1. Ο παρών Νόμος δύναται να αναφέρηται ως ο περί Φορολογίας των Κληρονομιών Νόμος του 1962.
2.-(1) Εν τω παρόντι Νόμω-
«ακίνητος περιουσία» έχει την έννοιαν την αποδιδομένην εις τον όρον τούτον εν τω άρθρω 2 του περί Ακινήτου Περιουσίας (Κατοχή, Εγγραφή και Εκτίμησις) Νόμου (Κεφ. 224).
«ανίκανα προς δικαιοπραξίαν πρόσωπα» σημαίνει τους ανηλίκους, παράφρονας, ολιγοφρενείς ως και παν έτερον πρόσωπον όπερ, λόγω πνευματικής τινός νόσου, στερείται της χρήσεως του λογικού.
«αντιπρόσωπος», οσάκις χρησιμοποιείται εν αναφορά προς πρόσωπον μη διαμένον εν τη Δημοκρατία, περιλαμβάνει-
(α) τον εν τη Δημοκρατία πληρεξούσιον αντιπρόσωπον, πράκτορα, παραλήπτην ή διαχειριστήν του τοιούτου προσώπου·
(β) παν εν τη Δημοκρατία διαμένον πρόσωπον όπερ έχει υπό την φροντίδα, φύλαξιν, κατοχήν, διαχείρισιν ή έλεγχόν του περιουσίαν τοιούτου μη διαμένοντος εν τη Δημοκρατία προσώπου·
«αποθανών» ή «αποθανόν πρόσωπον» σημαίνει παν πρόσωπον αποθνήσκον κατά ή μετά την 1ην ημέραν του Δεκεμβρίου του έτους 1942·
«Βοηθός Έφορος» σημαίνει τον επί του Φόρου Κληρονομιών Βοηθόν Έφορον, όστις διορίζεται δυνάμει του άρθρου 3·
«δήλωσις περιουσίας» σημαίνει την δήλωσιν την υποβαλλομένην δυνάμει του παρόντος νόμου υπό εκτελεστού ή άλλου τινός προσώπου υποχρέου εις πληρωμήν φόρου κληρονομίας, επί τω τέλει της βεβαιώσεως και επιβολής του εν λόγω φόρου·
«Δημοκρατία» σημαίνει την Κυπριακήν Δημοκρατίαν·
«Δικαστής» σημαίνει δικαστήν του Επαρχιακού Δικαστηρίου ή του Ανωτάτου Δικαστηρίου·
«εκτελεστής» σημαίνει τον εκτελεστήν της διαθήκης ή τον διαχειριστήν της περιουσίας αποθανόντος προσώπου, περιλαμβάνει δε, αναφορικώς προς τας δυνάμει του παρόντος νόμου υποχρεώσεις παν πρόσωπον όπερ λαμβάνει υπό την κατοχήν αυτού περιουσιακά στοιχεία αποθανόντος προσώπου ή επεμβαίνει καθ’ οιονδήποτε τρόπον επί τοιούτων στοιχείων, πάντα νόμιμον κληρονόμον του αποθανόντος, ως και παν πρόσωπον όπερ εξητήσατο ή δικαιούται να αιτήση παρά του Δικαστηρίου την παροχήν δικαστικής κυρώσεως διαθήκης ή εγγράφων διαχειρίσεως ή την επανακύρωσιν της δικαστικής κυρώσεως διαθήκης ή των εγγράφων διαχειρίσεως αναφορικώς προς την περιουσίαν αποθανόντος προσώπου·
«εμπράγματοι ασφάλειαι»: ο όρος ούτος περιλαμβάνει υποθήκας, ενέχυρα και τα περιωρισμένης χρονικής διαρκείας εμπράγματα βάρη·
«εν καταπιστεύματι» (settled), οσάκις ο όρος ούτος αφορά εις περιουσίαν, σημαίνει περιουσίαν υποκειμένην εις καταπίστευμα (settlement)·
«επίτροπος»: ο όρος ούτος χρησιμοποιούμενος εν αναφορά προς ανίκανα πρόσωπα, περιλαμβάνει οιονδήποτε επίτροπον, κηδεμόνα, διαχειριστήν ή έτερον πρόσωπον έχον την διεύθυνσιν, έλεγχον ή διοίκησιν οιασδήποτε περιουσίας εκ μέρους ανικάνου τινός προσώπου·
«εταιρεία» σημαίνει πάσαν ανώνυμον εταιρείαν συσταθείσαν ή εγγραφείσαν δυνάμει παντός εν τη Δημοκρατία ισχύοντος νόμου, ως και πάσαν εταιρείαν, ήτις, αν και συνέστη ή ενεγράφη εκτός της Δημοκρατίας, διεξάγει επιχειρήσεις ή κέκτηται γραφείον ή έδραν εργασιών εν τη Δημοκρατία·
«Έφορος» σημαίνει τον Έφορον επί του Φόρου Κληρονομιών τον επιφορτισμένον, κατά τας διατάξεις της παραγράφου (1) του άρθρου 3, τα της εφαρμογής του παρόντος νόμου, και περιλαμβάνει πάντα Βοηθό Έφορον ειδικώς εξουσιοδοτηθέντα υπό του Εφόρου όπως ενεργή εκ μέρους του Εφόρου είτε γενικώς είτε δι’ ειδικόν τινά σκοπόν·
