόφαση σε ζήτημα που επηρεάζει το πρόσωπο αυτό ή περιουσία ή ενόσω εκκρεμεί η εκτέλεση της δικαστικήςαπόφασης.
(2) Το διάταγμα μεσεγγύησης που αναφέρθηκε πιο πάνω σημαίνει διάταγμα που ορίζει πρόσωπο ή πρόσωπα για να εισέλθουν σε ακίνητη ιδιοκτησία, που ορίζεται στο διάταγμα, η οποία είναι στην κατοχή του προσώπου εναντίον του οποίου εκδίδεται το διάταγμα, και να συλλέξουν, παραλάβουν και αναλάβουν στα χέρια τους τα μισθώματα και τις προσόδους αυτής, καθώς και τα αγαθά και την κινητή περιουσία του εν λόγω προσώπου και να τα κρατούν για όσο χρόνο ορίζεται στο διάταγμα ή μέχρι νεώτερου διατάγματος του Δικαστηρίου.
(3) Το διάταγμα παρέχει στο πρόσωπο που ορίζεται με τον τρόπο αυτό πλήρη εξουσία να ενεργεί καθετί το οποίο διατάσσεται να διενεργηθεί με το διάταγμα αυτό καθώς και κάθε συντελεστικό με αυτό0 και, από την κοινοποίηση του διατάγματος προς το πρόσωπο εναντίον του οποίου εκδόθηκε, αυτό στερεί το πρόσωπο αυτό από κάθε τέτοια εξουσία, τηρουμένου μόνο του δικαιώματος του να κατέχει την ακίνητη περιουσία που τελεί υπό μεσεγγύηση, και να συνεχίζει τη διεξαγωγή της εργασίας του σε αυτή και να χρησιμοποιεί την κινητή περιουσία η οποία δυνατό να βρίσκεται σε αυτή για τους σκοπούς της κατοχής αυτής και της διεξαγωγής της εργασίας του.
5.-(1) Κάθε Δικαστήριο, στο οποίο εκκρεμεί αγωγή για χρέος ή αποζημίωση, δύναται, σε οποιοδήποτε χρόνο μετά την έγερση της αγωγής, να διατάξει όπως ο εναγόμενος παρεμποδιστεί να απαλλοτριώσει τόσο μέρος της ακίνητης ιδιοκτησίας που είναι εγγεγραμμένη στο όνομα του ή για την οποία δικαιούται κατά νόμο να εγγραφεί ως ιδιοκτήτης, όσο, κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου, είναι επαρκές να ικανοποιήσει την απαίτηση του ενάγοντα μαζί με τα έξοδα της αγωγής.
(2) Το διάταγμα αυτό δεν εκδίδεται εκτός αν φαίνεται στο Δικαστήριο ότι ο ενάγων έχει καλή βάση αγωγής, και ότι με την πώληση ή τη μεταβίβαση της ιδιοκτησίας σε τρίτο είναι πιθανό να εμποδιστεί ο ενάγων στην ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης που τυχόν θα εκδοθεί υπέρ του.
(3) Κάθε διάταγμα που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου αυτού πρέπει να ορίζει, εφόσον είναι πρακτικά δυνατό, τη θέση, τα όρια, την έκταση και τη φύση της ιδιοκτησίας που επηρεάζεται από αυτό.
(4) Όταν εκδίδεται διάταγμα δυνάμει του άρθρου αυτού, το πρόσωπο, με αίτηση του οποίου εκδίδεται αυτό, δύναται να καταθέσει στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο της επαρχίας στην οποία βρίσκεται η ιδιοκτησία που επηρεάζεται από το διάταγμα, επίσημο αντίγραφο του διατάγματος μαζί με σημείωμα που απευθύνεται στον Επαρχιακό Κτηματολογικό Λειτουργό, που ζητά να μην μεταβιβαστεί η περιουσία στο όνομα οποιουδήποτε προσώπου άλλου από το πρόσωπο κατά του οποίου εκδόθηκε το διάταγμα.
(5) Το Διάταγμα και το σημείωμα είναι προσιτά για επιθεώρηση στο γραφείο όπου κατατέθηκαν και κάθε μεταγενέστερη μεταβίβαση της ιδιοκτησίας, που γίνεται κατά τη διάρκεια της ισχύος του διατάγματος, είναι άκυρη, η θεραπεία όμως οποιουδήποτε προσώπου στο όνομα του οποίου η ιδιοκτησία ήθελε μεταβιβαστεί με τον τρόπο αυτό συνίσταται μόνο σε απαίτηση αποζημίωσης εναντίον του προσώπου που παραχώρησε ή εκχώρησε σε αυτόν την ιδιοκτησία είτε με πώληση, δωρεά, υποθήκη ή με άλλο τρόπο. Ο Επαρχιακός Κτηματολογικός Λειτουργός προβαίνει σε καταχώρηση σε βιβλίο που τηρείται, για το σκοπό αυτό, η οποία δείχνει ότι τα έγγραφα κατατέθηκαν κανονικά και γνωστοποιεί γραπτώς τον αριθμό της καταχώρησης στο πρόσωπο που κατάθεσε το έγγραφο.
7. Αν φαίνεται στο Δικαστήριο ότι διάταγμα που εκδόθηκε από αυτό δυνάμει των τριών προηγούμενων άρθρων ζητήθηκε για ανεπαρκείς λόγους, ή αν η αγωγή του ενάγοντα αποτύχει ή εκδοθεί απόφαση εναντίον του λόγω παράλειψης ή με άλλο τρόπο, και φαίνεται στο Δικαστήριο ότι δεν υπήρχε πιθανή βάση για την έγερση της αγωγής, το Δικαστήριο δύναται, αν θεωρήσει αυτό σκόπιμο, με αίτηση του εναγομένου, να διατάξει τον ενάγοντα να καταβάλει στον εναγόμενο τέτοιο ποσό το οποίο ήθελε θεωρηθεί από το Δικαστήριο ως εύλογη αποζημίωση αυτού για τη δαπάνη και βλάβη που προξενήθηκε σε αυτόν λόγω της εκτέλεσης του διατάγματος.
Η καταβολή αποζημίωσης δυνάμει του άρθρου αυτού συνιστά κώλυμα για έγερση οποιασδήποτε αγωγής για αποζημίωση σε σχέση με ο,τιδήποτε έγινε κατά την επιδίωξη του διατάγματος0 κάθε τέτοια αγωγή, αν άρχισε, αναστέλλεται από το Δικαστήριο με τέτοιο τρόπο και με τέτοιους όρους όπως το Δικαστήριο θα κρίνει δίκαιο.
8.-(1) Με αίτηση κάποιου από τους διαδίκους το Δικαστήριο δύναται, όταν αυτό φαίνεται αναγκαίο για τους σκοπούς της δικαιοσύνης, και τηρουμένων οποιωνδήποτε όρων ως το Δικαστήριο ήθελε ορίσει, να διατάξει την ένορκη εξέταση ενώπιον οποιουδήποτε προσώπου, και σε οποιοδήποτε τόπο εντός ή εκτός της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, οποιουδήποτε μάρτυρα ή προσώπου και δύναται να δώσει οδηγίες αναφορικά με θέματα που σχετίζονται με την εξέταση ως ήθελε κριθεί εύλογο και δίκαιο, και να εξουσιοδοτήσει οποιοδήποτε διάδικο να προσαγάγει ως απόδειξη την ένορκη κατάθεση που λήφθηκε με τον τρόπο αυτό.
(2) Κάθε πρόσωπο που διατάσσεται να διεξαγάγει εξέταση, δύναται να επάγει το νενομισμένο όρκο και να υποβάλει ειδική έκθεση στο Δικαστήριο η οποία αφορά την εξέταση και την συμπεριφορά κατ’αυτή ή απουσία οποιουδήποτε μάρτυρα ή προσώπου, και το Δικαστήριο δύναται να διατάξει τέτοια διαδικασία και να εκδώσει τέτοιο διάταγμα ως ήθελε φανεί δίκαιο.
(3) Με αίτηση οποιουδήποτε από τουςδιαδίκους το Δικαστήριο δύναται αν κρίνει αυτό σκόπιμο, να εκδόσει παράκληση προς αλλοδαπό Δικαστήριο για να εξετάσει μάρτυρα ο οποίος διαμένει εντός της δικαιοδοσίας του εν λόγω Δικαστηρίου και να εξουσιοδοτήσει οποιοδήποτε διάδικο να δώσει προς απόδειξη την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα αυτού η οποία λήφθηκε ενώπιον του αλλοδαπού Δικαστηρίου ή ενώπιον προσώπου στο οποίο δυνατό να ανατεθεί η εξέταση απο το αλλοδαπό Δικαστήριο.
9.-(1) Κάθε Διάταγμα το οποίο το Δικαστήριο έχει εξουσία να εκδώσει, δύναται να εκδοθεί με αίτηση ενός από τους διαδίκους, χωρίς ειδοποίηση στον άλλο, όπως αυτό προβλέπεται στις πρόνοιες των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023.
(2) Πριν εκδώσει το διάταγμα αυτό χωρίς ειδοποίηση, το Δικαστήριο δύναται να απαιτεί από το πρόσωπο που ζητά αυτό, όπως αναλάβει προσωπική υποχρέωση, με ή χωρίς εγγυητή ή εγγυητές, όπως το Δικαστήριο θεωρεί σκόπιμο, για να εξασφαλιστεί η υποχρέωση του για αποζημίωση του προσώπου εναντίον του οποίου ζητείται το διάταγμα.
(3) Κανένα διάταγμα το οποίο εκδόθηκε χωρίς ειδοποίηση δεν θα παραμένει σε ισχύ για χρόνο μεγαλύτερο από τον αναγκαίο για επίδοση ειδοποίησης γι’ αυτό σε όλους όσους επηρεάζονται από αυτό και για παροχή δυνατότητας σε αυτούς να εμφανιστούν ενώπιον του Δικαστηρίου και ενστούν σε αυτό0 κάθε τέτοιο διάταγμα παύει να ισχύει, μετά τη λήξη της περιόδου αυτής, εκτός αν το Δικαστήριο, αφού ακούσει τους διαδίκους ή οποιοδήποτε από αυτούς, διατάξει διαφορετικά0 και κάθε τέτοιο διάταγμα τυγχάνει μεταχείρισης κατά την αγωγή όπως το Δικαστήριο κρίνει δίκαιο.
(4) Καμιά διάταξη που περιλαμβάνεται στο άρθρο αυτό, δεν θα ερμηνεύεται ότι επηρεάζει ή εφαρμόζεται στις εξουσίες του Δικαστηρίου να εκδίδει εντάλματα εκτέλεσης.
10. Όταν δικαστική απόφαση είναι εναντίον οποιωνδήποτε προσώπων από κοινού, εκτέλεση δύναται να διαταχτεί εναντίον οποιασδήποτε ιδιοκτησίας που ανήκει σε αυτούς είτε από κοινού είτε χωριστά.
12. Ο διάδικος ο οποίος προβαίνει στην εφαρμογή της δικαστικής απόφασης δικαιούται να ανακτήσει τα έξοδα εκτέλεσης εκτός αν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά0 ο επιτετραμμένος με την εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων ή άλλος λειτουργός που εκτελεί οποιοδήποτε ένταλμα δικαιούται να κατακρατήσει τις δαπάνες τις οποίες υπέστη αυτός ή οποιοσδήποτε αντιπρόσωπος του κατά την εκτέλεση του εντάλματος.
13. Τα ποσά που πρέπει να πληρωθούν δυνάμει δικαστικής απόφασης και τα οποία εισπράχθηκαν με εκτέλεση ή με άλλο τρόπο, δυνάμει δικογράφου του Δικαστηρίου πληρώνονται στο Δικαστήριο, εκτός αν αυτό διατάξει διαφορετικά.
Πληρωμή στο Δικαστήριο γίνεται με καταβολή στο Γενικό Λογιστήριο ή σε Τράπεζα ή σε πρόσωπο ή πρόσωπα, ως ήθελε οριστεί από Διαδικαστικούς Κανονισμούς, τα χρήματα όμως που πληρώθηκαν με τον τρόπο αυτό κατατίθενται σε πίστη και διαταγή του Δικαστηρίου.
14.-(1) Κάθε δικαστική απόφαση ή διάταγμα του Δικαστηρίου που διατάσσει πληρωμή χρημάτων, δύναται τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού, να εκτελεστεί με όλα ή με οποιοδήποτε από τα ακόλουθα μέσα:-
(α) με κατάσχεση και πώληση κινητής ιδιοκτησίας
(β) με πώληση ακίνητης ιδιοκτησίας ή επιβάρυνση αυτής με την εγγραφή της δικαστικής απόφασης
(γ) με μεσεγγύηση ακίνητης ιδιοκτησίας
(δ) με κατάσχεση ιδιοκτησίας στα χέρια τρίτου δυνάμει του Μέρους VII του Νόμου αυτού
(ε) με την εξέταση του εξ αποφάσεως οφειλέτη δυνάμει του Μέρους VIII και την έκδοση διατάγματος δυνάμει του Μέρους ΙΧ του Νόμου αυτού.
(2) Κάθε δικαστική απόφαση ή διάταγμα του Δικαστηρίου για την ανάληψη ή παράδοση κατοχής ακίνητης ιδιοκτησίας δύναται να εκτελεστεί με ένταλμα κατοχής που διατάσσει τον επιτετραμμένο με την εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων ή άλλο λειτουργό να παραδώσει την κατοχή της ιδιοκτησίας αυτής στον εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτή.
(3) Κάθε δικαστική απόφαση ή διάταγμα του Δικαστηρίου για την ανάληψη ή παράδοση κινητής ιδιοκτησίας δύναται να εκτελεστεί με ένταλμα παράδοσης που διατάσσει τον επιτετραμμένο με την εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων ή άλλο λειτουργό να παραλάβει την κινητή αυτή ιδιοκτησία και να την παραδώσει στον εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτή.
(4) Διαδικαστικοί Κανονισμοί που εκδίδονται από τον Κυβερνήτη με τη συμβουλή και βοήθεια του Αρχιδικαστή δύνανται να καθορίζουν τον τύπο των ενταλμάτων κατοχής και παράδοσης καθώς και τα δικαιώματα που πρέπει να καταβάλλονται σε σχέση με αυτά και να ρυθμίζουν τη διαδικασία για την έκδοση και εκτέλεση των ενταλμάτων αυτών.
