30.-(1) Παν πρόσωπον εξουσιοδοτημένον ή υπόχρεων εις την καταβολήν του φόρου κληρονομίας αναφορικώς προς οιονδήποτε περιουσιακόν στοιχείον, θα δικαιούται, επί τω τέλει πληρωμής του φόρου ή ανακτήσεως του ποσού του ήδη καταβληθέντος φόρου, είτε τα περιουσιακά στοιχεία περιήλθον εις αυτόν είτε όχι, να εξεύρη, τη συναινέσει Προέδρου του Επαρχιακού Δικαστηρίου ή Επαρχιακού Δικαστού, το ποσόν του τοιούτου φόρου ως και πάντα τόκον ή δαπάνας δεόντως γενομένας ή καταβληθείσας υπ’ αυτού αναφορικώς προς τούτον, διά της πωλήσεως ή υποθηκεύσεως του περιουσιακού τούτου στοιχείου ή μέρους αυτού, ή δι’ εμπραγμάτου βάρους περιωρισμένης χρονικής διαρκείας επί του περιουσιακού τούτου στοιχείου ή μέρους αυτού.
(2) Πρόσωπον έχον περιωρισμένον συμφέρον εφ’ οιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου, και ο μισθωτής ή ενυπόθηκος δανειστής οιωνδήποτε περιουσιακών στοιχείων, όστις καταβάλλει τον φόρον κληρονομίας αναφορικώς προς ταύτα, θα έχη τα αυτά δικαιώματα ως εάν ο φόρος κληρονομίας αναφορικώς προς τα στοιχεία ταύτα εξευρέθη διά της συστάσεως υποθήκης υπέρ αυτού.