«καταπίστευμα» (settlement) σημαίνει παν δημόσιον έγγραφον, διαθήκην, συμφωνίαν συστάσεως καταπιστεύματος ή έτερον έγγραφον ή αριθμόν εγγράφων ως και παν προφορικώς συσταθέν τραστ (trust), δυνάμει των οποίων περιουσιακόν τι στοιχείον ή συμφέρον εν αυτώ καταλείπεται δι’ ωρισμένον τι χρονικόν διάστημα προς όφελος οιουδήποτε προσώπου ή προσώπων κατά διαδοχήν. ο όρος ούτος περιλαμβάνει επίσης παν δικαίωμα ψιλής κυριότητος (interest in remainder or reversion) μη διατεθέν διά τοιαύτης πράξεως και περιερχόμενον τελικώς εις τον συστήσαντα το καταπίστευμα (settlor) ή εις τους εκ διαθήκης ή εξ αδιαθέτου κληρονόμους αυτού·
«κινητή περιουσία» σημαίνει πάσαν περιουσίαν πλην της ακινήτου τοιαύτης·
«Κυρίαρχοι Περιοχαί των Βάσεων» σημαίνει την υπό Βρεττανικήν Κυριαρχίαν Περιοχήν της Βάσεως Ακρωτηρίου ως και την υπό Βρεττανικήν Κυριαρχίαν Περιοχήν της Βάσεως Δεκελείας, ως αύται καθορίζονται εν τω Άρθρω 1 της Αφορώσης την Εγκαθίδρυσιν της Δημοκρατίας της Κύπρου Συνθήκης, ήτις υπεγράφη εν Λευκωσία την 16ην Αυγούστου, 1960·
«μη διαμένον πρόσωπον» σημαίνει πρόσωπον μη διαμένον εν τη Δημοκρατία·
«οργανισμός προσώπων» περιλαμβάνει τοπικάς ή δημοσίας αρχάς, οργανισμούς, μετά ή άνευ νομικής προσωπικότητος, ως και αδελφότητας, σωματεία ή ενώσεις προσώπων κεκτημένων νομικήν προσωπικότητα ή μη·
«περιουσία» σημαίνει-
(α) εις την περίπτωσιν αποθανόντος προσώπου, όπερ κατά τον χρόνον του θανάτου αυτού είχε την κατοικία του (domicile) εν τη Δημοκρατία, πάσαν περιουσίαν είτε τελούσαν εν καταπιστεύματι (settled) είτε μη (not settled), περιερχομένην επί τω θανάτω του εις άλλους, εξαιρέσει περιουσίας δημιουργηθείσης εν τη Δημοκρατία μετά την 1ην Ιανουαρίου, 1976, εξ εμβασμάτων εκ του εξωτερικού, εφ' όσον ο Έφορος ικανοποιείται ότι το πρόσωπον τούτο καθ' οιονδήποτε χρόνον πρό του θανάτου αυτού ήτο μονίμως εγκατεστημένον (permanent resident) εκτός της Δημοκρατίας·
(β) εις την περίπτωσιν αποθανόντος προσώπου, όπερ δεν είχε την κατοικίαν του (domicile) εν τη Δημοκρατία, πάσαν εν τη Δημοκρατία περιουσίαν, είτε τελούσαν εν καταπιστεύματι (settled) είτε μη (not settled), ήτις επί τω θανάτω του παρέρχεται εις άλλους·
«περιουσία περιερχομένη εις άλλους επί τω θανάτω» περιλαμβάνει περιουσιακά στοιχεία ανήκοντα εις τον αποθανόντα κατά τον χρόνον του θανάτου αυτού, ως και περιουσιακά στοιχεία λογιζόμενα ως περιερχόμενα επί τω θανάτω εις άλλους, περιλαμβανομένων και περιουσιακών στοιχείων άτινα περιέρχονται εις άλλους άμα των θανάτω ή μετά πάροδον χρονικού τινός διαστήματος, είτε οριστικώς είτε υπό αίρεσιν, και είτε αρχικώς είτε κατόπιν υποκαταστάσεως και ο όρος «επί τω θανάτω» σημαίνει «κατά χρόνον βεβαιούμενον μόνον εν αναφορά προς τον θάνατον»·