- ΚΕΦ.6
- 134(I)/1999
16. Τα ακόλουθα πράγματα του οφειλέτη χρέους εξαιρούνται από την εκτέλεση:
(α) Ο αναγκαίος ιματισμός του οφειλέτη χρέους και της οικογένειάς του και το ιματιοφυλάκιο για τη φύλαξη αυτού και οι αναγκαίες κλίνες και στρώματα του οφειλέτη χρέους και της οικογένειάς του·
(β) τα αναγκαία σκεύη για την αρτοποιεία και μαγειρική του οφειλέτη χρέους και της οικογένειάς του, η αναγκαία επίπλωση, καθώς επίσης τηλεόραση, ψυγείο, πλυντήριο ρούχων, ηλεκτρική κουζίνα ή κουζίνα υγραερίου, ραδιόφωνο, συσκευές κλιματισμού, ηλεκτρονικοί υπολογιστές ή οποιαδήποτε συσκευή χρησιμοποιείται για τη μελέτη παιδιών, καθώς και οποιοσδήποτε ιατρικός εξοπλισμός δυνατό να χρησιμοποιείται για την οικογένεια·
(γ) τα αναγκαία για την εκτέλεση του επαγγέλματος, της τέχνης, της βιομηχανίας και του επιτηδεύματος ή της απασχόλησης του οφειλέτη χρέους βιβλία, εργαλεία, σύνεργα, αγγεία και δοχεία, ηλεκτρονικοί υπολογιστές ή εξοπλισμός, των οποίων η συνολική αξία δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000)·
(δ) τα αναγκαία μηχανικά γεωργικά εξαρτήματα ή εξοπλισμός ή ζώα, των οποίων η αξία δεν υπερβαίνει τις είκοσι χιλιάδες ευρώ (€20.000)·
(δ1) το χαμηλότερης αξίας μηχανοκίνητο όχημα που είναι αναγκαίο για τη διακίνηση του οφειλέτη χρέους και της οικογένειάς του ή και για την εργασία του·
(ε) κάθε αντικείμενο το οποίο είναι απαραίτητο για τη χρήση των ζώων ή των μηχανικών γεωργικών εξαρτημάτων ή εξοπλισμού που εξαιρούνται·
(στ) η τροφή που απαιτείται για τη σίτιση για έξι μήνες των ζώων που εξαιρούνται·
(ζ) προμήθειες για τρεις μήνες για τον οφειλέτη χρέους και την οικογένειά του·
(η) όταν ο οφειλέτης χρέους είναι γεωργός, ικανοποιητικό ποσό σπόρου για τη σπορά επί ένα έτος όλης της αγροτικής γης που συνήθως καλλιεργείται από αυτόν·
(η1) όταν ο οφειλέτης χρέους είναι κτηνοτρόφος, ικανοποιητικό αριθμό ζώων για τη συνέχιση των εργασιών του·
(θ) όταν ο οφειλέτης χρέους είναι κρατική ή δημόσια υπηρεσία:
(i) αντικείμενα, εξοπλισμός και οχήματα που είναι απαραίτητα για την απρόσκοπτη λειτουργία οιασδήποτε κρατικής ή δημόσιας υπηρεσίας∙
(ii) οχήματα που χρησιμοποιούνται από κρατικούς αξιωματούχους, για υπηρεσιακούς σκοπούς·
(iii) αντικείμενα και εξοπλισμός που προορίζονται για ουσιώδη και ζωτικής σημασίας, για το κοινωνικό σύνολο, σκοπό, περιλαμβανομένου εξοπλισμού που ανήκει στις ένοπλες δυνάμεις και στις δυνάμεις ασφαλείας∙
(iv) αντικείμενα καλλιτεχνικής, αρχαιολογικής, πολιτιστικής, θρησκευτικής και ιστορικής σημασίας∙
(v) συναλλαγματικά αποθέματα, ομόλογα, χρηματικοί τίτλοι και αξίες, καθώς και καταθέσεις που αντιστοιχούν σε δαπάνες που προνοούνται σε εγκρινόμενο από τη Βουλή προϋπολογισμό.
Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, «κρατική ή δημόσια υπηρεσία» σημαίνει κάθε υπηρεσία που υπάγεται στη Δημοκρατία, περιλαμβανομένης της Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, της Αστυνομίας, του Στρατού και της Εθνικής Φρουράς, κάθε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή οργανισμό δημοσίου δικαίου, περιλαμβανομένων των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης, των σχολικών εφορειών, καθώς και οποιοδήποτε άλλο οργανισμό δημοσίου δικαίου χωρίς νομική προσωπικότητα που ιδρύεται με νόμο προς το δημόσιο συμφέρον και τα κεφάλαια του οποίου είτε παρέχονται είτε είναι εγγυημένα από τη Δημοκρατία ή η διοίκησή του τελεί υπό τον έλεγχο της Δημοκρατίας:
- ΚΕΦ.6
- 51(I)/1999
- 101(Ι)/2014
17. Τηρουμένων των διατάξεων του προηγούμενου άρθρου, κάθε ένταλμα κατάσχεσης και πώλησης κινητής ιδιοκτησίας πρέπει να εκτελείται μεταξύ της ανατολής και της δύσης του ήλιου, ο λειτουργός όμως που εκτελεί αυτό οφείλει, εφόσον αυτό είναι πρακτικά δυνατό, να κατάσχει και να λάβει τόσα από τα κινητά του οφειλέτη χρέους από δικαστική απόφαση όσα αυτός ήθελε θεωρήσει αναγκαία προς ικανοποίηση του εκ δικαστικής αποφάσεως χρέους.
18. Η ιδιοκτησία που κατασχέθηκε κατά την εκτέλεση (εκτός από χρήματα ή αξιόγραφα) πρέπει να πωλείται μόνο μετά από παρέλευση τουλάχιστον τριών ημερών από την επόμενη της κατάσχεσης, εκτός αν υπόκειται σε φθορά ή αν ζητήσει αυτό γραπτώς ο ιδιοκτήτης διάδικος0 μέχρι την πώληση η ιδιοκτησία πρέπει να τοποθετείται σε κατάλληλο τόπο ή δύναται να παραμένει υπό τη φύλαξη κατάλληλου προσώπου.
19. Κάθε πώληση κινητής ιδιοκτησίας προς εκτέλεση δικαστικής απόφασης, γίνεται, με δημόσιο πλειστηριασμό, εκτός αν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά σύμφωνα με τις οδηγίες που τυχόν θα δώσει το Δικαστήριο κατόπι αίτησης οποιουδήποτε ενδιαφερόμενου μέρους0 το Δικαστήριο όμως δύναται να διατάξει όπως η πώληση διεξαχθεί με τέτοιο άλλο τρόπο, ως ήθελε θεωρήσει σκόπιμο.
20.-(1) Τα αξιόγραφα που κατασχέθηκαν κατά την εκτέλεση κρατούνται από το λειτουργό που εκτέλεσε το ένταλμα, ως ασφάλεια για το ποσό που πρέπει να εισπραχθεί και διατίθενται κατά τον τρόπο που το Δικαστήριο θα διατάξει κατόπι αίτησης οποιουδήποτε διαδίκου.
(2) Τα χρήματα που ασφαλίζονται με τα αξιόγραφα αυτά, μόλις καταστούν πληρωτέα δύνανται να εισπραχθούν με αγωγή που εγείρεται από τον πιστωτή από δικαστική απόφαση στο όνομα του εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτη χρέους, ή στο όνομα οποιουδήποτε προσώπου στο όνομα του οποίου ο οφειλέτης χρέους θα μπορούσε να εγείρει αγωγή για την είσπραξη αυτού.
21. Όταν κινητή ιδιοκτησία, που κατασχέθηκε κατά την εκτέλεση δυνάμει δικαστικής απόφασης ή διατάγματος, διεκδικείται από πρόσωπο άλλο από τον εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτη, το πρόσωπο που διεκδικεί ή το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται το ένταλμα εκτέλεσης δύναται να αποταθεί στο Δικαστήριο για να καθορίσει το δικαίωμα επί της ιδιοκτησίας. Το Δικαστήριο, κατόπι ειδοποίησης όλων των αναγκαίων μερών για να εμφανιστούν ενώπιον του, ορίζει συνοπτικά τα δικαιώματα των μερών ή εκδίδει τέτοιο διάταγμα ως προς την εκδίκαση και τον ορισμό των δικαιωμάτων αυτών ως ήθελε θεωρήσει σκόπιμο, καθώς και ως προς την εν τω μεταξύ διαφύλαξη της διαφιλονεικούμενης ιδιοκτησίας, και σε κάθε περίπτωση, το Δικαστήριο θα διατάσσει από ποιο θα πληρωθούν τα έξοδα που προέκυψαν λόγω της διεκδίκησης.
Όταν τρίτος αξιώνει επί της ιδιοκτησίας που κατασχέθηκε με τον πιο πάνω τρόπο δικαίωμα λόγω ασφάλειας χρέους, το Δικαστήριο δύναται να διατάξει των πώληση όλης ή μέρους της ιδιοκτησίας υπό τέτοιους όρους ως προς την πληρωμή όλου ή μέρους του ασφαλισμένου χρέους, ή άλλως πως, όπως αυτό θα κρίνει σκόπιμο, και δύναται να διατάξει όπως το προϊόν της πώλησης διατεθεί με τέτοιο τρόπο και υπό τέτοιους όρους ώς ήθελε φανεί δίκαιο.
22. Κανένα ένταλμα εκτέλεσης με πώληση ακίνητης ιδιοκτησίας δεν θα εκδίδεται παρά μόνο με τη συναίνεση του εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτη χρέους, εκτός αν ένταλμα πώλησης της κινητής ιδιοκτησίας του οφειλέτη χρέους, που εκδόθηκε από το Δικαστήριο και που απευθύνθηκε στον επιτετραμμένο με την εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων της Επαρχίας στην οποία βρίσκεται το Δικαστήριο επεστράφηκε στο Δικαστήριο ανεκτέλεστο ή εκτός αν φαίνεται ότι ο οφειλέτης χρέους δεν έχει πράγματι στην κατοχή του κινητή ιδιοκτησία.
23. Η ακίνητη ιδιοκτησία του εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτη χρέους, η οποία δύναται να πωληθεί με εκτέλεση θα περιλαμβάνει μονο την εγγεγραμμένη ακίνητη ιδιοκτησία που είναι εγγεγραμμένη στο όνομα του στα βιβλία του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου:
24. Κανένα ένταλμα πώλησης ακίνητης ιδιοκτησίας δεν εκδίδεται παρά μόνο κατόπι αίτησης προς το Δικαστήριο και μετά από προηγούμενη γνωστοποίηση της αίτησης προς τον οφειλέτη χρέους0 κάθε τέτοιο ένταλμα υπογράφεται από το δικαστή ή από ένα από τους δικαστές που διατάσσουν την έκδοση του.
25. Τηρουμένων των διατάξεων του επόμενου άρθρου, όταν ένταλμα πώλησης ακίνητης ιδιοκτησίας παραμένει ανεκτέλεστο για ένα έτος από την έκδοση του, λόγω μόνο της μή πληρωμής των εξόδων που απαιτούνται για τη διεξαγωγή της πώλησης, ο Επαρχιακός Κτηματολογικός Λειτουργός δύναται να οπισθογράψει επί του εντάλματος ότι αυτό δεν έχει εκτελεστεί λόγω της μη πληρωμής των εξόδων, οπότε το ένταλμα επιστρέφεται στο Δικαστήριο που το έκδωσε και παύει να έχει οποιαδήποτε νομική ισχύ και αποτέλεσμα.
Το Δικαστήριο δύναται, σε οποιοδήποτε χρόνο, πριν από την παρέλευση ενός έτους από την ημερομηνία της έκδοσης του εντάλματος, να διατάξει όπως αυτό παραμείνει σε ισχύ για τόσο περαιτέρω χρονικό διάστημα όπως το Δικαστήριο θα κρίνει σκόπιμο.
26. Αν ο οφειλέτης χρέους από δικαστική απόφαση, του οποίου η ακίνητη ιδιοκτησία ζητείται να πωληθεί αξιώνει ότι θα είναι προς το συμφέρον αυτού ή των πιστωτών του αν μέρος της ακίνητης ιδιοκτησίας πωληθεί πριν από οποιοδήποτε άλλος μέρος, αυτός οφείλει να γνωστοποιήσει στο Δικαστήριο την αξίωση, πριν από το τέλος του πλειστηριασμού και αν το Δικαστήριο θεωρεί ότι πρέπει να προηγηθεί η πώληση κάποιου μέρους της ιδιοκτησίας, δύναται να διατάξει κατά τον τρόπο αυτό.
27. Ένταλμα πώλησης ακίνητης ιδιοκτησίας που διατάσσει γενικά την πώληση της ακίνητης ιδιοκτησίας του οφειλέτη χρέους, χωρίς άλλες ή περαιτέρω οδηγίες, αποτελεί επαρκή εξουσιοδότηση για τον επιτετραμμένο με την εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων και τους λειτουργούς του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου να πωλήσουν τόσο μέρος από την εγγεγραμμένη στο όνομα του οφειλέτη χρέους ιδιοκτησία, όσον ήθελε θεωρηθεί επαρκές για την εξασφάλιση του οφειλομένου βάσει της απόφασης ποσού με όλα τα έξοδα της εκτέλεσης:
28. Όταν η ιδιοκτησία βαρύνεται με υποθήκη-
(α) ο εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτής δύναται, σε οποιοδήποτε χρόνο, αφού το ενυπόθηκο χρέος καταστεί πληρωτέο, να πληρώσει στον ενυπόθηκο δανειστή εκ μέρους του εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτη χρέους, όλα τα ασφαλισμένα με την υποθήκη χρήματα και δύναται να προσθέσει τα χρήματα που πληρώθηκαν με τον τρόπο αυτό στο ποσό του χρέους από δικαστική απόφαση· και το δικαστήριο όταν ικανοποιηθεί ότι τα ασφαλιζόμενα με την υποθήκη χρήματα έχουν πληρωθεί, δύναται να διατάξει την πώληση της ιδιοκτησίας
(β) αν ο ενυπόθηκος δανειστής αρνηθεί να δεχτεί την προσφορά των ασφαλισμένων με την υποθήκη χρημάτων που έγινε σε αυτόν από τον εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτή, το Δικαστήριο δύναται με αίτηση του εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτή να διατάξει όπως η ιδιοκτησία πωληθεί υπό τέτοιους όρους ως προς την πληρωμή από τον εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτή στο Δικαστήριο ή την εξασφάλιση του ενυπόθηκου χρέους από αυτόν με άλλο τρόπο, όπως το Δικαστήριο θα κρίνει σκόπιμο
(γ) ο εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτής δύναται αντί να πληρώσει ή να προσφέρει στον ενυπόθηκο δανειστή τα ασφαλισμένα με την υποθήκη χρήματα, να γνωστοποιήσει σε αυτόν την πρόθεση του να ζητήσει από το Δικαστήριο έκδοση εντάλματος πώλησης· στην αίτηση αυτή και αφού ο εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτής παράσχει ασφάλεια που ικανοποιεί το Δικαστήριο για τα έξοδα τα οποία θα προκύψουν κατά την πώληση ή σε σχέση με αυτήν, δύναται να εκδοθεί ένταλμα για πώληση της ιδιοκτησίας, το οποίο ορίζει την επιφυλαχθείσα από το Δικαστήριο προσφορά για την εξασφάλιση των χρημάτων τα οποία οφείλονται ή θα οφείλονται δυνάμει της υποθήκης· και αν δεν υπάρξει προσφορά ίση με την επιφυλαχθείσα η ιδιοκτησία δεν πωλείται
(δ) το ποσό χρημάτων το οποίο εισπράττεται κατόπι πώλησης δυνάμει της παραγράφου (γ), εφόσον αυτό επαρκεί, διατίθεται για πληρωμή πρώτα του οφειλόμενου βάσει της υποθήκης ποσού· δεύτερο, των εξόδων της πώλησης· τρίτο, του εκ δικαστικής αποφάσεως χρέους· και το υπόλοιπο, αν υπάρχει ανήκει στον εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτη χρέους
(ε) αν το ποσό που εισπράχτηκε με τον τρόπο αυτό δεν επαρκεί για την αποπληρωμή ολόκληρου του ενυπόθηκου χρέους και των εξόδων την πώλησης, ο εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτής είναι υπεύθυνος για το έλλειμα, αλλά δύναται, αν το Δικαστήριο θεωρήσει σκόπιμο να διατάξει κατ’ αυτό τον τρόπο, να προσθέσει το ποσό του ελλείμματος στο ποσό του εκ δικαστικής αποφάσεως χρέους ως έξοδα εκτέλεσης:
Νοείται ότι όταν το ακίνητο βαρύνεται με δύο ή περισσότερες υποθήκες-
(α) οι διατάξεις των παραγράφων (α), (γ), (δ) και (ε) θα εφαρμόζονται σε όλες αυτές τις υποθήκες, στα χρηματικά ποσά που ασφαλίζονται με αυτές και στους αντίστοιχους ενυπόθηκους δανειστές
(β) αν ο ενυπόθηκος δανειστής οποιασδήποτε τέτοιας υποθήκης αρνηθεί να αποδεχθεί πληρωμή του ασφαλισμένου με την υποθήκη αυτή χρηματικού ποσού, με την προσφορά αυτού από τον εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτή όπως προνοείται στην παράγραφο (α), οι διατάξεις της παραγράφου (β) του άρθρου αυτού θα εφαρμόζονται στον πιο πάνω ενυπόθηκο δανειστή, στην αντίστοιχη υποθήκη και στο ασφαλισμένο με αυτή χρηματικό ποσό:
29. Κάθε φορά που εκδίδεται ένταλμα πώλησης ακίνητης ιδιοκτησίας για ικανοποίηση εκ δικαστικής αποφάσεως χρέους το οποίο οφείλεται από αποθανόντα και η ιδιοκτησία βρίσκεται εγγεγραμμένη στο όνομα του αποθανόντα στα βιβλία του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου, το Κτηματολογικό και Χωρομετρικό Τμήμα πωλεί την ιδιοκτησία προς ικανοποίηση του χρέους χωρίς προηγουμένως να απαιτήσει την εγγραφή της ιδιοκτησίας στο όνομα των κληρονόμων.
