3.-(1) Το Ανώτατον Δικαστήριον, τηρουμένων των διατάξεων του Συντάγματος, ορίζει αναφορικώς προς εκάστην επαρχίαν μέλος ή μέλη του Επαρχιακού Δικαστηρίου της Επαρχίας ταύτης (εν τοις εφεξής εν τω παρόντι νόμω αναφερομένων ως “Το Δικαστήριον”) προς τον σκοπόν της ακροάσεως και αποφάσεως επί διαδικασίας εγερθείσης ενώπιον αυτού δυνάμει των διατάξεων του παρόντος νόμου.
(2) Το Δικαστήριον κατά την ακρόασιν οιασδήποτε τοιαύτης διαδικασίας, τηρουμένου οιουδήποτε διαδικαστικού κανονισμού, διεξάγει την διαδικασίαν ταχέως και δεν δεσμεύεται υπό του νόμου και των κανόνων περί αποδείξεως των εφαρμοζομένων εις διαδικασίαν υποθέσεων πολιτικής φύσεως, αλλ’ εάν οιοσδήποτε μάρτυς ήθελεν εγείρει ένστασιν όπως απαντήση εις οιανδήποτε ερώτησιν επί τω ότι τείνει αύτη να τον ενοχοποιήση δεν θα απαιτήται παρ’ αυτού ν’ απαντήση εις ταύτην ούτε και θα υπέχη ούτος ευθύνην διά την τοιαύτην άρνησιν του.