«περιουσιακά στοιχεία»: ο όρος ούτος περιλαμβάνει παντός είδους κινητήν ή ακίνητον περιουσίαν και το προϊόν της πωλήσεως τούτης αντιστοίχως, ως και χρήματα ή επενδύσεις ή άλλο τι στοιχείον ενεργητικού αντιπροσωπεύον εκάστοτε το προϊόν της τοιαύτης πωλήσεως, αλλ' εις την περίπτωσιν αποθανόντος προσώπου, όπερ δεν είχε την κατοικία του (domicile) εν τη Δημοκρατία, δεν περιλαμβάνει μετοχάς εταιρείας ιδρυθείσης εν τη Δημοκρατία της οποίας ο μοναδικός σκοπός είναι η απόκτησις και εκμετάλλευσις Κυπριακού πλοίου ως τούτο καθορίζεται εν το εκάστοτε εν ισχύι περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Φορολογικαί Διατάξεις) Νόμω, ως επίσης και εταιρείας ιδρυθείσης εν τη Δημοκρατία της οποίας ο αποκλειστικός σκοπός είναι η διεξαγωγή εργασιών ή δραστηριοτήτων εκτός της Δημοκρατίας, καθώς και καταθέσεις εις οιανδήποτε τράπεζαν αποθανόντος προσώπου, όπερ εν είχε την κατοικία του (DOMICILE) εν τη Δημοκρατία·
«πρόσωπον», πλην των περιπτώσεων καθ’ άς ο όρος ούτος χρησιμοποιείται αναφορικώς προς αποθανόν πρόσωπον, περιλαμβάνει και εταιρείας ή οργανισμούς προσώπων·
«τέκνο» σημαίνει το νόμιμο τέκνο του αποθανόντος προσώπου και περιλαμβάνει τέκνον που γεννήθηκε μετά το θάνατό του, προγονό ή τέκνο που υιοθετήθηκε από τον αποθανόντα, με βάση τον εκάστοτε ισχύοντα περί Υιοθεσίας Νόμο, εξώγαμο τέκνο αποθανούσας γυναίκας, καθώς και εξώγαμο τέκνο αποθανόντος ανδρός το οποίο έχει αναγνωριστεί με βάση τις πρόνοιες του περί Τέκνων (Συγγένεια και Νομική Υπόσταση) Νόμου του 1991 και του περί Συμβάσεως επί της Νομικής Καταστάσεως Εξωγάμων Τέκνων (Κυρωτικού) Νόμου του 1979·
«φόρος κληρονομίας» ή «φόρος» σημαίνει τον δυνάμει του παρόντος νόμου επιβαλλόμενον φόρον.
(2) Διά τους σκοπούς του παρόντος νόμου-
(α) πρόσωπόν τι θα θεωρήται κεκτημένον ικανότατα όπως διαθέση περιουσίαν εάν έχη τοιούτο δικαίωμα ή συμφέρον εν αύτη ή τοιαύτην γενικήν εξουσίαν οία, εάν ούτος ήτο ικανός προς δικαιοπραξίαν (sui juris), θα παρείχεν αυτώ το δικαίωμα διαθέσεως ταύτης. ο δε όρος «γενική εξουσία» περιλαμβάνει πάσαν εξουσίαν παρέχουσαν το δικαίωμα εις το πρόσωπον εις ό αύτη εδόθη ή το κατέχον ταύτην όπως ορίση ή διαθέση περιουσίαν κατά το δοκούν, είτε ή τοιαύτη εξουσία ενασκείται δυνάμει πράξεως εν ζωή ή δυνάμει διαθήκης ή δυνάμει αμφοτέρων, αλλ’ εξαιρουμένης πάσης εξουσίας ασκουμένης υπό προσώπου τινός εν τη ιδιότητι αυτού ως επιτρόπου δυνάμει διαθέσεως μη γενομένης υπ’ αυτού.
(β) διάθεσις γενομένη εκ της περιουσίας του αποθανόντος θα λογίζηται γενομένη υπ’ αυτού είτε ήτο αναγκαία η συναίνεσις τρίτου τινός προσώπου είτε όχι.
(γ) χρήματα αναφορικώς προς άτινα πρόσωπόν τι κέκτηται γενικήν εξουσίαν διαθέσεως χορηγηθείσαν αυτώ υπό τρίτου τινός προσώπου θα λογίζωνται περιουσία αναφορικώς προς την οποίαν το τοιούτον πρόσωπον κέκτηται εξουσίαν διαθέσεως.
3.- (1) Διά την καλήν και πιστήν εφαρμογήν του παρόντος νόμου ο Διευθυντής του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων θα είναι ο Έφορος επί του Φόρου Κληρονομιών ως τοιούτος δε θα προβαίνη εις πάσαν ενέργειαν ήν ήθελε κρίνει αναγκαίαν ή σκόπιμον διά την εφαρμογήν των προνοιών του παρόντος νόμου.
(2) Ο Έφορος δύναται να εξουσιοδοτήση οιονδήποτε έτερον λειτουργόν του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων όπως ενεργή ως Βοηθός Έφορος και όπως ασκή τοιαύτας εξουσίας και καθήκοντα διά την εφαρμογήν του παρόντος νόμου οία ο Έφορος ήθελε καθορίσει.