30. Κάθε φορά που εκδίδεται ένταλμα πώλησης ακίνητης ιδιοκτησίας, το Δικαστήριο δύναται με αίτηση οποιουδήποτε άλλου εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτή, να εκδώσει ένταλμα για την πώληση τόσου μέρους της ιδιοκτησίας, όσο παρέμεινε απώλητο δυνάμει του πρώτου εντάλματος0 και δύναται, με την ίδια αίτηση, να διατάξει όπως το υπόλοιπο, αν υπάρχει, μετά την πληρωμή κάθε οφειλομένου δυνάμει του πρώτου εντάλματος, διατεθεί προς ικανοποίηση του χρέους που οφείλεται στον πιστωτή που υπόβαλε την αίτηση.
31. Ο επιτετραμμένος με την εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων ή κάθε πρόσωπο το οποίο εκτελεί ένταλμα πώλησης ακίνητης ιδιοκτησίας, δύναται να αποταθεί στο Δικαστήριο για έκδοση οδηγιών προς επίλυση οποιουδήποτε ζητήματος που ανέκυψε ή που ενδέχεται να ανακύψει κατά την πορεία της πώλησης0 το Δικαστήριο όμως δύναται σε τέτοια περίπτωση να δώσει τέτοιες οδηγίες, ως ήθελε κρίνει σκόπιμο.
32. Κάθε πρόσωπο που αξιώνει συμφέρον επί ακίνητης ιδιοκτησίας για την πώληση της οποίας εκδόθηκε ένταλμα, δύναται να ζητήσει από το Δικαστήριο αναστολή της πώλησης 0 και το Δικαστήριο δύναται, αφού ακούσει όλους τους ενδιαφερόμενους, να εκδώσει τέτοιο διάταγμα ως ήθελε θεωρήσει δίκαιο.
33. Κάθε πώληση ακίνητης ιδιοκτησίας προς ικανοποίηση δικαστικής απόφασης διενεργείται με δημόσιο πλειστηριασμό σε χρόνο και τόπο για τους οποίους δίνεται δημόσια ειδοποίηση.
34.-(1) Η ειδοποίηση τοιχοκολλάται στην πόλη ή στο χωριό όπου βρίσκεται η ιδιοκτησία, στην πόλη ή στο χωριό όπου η πώληση πρόκειται να διενεργηθεί, στο δικαστικό μέγαρο του Δικαστηρίου που έκδωσε το ένταλμα πώλησης και σε κάθε άλλο τόπο ή τόπους ως ήθελε οριστεί από το Δικαστήριο ή από Κανονισμούς Πώλησης που εκδίδονται δυνάμει του Νόμου αυτού.
(2) Η ειδοποίηση πρέπει να ορίζει το όνομα και τον τόπο εργασίας του προσώπου που διορίστηκε για να διενεργήσει την πώληση, καθώς και του προσώπου, αν υπάρχει, προς το οποίο μπορούν να γίνονται προσφορές μέχρι το χρόνο που ορίστηκε για την πώληση.
(3) Η ειδοποίηση πρέπει να ορίζει προθεσμία τουλάχιστο δεκαπέντε ημερών σε καμιά όμως περίπτωση δεν θα υπερβαίνει τις ενενήντα ημέρες και πρέπει να εκδίδεται σε τέτοιο χρόνο πριν από την πώληση και να κοινοποιείται με τέτοιο τρόπο, ως ήθελε προβλεφθεί από οποιουσδήποτε Κανονισμούς Πώλησης που εκδίδονται δυνάμει του Νόμου αυτού ή ελλείψει αυτών, με τέτοιο τρόπο ως το Δικαστήριο ήθελε διατάξει.
35. Μετά τη δημοσίευση της ειδοποίησης και μέχρι το χρόνο που ορίστηκε για την πώληση, μπορούν να γίνονται προσφορές γραπτώς προς κάθε πρόσωπο που κατονομάζεται για το σκοπό αυτό στην ειδοποίηση πώλησης, νοουμένου ότι αυτές γίνονται σύμφωνα με τους Κανονισμούς Πώλησης ή ελλείψει αυτών, υπογράφονται από τον πλειοδότη στην παρουσία προσώπου που ορίστηκε για να δέχεται γραπτές προσφορές.
36. Κατά το χρόνο και στον τόπο που ορίστηκε για την πώληση το πρόσωπο το οποίο ορίστηκε για τη διεξαγωγή αυτής ή ο αναπληρωτής αυτού, δέχεται κάθε προσφορά που έγινε προφορικά σε αυτό και κλείνει την πώληση σύμφωνα με τις διατάξεις των Κανονισμών Πώλησης ή ελλείψει αυτών, όταν κρίνει από το χρόνο ο οποίος παρήλθε από την τελευταία προηγούμενη προσφορά, ότι δεν προβλέπονται άλλες προσφορές.
37. Μετά το περάς της πώλησης το πρόσωπο που διεξάγει αυτήν αναγγέλει το όνομα του τελευταίου πλειοδότη.
38.-(1) Κάθε πρόσωπο που πλειοδοτεί γραπτά ή προφορικά, εκτός αν ή μέχρι να γίνει μεγαλύτερη προσφορά, είναι υπεύθυνο για το ποσό που πρόσφερε, για τη συμπλήρωση της αγοράς και την πληρωμή όλων των δικαιωμάτων που είναι αναγκαία για τη δέουσα μεταβίβαση της ιδιοκτησίας στο όνομα του στα βιβλία του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου0 αν όμως ο τελευταίος πλειοδότης, αφού κληθεί από το πρόσωπο που διεξάγει την πώληση, αμελήσει ή αρνηθεί να πληρώσει το ποσό που πρόσφερε ή τέτοιο μέρος αυτού το οποίο ήθελε οριστεί από τους Κανονισμούς Πώλησης, καθώς και τα δικαιώματα που αναφέρθηκαν πιο πάνω, οι πλειοδοσίες επανανοίγονται και η ιδιοκτησία τίθεται εκ νέου προς πώληση. Ο τελευταίος πλειοδότης κατά την προηγούμενη πώληση, ευθύνεται για κάθε ζημιά που ενδέχεται να προκύψει από την αμέλεια ή την άρνηση του να πληρώσει τα ποσά που αναφέρθηκαν.
(2) Αν κατά τη μεταγενέστερη πώληση το ποσό που εισπράχθηκε δεν επαρκεί για την ικανοποίηση του ποσού το οποίο οφείλεται δυνάμει της δικαστικής απόφασης προς εκτέλεση της οποίας διενεργείται η πώληση, το ποσό, αν υπάρχει, για το οποίο κατέστη υπεύθυνος ο πλειοδότης κατά την προηγούμενη πώληση, εισπράττεται με αγωγή που εγείρεται από τον εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτή ή με άδεια του δικαστηρίου, από τον εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτη χρέους. Σε αντίθετη περίπτωση, το ποσό εισπράττεται με αγωγή που εγείρεται από τον εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτη.
39. Όταν το πρόσωπο που ανακηρύχθηκε ως τελευταίος πλειοδότης δεν κληθεί αμέσως μετά το πέρας της πώλησης από το πρόσωπο που διεξήγαγε αυτήν να πληρώσει όλο το εκπλειστηρίασμα, τότε, αν παραλείψει να πληρώσει αυτό εντός του χρόνου που ορίστηκε από τους όρους της πώλησης, ο εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτής δύναται να επιδώσει σε αυτό γραπτή ειδοποίηση με την οποία καλείται να πληρώσει όλο το εκπλειστηρίασμα εντός δέκα ημερών από την επίδοση αυτής0 αν όμως αμελήσει ή αρνηθεί, χωρίς εύλογη αιτία, το βάρος απόδειξης της οποίας φέρει ο ίδιος, να πληρώσει όλο το εκπλειστηριάσμα εντός των δέκα ημερών που αναφέρθηκαν, είναι ένοχο αδικήματος και υπόκειται, σε περίπτωση καταδίκης, σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις διακόσιες πενήντα λίρες.
40. Το Δικαστήριο δύναται, κατά την έκδοση εντάλματος, να δώσει οδηγίες να μην πωληθεί η ιδιοκτησία εκτός αν το ποσό που προσφέρεται είναι ίσο ή υπερβαίνει την επιφυλαχθείσα τιμή η οποία ορίζεται από το Δικαστήριο. Κάθε τέτοια οδηγία δύναται να δοθεί από το Δικαστήριο με αίτηση του προσώπου του οποίου η ιδιοκτησία διατάχτηκε να πωληθεί και αφού αυτό εξασφαλίσει, κατά τέτοιο τρόπο ως το Δικαστήριο ήθελε εγκρίνει, την πληρωμή οποιασδήποτε πρόσθετης δαπάνης που δυνατό να συνεπάγεται η οδηγία αυτή0 αν δοθεί τέτοια οδηγία η επιφυλαχθείσα τιμή πρέπει σε κάθε περίπτωση να αναφέρεται στο ένταλμα πώλησης και καμιά πλειοδοσία ή προσφορά δεν γίνεται αποδεκτή, εκτός αν είναι ίση με την επιφυλαχθείσα τιμή ή υπερβαίνει αυτή: Νοείται ότι το άρθρο αυτό δεν εφαρμόζεται σε ιδιοκτησία που είναι υποθηκευμένη σύμφωνα με το νόμο για πληρωμή χρέους.
41. Όταν, η ιδιοκτησία δεν πωληθεί λόγω του ότι δεν προσφέρθηκε ποσό ίσο με την επιφυλαχθείσα τιμή, αν, μετά την παρέλευση έξι μηνών από την περάτωση των πλειοδοσιών η ιδιοκτησία παραμένει ακόμη απώλητη και ο πιστωτής ζητά από το Δικαστήριο να διατάξει όπως αυτή τεθεί εκ νέου προς πώληση, το Δικαστήριο, εκτός αν αποδεικτεί ότι το χρέος ικανοποιήθηκε, εκδίδει τέτοιο διάταγμα και η ιδιοκτησία πωλείται τότε στην καλύτερη τιμή η οποία δύναται να εξασφαλιστεί.
42. Οι θύρες της αίθουσας όπου διεξάγεται η πώληση δύνανται, κατά την κρίση του επιτετραμμένου που ορίστηκε για τη διεξαγωγή της πώλησης ή του αναπληρωτή του, να κλείσουν για να μην αναχωρήσει οποιοσδήποτε που είναι παρών κατά την έναρξη της πώλησης μέχρις ότου αυτή αποπερατωθεί από το πρόσωπο που τη διεξάγει και καλέσει τον τελευταίο πλειοδότη να πληρώσει το εκπλειστηρίασμα ή τόσο μέρος αυτού που δυνατό να είναι καταβλητέο.
43. Αν φανεί στο Δικαστήριο ότι κατά την πώληση έγινε οποιαδήποτε παράλειψη ή αντικανονικότητα από την οποία ζημιώθηκε πράγματι οποιοδήποτε πρόσωπο ή επηρεάστηκε δυσμενώς, το Δικαστήριοο δύναται να ακυρώσει την πώληση και να διατάξει νέα με τέτοιους όρους ως ήθελε κρίνει δίκαιο.
44.-(1) Όταν το ανώτατο ποσό που προσφέρθηκε είναι ανεπαρκές, τότε, αν ο οφειλέτης χρέους ζητήσει από το Δικαστήριο, εντός επτά ημερών από την ημέρα που έγινε η προσφορά, αναστολή της διαδικασίας και αποδείξει κατά τρόπο που να ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι το ανώτατο ποσό που προσφέρθηκε είναι ανεπαρκές όπως προαναφέρθηκε, και αν, αφού υποβληθεί η αίτηση στο Δικαστήριο και αυτό είναι έτοιμο να επιληφθεί αυτής, είναι δυνατό να εκδοθεί διάταγμα άνευ βλάβης των δικαιωμάτων ή δυσμενούς επηρεασμού οποιουδήποτε προσώπου άλλου από τον οφειλέτη χρέους και του πιστωτή του, το Δικαστήριο δύναται να διατάξει όπως η διαδικασία δυνάμει του εντάλματος ανασταλεί ή ακυρωθεί το ένταλμα, αναφορικά με την ιδιοκτήσια για την οποία η ανώτατη προσφορά είναι ανεπαρκής, είτε χωρίς όρους ή με όρους τους οποίους το Δικαστήριο ήθελε θεωρήσει σκόπιμο να επιβάλει.
(2) Το Δικαστήριο δεν εκδίδει το διάταγμα, αν φαίνεται ότι ο οφειλέτης ή άλλο πρόσωπο εν γνώσει και εκ μέρους αυτού ή προς προαγωγή κοινού σκοπού που αποφασίστηκε από αυτόν και άλλους για δυσμενή επηρεασμό, παρεμπόδιση ή ματαίωση της πώλησης ακίνητης ιδιοκτησίας, ενέργησε κατά τρόπο ώστε να επηρεάσει δυσμενώς την πώληση της ιδιοκτησίας ή να παρεμποδίσει ή ματαιώσει την υποβολή προσφορών.
(3) Αν μετά την παρέλευση έξι μηνών αφότου το Δικαστήριο διέταξε την αναστολή της διαδικασίας δυνάμει του εντάλματος ή την ακύρωση του εντάλματος, η ιδιοκτησία που περιλαμβάνεται στο ένταλμα παραμένει ακόμη απώλητη, και ο πιστωτής ζητήσει από το Δικαστήριο να διατάξει όπως αυτή τεθεί εκ νέου προς πώληση, το Δικαστήριο οφείλει, εκτός να φανεί ότι το χρέος έχει ικανοποιηθεί, να εκδώσει το διάταγμα αυτό χωρίς επιβολή περαιτέρω δικαστικών τελών0 και η ιδιοκτησία πωλείται τότε στην καλύτερη τιμή η οποία δύναται να εξασφαλιστεί.
(4) Το άρθρο αυτό καθώς και τα άρθρα 45 έως 50, και των δύο περιλαμβανομένων, δεν εφαρμόζονται σε ιδιοκτησία που είναι υποθηκευμένη σύμφωνα με το νόμο για πληρωμή χρέους.
45. Προσφορά θεωρείται συνήθως ότι είναι ανεπαρκής με την έννοια του Νόμου αυτού, αν είναι κατώτερη από το ένα τρίτο της αξίας της ιδιοκτησίας όπως αυτή αναγράφεται στα φορολογικά μητρώα ακίνητης ιδιοκτησίας. Ο πιστωτής όμως δύναται να προσαγάγει μαρτυρία ενώπιον του δικαστηρίου ότι η αξία που φαίνεται κατά τον πιο πάνω τρόπο υπερβαίνει την πραγματική αξία της ιδιοκτησίας και το Δικαστήριο, αφού ακούσει τη μαρτυρία αυτή, καθώς και οποιαδήποτε μαρτυρία που προσάχθηκε από τον οφειλέτη χρέους προς αντίκρουση και αφού ακούσει τους διαδίκους ή όσους από αυτούς παρίστανται στο Δικαστήριο, δύναται να ορίσει την πραγματική αξία της ιδιοκτησίας0 και στην περίπτωση αυτή η προσφορά θεωρείται ανεπαρκής με την έννοια του Νόμου αυτού, αν είναι κατώτερη από το ένα τρίτο της αξίας που ορίστηκε από το Δικαστήριο.
46. Κάθε οφειλέτης χρέους που επιθυμεί την έκδοση διατάγματος του Δικαστηρίου με το οποίο να αναστέλλεται η διαδικασία δυνάμει εντάλματος πώλησης οποιασδήποτε ακίνητης ιδιοκτησίας του, ή με το οποίο να ακυρώνει το ένταλμα αυτό πρέπει να υποβάλει αίτηση στο Δικαστήριο εντός επτά ημερών από την ημέρα που έκλεισε ο πλειστηριασμός0 και σε καμιά περίπτωση δεν θα γίνεται δεκτή τέτοια αίτηση μετά την παρέλευση επτά ημερών.
47. Όταν αναστάληκε η διαδικασία δυνάμει εντάλματος ή ακυρώθηκε ένταλμα δυνάμει των διατάξεων του Νόμου αυτού, οποιαδήποτε ιδιοκτησία η οποία είχε διαταχτεί να πωληθεί, δύναται με αίτηση οποιουδήποτε ενδιαφερoμένου σε οποιοδήποτε χρόνο μετά από αυτά, να πωληθεί, αν το Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να διατάξει κατά τον τρόπο αυτό.
