13.-(1) Άμα ως η καταβληθείσα αποζημίωσις, καταστάσα απαιτητή συμφωνηθή ή καθορισθή δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, αύτη καταβάλλεται πάραυτα τοις μετρητοίς εις τους ενδιαφερομένους με ετήσιον τόκον προς τέσσερα επί τοις εκατόν από της ημερομηνίας καθ’ ην η τοιαύτη αποζημίωσις κατέστη απαιτητή, μέχρι της ημερομηνίας πληρωμής:
Νοείται ότι διά τον υπολογισμόν του τόκου δυνάμει του παρόντος άρθρου, αποζημίωσις πληρωτέα δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 8 ή της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 9 λογίζεται καθισταμένη απαιτητή ανά μηνιαία διαστήματα υπολογιζόμενα από της ημερομηνίας καθ’ ην ήρξατο η ισχύς της επιτάξεως.
(2) Η επιτάσσουσα αρχή, καθ’ οιονδήποτε χρόνον πριν ή η πληρωτέα αποζημίωσις συμφωνηθή ή καθορισθή δικαστικώς, τη απαιτήσει παντός εις την τοιαύτην αποζημίωσιν ενδιαφερομένου προσώπου, θα καταβάλλη τω τοιούτω προσώπω τα τρία τέταρτα οιουδήποτε ποσού όπερ ήθελε προσφερθή υπό της επιτασσούσης αρχής αναφορικώς προς την καταστάσαν ήδη απαιτητήν τοιαύτην αποζημίωσιν~ παν ούτω καταβληθέν ποσόν υπολογίζεται κατά την πληρωμήν της αποζημιώσεως ως προβλέπεται εν τω παρόντι άρθρω, άμα ως αύτη συμφωνηθή ή καθορισθή δικαστικώς.
(3) Εάν οιοσδήποτε των ενδιαφερομένων αρνηθή να εισπράξη την εις αυτόν καταβλητέαν αποζημίωσιν ή εάν δεν είναι δυνατή η καταβολή της αποζημιώσεως λόγω ανικανότητος ή απουσίας αυτού εκ της νήσου Κύπρου, η επιτάσσουσα αρχή δύναται, συμφώνως ταις οδηγίαις ας ήθελεν εκδώσει το δικαστήριον, να καταθέση το ποσόν της τοιαύτης αποζημιώσεως παρά τω Γενικώ Λογιστή της Δημοκρατίας.
(4) Η επιτάσσουσα αρχή πριν ή προβή, δυνάμει του παρόντος άρθρου εις την καταβολήν οιασδήποτε αποζημιώσεως οφειλομένης εις τον ιδιοκτήτην οιασδήποτε ιδιοκτησίας, αφαιρεί εκ του πληρωτέου ποσού τους πάσης φύσεως φόρους, τέλη ή δασμούς τους οφειλομένους αναφορικώς προς επιταχθείσαν ιδιοκτησίαν, και καταβάλλει το ούτω αφαιρεθέν ποσόν εις την αρχήν εις ην οφείλεται ο τοιούτος φόρος ή δασμός.