(3) Ο Βοηθός Έφορος, ο ενασκών ή εκτελών οιασδήποτε εξουσίας, καθήκοντα ή αρμοδιότητας του Εφόρου δυνάμει του παρόντος νόμου, θα θεωρήται, μέχρι αποδείξεως του εναντίου, δι’ άπαντας τους σκοπούς, ως δεόντως εξουσιοδοτημένος διά την ενάσκησιν ή εκτέλεσιν τοιούτων εξουσιών, καθηκόντων ή αρμοδιοτήτων.
4. Εις την περίπτωσιν παντός προσώπου αποθνήσκοντος κατά ή μετά την 1ην Δεκεμβρίου, 1942, εκτός ως κατωτέρω ρητώς προνοείται, θα επιβάλληται και καταβάλληται επί της αξίας της περιουσίας αυτού φόρος καλούμενος φόρος κληρονομίας:
5. Η αξία της περιουσίας αποθανόντος προσώπου θα καθορίζηται εν τω εν τοις κατωτέρω προβλεπομένω τρόπω.
Νοείται ότι κατά τον προσδιορισμό της αξίας της περιουσίας αποθανόντος προσώπου θα εκπίπτηται-
(α) αναφορικώς προς επιζώντα σύζυγον του αποθανόντος προσώπου το ποσόν των εβδομήντα πέντε χιλιάδων λιρών·
(β) αναφορικώς προς έκαστον επιζών τέκνον το οποίον δεν συνεπλήρωσε το 21ον έτος της ηλικίας αυτού κατά την ημέραν του θανάτου του αποθανόντος προσώπου ή μολονότι συνεπλήρωσε το 21ον έτος της ηλικίας αυτού είναι σωματικώς ή διανοητικώς ανάπηρον, το ποσόν των εκατόν πενήντα χιλιάδων λιρών·
(γ) αναφορικώς προς έκαστον επιζών τέκνον το οποίον συνεπλήρωσε το 21ον έτος της ηλικίας του κατά την ημέραν του θανάτου του αποθανόντος προσώπου το ποσόν των εβδομήντα πέντε χιλιάδων λιρών·
(δ) Αναφορικά με επιζώντα τέκνα προαποθανόντος τέκνου το οποίο δε θα είχε συμπληρώσει το 21ο έτος της ηλικίας του κατά την ημερομηνία του θανάτου του αποθανόντος προσώπου, το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων λιρών για κάθε προαποθανόν τέκνο του αποθανόντος προσώπου·
(ε) Αναφορικά με επιζώντα τέκνα προαποθανόντος τέκνου το οποίο θα είχε συμπληρώσει το 21ο έτος της ηλικίας του κατά την ημέρα του θανάτου του αποθανόντος προσώπου, το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων λιρών για κάθε προαποθανόν τέκνο του αποθανόντος προσώπου.
(στ) αναφορικώς προς δωρεάς ή συνεισφοράς γενομένας διά διαθήκης του αποθανόντος προσώπου ή υπό του διαχειριστού της περιουσίας αυτού, προς οιονδήποτε εν τη Δημοκρατία θρησκευτικόν ή φιλανρωπικόν ίδρυμα εγκρινόμενον ως τοιούτον υπό του Υπουργικού Συμβουλίου καθώς και στο Κυπριακό Πανεπιστήμιο και στις Σχολικές Εφορείες, ποσόν μέχρις πενήντα χιλιάδων λιρών·
(ζ) αναφορικώς προς δωρεάς ή συνεισφοράς γενομένας διά διαθήκης του αποθανόντος προσώπου ή υπό του διαχειριστού της περιουσίας αυτού, προς την Δημοκρατίαν ή προς αρχήν τοπικής διοικήσεως διά θρησκευτικούς, φιλανθρωπικούς, μορφωτικούς, εκπαιδευτικούς ή ετέρους δημόσιους σκοπούς, το ποσόν της τοιαύτης δωρεάς ή συνεισφοράς.
6.- (1) Το ποσόν του πληρωτέου φόρου κληρονομίας επί της περιουσίας αποθανόντος προσώπου θα υπολογίζηται συμφώνως ταις διατάξεσι του παρόντος νόμου επί τη βάσει του συντελεστού ή των συντελεστών των αναφερομένων εν τω Πίνακι του παρόντος Νόμου ως εφαρμοστέων διά το κλιμάκιον εντός των ορίων του οποίου εμπίπτει η αξία της περιουσίας του προσώπου τούτου.
(2) Προς προσδιορισμόν της αξίας της περιουσίας αποθανόντος προσώπου, άπαντα τα περιουσιακά στοιχεία εξ ών αύτη συνίσταται θα συνυπολογίζωνται ως αποτελούνται μίαν περιουσίαν:
(3) Περιουσιακά στοιχεία περιερχόμενα εις άλλους επί τω θανάτω δεν θα συνυπολογίζωνται πλέον της μιας φοράς ούτε θα επιβάλληται φόρος κληρονομίας αναφορικώς προς ταύτα πλέον της μιας φοράς επί τω αυτώ θανάτω.
(4) Το ποσοστόν του φόρου κληρονομίας το πληρωνόμενον εφ’ οιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου συνιστώντος μέρος της περιουσίας αποθανόντος προσώπου θα είναι το ποσοστόν το εξευρισκόμενον βάσει του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου αναφορικώς προς την περιουσίαν ταύτην.