48. Η αναστολή διαδικασίας δυνάμει εντάλματος ή η ακύρωση εντάλματος δεν μεταθέτει την απαίτηση του πιστωτή, με αίτηση του οποίου εκδόθηκε το ένταλμα, προς όφελος της απαίτησης οποιουδήποτε άλλου πιστωτή, αλλά όλα τα δικαιώματα κατά του οφειλέτη χρέους και κατά κάθε άλλου προσώπου που έχει απαίτηση μέσω ή κατά του οφειλέτη χρέους, τα οποία αποκτήθηκαν υπέρ του πιστωτή με την έκδοση του εντάλματος σε σχέση με την ιδιοκτησία που αναφέρεται σε αυτό, παραμένουν σε πλήρη ισχύ μέχρι να ικανοποιηθεί το χρέος αυτού μαζί με τους τόκους και τα έξοδα.
49. Όταν το Δικαστήριο αναστέλλει τη διαδικασία δυνάμει εντάλματος ή ακυρώνει αυτό ή αν η ανώτατη προσφορά είναι κατώτερη από την επιφυλαχθείσα τιμή που καθορίστηκε από το Δικαστήριο, ο πιστωτής δύναται, αν το ζητήσει και αν το Δικαστήριο θεωρήσει αυτό σκόπιμο, να λάβει κατοχή της ιδιοκτησίας για περίοδο όχι μεγαλύτερη των τριών ετών αντί ετήσιου μισθώματος που ορίζεται από το Δικαστήριο:
Νοείται ότι αν προσφέρεται οποιοδήποτε πρόσωπο άλλο από τον πιστωτή να μισθώσει την ιδιοκτησία και παράσχει ασφάλεια για την πληρωμή του μισθώματος, ο πιστωτής δεν δικαιούται να λάβει κατοχή αυτής με μικρότερο μίσθωμα από αυτό που προσφέρεται κατά τον πιο πάνω τρόπο.
50. Ανεξάρτητα αν ο πιστωτής έλαβε ή όχι κατοχή της ιδιοκτησίας δυνάμει του αμέσως προηγούμενου άρθρου, αυτή δύναται, με άδεια του Δικαστηρίου να πωληθεί οποτεδήποτε, σε οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο προσφέρει επαρκή τιμή.
Εκτός όπως προνοείται πιο πάνω το Δικαστήριο δεν διατάσσει κατ’ ανάγκη την πώληση της ιδιοκτησίας, αλλά διατάσσει είτε την πώληση αυτής είτε τη συνέχιση της κατοχής αυτής από τον πιστωτή, όπως θα ήταν κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου πιο εξυπηρετικό για τα συμφέροντα όλων των ενδιαφερομένων.
51. Αν, για οποιοδήποτε λόγο, η ιδιοκτησία δεν πωλήθηκε κατά την ημέρα που ορίστηκε για πώληση, το Δικαστήριο δύναται να δώσει τέτοιες οδηγίες για την πώληση αυτής, καθώς και για αγγελίες και ειδοποιήσεις όπως αυτό θα κρίνει ορθό.
52. Καμιά μεταβίβαση ακίνητης ιδιοκτησίας που πωλήθηκε κατά την εκτέλεση δεν διενεργείται στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο πριν από την παρέλευση δεκαπέντε ημερών από την ημερομηνία που έκλεισαν οι πλειοδοσίες.
53. Ο εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτής δύναται, όπως ορίζεται πιο κάτω, αφού εγγράψει τη δικαστική απόφαση που εκδόθηκε υπέρ του στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο, να καταστήσει οποιαδήποτε ακίνητη ιδιοκτησία επι της οποίας ο εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτης χρέους έχει συμφέρο (is beneficially interested) και η οποία είναι εγγεγραμμένη στο όνομα του στα βιβλία του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου, εγγύηση για την πληρωμή του εκ δικαστικής αποφάσεως χρέους:
54. Η εγγραφή γίνεται με κατάθεση στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο της Επαρχίας, όπου βρίσκεται η ιδιοκτησία που ζητείται να επιβαρυνθεί, επίσημου αντιγράφου της δικαστικής απόφασης, μαζί με σημείωμα που είναι χρονολογημένο και υπογραμμένο από τον εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτή ή από τον εξουσιοδοτημένο για το σκοπό αυτό αντιπρόσωπο του, που περιγράφει την ιδιοκτησία και αξίωνει όπως το συμφέρον του οφειλέτη χρέους επί αυτής παραμείνει δεσμευμένο για την πληρωμή του ποσού που οφείλεται δυνάμει της δικαστικής απόφασης.
Το σημείωμα πρέπει να αναφέρει το όνομα, τον τόπο της διαμονής και το επάγγελμα του εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτη χρέους, το είδος της ιδιοκτησίας, την πόλη ή το χωριό εντός της γης των οποίων βρίσκεται η ιδιοκτησία, και παραπομπή στη θέση της εγγραφής της ιδιοκτησίας στα μητρώα.
55. Η εγγραφή δικαστικής απόφασης παραμένει σε ισχύ συνήθως για δέκα μόνο χρόνια από την ημερομηνία που γράφτηκε για πρώτη φορά.
56.-(1) Η εγγραφή δύναται, από καιρό σε καιρό, να παρατείνεται με διάταγμα του Δικαστηρίου για χρονικό διάστημα ή διαστήματα που δεν υπερβαίνουν κάθε φορά τα δέκα χρόνια:
(2) Δεν εκδίδεται διάταγμα παράτασης της εγγραφής, εκτός αν:-
(α) η αίτηση γι αυτό υποβληθεί έναν τουλάχιστο μήνα πριν από τη λήξη της υφιστάμενης χρονικής περιόδου, για την οποία είναι εγγεγραμμένη η δικαστική απόφαση και
(β) το Δικαστήριο είναι σε θέση, αφού ακούσει και εξετάσει την αίτηση και όλη τη μαρτυρία που προσάχθηκε προς υποστήριξη της, να εκδώσει το διάταγμα πριν από τη λήξη της υφιστάμενης χρονικής περιόδου και
(γ) έχει δοθεί στον Επαρχιακό Κτηματολογικό Λειτουργό της Επαρχίας όπου βρίσκεται η ιδιοκτησία ειδοποίηση για την αίτηση και το χρόνο που ορίστηκε για ακρόαση της και
(δ) το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι η δικαστική απόφαση δεν προήλθε από συμπαιγνία ή εξασφαλίστηκε με σκοπό να παραγκωνίσει άλλους πιστωτές και επίσης ότι η παράταση της χρονικής περιόδου της εγγραφής δεν θα επηρεάσει δυσμενώς τον εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτη χρέους ή οποιοδήποτε άλλον εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτή ή πιστωτές.
(3) Γνωστοποίηση του διατάγματος δίνεται στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο από ή εκ μέρους του εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτή, και με δική του δαπάνη, με το να αφεθεί στο γραφείο όπου είναι εγγεγραμμένη η δικαστική απόφαση γραπτή ειδοποίηση για την έκδοση του διατάγματος ή επίσημο αντίγραφο αυτού, όχι αργότερο από την ημέρα κατά την οποία, αν δεν εκδιδόταν το διάταγμα, θα έπαυε η ισχύς της εγγραφής της δικαστικής απόφασης και στην περίπτωση που αφήνεται μόνο ειδοποίηση, με το να αφεθεί ακόμη στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο επίσημο αντίγραφο του διατάγματος εντός δεκατεσσάρων ημερών από την ημέρα που αναφέρθηκε πιο πάνω αν όμως το επίσημο αντίγραφο ή η ειδοποίηση και επίσημο αντίγραφο όπως προαναφέρθηκε δεν αφεθούν στο γραφείο κατά τον πιο πάνω τρόπο, ο πιστωτής στερείται του ευεργετήματος που παρασχέθηκε σε αυτόν με το διάταγμα.
57. Κατά τη διάρκεια της ισχύος της εγγραφής, το συμφέρον του οφειλέτη χρέους επί της ιδιοκτησίας επιβαρύνεται με την πληρωμή του οφειλόμενου χρέους δυνάμει της δικαστικής απόφασης κατά προτεραιότητα έναντι όλων των χρεών ή υποχρεώσεων του οφειλέτη χρέους με τα οποία δεν επιβαρύνθηκε ειδικά η ιδιοκτησία πριν από την κατάθεση του σημειώματος0 και ανεξάρτητα από οποιαδήποτε μεταβίβαση ή υποθήκευση που έγινε μετά την εγγραφή της δικαστικής απόφασης η ιδιοκτησία ή τόσο μέρος αυτής όσο θα ήταν αναγκαίο να πωληθεί προς ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης διατάσσεται από το Δικαστήριο σε οποιοδήποτε χρόνο ενόσω η εγγραφή παραμένει σε ισχύ, να πωληθεί προς εκτέλεση της δικαστικής απόφασης. Ως μέσο θεραπείας για κάθε πρόσωπο στο όνομα του οποίου έχει τυχόν μεταβιβαστεί αυτή ή στο οποίο έχει τυχόν υποθηκευτεί, παραμένει μόνο η αξίωση αποζημίωσης κατά του προσώπου που μεταβίβασε ή που υποθήκευσε την ιδιοκτησία σε αυτό.
58. Εγγραφή δικαστικής απόφασης που έγινε μετά τη διενέργεια δήλωσης μεταβίβασης ή υποθήκης δεν επηρεάζει καθόλου το συμφέρο επί του ακινήτου στο οποίο αναφέρεται η δήλωση μεταβίβασης ή υποθήκης:-
(α) του δικαιοπαρόχου ή ανάλογα με την περίπτωση,
(β) του ενυπόθηκου οφειλέτη, κατά προτεραιτότητα έναντι της υποθήκης που δηλώθηκε:
Νοείται ότι όταν διενεργείται εγγραφή δικαστικής απόφασης μετά τη δήλωση της μεταβίβασης ή της υποθήκης αλλά πριν από την καταβολή των τελών και δικαιωμάτων τα οποία είναι δυνάμει των διατάξεων του εκάστοτε σε ισχύ νόμου εισπρακτέα με την εγγραφή της εν λόγω μεταβίβασης ή υποθήκης οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν εφαρμόζονται εκτός αν τα τέλη αυτά και δικαιώματα καταβληθούν κατά την ημέρα που διενεργείται η δήλωση μεταβίβασης ή ανάλογα με την περίπτωση, η δήλωση υποθήκης.
59. Όταν εγγεγραμμένη δικαστική απόφαση ικανοποιηθεί κατά τη διάρκεια της ισχύος της εγγραφής, ο πιστωτής υποχρεούται να δώσει γραπτή γνωστοποίηση γι αυτό στο γράφειο όπου είναι εγγεγραμμένη η απόφαση.
Ο πιστωτής είναι υπόλογος προς τον οφειλέτη χρέους και σε οποιοδήποτε πιστωτή του οφειλέτη χρέους, για οποιαδήποτε ζημιά την οποία αυτοί ή οποιοσδήποτε από αυτούς δυνατό να υποστεί λόγω του ότι δικαστική απόφαση παρέμεινε εγγεγραμμένη μετά την ικανοποίηση της, εκτός αν αποδείξει ότι η ζημιά προέκυψε συνεπεία του ότι η δικαστική απόφαση παρέμεινε εγγεγραμμένη μετά τη γνωστοποίηση που έδωσε στο Κτηματολογικό Γραφείο για την ικανοποίηση της.
60. Ο αρμόδιος υπάλληλος του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου πρέπει να καταχωρεί σε βιβλίο, που τηρείται για το σκοπό αυτό, σημείωση της ημερομηνίας της εγγραφής στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο κάθε δικαστικής απόφασης, και των ονομάτων, τόπων διαμονής και συνήθων επαγγελμάτων όλων των προσώπων κατά της ακίνητης ιδιοκτησίας των οποίων ή μέρους αυτής, γράφτηκε οποιαδήποτε απόφαση, και της ημερομηνίας οποιουδήποτε διατάγματος που παρατείνει την εγγραφή, και της περιόδου για την οποία η εγγραφή παρατείνεται με το διάταγμα αυτό.
Το βιβλίο πρέπει επίσης να δείχνει το όνομα του χωρίου στο οποίο βρίσκεται η ιδιοκτησία.
Το βιβλίο, μαζί με τα επίσημα αντίγραφα των δικαστικών αποφάσεων και των σημειωμάτων που κατατέθηκαν στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο δυνάμει του Νόμου αυτού, πρέπει να είναι προσιτά προς επιθεώρηση.
61. Όταν υπάρχουν δύο ή περισσότερες δικαστικές αποφάσεις κατά του ίδιου οφειλέτη χρέους και υπέρ χωριστών πιστωτών, και δύο ή περισσότεροι από τους πιστωτές γνωστοποιήσουν στο ίδιο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο τις δικαστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν υπέρ τους, το Δικαστήριο δύναται να διατάξει όπως ο πιστωτής, του οποίου η γνωστοποίηση είναι προγενέστερης ημερομηνίας από τη γνωστοποίηση οποιουδήποτε άλλου πιστωτή, παραγκωνιστεί υπέρ όλων ή οποιωνδήποτε πιστωτών των οποίων οι γνωστοποιήσεις είναι μεταγενέστερης ημερομηνίας από τη δίκη του, και οι οποίοι δυνατό να ζητήσουν να εκτελέσουν τις δικαστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν υπέρ τους, εκτός αν αυτός προβεί σε εκτέλεση της δικαστικής απόφασης που εκδόθηκε υπέρ του εντός της προθεσμίας που ορίζεται από το Δικαστήριο.
62. Όταν δύο ή περισσότεροι πιστωτές, εγγράφοντας τις δικαστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν υπέρ τους, επιβαρύνουν την ίδια ακίνητη ιδιοκτησία για την πληρωμή των χρεών που οφείλονται σε αυτούς, και ένας από αυτούς πώλησε την ιδιοκτησία προς ικανοποίηση του χρέους που οφείλεται σε αυτό, αν με την πώληση της ιδιοκτησίας και μετά την ικανοποίηση του χρέους και των εξόδων της εκτέλεσης, παραμείνει υπόλοιπο, αυτό διατίθεται, κατά προτεραιότητα προς τις αξιώσεις οποιουδήποτε άλλου πιστωτή, για την ικανοποίηση του χρέους προς οποιοδήποτε άλλο πιστωτή ο οποίος έχει εγγράψει τη δικαστική απόφαση που εκδόθηκε υπέρ του, ή αν υπάρχουν περισσότεροι τέτοιοι πιστωτές, για την ικανοποίηση των χρεών που οφείλονται σε αυτούς κατά σειρά προτεραιότητας της εγγραφής των δικαστικών αποφάσεων που εκδόθηκαν υπέρ τους.
Εγγραφή στο όνομα του οφειλέτη χρέους για σκοπούς Εκτέλεσης
63. Ο εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτής ο οποίος επιθυμεί να εισπράξει το χρέος που οφείλεται σε αυτόν από δικαστική απόφαση με πώληση του συμφέροντος το οποίο έχει ο οφειλέτης χρέους επί ακίνητης ιδιοκτησίας, που δεν είναι εγγεγραμμένη στο όνομα του ή να καταστήσει ακίνητη ιδιοκτησία που δεν είναι εγγεγραμμένη στο όνομα του οφειλέτη χρέους ασφάλεια για την πληρωμή του χρέους που οφείλεται σε αυτόν από δικαστική απόφαση, δύναται να απευθυνθεί προς το Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο για την εγγραφή της ιδιοκτησίας στο όνομα του οφειλέτη του χρέους0 και ανεξάρτητα αν ο οφειλέτης χρέους ζει ή απεβίωσε, η εγγραφή δύναται να γίνει στο όνομα του κατά τον τρόπο που προβλέπεται πιο κάτω.
64. Η αίτηση καταχωρίζεται στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο και ο αρμόδιος λειτουργός καταχωρεί σημείωση γι αυτήν στο βιβλίο που τηρείται για το σκοπό αυτό, καθώς και στο βιβλίο, το οποίο τηρείται δυνάμει του άρθρου 60. Τα βιβλία, μαζί με την αίτηση, είναι προσιτά προς επιθεώρηση από οποιοδήποτε πρόσωπο κατά τις εργάσιμες ώρες.
