34.-(1) Δήλωση που περιέχεται σε έγγραφο και είναι αποδεκτή μαρτυρία, είναι δυνατό να αποδειχθεί ως προς το περιεχόμενό της -
(α) με την προσαγωγή του πρωτότυπου εγγράφου, ή
(β) ανεξάρτητα από το κατά πόσο το πρωτότυπο έγγραφο εξακολουθεί να υφίσταται ή όχι, με την προσαγωγή αντιγράφου του πρωτότυπου εγγράφου, νοουμένου ότι δίδεται επαρκής δικαιολογία για τη μη προσαγωγή του πρωτότυπου.
(2) ΄Οταν το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν είναι λογικά πρακτική ή δυνατή η παρουσίαση ολόκληρου του εγγράφου, δύναται να επιτρέψει την παρουσίαση του ουσιαστικού μέρους αυτού.
(3) Ο αριθμός των αντιγράφων, που ενδεχομένως να έχουν μεσολαβήσει μεταξύ του πρωτότυπου και του αντιγράφου που προσάγεται, είναι αδιάφορος.
(4) Το Δικαστήριο δύναται για σκοπούς ορθής απονομής της δικαιοσύνης και αφού λάβει υπόψη όλα τα περιστατικά της υπόθεσης, να μη δεχθεί ως μαρτυρία μέρος εγγράφου ή αντίγραφο.
(5) Έγγραφο αποδεκτό ως μαρτυρία δυνάμει του παρόντος Νόμου, δύναται να κατατεθεί από οποιοδήποτε που το έχει στην κατοχή του.