7. Περιουσία λογιζομένη ως περιερχομένη εις άλλους επί τω θανάτω προσώπου τινός, θα περιλαμβάνη τα ακόλουθα περιουσιακά στοιχεία, ήτοι –
(α) περιουσιακά στοιχεία μη ανήκοντα κατά κυριότητα εις τον αποθανόντα αναφορικώς προς τα οποία όμως ούτος εκέκτητο ικανότητα διαθέσεως κατά τον χρόνον του θανάτου του .
(β) περιουσιακά στοιχεία εν οις ο αποθανών ή οιονδήποτε έτερον πρόσωπον είχε συμφέρον τερματιζόμενον επί τω θανάτω του αποθανόντος, κατά την έκτασιν καθ’ην προκύπτει όφελος τι ως εκ του τερματισμού του τοιούτου συμφέροντος, περιλαμβανομένων και περιουσιακών στοιχείων εν οις το δικαίωμα ή συμφέρον εξεχωρήθη, ησφαλίσθη, απεξενώθη ή άλλως διετέθη, είτε επί αντιπαροχή είτε άνευ αντιπαροχής, εις πρόσωπον ή προς όφελος προσώπου έχοντος δικαίωμα ή συμφέρον ψιλής κυριότητος (interest in remainder or reversion) επί τοιούτου περιουσιακού στοιχείου, εκτός εάν η τοιαύτη εκχώρησις, ασφάλισις, αποξένωσις ή διάθεσις εγένετο ή επραγματοποιήθη, καλή τη πίστει, τρία έτη προ του θανάτου του αποθανόντος και αμέσως άμα τη τοιαύτη εκχωρήσει, ασφαλίσει, αποξενώσει ή διαθέσει εκτήθη καλόπιστος κατοχή και χρήσις του περιουσιακού τούτου στοιχείου και διετηρήθη έκτοτε υπό συνθήκας αποκλειούσας καθ’ ολοκληρίαν εκ του περιουσιακού τούτου στοιχείου και εκ παντός συμβατικού άλλου τινός όφελους το πρόσωπον όπερ είχε το δικαίωμα ή συμφέρον το τερματιζόμενον ως εν τοις ανώτερω . της διατάξεως ταύτης εξαιρούνται περιουσιακά στοιχεία εν οις ο αποθανών ή το έτερον πρόσωπον είχε συμφέρον μόνον εν τη ιδιότητί του ως κατόχου ωρισμένου τινός αξιώματος ή ως παραλήπτου των οφελών φιλανθρωπικού τινός ιδρύματος, ή εν τη ιδιότητί του ως αντιπροσώπου σωματείου συγκειμένου εξ ενός μόνον προσώπου .
(γ) περιουσιακά στοιχεία άτινα ήσαν βεβαρυμένα δι’ ετησίας παροχής ή ετέρας περιοδικής πληρωμής τερματιζομένης επί τω θανάτω του αποθανόντος, κατά την έκτασιν του οφέλους ο θα προέκυπτεν ως εκ του τερματισμού της ετησίας παροχής ή ετέρας περιοδικής πληρωμής, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι η ετησία παροχή ή ετέρα περιοδική πληρωμή εξεχωρήθη, ησφαλίσθη, απεξενώθη ή άλλως διετέθη εν ζωή του αποθανόντος, είτε επί αντιπαροχή είτε άνευ αντιπαροχής, εις το πρόσωπον το δικαιούμενον εις τα περιουσιακά τούτα στοιχεία ή προς όφελος αυτού, εκτός εάν η εκχώρησις, ασφάλισις, αποξένωσις ή διάθεσις εγένετο ή επραγματοποιήθη, καλή τη πίστει, τρία έτη προ του θανάτου του αποθανόντος και το δικαιούμενον εις την ετησίαν παροχήν ή ετέραν περιοδικήν πληρωμήν πρόσωπον δεν ελάμβανε καθ’ οιονδήποτε χρόνον διαρκούσης της προμνησθείσης περιόδου οιανδήποτε ετέραν υποκατάστατον ετησίαν παροχήν ή ετέραν περιοδικήν πληρωμήν τερματιζομένην επί τω θανάτω αυτού, ήτις ετησία παροχή ή ετέρα περιοδική πληρωμή συνέστη αυτώ, διά συμβάσεως ή άλλως, ως αντάλλαγμα διά την τοιαύτην εκχώρησιν, ασφάλισιν, αποξένωσιν ή διάθεσιν .