65. Όταν υποβληθεί τέτοια αίτηση, το συμφέρον του οφειλέτη χρέους επί της ιδιοκτησίας επιβαρύνεται, κατά τη διάρκεια της περιόδου που ορίζεται πιο κάτω, με την πληρωμή του οφειλόμενου χρέους δυνάμει της δικαστικής απόφασης κατά προτεραιότητα έναντι όλων των χρεών ή υποχρεώσεων του οφειλέτη χρέους με τις οποίες δεν επιβαρύνθηκε ειδικά η ιδιοκτησία πριν από την υποβολή της αίτησης.
Η ιδιοκτησία παραμένει βεβαρυμένη κατά τον πιο πάνω τρόπο για έξι μήνες, από την ημερομηνία που ο εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτής έλαβε δυνάμει του άρθρου 67 του Νόμου αυτού ειδοποίηση ότι ο Επαρχιακός Κτηματολογικός Λειτουργός ενέγραψε ή αρνήθηκε να εγγράψει αυτή στο όνομα του εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτη χρέους.
66. Με την υποβολή αίτησης και τηρουμένων των ακόλουθων όρων, δηλαδή ότι:-
(α) διενεργείται επιτόπια εξέταση της ιδιοκτησίας
(β) προσάγεται επαρκής απόδειξη για το δικαίωμα του εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτη χρέους για την εγγραφή αυτή και
(γ) καταβάλλονται από τον εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτή όλα τα τέλη και δικαιώματα (περιλαμβανομένης της εκ των προτέρων πληρωμής των εξόδων για επιτόπια εξέταση), τα οποία θα ήταν πληρωτέα από τον εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτη χρέους αν η αίτηση υποβαλλόταν από αυτόν,
ο Επαρχιακός Κτηματολογικός Λειτουργός της Επαρχίας όπου βρίσκεται η ιδιοκτησία δύναται να μεριμνήσει ώστε αυτή να εγγραφεί στο όνομα του εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτη χρέους:
Νοείται ότι όταν το πιο πάνω ακίνητο είναι εγγεγραμμένο στο όνομα κάποιου άλλου προσώπου, επιβάλλεται επίσης όπως-
(α) αν το πρόσωπο αυτό βρίσκεται στη ζωή, προσαχθεί η γραπτή συναίνεση του
(β) αν το πρόσωπο αυτό δεν βρίσκεται στη ζωή, εφαρμοστούν τηρουμένων των αναλογιών οι διατάξεις του άρθρου 49, του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου.
67. Ο αρμόδιος Κτηματολογικός Λειτουργός ειδοποιεί αμελλητί τον εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτή ότι διενέργησε ή αρνήθηκε να διενεργήσει την εγγραφή.
68. Αν ο αρμόδιος Κτηματολογικός Λειτουργός αρνηθεί να μεριμνήσει για τη διενέργεια της εγγραφής, ο εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτής δύναται να ζητήσει από το Δικαστήριο της Επαρχίας στην οποία βρίσκεται η ιδιοκτησία ή από Δικαστή αυτού, διάταγμα με το οποίο διατάσσεται η εγγραφή και σε κάθε τέτοια περίπτωση θα παρέχει στον Επαρχιακό Κτηματολογικό Λειτουργό εύλογη προειδοποίηση για την ημερομηνία ακρόασης της αίτησης.
Κατά την ακρόαση της αίτησης, ο Επαρχιακός Κτηματολογικός Λειτουργός δύναται να παρίσταται και να προσαγάγει οποιεσδήποτε αποδείξεις τις οποίες δυνατό να θεωρεί ουσιώδεις ή κατάλληλες να περιέλθουν σε γνώση του Δικαστηρίου.
69.-(1) Αν, μετά την ακρόαση της αίτησης, το Δικαστήριο είναι της γνώμης ότι η υπό συζήτηση ιδιοκτησία έπρεπε να εγγραφεί στο όνομα του εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτη χρέους, διατάσσει όπως αυτή εγγραφεί ανάλογα.
(2) Εκτός από την περίπτωση όπου ο Επαρχιακός Κτηματολογικός Λειτουργός δηλώνει ότι δεν είναι αναγκαία επιτόπια εξέταση, κανένα διάταγμα δεν εκδίδεται για την εγγραφή ιδιοκτησίας δυνάμει των διατάξεων του Μέρους αυτού, πριν διενεργηθεί επιτόπια εξέταση.
70. Όλα τα τέλη και δικαιώματα (περιλαμβανομένων των εξόδων για επιτόπια εξέταση) που πληρώθηκαν από τον πιστωτή για την επίτευξη της εγγραφής της ιδιοκτησίας στο όνομα του οφειλέτη χρέους, θεωρούνται ως έξοδα εκτέλεσης.
72. Μετά την έκδοση εντάλματος πώλησης ακίνητης ιδιοκτησίας, με αίτηση του οφειλέτη χρέους και αφού αυτός αποδείξει κατά τρόπο που να ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι κατέχει ακίνητη ιδιοκτησία και ότι το οφειλόμενο ποσό δυνάμει της δικαστικής απόφασης με όλους τους τόκους και έξοδα που είναι πληρωτέα και που πρόκειται να καταστούν πληρωτέα δυνάμει αυτής δύναται να ικανοποιηθεί με τη μεσεγγύηση της ιδιοκτησίας για περίοδο που δεν υπερβαίνει τα τρία χρόνια, το Δικαστήριο δύναται να διατάξει μεσεγγύηση της ιδιοκτησίας και να αναστείλει κατόπι αυτού την εκτέλεση με πώληση.
73. Ανεξάρτητα από τις πρόνοιες των άρθρων 82 και 87 του Μέρους VIII, όταν ο εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτης χρέους έχει συμφέρο (is beneficially interested) σε οποιοδήποτε ποσό χρημάτων, ασφάλειες για ποσό χρημάτων, αγαθά ή άλλη κινητή ιδιοκτησία που τελούν υπό τη φύλαξη ή τον έλεγχο τρίτου προσώπου στη Δημοκρατία ή όταν το τρίτο αυτό πρόσωπο είναι οφειλέτης του εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτη χρέους δύναται να εκδοθεί σε οποιοδήποτε χρόνο μετά τη δικαστική απόφαση με αίτηση του εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτή, ένταλμα κατάσχεσης στα χέρια τρίτου με το οποίο το τρίτο αυτό πρόσωπο να εμφανιστεί ενώπιον του Δικαστηρίου και εξεταστεί σχετικά με την ιδιοκτησία που έχει στα χέρια του και η οποία αναφέρεται στο ένταλμα, και με το οποίο διατάσσεται να μην παραιτηθεί εν τω μεταξύ από τη φύλαξη αυτής. Το ένταλμα δεσμεύει την ιδιοκτησία του εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτη χρέους η οποία είναι στα χέρια του άλλου αυτού προσώπου για την ικανοποίηση του εκ δικαστικής αποφάσεως χρέους κατά τον τρόπο που αναφέρεται πιο κάτω.
74. Το ένταλμα επιδίδεται στο πρόσωπο το οποίο διατάσσεται με αυτό να εμφανιστεί ενώπιον του Δικαστηρίου0 και από το χρόνο επίδοσης του εντάλματος σε αυτό, όλα τα ποσά χρημάτων, ασφάλειες για χρήματα, αγαθά και κινητή ιδιοκτησία, επί των οποίων ο εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτης χρέους έχει δικαίωμα (is beneficially entitled) είτε μόνος είτε από κοινού με άλλους, και τα οποία κατά την επίδοση του εντάλματος ή σε οποιοδήποτε χρόνο πριν από την άρση του, βρίσκονται ή δυνατό να περιέλθουν υπό τη φύλαξη ή τον έλεγχο του προσώπου που διατάσσεται να εμφανιστεί, και όλα τα χρέη τα οποία οφείλονται ή καθίστανται οφειλόμενα από αυτό προς τον εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτη χρέους κατά τον πιο πάνω χρόνο ή κατά τη διάρκεια αυτού, καθίστανται στην έκταση που ο εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτης χρέους έχει συμφέρον επί αυτών και υπό την επιφύλαξη οποιουδήποτε καλή τη πίστη προηγούμενου τίτλου, δικαιώματος επίσχεσης ή επιβάρυνσης επί αυτών, ασφάλειες στα χέρια του για ικανοποίηση της απαίτησης του εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτή.
75. Κάθε πρόσωπο στο οποίο επιδόθηκε ένταλμα κατάσχεσης στα χέρια τρίτου το οποίο χωρίς άδεια ή διάταγμα του Δικαστηρίου, σε οποιοδήποτε χρόνο μετά την επίδοση του εντάλματος σε αυτό και πριν από την άρση της κατάσχεσης στα χέρια τρίτου, εν γνώσει του και εκούσια παραιτείται από τη φύλαξη ή τον έλεγχο οποιασδήποτε ιδιοκτησίας που κατασχέθηκε στα χέρια του ή μεταφέρει αυτην εκτός της Δημοκρατίας ή πωλεί ή διαθέτει αυτήν ή εξοφλεί χρέος το οποίο οφείλει στον εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτη χρέους, εκτός μόνο προς τον εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτή ή προς όφελος αυτού, θεωρείται ότι απείθησε και υπόκειται στην ίδια διαδικασία ωσάν να είχε απειθήσει σε διάταγμα του Δικαστηρίου.
76. Σε οποιοδήποτε χρόνο μετά την επίδοση του εντάλματος το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει οποιοδήποτε διάταγμα για την ασφαλή φύλαξη της ιδιοκτησίας που αναφέρεται στο ένταλμα.
77. Ιδιοκτησία στα χέρια ή υπό τον έλεγχο δημόσιου λειτουργού υπό την επίσημη του ιδιότητα υπόκειται σε κατάσχεση στα χέρια τρίτου για εκτέλεση δικαστικής απόφασης με τη συναίνεση του Γενικού Εισαγγελέα0 ιδιοκτησία υπό τον έλεγχο οποιουδήποτε Δικαστηρίου υπόκειται σε κατάσχεση στα χέρια τρίτου με διάταγμα του Δικαστηρίου.
78. Το Δικαστήριο αφού ακούσει τα πρόσωπα που δυνατό να θεωρήσει ως ενδιαφερόμενα ή αφού ειδοποιήσει αυτά να παραστούν, δύναται να διατάξει όπως οποιοδήποτε μέρος της ιδιοκτησίας που κατασχέθηκε στα χέρια τρίτου, το οποίο συνίσταται από χρήματα και τραπεζογραμμάτια ή επαρκές μέρος αυτών, πληρωθεί στον εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτή ή όπως πωληθεί κάποιο μέρος που δεν συνίσταται από χρήματα ή τραπεζογραμμάτια, στο μέτρο κατά το οποίο θεωρείται αναγκαίο για ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης, και τα χρήματα από την πώληση ή επαρκές μέρος αυτών διατεθούν για ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης και όπως το ένταλμα αρθεί0ή δύναται να εκδώσει οποιοδήποτε άλλο διάταγμα ως ήθελε κρίνει δίκαιο0 και εκδίδει τέτοιο διάταγμα αναφορικά με τα έξοδα που προέκυψαν από την έκδοση του εντάλματος, ως ήθελε κρίνει ορθό.
79. Αν πρόσωπο στο οποίο επιδόθηκε ένταλμα κατάσχεσης στα χέρια τρίτου παραλείψει να συμμορφωθεί με διάταγμα του Δικαστηρίου που εκδόθηκε δυνάμει του εντάλματος, το Δικαστήριο δύναται να διατάξει εκτέλεση κατά αυτού για το ποσό της ιδιοκτησίας που κατασχέθηκε στα χέρια του, ή για τέτοιο μέρος αυτού όσο θα ήταν επαρκές για ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης με όλα τα έξοδα της διαδικασίας, και η εκτέλεση διενεργείται ανάλογα.
80. Συμμόρφωση προς το διάταγμα από το πρόσωπο στο οποίο επιδόθηκε αυτό, αποτελεί έγκυρη απαλλαγή αυτού, έναντι καθενός που έχει απαίτηση επι των χρεών ή της ιδιοκτησίας την οποία αυτός δυνατό να διέθεσε σύμφωνα με το διάταγμα, παρόλο ότι ακυρώθηκε η κατάσχεση στα χέρια τρίτου ή ανατράπηκε η δικαστική απόφαση.
81. Το Δικαστήριο δύναται να αναστείλει τη διαδικασία σε αγωγή που άρχισε κατά του προσώπου στο οποίο επιδόθηκε διάταγμα σε σχέση με την περιουσία που κατασχέθηκε στα χέρια του, με τέτοιους όρους ως ήθελε κρίνει σκόπιμο.
- ΚΕΦ.6
- 134(I)/1999
82.-(1) Όταν χρέος οφειλόμενο δυνάμει απόφασης ή διατάγματος δικαστηρίου παραμένει εξ ολοκλήρου ή εν μέρει απλήρωτο (ανεξάρτητα αν εκδόθηκε ή όχι οποιοδήποτε ένταλμα εκτέλεσης), ο εξ αποφάσεως πιστωτής δύναται να αποταθεί στο Δικαστήριο για να εξεταστεί ο εξ αποφάσεως οφειλέτης αναφορικά-
(α) Με την οικονομική του κατάσταση με σκοπό την έκδοση οποιουδήποτε από τα διατάγματα που αναφέρονται στο Μέρος ΙΧ
(β) με οποιοδήποτε συμφέρον έχει σε οποιοδήποτε ποσό χρημάτων, ασφάλειες για ποσό χρημάτων, αγαθά ή άλλη κινητή ιδιοκτησία στη φύλαξη ή κάτω από τον έλεγχο τρίτου προσώπου στη Δημοκρατία, ή αναφορικά με τυχόν οφειλές τρίτου προσώπου σ΄ αυτόν, με σκοπό την έκδοση εντάλματος κατασχέσεως εις χείρας τρίτου δυνάμει του Μέρους VII˙ και
(γ) με οποιαδήποτε δωρεά, παράδοση ή μεταβίβαση οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου ή με οποιαδήποτε επιβάρυνση, διακίνηση ή απόκρυψη οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου που είχε ως αποτέλεσμα να παρεμποδιστεί ο πιστωτής στην είσπραξη του εξ αποφάσεως χρέους ή μέρους αυτού:
(α) Ως δημόσιο βοήθημα δυνάμει των διατάξεων του περί Δημόσιων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμου˙
(β) ως ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα δυνάμει των διατάξεων του περί Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος και Γενικότερα περί Κοινωνικών Παροχών Νόμου.
(γ) ως επίδομα που παραχωρείται δυνάμει των διατάξεων του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου νόμου.
(δ) ως φοιτητικό επίδομα ή χορηγία που παραχωρείται δυνάμει των διατάξεων του περί Κρατικής Φοιτητικής Μέριμνας Νόμου.
(ε) ως σύνταξη δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε νόμου ο οποίος προβλέπει τη χορήγηση σύνταξης το ποσό της οποίας δεν υπερβαίνει το όριο της φτώχειας για μονήρες νοικοκυριό το οποίο υπολογίζεται και δημοσιεύεται από τη Στατιστική Υπηρεσία της Δημοκρατίας και αναπροσαρμόζεται βάσει των κλιμάκων ισοδύναμου εισοδήματος, ανάλογα με τη σύνθεση της οικογένειας:
(2) Ο εξ αποφάσεως πιστωτής δύναται στην αίτησή του (η οποία στο εξής θα αναφέρεται ως “αίτηση έρευνας”) να ζητήσει τη διεξαγωγή έρευνας για όλες τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1) ή οποιεσδήποτε από αυτές καθώς και την κατάθεση στο Δικαστήριο ένορκης δήλωσης από τον εξ αποφάσεως οφειλέτη, στην οποία να περιγράφει πλήρως την περιουσία στην οποία είχε ή έχει οποιοδήποτε άμεσο ή έμμεσο συμφέρον σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) καθώς και του άρθρου 84.
(3)(α) Για τους σκοπούς εφαρμογής του παρόντος άρθρου, το Δικαστήριο δύναται, αν τούτο ζητείται στην αίτηση έρευνας από τον εξ αποφάσεως πιστωτή δυνάμει του εδαφίου (2), να διατάξει όπως ο εξ αποφάσεως οφειλέτης υποβάλει ένορκη δήλωση στο Δικαστήριο, στην οποία να περιγράφει πλήρως την περιουσία στην οποία είχε ή έχει οποιοδήποτε άμεσο ή έμμεσο συμφέρον σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) καθώς και του άρθρου 84.
