35.-(1) Έγγραφο, το οποίο καταδεικνύεται ότι αποτελεί μέρος του αρχείου δημόσιας ή εκκλησιαστικής αρχής, δύναται να προσαχθεί ως αποδεικτικό στοιχείο, χωρίς οποιαδήποτε περαιτέρω απόδειξη.
(2) Έγγραφο, το οποίο καταδεικνύεται ότι αποτελεί μέρος του αρχείου επιχείρησης, δύναται να προσαχθεί ως αποδεικτικό στοιχείο, η αξία του οποίου αποτιμάται από το Δικαστήριο.
(3) Έγγραφο θεωρείται ότι αποτελεί μέρος του αρχείου επιχείρησης ή δημόσιας ή εκκλησιαστικής αρχής, εφόσον προσάγεται στο Δικαστήριο πιστοποιητικό υπογραμμένο από αρμόδιο λειτουργό της σχετικής επιχείρησης ή δημόσιας ή εκκλησιαστικής αρχής με το οποίο βεβαιούται το γεγονός αυτό.
Για το σκοπό αυτό-
(α) πιστοποιητικό, το οποίο φέρεται να είναι πιστοποιητικό υπογραμμένο από αρμόδιο λειτουργό επιχείρησης ή δημόσιας ή εκκλησιαστικής αρχής, τεκμαίρεται μαχητώς ότι έγινε και υπογράφτηκε δεόντως από τον εν λόγω λειτουργό· και
(β) πιστοποιητικό θεωρείται ότι έχει υπογραφεί από πρόσωπο και στην περίπτωση που αυτό φέρει σφραγίδα της υπογραφής του.
(4) Η ανυπαρξία καταχώρισης στο αρχείο επιχείρησης ή της δημόσιας ή εκκλησιαστικής αρχής, δύναται να αποδειχθεί με ένορκη δήλωση αρμόδιου λειτουργού της σχετικής επιχείρησης ή δημόσιας ή εκκλησιαστικής αρχής, ανάλογα με την περίπτωση.
(5) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου-
«αρχείο» σημαίνει αρχείο σε οποιαδήποτε μορφή·
«δημόσια αρχή» σημαίνει οποιαδήποτε κρατική υπηρεσία και περιλαμβάνει νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και αρχή τοπικής αυτοδιοίκησης·
«επιχείρηση» περιλαμβάνει δραστηριότητα, που διεξάγεται συστηματικά για κάποια ουσιαστική χρονική περίοδο, είτε με σκοπό το κέρδος είτε όχι, από οποιοδήποτε πρόσωπο·
«αρμόδιος λειτουργός» περιλαμβάνει:
(α) πρόσωπο που κατέχει υπεύθυνη θέση σε σχέση με τις σχετικές δραστηριότητες της επιχείρησης ή της δημόσιας ή εκκλησιαστικής αρχής, ή σε σχέση με τα αρχεία της·
(β) τον ιδιοκτήτη της επιχείρησης και οποιοδήποτε πρόσωπο που, με βάση οποιαδήποτε άλλη σχετική νομοθεσία, θεωρείται ότι μπορεί να εκπροσωπήσει την επιχείρηση.