(δ) περιουσιακά στοιχεία ληφθέντα υπό μορφήν δωρεάς αιτία θανάτου γενομένης υπό του αποθανόντος, ή περιουσιακά στοιχεία ληφθέντα δυνάμει διαθέσεως γενομένης υπ’ αυτού σκοπούσης όπως ισχύη ως άμεσος δωρεά εν ζωή, είτε διά μεταβιβάσεως είτε διά παραδόσεως, συστάσεως, τράστ (trust) ή άλλως, εφ’ όσον η τοιαύτη δωρεά δεν εγένετο καλή τη πίστει τρία έτη προ του θανάτου αυτού, ή περιουσιακά στοιχεία ληφθέντα δυνάμει πάσης δωρεάς, οποτεδήποτε γενομένης, εφ’ ών ο δωρεοδόχος δεν απέκτησεν ευθύς άμα τη συμπληρώσει της δωρεάς καλόπιστον κατοχήν και χρήσιν και δεν διετήρησεν έκτοτε ταύτα υπό την κυριότητά του υπό συνθήκας αποκλειούσας καθ’ ολοκληρίαν τον δωρητήν εκ των τοιούτων στοιχείων ή εξ οιουδήποτε συμβατικού ή άλλου τινός όφελους:
Νοείται ότι -
(i) τα τοιαύτα περιουσιακά στοιχεία δεν θα λογίζωνται ως περιεχόμενα εις άλλους επί τω θανάτω του αποθανόντος εάν μεταγενεστέρως, λόγω εκχωρήσεως, του επιφυλαχθέντος οφέλους ή άλλης τινός αιτίας, πρόσωπον τι ενέμετο ταύτα υπό συνθήκας αποκλειούσας καθ’ ολοκληρίαν τον αποθανόντα εκ τούτων ή εξ οιουδήποτε ετέρου οφέλους επί περίοδον τριών ετών προ του θανάτου.
(ii) δωρεαί απόλυτοι, εφ’ ων ο αποθανών ουδέν όφελος επεφύλαξεν είτε διά συμβάσεως είτε άλλως, γενόμεναι προς την Δημοκρατίαν ή προς Αρχήν τοπικής διοικήσεως διά θρησκευτικούς, φιλανθρωπικούς, μορφωτικούς, εκπαιδευτικούς ή ετέρους δημοσίους σκοπούς, ή μέχρι ποσού πενήντα χιλιάδων λιρών προς οιονδήποτε εν τη Δημοκρατία θρησκευτικόν ή φιλανθρωπικόν ίδρυμα εγκρινόμενον ως τοιούτον υπό του Υπουργικού Συμβουλίου καθώς και στο Κυπριακό Πανεπιστήμιο και στις Σχολικές Εφορίες, δεν θα συνιστώσι περιουσίαν περιερχομένην εις άλλους επί τω θανάτω.
(iii) εις την περίπτωσιν δωρεών, πλην των εις το εδάφιον (ii) της παρούσης παραγράφου διαλαμβανομένων τοιούτων, γενομένων διά θρησκευτικούς, φιλανθρωπικούς ή άλλους δημοσίους σκοπούς, η εν τη παρούση παραγράφω περίοδος των τριών ετών θα περιορίζηται εις εν έτος.
(iv) ουδέν των εν τω παρόντι άρθρω διαλαμβανομένων θα ισχύη αναφορικώς προς δωρεάς αίτινες αποδεικνύονται κατά τρόπον ικανοποιούντα τον Έφορον ότι απετέλουν μέρος των συνήθων δαπανών του αποθανόντος και ότι ήσαν λογικαί, λαμβανομένου υπ’ όψιν του ποσού του εισοδήματος αυτού ή των περιστάσεων υφ’ ας εγένοντο, ή των οποίων η αξία ή ποσόν δεν υπερβαίνει κατ’ άθροισμα τας εκατόν λίρας δι’ έκαστον δωρεοδόχον.
(v) Ουδέν των εν τω παρόντι διαλαμβανομένων θα ισχύη αναφορικώς προς δωρεάς γενομένας λόγω γάμου, εάν αι τοιαύται δωρεαί εγένοντο κατ’ εφαρμογήν και εν τη εκτελέσει εγκύρου και εκτελεστού συμφώνου. Διά τους σκοπούς της παρούσης υποπαραγράφου ως ημερομηνία εκτελέσεως παντός συμφώνου θα θεωρήται ούσα η αληθής ημερομηνία εκτελέσεως αυτού άνευ περαιτέρω αποδείξεως, εάν το πρωτότυπον του συμφώνου, ή αντίγραφον αυτού πιστοποιημένον ως αληθές παρά τινός Πρωτοκολλητού Επαρχιακού Δικαστηρίου, προσαχθή εις τινά Πρωτοκολλητήν Επαρχιακού Δικαστηρίου εντός τριάκοντα ημερών από της ημερομηνίας της εκτελέσεως του συμφώνου, ή, εις την περίπτωσιν συμφώνου εκτελεσθέντος εκτός της Δημοκρατίας, εντός τριάκοντα ημερών από της ημερομηνίας της λήψεως του συμφώνου εν τη Δημοκρατία και η ημερομηνία εκτελέσεως αυτού πιστοποιηθή παρά του Πρωτοκολλητού. η προσαγωγή δε του πρωτοτύπου του τοιούτου συμφώνου, ή παντός πιστοποιημένου αντιγράφου παρά του Πρωτοκολλητού ως προς την ημερομηνίαν εκτελέσεως ως εν τοις ανωτέρω, συνιστά διά τους σκοπούς της παρούσης υποπαραγράφου αμάχητον απόδειξιν περί την αληθή ημερομηνίαν εκτελέσεως του τοιούτου συμφώνου :
Νοείται ότι ουδέν των εν τη παρούση υποπαραγράφω διαλαμβανομένων θα ισχύη αναφορικώς προς δωρεάς γεγνομένας λόγω γάμου συνεστώτος προ της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύς του παρόντος Νόμου αι τοιαύται δωρεαί θα εξακολουθώσι να διέπωνται υπό των οικείων διατάξεων του περί Φορολογίας Κληρονομιών Νόμου, Κεφ. 319.