(β) Σε περίπτωση διάθεσης οποιωνδήποτε περιουσιακών στοιχείων, στην οποίαν προέβη ο εξ αποφάσεως οφειλέτης μετά τη δημιουργία ή τη γένεση της αστικής ευθύνης, αυτός υποχρεούται, ύστερα από αίτηση του εξ αποφάσεως πιστωτή, να δώσει με συμπληρωματική ένορκη δήλωση πλήρεις, συγκεκριμένες και πειστικές αποδείξεις της αποξένωσης ή της διάθεσης της περιουσίας ή μέρους της, ενώ αν κριθεί αναγκαίο, το Δικαστήριο δικαιούται να διατάξει τον εξ αποφάσεως οφειλέτη να δώσει οδηγίες προς τραπεζικό ίδρυμα ή χρηματοδοτικό οργανισμό, με κοινοποίηση στο Δικαστήριο, για την παροχή στοιχείων σχετικών με την αποξένωση, τη διακίνηση, τη μεταφορά ή την επαναφορά της περιουσίας ή μέρους της.
(4) Πρόσωπο το οποίο αρνείται ή παραλείπει να συμμορφωθεί προς διάταγμα του Δικαστηρίου που εκδίδεται δυνάμει του εδαφίου (3) είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται στις ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 44 του περί Δικαστηρίων Νόμου για καταφρόνηση του Δικαστηρίου.
(5)Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου, αναφορικά με τη διεξαγωγή έρευνας για την περίπτωση της παραγράφου (β) του εδαφίου (1), ουδόλως επηρεάζουν την απ΄ ευθείας εφαρμογή των διατάξεων του Μέρους VII, χωρίς προηγούμενη αίτηση έρευνας δυνάμει του παρόντος Μέρους.
83. Το Δικαστήριο το οποίο επιλαμβάνεται αίτησης δυνάμει του Μέρους αυτού έχει τις ίδιες εξουσίες για τον εξαναγκασμό του εξ αποφάσεως οφειλέτη να εμφανιστεί ενώπιον του Δικαστηρίου για σκοπούς εξέτασης δυνάμει του Μέρους αυτού όπως έχει σε οποιαδήποτε πολιτική αγωγή για το εξαναγκάσιμο εμφάνισης μαρτύρων.
- ΚΕΦ.6
- 134(I)/1999
84.-(1) Ο εξ αποφάσεως οφειλέτης όταν εμφανίζεται ή εξαναγκάζεται να εμφανισθεί ενώπιον Δικαστηρίου δυνάμει του Μέρους αυτού, εξετάζεται ενόρκως από ή εκ μέρους του εξ αποφάσεως πιστωτή και από το Δικαστήριο αναφορικά με-
(α) Την ικανότητα του να πληρώσει το οφειλόμενο ποσό
(β) την αποκάλυψη περιουσιακών στοιχείων τα οποία μπορούν να διατεθούν για την πληρωμή του χρέους· και
(γ) τη διάθεση οποιωνδήποτε περιουσιακών στοιχείων στην οποία προέβη μετά τη δημιουργία ή τη γένεση της αστικής ευθύνης.
(2) Ο εξ αποφάσεως οφειλέτης υποχρεούται να παρουσιάσει ενόρκως ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο νόμιμα θεωρούμενο υποκατάστατο του όρκου όλα τα βιβιλία, έγγραφα, συμβόλαια, καταστάσεις λογαριασμών, αποδείξεις και άλλα παρόμοια αποδεικτικά τα οποία βρίσκονται στην κατοχή του ή υπό τον έλεγχο του ή στη φύλαξη ή κάτω από τον έλεγχο τρίτου και τα οποία σχετίζονται με περιουσία που δύναται ή εδύνατο να διατεθεί για σκοπούς πληρωμής τους χρέους.
(3) Άνευ επηρεασμού της γενικότητας του εδαφίου (2), ο οφειλέτης υποχρεούται να αποκαλύψει στο Δικαστήριο με οποιοδήποτε τρόπο τα πιο κάτω στοιχεία:
(α) Το όνομα και τη διεύθυνση του εργοδότη του ή άλλου προσώπου το οποίο του καταβάλλει μισθούς ή άλλα ποσά
(β) λεπτομερή στοιχεία σχετικά με τις απολαβές πραγματικές ή αναμενόμενες
(γ) αντίγραφα όλων των καταστάσεων λογαριασμών που διατηρεί σε τραπεζικά ή άλλα πιστωτικά ιδρύματα
(δ) οποιαδήποτε εισοδήματα από εργασία ή άλλες πηγές
(ε) τις ανάγκες του ιδίου και της οικογένειας του
(στ) οποιαδήποτε άλλη πληροφορία η οποία είναι αναγκαία για σκοπούς του παρόντος άρθρου.
- ΚΕΦ.6
- 134(I)/1999
- 138(I)/2006
85. Παρά την παράλειψη του εξ αποφάσεως οφειλέτη να εμφανιστεί ενώπιον του Δικαστηρίου, ο εξ αποφάσεως πιστωτής και όλοι οι μάρτυρες, που το Δικαστήριο κρίνει αναγκαίους, εξετάζονται ενόρκως ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο αναφορικά με το θέμα της εξέτασης.
- ΚΕΦ.6
- 134(I)/1999
86.-(1) Το Δικαστήριο δύναται αν κρίνει τούτο σκόπιμο να αναβάλλει κατά καιρούς την εξέταση του εξ αποφάσεως οφειλέτη και να ζητήσει από τον εν λόγω οφειλέτη να δώσει εγγυήσεις προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου για να εξασφαλιστεί η εμφάνιση του κατά την αναβληθείσα ακρόαση.
(2) Το Δικαστήριο δύναται να διατάξει την κράτηση του οφειλέτη σε περίπτωση που αρνείται να δώσει εγγυήσεις για την εμφάνιση του στο Δικαστήριο.
(3) Το Δικαστήριο δύναται αν κρίνει τούτο σκόπιμο να διορίσει οποιοδήποτε κατάλληλο πρόσωπο ως ελεγκτή ή επιθεωρητή της περιουσίας ή επιχείρησης οποιουδήποτε εξ αποφάσεως οφειλέτη με όρους εντολής και όρους διεξαγωγής του ελέγχου ή επιθεώρησης που το Δικαστήριο κρίνει αναγκαίο να περιλάβει στο διάταγμα περιλαμβανομένης και της αμοιβής του εν λόγω προσώπου.
- ΚΕΦ.6
- 134(I)/1999
87.-(1) Το Δικαστήριο δύναται μετά την εξέταση του οφειλέτη να εκδώσει, ανάλογα με την περίπτωση, ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα:
Α. Διάταγμα πληρωμής του χρέους με μηνιαίες δόσεις·
Β. Διάταγμα ακύρωσης καταδολιευτικών μεταβιβάσεων ή επιβαρύνσεων·
Γ. Διάταγμα αποκοπής απολαβών·
Δ. διάταγμα με το οποίο να παρεμποδίζεται ο εξ αποφάσεως οφειλέτης να διαθέσει, αποξενώσει ή επιβαρύνει την περιουσία του ή μέρος της·
Ε. ένταλμα κατάσχεσης εις χείρας τρίτου.
(2) Το Δικαστήριο δεν εκδίδει διάταγμα ή ένταλμα δυνάμει του εδαφίου (1) το οποίο δεν περιλαμβάνεται στην αίτηση του εξ αποφάσεως πιστωτή.
- ΚΕΦ.6
- 134(I)/1999
- 138(I)/2006
88.-(1) To Δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμεί αίτηση έρευνας δύναται, είτε αυτεπάγγελτα είτε κατόπιν αίτησης του εξ αποφάσεως οφειλέτη, να διατάξει όπως άλλες εκκρεμούσες αιτήσεις έρευνας, οι οποίες αφορούν τον ίδιο οφειλέτη, συνενωθούν δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου.
(2) Το Δικαστήριο δύναται, μετά τη διεξαγωγή έρευνας δυνάμει των συνενωμένων αιτήσεων, να εκδώσει, ανάλογα με την περίπτωση ένα ή περισσότερα από τα διατάγματα που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 87.
(3) Τηρουμένων των διατάξεων του Μέρους ΙΧ, διατάγματα δυνάμει συνενωμένων αιτήσεων υπόκεινται σε διαφοροποίηση, ακύρωση ή αναστολή από το Δικαστήριο που τα εξέδωσε.
- ΚΕΦ.6
- 134(I)/1999
89.-(1) Το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται, αν κρίνει τούτο σκόπιμο, να εκδίδει Διαδικαστικούς Κανονισμούς δημοσιευόμενους στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας για καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων των Μερών VIII και ΙΧ.
(2) Άνευ επηρεασμού της γενικότητας του εδαφίου (1), οι Διαδικαστικοί Κανονισμοί δύνανται να ρυθμίζουν-
(α) Τις περιπτώσεις και τις προϋποθέσεις άσκησης από το Δικαστήριο των δυνάμει του παρόντος Μέρους εξουσιών του
(β) τον τρόπο επίδοσης ειδοποιήσεων
(γ) ο,τιδήποτε είναι σχετικό με τη συνένωση αιτήσεων έρευνας ή
(δ) τον τύπο αιτήσεων, ενστάσεων, ειδοποιήσεων, διαδικασιών έρευνας και οποιοδήποτε άλλο διαδικαστικό θέμα.
(3) Μέχρις ότου εκδοθούν Διαδικαστικοί Κανονισμοί δυνάμει του άρθρου αυτού, εφαρμόζονται οι ισχύοντες Διαδικαστικοί Κανονισμοί αναφορικά με τις αιτήσεις διά κλήσεως.
- ΚΕΦ.6
- 134(I)/1999
90.-(1) Το Δικαστήριο δύναται, αν κρίνει τούτο σκόπιμο κατά ή μετά την εξέταση που γίνεται δυνάμει του Μέρους VIII, να διατάξει όπως το οφειλόμενο δυνάμει της απόφασης χρέος πληρωθεί με δόσεις κατά τις ημερομηνίες και στα ποσά που ήθελε κρίνει εύλογα και εντός των οικονομικών δυνατοτήτων του οφειλέτη.
(2) Διάταγμα το οποίο εκδίδεται δυνάμει του εδαφίου (1) δύναται να ακυρωθεί, ανασταλεί ή τροποποιηθεί ύστερα από αίτηση του οφειλέτη αν αποδείξει ότι η οικονομική του κατάσταση έχει αλλάξει ουσιαστικά από την ημερομηνία της τελευταίας εξέτασης με αποτέλεσμα να μην είναι σε θέση να καταβάλει τις δόσεις στους χρόνους και στα ποσά που το Δικαστήριο προσδιόρισε στο διάταγμα του ή εάν το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα περιστατικά που θα θέσει ενώπιόν του ο οφειλέτης, θεωρήσει σκόπιμο ή και επιεικές να ακυρώσει, αναστείλει ή τροποποιήσει το διάταγμα.
(3) Διάταγμα δυνάμει του εδαφίου (1) δύναται να διαφοροποιηθεί επίσης ύστερα από αίτηση του εξ αποφάσεως πιστωτή αν αποδείξει ότι-
(α) Η οικονομική κατάσταση του εξ αποφάσεως οφειλέτη είχε αλλάξει προς το καλύτερο από την ημερομηνία έκδοσης του διατάγματος ή της τελευταίας διαφοροποίησης του ή
(β) κατά την εξέταση του ενώπιον του Δικαστηρίου ο εξ αποφάσεως οφειλέτης απέκρυψε ή δεν αποκάλυψε την ύπαρξη ουσιωδών γεγονότων ή συνθηκών προσδιοριστικών της οικονομικής του κατάστασης, τα οποία αν ήταν γνωστά στο Δικαστήριο, το περιεχόμενο του διατάγματος θα ήταν ουσιαστικά διαφορετικό από το ήδη εκδοθέν, νοουμένου ότι οι πληροφορίες για την ύπαρξη των γεγονότων ή συνθηκών αυτών περιήλθαν σε γνώση του εξ αποφάσεως πιστωτή μετά την ημερομηνία έκδοσης του διατάγματος.
- ΚΕΦ.6
- 134(I)/1999
- 66(I)/2004
90Α.(1) Σε περίπτωση που πριν την 15η Ιουνίου 2005 είχε εκδοθεί διάταγμα ή ένταλμα δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 91, το οποίο καταργήθηκε δυνάμει του περί Πολιτικής Δικονομίας (Τροποποιητικού) Νόμου του 2004, για είσπραξη ποσού δόσεων ή και εξόδων ως χρηματικής ποινής που επιβλήθηκε σε ποινική υπόθεση, εφαρμόζονται οι ακόλουθες διατάξεις:
(α) Το διάταγμα ή ένταλμα δύναται κατά πάντα χρόνο, πριν ή μετά την εκτέλεση του, να ανασταλεί ή τροποποιηθεί ή ακυρωθεί, ύστερα από αίτηση του εξ' αποφάσεως οφειλέτη, αν αποδείξει ότι η οικονομική του κατάσταση έχει αλλάξει από την ημερομηνία έκδοσης του τελευταίου διατάγματος δόσεων ή του διατάγματος ή του εντάλματος δυνάμει του εδαφίου (1) του καταργηθέντος άρθρου 91, με αποτέλεσμα να αδυνατεί να καταβάλει το ποσό του διατάγματος ή εντάλματος ή αν αποδείξει οποιαδήποτε άλλη εύλογη αιτία που να δικαιολογεί αναστολή, τροποποίηση ή ακύρωση του διατάγματος ή εντάλματος που εκδόθηκε δυνάμει του πιο πάνω εδαφίου (1),
(β) εκκρεμούσης αίτησης η οποία υπεβλήθη δυνάμει της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου και ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (4) του άρθρου 9 του παρόντος Νόμου και τις διατάξεις του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, το Δικαστήριο δύναται, κατόπιν μονομερούς αίτησης του εξ' αποφάσεως οφειλέτη, να διατάξει την προσωρινή αναστολή του εντάλματος ή διατάγματος, για όσο χρόνο εκκρεμεί η αίτηση της εν λόγω παραγράφου (α),
(γ) το Δικαστήριο δύναται, στη περίπτωση που αναφέρεται στην παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου και μετά από αίτηση του εξ' αποφάσεως οφειλέτη, να τροποποιήσει το εκδιδόμενο δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 90 διάταγμα, αν ικανοποιηθεί ότι η οικονομική κατάσταση του εν λόγω οφειλέτη έχει αλλάξει ουσιαστικά από την ημερομηνία της τελευταίας εξέτασης του, με αποτέλεσμα να μην είναι σε θέση να καταβάλει τις δόσεις κατά τους χρόνους και τα ποσά που το Δικαστήριο προσδιόρισε στο διάταγμα του.
(2) Οι διατάξεις του περί Νομικής Αρωγής Νόμου τυγχάνουν εφαρμογής, καθόσον αφορά τις διαδικασίες που αναφέρονται στις παραγράφους (α), (β) και (γ) του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου:
(3) Το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμεί αίτηση η οποία υπεβλήθη δυνάμει της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, δύναται είτε αυτεπάγγελτα είτε κατόπιν αίτησης του εξ' αποφάσεως οφειλέτη, να διατάξει όπως άλλα εκκρεμούντα διατάγματα ή εντάλματα φυλάκισης, τα οποία αφορούν τον ίδιο οφειλέτη και εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, συνενωθούν επί της αίτησης και ανασταλούν ή τροποποιηθούν ή ακυρωθούν σύμφωνα με τις πρόνοιες της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου.
- Ιστορικό Τροποποιήσεων
- ΚΕΦ.6
- 58(I)/2003
- 66(I)/2004
91A.-(1) Πράξεις καταδολίευσης εξ αποφάσεως πιστωτών συνιστούν, μεταξύ άλλων, οι ακόλουθες ενέργειες από ή εκ μέρους του εξ αποφάσεως οφειλέτη-
(α) Οποιαδήποτε δωρέα, μεταβίβαση ή επιβάρυνση προς όφελος τρίτου οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου του εξ αποφάσεως οφειλέτη, ή
(β) οποιαδήποτε μετακίνηση, απόκρυψη ή άλλη αποξένωση οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου του εξ αποφάσεως οφειλέτη,
εφόσον αυτές γίνονται με σκοπό την παρεμπόδιση ή καθυστέρηση ικανοποίησης των εξ αποφάσεως χρεών του οφειλέτη.
(2) Οι ενέργειες που αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (β) του εδαφίου (1) τεκμαίρονται, μέχρις απόδειξης του αντιθέτου, ότι έγιναν με σκοπό την καταδολίευση του εξ αποφάσεως πιστωτή, ανεξαρτήτως εάν έγιναν πριν ή μετά την καταχώρηση της αγωγής δυνάμει της οποίας εκδόθηκε απόφαση την εκτέλεση της οποίας επιδιώκει ο ειρημένος πιστωτής.
(3) Πράξη καταδολίευσης δύναται να θεωρείται και οποιαδήποτε παράλειψη καταβολής από τον εξ αποφάσεως οφειλέτη του ποσού το οποίο υπολογίζεται ως δίκαιο και εντός των οικονομικών του δυνατοτήτων και διατάζεται να πληρωθεί με δόσεις δυνάμει διατάγματος του Δικαστηρίου κατά τις διατάξεις του άρθρου 90.
- ΚΕΦ.6
- 134(I)/1999
91Β.-(1) Εξ αποφάσεως οφειλέτης ο οποίος προβαίνει σε οποιαδήποτε πράξη καταδολίευσης κατά την έννοια του άρθρου 91Α διαπράττει αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση δώδεκα μηνών ή με χρηματική ποινή χιλίων λιρών ή και με τις δύο αυτές ποινές, χωρίς επηρεασμό των εξουσιών του Δικαστηρίου προς έκδοση οποιουδήποτε διατάγματος δυνάμει του παρόντος ή οποιουδήποτε άλλου νόμου.
(2) Κάθε πρόσωπο το οποίο αποδέχεται δωρεά, πώληση, μεταβίβαση, παράδοση ή φύλαξη οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου από πρόσωπο το οποίο γνωρίζει ότι είναι οφειλέτης και ότι σκοπός των πιο πάνω ενεργειών του είναι η καταδολίευση των δανειστών του κατά την έννοια του άρθρου 91Α, διαπράττει αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση έξι μηνών ή με χρηματική ποινή πεντακοσίων λιρών ή και με τις δύο αυτές ποινές.
(3) Σε οποιαδήποτε ποινική διαδικασία για αδίκημα δυνάμει του εδαφίου (1), αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο εάν αποδείξει-
(α) Προκειμένου περί κατηγορίας για καταδολιευτική μεταβίβαση ή επιβάρυνση ότι η εν λόγω πράξη έγινε προς συγγενικό πρόσωπο ή προς αγοραστή με καλή πίστη και χωρίς πρόθεση να παρεμποδίσει ή καθυστερήσει τον πιστωτή στην είσπραξη του οφειλόμενου σε αυτόν εξ αποφάσεως χρέους0ή
(β) προκειμένου περί κατηγορίας για παράλειψη πληρωμής εξ αποφάσεως χρέους με δόσεις δυνάμει διατάγματος του Δικαστηρίου, ότι έχει μεταβληθεί η οικονομική του κατάσταση από την ημερομηνία έκδοσης του εν λόγω διατάγματος και ότι έχει ειδοποιήσει γι’ αυτό το Δικαστήριο με κοινοποίηση προς τον εξ αποφάσεως πιστωτή.
(4) Για τους σκοπούς του εδαφίου (3) οι πιο κάτω όροι:
(α) “συγγενικό πρόσωπο” σημαίνει πατέρα, μητέρα, σύζυγο, τέκνο, εγγονό, αδελφό ή αδελφή
(β) “καλή πίστη” σημαίνει-
(i) σε σχέση με πράξη που γίνεται προς όφελος συγγενικού προσώπου, μεταβίβαση ή επιβάρυνση που γίνεται έναντι λογικού ανταλλάγματος, περιλαμβανομένης και ανταλλαγής με περιουσία ίσης αξίας, ή μεταβίβαση ή επιβάρυνση που γίνεται με σκοπό τη μόρφωση, ιατρική περίθαλψη ή αποκατάσταση του εν λόγω προσώπου, και
(ii) σε σχέση με πράξη που γίνεται προς όφελος αγοραστή, οποιαδήποτε μεταβίβαση ή επιβάρυνση γίνεται έναντι λογικού ανταλλάγματος.
- ΚΕΦ.6
- 134(I)/1999
91Γ.-(1) Οποιαδήποτε καταδολιευτική μεταβίβαση, επιβάρυνση ή άλλη αποξένωση περιουσιακού στοιχείου η οποία γίνεται από οποιοδήποτε οφειλέτη δύναται να κηρυχθεί άκυρη από το Δικαστήριο κατόπιν αίτησης οποιουδήποτε εξ αποφάσεως πιστωτή του εν λόγω οφειλέτη, λαμβανομένων προσηκόντως υπόψη των συμφερόντων οποιουδήποτε καλόπιστου τρίτου. Προς το σκοπό αυτό το Δικαστήριο δύναται, κατά την κρίση του, να διατάξει όπως η αίτηση επιδοθεί επίσης σ’ οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο δυνατό να έχει οποιοδήποτε συμφέρον επί του περιουσιακού στοιχείου που αποτελεί το αντικείμενο της αίτησης.
(2) Το Δικαστήριο κατά την εξέταση αίτησης δυνάμει του εδαφίου (1) δύναται, εκδίδοντας το ακυρωτικό διάταγμα, να διατάξει όπως-
(α) To περιουσιακό στοιχείο κατασχεθεί και πωληθεί προς ικανοποίηση του εξ αποφάσεως χρέους, ή
(β) εάν το περιουσιακό στοιχείο υπόκειται δυνάμει οποιασδήποτε νομοθετικής διάταξης σε εγγραφή ή επιβάρυνση, ακυρωθεί η εν λόγω εγγραφή ή επιβάρυνση και επανεγγραφεί στο όνομα του οφειλέτη, ή
(γ) εάν το περιουσιακό στοιχείο είναι ακίνητη περιουσία, η ακύρωση της εγγραφής και επανεγγραφή στο όνομα του οφειλέτη συνοδεύεται ταυτόχρονα με εγγραφή του εξ αποφάσεως χρέους ως επιβάρυνσης επι της εν λόγω ακίνητης περιουσίας με τις ίδιες συνέπειες ως εάν επρόκειτο περί εγγραφής δυνάμει των άρθρων 53 μέχρι 62.
- ΚΕΦ.6
- 134(I)/1999
91Δ. Ο αρμόδιος λειτουργός του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας ή οποιουδήποτε άλλου δημόσιου αρχείου στο οποίο εγγράφονται δυνάμει οποιασδήποτε νομοθετικής διάταξης ορισμένα περιουσιακά στοιχεία, με την προσαγωγή πιστοποιημένου αντίγραφου ακυρωτικού διατάγματος δυνάμει του άρθρου 91Γ, προβαίνει σε κάθε αναγκαία διόρθωση των αρχείων του αναφορικά με τις καταχωρήσεις των περιουσιακών στοιχείων που αναφέρονται στο ακυρωτικό διάταγμα.
- ΚΕΦ.6
- 134(I)/1999
91Ε.-(1) Με την επιφύλαξη του εδαφίου (2), διάταγμα αποκοπής απολαβών εκδίδεται κατόπιν έρευνας που διεξάγει το δικαστήριο δυνάμει του Μέρους VIII ύστερα από αίτηση του εξ αποφάσεως πιστωτή.
(2) Το Δικαστήριο δεν εκδίδει διάταγμα αποκοπής απολαβών στις περιπτώσεις που εκκρεμεί άλλος τρόπος εκτέλεσης ή σε περίπτωση που εκκρεμεί υπόθεση για διάπραξη ποινικού αδικήματος δυνάμει του άρθρου 91Β.
- ΚΕΦ.6
- 134(I)/1999
91ΣΤ.-(1) Το Δικαστήριο εκδίδει διάταγμα αποκοπής απολαβών στις περιπτώσεις που ο εξ αποφάσεως οφειλέτης είναι μισθωτός, το οποίο απευθύνεται στο πρόσωπο που διαπιστώνεται ότι είναι ο εργοδότης του εξ αποφάσεως οφειλέτη και το οποίο εφαρμόζεται ως διαταγή προς το πρόσωπο αυτό όπως-
(α) Προβαίνει σε περιοδικές αφαιρέσεις και κατακρατήσεις από τις απολαβές του οφειλέτη του ποσού που το Δικαστήριο υπολόγισε ως εύλογο και εντός των δυνατοτήτων του οφειλέτη να πληρώσει με δόσεις0 και
(β)καταβάλλει τις εν λόγω περιοδικές αφαιρέσεις και κατακρατήσεις στον εξ αποφάσεως πιστωτή ή στον αρμόδιο λειτουργό του Δικαστηρίου σε τέτοια χρονικά διαστήματα που το δικαστήριο ορίζει.
(2) Κάθε διάταγμα αποκοπής απολαβών περιέχει-
(α) Επαρκή στοιχεία και πληροφορίες για να μπορεί ο εργοδότης να διακριβώσει την ταυτότητα του οφειλέτη
(β) αναφορά για ολόκληρο το ποσό που είναι πληρωτέο δυνάμει της απόφασης του Δικαστηρίου (ή του υπόλοιπου του εν λόγω χρέους) περιλαμβανομένων των εξόδων
(γ) αναφορά στο ποσό το οποίο περιοδικώς αποκόπτεται από τις απολαβές του οφειλέτη, καθώς επίσης και τις περιόδους των εν λόγω αποκοπών που το Δικαστήριο εύλογα κρίνει, έχοντας υπόψη του τα ακόλουθα στοιχεία αναφορικά με τον εξ αποφάσεως οφειλέτη:
(i) Τις απολαβές του, πραγματικές και αναμενόμενες
(ii) οποιαδήποτε άλλα εισοδήματα του από εργασία ή άλλες πηγές
(iii) τα έξοδα για τις βασικές οικογενειακές ανάγκες του ιδίου και της οικογένειας του
(iv) άλλες υποχρεώσεις και ανάγκες του.
(3) Στην περίπτωση συνενωμένων αιτήσεων έρευνας δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 88, το Δικαστήριο δύναται, μετά τη διεξαγωγή της έρευνας, να διατάξει όπως αποκόπτεται από τις απολαβές του οφειλέτη συγκεκριμένο ποσό το οποίο να καταβάλλεται στον αρμόδιο λειτουργό του Δικαστηρίου και ακολούθως με οδηγίες του Δικαστηρίου που περιέχονται στο διάταγμα να διανέμεται από το Λειτουργό αυτό στους αιτητές των συνενωμένων αιτήσεων κατά τα ποσοστά που προσδιορίζονται στο διάταγμα.
(4) Για σκοπούς του άρθρου αυτού-
“αρμόδιος λειτουργός του Δικαστηρίου” σημαίνει τον Πρωτοκολλητή του Δικαστηρίου ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο το οποίο ορίζει ο Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου της Επαρχίας στην οποία διεξάγεται η έρευνα
“εργοδότης” σημαίνει κάθε πρόσωπο περιλαμβανομένης της Κυπριακής Δημοκρατίας το οποίο υπό την ιδιότητα του ως κύριος και όχι ως υπάλληλος ή αντιπρόσωπος καταβάλλει στον εξ αποφάσεως οφειλέτη αμοιβή για την παροχή από αυτό υπηρεσιών
“μισθωτός” σημαίνει πρόσωπο το οποίο προσφέρει τις υπηρεσίες του έναντι αμοιβής δυνάμει σύμβασης εργασίας ή κάτω από τέτοιες περιστάσεις από τις οποίες δύναται να συναχθεί η ύπαρξη σχέσης εργοδότη και εργοδοτουμένου.
- ΚΕΦ.6
- 134(I)/1999
91Ζ.-(1) Εργοδότης στον οποίο επιδόθηκε διάταγμα αποκοπής απολαβών έχει υποχρέωση να συμμορφωθεί με αυτό χωρίς καθυστέρηση κατά την αμέσως μετά την επίδοση πληρωμή προς το μισθωτό.
(2) Σε περίπτωση κατά την οποία ο οφειλέτης δε βρίσκεται στην υπηρεσία του ή έπαυσε να βρίσκεται στην υπηρεσία του μετά την επίδοση του διατάγματος αποκοπής απολαβών στον εργοδότη προς τον οποίο απευθύνεται, ο εν λόγω εργοδότης οφείλει εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία επίδοσης του διατάγματος ή από την ημερομηνία που ο οφειλέτης έπαυσε να βρίσκεται στην υπηρεσία του, ανάλογα με την περίπτωση, να ειδοποιήσει το Δικαστήριο για το γεγονός αυτό.
(3) Ο εργοδότης επιπροσθέτως οποιουδήποτε ποσού που αναφέρεται στο διάταγμα αποκοπής απολαβών δικαιούται να αποκόπτει και ποσό που καθορίζει το Δικαστήριο που εξέδωσε το διάταγμα για σκοπούς κάλυψης γραφικών και διοικητικών εξόδων του εργοδότη. Το ποσό αυτό δε δύναται όμως σε καμιά περίπτωση να υπερβαίνει το 5% του ποσού κάθε αποκοπής.
(4) Σε κάθε περίπτωση που εργοδότης συμμορφώνεται με διάταγμα αποκοπής απολαβών δίδει στον εξ αποφάσεως οφειλέτη γραπτή κατάσταση των αποκοπών.
(5) Σε περίπτωση κατά την οποία ο εργοδότης έχει οποιαδήποτε αμφιβολία σε σχέση με την εφαρμογή και εκτέλεση διατάγματος αποκοπής απολαβών αποτείνεται στο Δικαστήριο εντός τριών ημερών από την ημερομηνία επίδοσης σε αυτόν του σχετικού διατάγματος. Η αίτηση απευθύνεται στον Πρωτοκολλητή του Δικαστηρίου που εξέδωσε το διάταγμα αφού διατυπωθούν ευκρινώς τα σημεία που χρήζουν διευκρίνισης. Οι διευκρινίσεις δίνονται γραπτώς και χωρίς οποιαδήποτε καθυστέρηση που δυνατό να επηρεάσει δυσμενώς την εκτέλεση του διατάγματος.
(6) Εργοδότης ο οποίος παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε από τις επιτακτικές διατάξεις των εδαφίων (1) και (2) ή παραλείπει να καταβάλει έγκαιρα τα χρήματα που απέκοψε διαπράττει αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει του έξι μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές. Περαιτέρω το Δικαστήριο δύναται να διατάξει τον εργοδότη να καταβάλει τα οφειλόμενα ποσά.
- ΚΕΦ.6
- 134(I)/1999
91Η.-(1) Το Δικαστήριο δύναται, ύστερα από αίτηση, του οφειλέτη, του πιστωτή, του εργοδότη, ή άλλου επηρεαζόμενου προσώπου ή και αυτεπάγγελτα, να διατάξει τη διαφοροποίηση, αναστολή ή ακύρωση διατάγματος αποκοπής απολαβών.
(2) ο εξ αποφάσεως οφειλέτης δύναται να υποβάλει αίτηση εάν η οικονομική του κατάσταση και οι ανάγκες του έχουν αλλάξει από την ημερομηνία διεξαγωγής της τελευταίας έρευνας δυνάμει του Μέρους VIII. Το Δικαστήριο δύναται να αποδεχθεί την αίτηση εάν αποδειχθεί προς ικανοποίηση του ότι η συνέχιση της αποκοπής του ποσού που αναφέρεται στο διάταγμα θα προξενήσει στον οφειλέτη ουσιαστικές δυσχέρειες στην αντιμετώπιση βασικών βιοτικών αναγκών του ιδίου ή της οικογένειας του σε περίπτωση που το διάταγμα κατάσχεσης απολαβών δε διαφοροποιηθεί, ανασταλεί ή ακυρωθεί ή για οποιοδήποτε λόγο το Δικαστήριο κρίνει λογικό.
(3) Στις περιπτώσεις που διάταγμα αποκοπής απολαβών διαφοροποιείται, ακυρώνεται ή αναστέλλεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου επιδίδεται στον εργοδότη αντίγραφο του νέου διατάγματος με το οποίο ο εργοδότης οφείλει να συμμορφωθεί.