(vi) οσάκις ο Έφορος κρίνη ότι διάθεσις περιουσιακού τινός στοιχείου, ήτις φέρεται κατ’ εικόνα ως μεταβίβασις επί αντιπαροχή δεν ήτο ουσιαστικώς καλή τη πίστει μεταβίβασις έναντι πλήρους χρηματικής ή εχούσης χρηματικήν αξίαν αντιπαροχής ληφθείσης καθ’ ολοκληρίαν υπό του αποθανόντος δι’ ίδιον αυτού όφελος ή οφειλομένης εις αυτόν, δύναται ούτος να θεωρήση την τοιαύτην διάθεσιν ως δωρεάν και το βάρος αποδείξεως ότι η τοιαύτη διάθεσις εγένετο τω όντι καλή τη πίστει επιρρίπτεται επί του προσώπου υπέρ ου εγένετο η μεταβίβασις ή επί των κατά κυριότητα διαδόχων του προσώπου τούτου.
(ε) περιουσιακά στοιχεία εφ’ ων ο αποθανών είχε δικαίωμα απολύτου κυριότητος, άτινα τη ενεργεία του αποθανόντος μετεβιβάσθησαν εις αυτόν εν κοινωνία μεθ’ ετέρου προσώπου ή περιήλθον εις την κατοχήν αυτού εν κοινωνία πόλιν μεθ’ ετέρου προσώπου, είτε διά διαθέσεως είτε άλλως (περιλαμβανομένης οιασδήποτε αγοράς ή επενδύσεως ήτις εγένετο μονομερώς υπό του αποθανόντος ή τη συμπράξει μεθ’ ετέρου προσώπου) επί τω όρω ότι άπαντα τα εξ αυτών ή εξ οιουδήποτε μέρους αυτών προκύπτοντα οφέλη θα περιέρχωνται επί τω θανάτω αυτού εις το επιζών τοιούτον έτερον πρόσωπον.
(στ) περιουσιακά στοιχεία περιεχόμενα εις άλλους δυνάμει συνεστηκότος ή μέλλοντος να συσταθή καταπιστεύματος, γενομένου υπό του αποθανόντος δι’ εγγράφου μη έχοντος ισχύν διαθήκης, διά του οποίου επιφυλάττεται τω συστήσαντι το καταπίστευμα (settlor), ρητώς ή σιωπηρώς, συμφέρον τι, ισοβίως ή δι’ ετέραν τινά χρονικήν περίοδον καθοριστέαν δι’ αναφοράς προς τον θάνατον, επί των τοιούτων στοιχείων ή επί των εκ της πωλήσεως τούτων προκυπτόντων χρημάτων, ή διά του οποίου ο συστήσας το καταπίστευμα επεφύλαξεν εαυτώ το δικαίωμα όπως, διά της ασκήσεως οιασδήποτε εξουσίας, ανακτήση ή αξιώση απόλυτον συμφέρον επί της τοιαύτης περιουσίας ή των εκ της πωλήσεως ταύτης προκυπτόντων χρημάτων :
Νοείται ότι διά τους σκοπούς της παρούσης παραγράφου ο όρος «καταπίστευμα» θα περιλαμβάνη τραστς (trusts) πάσης φύσεως, γενόμενα εγγράφως ή μη, συσταθέντα προς όφελος οιουδήποτε προσώπου, και εάν ταύτα εμπεριέχωνται εν τω ιδρυτικώ του καταπιστεύματος εγγράφω ανεξαρτήτως του ότι το έγγραφον εγένετο επί αντιπαροχή είτε άνευ αντιπαροχής μεταξύ του συστήσαντος το καταπίστευμα (settlor) και οιουδήποτε ετέρου προσώπου.
(ζ) χρήματα εισπραττόμενα δυνάμει ασφαλιστηρίου εγγράφου γενομένου υπό του αποθανόντος επί της ζωής του όταν τα ασφάλιστρα καταβάλλωνται καθ’ ολοκληρίαν υπό του αποθανόντος προς όφελος δωρεοδόχου τινός (αρχικού ή εκδοχέως), ή μέρος των τοιούτων χρημάτων ανάλογον προς τα υπό του αποθανόντος καταβληθέντα ασφάλιστρα εις περιπτώσεις καθ’ ας τα ασφάλιστρα καταβάλλονται μερικώς υπό του αποθανόντος διά το τοιούτον όφελος.