(4) Το Δικαστήριο δύναται να διαφοροποιήσει διάταγμα αποκοπής απολαβών ύστερα από αίτηση του εξ αποφάσεως πιστωτή εάν αυτός αποδείξει ότι η οικονομική κατάσταση ή ανάγκες του οφειλέτη έχουν αλλάξει προς το καλύτερο από την ημερομηνία έκδοσης του διατάγματος ή της τελευταίας διαφοροποίησης του.
(5) Σε περίπτωση κατά την οποία το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται διάταγμα αποκοπής απολαβών ως εργοδότης του οφειλέτη, παύσει να εργοδοτεί τον οφειλέτη, το διάταγμα αυτό κατόπιν αίτησης του εργοδότη αναστέλλεται, εκτός εάν το Δικαστήριο απευθύνει το διάταγμα στο νέο εργοδότη του οφειλέτη σε περίπτωση που αυτός είναι γνωστός.
- ΚΕΦ.6
- 134(I)/1999
91Θ.-(1) Ο οφειλέτης εναντίον του οποίου εκδόθηκε διάταγμα αποκοπής απολαβών οφείλει όταν γίνεται οποιαδήποτε αλλαγή στην εργοδοσία του (αλλαγή εργοδότη, αλλαγή απολαβών, τερματισμός απασχόλησης, ή οποιαδήποτε άλλη σημαντική αλλαγή), να ειδοποιεί γραπτώς τον Πρωτοκολλητή του Δικαστηρίου που εξέδωσε το διάταγμα, εντός επτά ημερών από την εν λόγω αλλαγή.
(2) Πρόσωπο το οποίο προσλαμβάνει στην υπηρεσία του οφειλέτη, εναντίον του οποίου κατέχει πληροφορία ότι υπάρχει σε ισχύ διάταγμα αποκοπής απολαβών, οφείλει να ειδοποιήσει εγγράφως τον Πρωτοκολλητή του Δικαστηρίου που εξέδωσε το διάταγμα ότι έχει προσλάβει τον οφειλέτη στην υπηρεσία του. Η ειδοποίηση γίνεται εντός επτά ημερών από την ημερομηνία πρόσληψης του οφειλέτη στην υπηρεσία του ή από την ημερομηνία που έλαβε γνώση της ύπαρξης του διατάγματος, οποιοδήποτε από αυτά έχει επισυμβεί μεταγενέστερα. Στην ειδοποίηση αναφέρεται το ποσό των καταβαλλόμενων ή αναμενόμενων απολαβών του οφειλέτη.
(3) Παράβαση των διατάξεων του παρόντος άρθρου συνιστά αδίκημα τιμωρούμενο με χρηματική ποινή μέχρι πεντακοσίων λιρών.
- ΚΕΦ.6
- 134(I)/1999
91Ι. Οι διατάξεις του Μέρους αυτού σχετικά με την έκδοση διατάγματος αποκοπής απολαβών εφαρμόζονται και όταν ο οφειλέτης εργοδοτείται από την Κυπριακή Δημοκρατία, με τις πιο κάτω όμως διαφοροποιήσεις:
(α) Σε περίπτωση που ο οφειλέτης κατέχει μόνιμη θέση στη Δημόσια Υπηρεσία ή στη Δημόσια Εκπαιδευτική Υπηρεσία ή στην Αστυνομία ή στις Ένοπλες Δυνάμεις της Δημοκρατίας, το διάταγμα επιδίδεται στο Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών ή παιδείας και Πολιτισμού, ή Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως ή Άμυνας ανάλογα με την περίπτωση.
(β) Στις περιπτώσεις που ο οφειλέτης εργοδοτείται ως έκτακτος ή με Συμβόλαιο, το διάταγμα επιδίδεται στο Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου στο οποίο εργάζεται.
(γ) Οποιαδήποτε αμφιβολία για την επίδοση του διατάγματος αναφέρεται στο Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών.
(δ) Οι διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 91Θ δεν τυγχάνουν εφαρμογής.
- ΚΕΦ.6
- 134(I)/1999
92. Όταν δικαστική απόφαση διευθετεί οποιοδήποτε ζήτημα τίτλου επί ακίνητης ιδιοκτησίας, επίδοση αντιγράφου αυτής στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο αποτελεί επαρκή εξουσιοδότηση προς τον αρμόδιο λειτουργό του πιο πάνω Γραφείου να διενεργήσει όλες τις αναγκαίες εγγραφές συνεπεία της δικαστικής απόφασης.
93. Όταν δικαστική απόφαση διατάσσει διαχωρισμό ακίνητης ιδιοκτησίας, δύναται να εκδοθεί ένταλμα διαχωρισμού με το οποίο διατάσσεται όπως ο διαχωρισμός της ιδιοκτησίας γίνει από Κτηματολογικό Λειτουργό ή από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο το οποίο το Δικαστήριο θεωρεί κατάλληλο να διορίσει για το σκοπό αυτό.
Το Δικαστήριο πριν εκδώσει το διάταγμα, δύναται να απαιτήσει από το πρόσωπο το οποίο ζητά αυτό να καταθέσει τέτοιο ποσό χρημάτων ως το Δικαστήριο θεωρεί αναγκαίο για τα έξοδα διενέργειας του διαχωρισμού.
Το ένταλμα αποτελεί επαρκή εξουσιοδότηση για το λειτουργό ή το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται να διενεργήσει το διαχωρισμό που διατάχτηκε σε οποιοδήποτε χρόνο μετά τη λήψη του εντάλματος από αυτό, είτε τα πρόσωπα μεταξύ των οποίων πρόκειται να διαχωριστεί η ιδιοκτησία είναι παρόντα κατά το χρόνο που διενεργείται ο διαχωρισμός είτε όχι.
94. Για σκοπούς εκτέλεσης της δικαστικής απόφασης Δικαστή Τούρκικου Οικογενειακού Δικαστηρίου με την οποία διατάσσεται η πληρωμή χρημάτων ή η εκτέλεση οποιασδήποτε άλλης πράξης ή πράγματος, το Επαρχιακό Δικαστήριο δύναται, με αίτηση οποιουδήποτε προσώπου υπέρ του οποίου εκδόθηκε η δικαστική απόφαση, να εκδώσει τα ίδια εντάλματα και διατάγματα ωσάν η δικαστική απόφαση να είχε πράγματι εκδοθεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο0 και δύναται να αναστέλλει εκτέλεση δικής του δικαστικής απόφασης, και έχει σχετικά με τη δικαστική απόφαση, όλες τις εξουσίες οι οποίες καθορίζονται στο Μερος ΙΧ του Νόμου αυτού.
95. Οι διατάξεις του Νόμου αυτού δεν θεωρούνται ότι καταργούν ή ότι περιορίζουν το δικαίωμα οποιουδήποτε Δικαστηρίου να επιβάλλει υπακοή προς οποιοδήποτε διάταγμα που εκδόθηκε από αυτό δυνάμει των διατάξεων του περί Δικαστηρίων Νόμου.
96.-(1) Ο Κυβερνήτης, με τη συμβουλή και τη βοήθεια του Αρχιδικαστή και του Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, δύναται από καιρό σε καιρό να εκδίδει κανονισμούς (που στο Νόμο αυτό αναφέρονται ως “Κανονισμοί Πώλησης”), για τη ρύθμιση-
(α) της διεξαγωγής των πωλήσεων ακίνητης ιδιοκτησίας δυνάμει του Νόμου αυτού
(β) του διορισμού προσώπων για τη διεξαγωγή των πωλήσεων
(γ) των δικαιωμάτων που πρέπει να καταβάλλονται στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο ή σε οποιοδήποτε πρόσωπο κατά τις πωλήσεις αυτές
(δ) των όρων, υπό τους οποίους πρόκειται να πωληθεί η ιδιοκτησία
(ε) του τύπου της ειδοποίησης που προβλέπεται από το άρθρο 39 και του τρόπου επίδοσης της.
(2) Οι Κανονισμοί πρέπει να συνάδουν με το Νόμο αυτό και δύνανται να παρέχουν στον Επαρχιακό Κτηματολογικό Λειτουργό εξουσία να δίνει οποιεσδήποτε ειδικές οδηγίες ως προς τον τρόπο και τους όρους της πώλησης, όταν θεωρεί αυτό σκόπιμο, αλλά δεν θα εξουσιοδοτείται να διατάσσει τη διεξαγωγή οποιασδήποτε πώλησης κατά τρόπο ασυμβίβαστο με το Νόμο αυτό.
(3) Οι Κανονισμοί δύνανται να καταργούν ή να τροποποιούν προγενέστερους κανονισμούς.
(4) Οι Κανονισμοί δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και τίθενται σε ισχύ σε χρόνο που ορίζεται σε αυτούς ή με διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
96Α. Ο εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτής, ο οποίος δυνάμει των διατάξεων του Μέρους V διενέργησε εκτέλεση επί του ακινήτου αποκτά, κατά τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία το ακίνητο αυτό υπόκειται στην εν λόγω εκτέλεση, συντρέχουσες και ισοδύναμες μετά του εγγεγραμμένου κυρίου εξουσίες για λήψη κάθε αστικού ή ποινικού μέτρου κατά παντός προσώπου για την προστασία του ακινήτου από οποιαδήποτε καταστροφή ή ζημιά.
96Β. Κάθε πρόσωπο που έχει οποιοδήποτε συμφέρον, είτε ως κύριος είτε ως κληρονόμος επί ακινήτου που τελεί υπό εκτέλεση δυνάμει των διατάξεων του Μέρους V, το οποίο κατά τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία το ακίνητο αυτό υπόκειται σε εκτέλεση, διενεργεί ή διατάσσει ή εκούσια επιτρέπει οποιαδήποτε πράξη από την οποία το ακίνητο αυτό καταστρέφεται ή ζημιώνεται ουσιωδώς, εκτός αν αποδείξει προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου ότι ενέργησε κατά τον πιο πάνω τρόπο χωρίς δόλια πρόθεση, είναι ένοχο αδικήματος δυνάμει του Νόμου αυτού και σε περίπτωση καταδίκης υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες λίρες ή σε φυλάκιση για διάστημα που δεν υπερβαίνει τα δύο χρόνια ή και στις δύο ποινές, της φυλάκισης και της χρηματικής ποινής.
97. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 22, εντάλματα για πώληση ακινήτων δύνανται να εκδίδονται σε οποιοδήποτε χρόνο με διάταγμα Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου.
98. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του Νόμου αυτού, ακίνητη ιδιοκτησία δύναται να πωληθεί προς εκτέλεση χωρίς τη συναίνεση του οφειλέτη χρέους ή διάταγμα του Δικαστή μετά την παρέλευση ενός χρόνου από το έτος κατά το οποίο η γη επιβαρύνθηκε με εγγραφή της δικαστικής απόφασης:
99. Όταν λήξει το έτος που αναφέρεται στο προηγούμενο άρθρο, ο εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτής αφού δώσει ειδοποίηση στον εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτη χρέους, δύναται να αποταθεί στον αρμόδιο λειτουργό του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου για την πώληση της ιδιοκτησίας σε εκτέλεση για το ποσό του εξ αποφάσεως χρέους που απόμεινε, και ο λειτουργός αυτός προβαίνει ακολούθως στην πώληση, εκτός αν ο οφειλέτης χρέους αμφισβητήσει το ποσό του οφειλόμενου χρέους, όπου στην περίπτωση αυτή το ζήτημα παραπέμπεται σε Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου:
100. Ο αρμόδιος λειτουργός του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου δύναται επίσης να πωλήσει τόσο μέρος της ιδιοκτησίας όσο είναι αναγκαίο για να εισπράξει τα δικαιώματα που προέκυψαν στο γραφείο αυτό και να καταβάλει αυτά στον εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτή:
Νοείται ότι όταν το χρέος δεν υπερβαίνει τις δέκα λίρες ο πιστωτής δεν εισπράττει ποσό εξόδων μεγαλύτερο από το ποσό του χρέους που οφείλεται σε αυτόν.
102.-(1) Κάθε πρόσωπο, που είναι εγγυητής για χρέος ή υποχρέωση άλλου ή είναι υπεύθυνος με άλλο για οποιοδήποτε χρέος ή υποχρέωση, όταν καταβάλει το χρέος αυτό ή εκπληρώσει την υποχρέωση, δικαιούται σε εκχώρηση, προς τον ίδιο ή σε επίτροπο εμπιστευμάτων του, κάθε δικαστικής απόφασης, ιδιωτικού συμβολαίου ή άλλης ασφάλειας την οποία έχει ο πιστωτής σε σχέση με το αναφερόμενο χρέος ή υποχρέωση, είτε η δικαστική αυτή απόφαση, ιδιωτικό συμβόλαιο ή άλλη ασφάλεια θεωρείται ή όχι ότι ικανοποιήθηκε κατά νόμο με την πληρωμή του χρέους ή με την εκπλήρωση της υποχρέωσης, και το πρόσωπο αυτό θεωρείται ότι δικαιούται να υπεισέλθει στη θέση του πιστωτή και να χρησιμοποιήσει όλες τις θεραπείες και αν παραστεί ανάγκη, και με κατάλληλη κάλυψη, να χρησιμοποιήσει το όνομα του πιστωτή σε οποιαδήποτε αγωγή ή άλλη κατά νόμο διαδικασία για να λάβει από τον πρωτοφειλέτη ή από οποιοδήποτε συνεγγυητή, συνεργολήπτη ή συνοφειλέτη χρέους, ανάλογα με την περίπτωση, κάλυψη για τις πληρωμές που έγιναν και τη ζημιά την οποία υπέστη το πρόσωπο το οποίο έχει καταβάλει το χρέος, ή εκπλήρωσε την υποχρέωση και η εν λόγω πληρωμή ή εκτέλεση που έγινε από τον εγγυητή αυτόν κατά τον πιο πάνω τρόπο δεν θα προβάλλεται ως κώλυμα σε οποιαδήποτε αγωγή που εγείρεται από αυτόν ή άλλη διαδικασία:
Νοείται πάντοτε ότι κανένας συνεγγυητής, συνεργολήπτης ή συνοφειλέτης δεν δικαιούται να εισπράξει από οποιοδήποτε άλλο συνεγγυητή, συνεργολήπτη ή συνοφειλέτη, κατά τον τρόπο που προαναφέρθηκε, από τη δίκαιη αναλογία του ποσού στην οποία, σε σύγκριση με όλους τους υπόλοιπους, ευθύνεται δίκαια το πιο πάνω αναφερόμενο πρόσωπο.
(2) Ο Κυβερνήτης, με τη συμβουλή και βοήθεια του Αρχιδικαστή, δύναται από καιρό σε καιρό με την υπογραφή και επίσημη σφραγίδα του Κυβερνήτη και την υπογραφή του Αρχιδικαστή, να εκδίδει Διαδικαστικούς Κανονισμούς για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του Μέρους αυτού.
4 του Ν.134(Ι)/99.-(1) Ο παρών Νόμος εφαρμόζεται άνευ επηρεασμού των διαταγμάτων φυλάκισης εξ αποφάσεως οφειλετών που έχουν εκδοθεί πριν από την έναρξη της ισχύος του.
(2) Οι κατά την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου εκκρεμείς δικαστικές διαδικασίες για φυλάκιση εξ αποφάσεως οφειλετών δυνάμει του καταργούμενου Μέρους VIII καταργούνται, τα δε μέχρι τούδε γενόμενα έξοδα μπορούν να προστεθούν στα έξοδα της σχετικής δικαστικής απόφασης και να ανακτηθούν ανάλογα.
(3) Τα εκδοθέντα πριν από την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου διατάγματα πληρωμής εξ αποφάσεως χρέους με δόσεις θεωρούνται διατάγματα πληρωμής με δόσεις που εκδόθηκαν με βάση τον παρόντα Νόμο.
(4) Οι κατά την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου εκκρεμείς αιτήσεις για εξέταση εξ αποφάσεως οφειλετών συνεχίζουν να εκδικάζονται ωσάν αυτές κατεχωρίζοντο με βάση τις νέες διατάξεις που εισάγονται με τον παρόντα Νόμο.
Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν.58(I)/2003] εφαρμόζονται και επί διαταγμάτων ή ενταλμάτων, τα οποία έχουν εκδοθεί πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου.
Το άρθρο 91 του βασικού νόμου καταργείται τη 15η Ιουνίου 2005.
Ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή ο Ν. 115(Ι)/2023] τίθεται σε ισχύ από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023.