(η) ετησία παροχή ή έτερόν τι συμφέρον αγορασθέν ή συσταθέν υπό του αποθανόντος, είτε μόνου είτε τη συμπράξει μεθ’ ετέρου προσώπου, κατά την έκτασιν της αξίας τους προκύπτοντος λόγω επιβιώσεως ή άλλως οφέλους επί τω θανάτω του αποθανόντος.
8. Η επί τω θανάτω του αποθανόντος περιερχομένη εις άλλους περιουσία δεν θα περιλαμβάνη περιουσιακά στοιχεία κατεχόμενα υπό του αποθανόντος εν τη ιδιότητι αυτού ως επιτρόπου άλλου προσώπου, δυνάμει διαθέσεως εχούσης νομικόν κύρος και γενομένης υπό του αποθανόντος πέραν των τριών ετών προ του θανάτου αυτού, οσάκις ο τετιμημένος ανέλαβε καλόπιστον κατοχήν και χρήσιν των στοιχείων ευθύς άμα τη συστάσει του καταπιστεύματος και έκτοτε διετήρησε ταύτην υπό συνθήκας αποκλειούσας καθ’ ολοκληρίαν τον αποθανόντα εκ της περιουσίας ή εκ παντός συμβατικού ή άλλου τινός οφέλους.
9. Εις περιπτώσεις καθ’ άς περιουσιακά στοιχεία υπόκεινται εις καταπίστευμα (settlement) συσταθέν υπό τινός προσώπου με πρώτον ισόβιον επικαρπωτήν το πρόσωπον τούτο και μετά τον θάνατον αυτού άλλα πρόσωπα ως επικαρπωτάς επί τω όρω ότι τελικώς θα επανέλθη εις τον συστήσαντα το καταπίστευμα (settlor) η κυριότης απολύτου τινός συμφέροντος ή η απόλυτος εξουσία διαθέσεως επί τω θανάτω ενός των άλλων τούτων προσώπων, τα περιουσιακά ταύτα στοιχεία δεν θα λογίζωνται ως περιερχόμενα εις τον συστήσαντα το καταπίστευμα (settlor) διά μόνον τον λόγον ότι ούτος, έχων ήδη υπό την κατοχήν του τα περιουσιακά ταύτα στοιχεία ως ισόβιος επικαρπωτής, δικαιούται, συνεπεία τοιούτου θανάτου, εις την άμεσον ανάκτησιν της κυριότητος τούτων ή αποκτά απόλυτον εξουσίαν διαθέσεως τούτων.
10.-(1) Οσάκις δυνάμει διαθέσεως περιουσιακού τινός στοιχείου, κτάται ισόβιος τις επικαρπία υπό τινός προσώπου άλλου ή του διαθέτου ή επικαρπία τερματιζομένη επί τω θανάτω αυτού, και το τοιούτον πρόσωπον λαμβάνει κατοχήν της επικαρπίας και διατηρεί ταύτην υπό συνθήκας αποκλειούσας καθ’ ολοκληρίαν τον διαθέτην εκ του στοιχείου τούτου ή εκ παντός συμβατικού ή άλλου τινός οφέλους, και το μόνον όφελος όπερ διατηρεί ο διαθέτης επί του τοιούτου περιουσιακού στοιχείου υπόκειται εις την τοιαύτην ισόβιον ή τερματιστέαν επικαρπίαν και ουδέν έτερον συμφέρον δημιουργείται διά της ρηθείσης διαθέσεως, επί τω θανάτω του τοιούτου προσώπου το περιουσιακόν τούτο στοιχείον δεν θα λογίζηται περιερχόμενον εις άλλους εκ μόνου του λόγου ότι ο διαθέτης ανακτά κυριότητα επ’ αυτού εν ζωή.
(2) Οσάκις δυνάμει διαθέσεως περιουσίας παρέχηται οιονδήποτε δικαίωμα επικαρπίας ως το εν τω παρόντι άρθρω προμνησθέν τοιούτον εις δύο ή πλείονα πρόσωπα, είτε ατομικώς είτε εν κοινωνία, είτε εν διαδοχή, το παρόν άρθρον θα εφαρμόζηται κατά τον αυτόν τρόπον ως εάν εν μόνον πρόσωπον εκτήσατο το δικαίωμα τούτο.
(3) Αι ανωτέρω παράγραφοι δεν θα εφαρμόζωνται οσάκις το πρόσωπον ή πρόσωπα τα κτησάμενα την ειρημένην ισόβιον ή τερματιστέαν επικαρπίαν είχον καθ’ οιονδήποτε χρόνον προ της διαθέσεως οι ίδιοι την ικανότητα διαθέσεως της ειρημένης περιουσίας.
11.-(1) Δεν θα καταβάλληται φόρος κληρονομίας αναφορικώς προς περιουσιακά στοιχεία περιερχόμενα εις άλλους επί τω θανάτω του αποθανόντος λόγω μόνον καλοπίστου αγοράς εκ του προσώπου διά της διαθέσεως του οποίου περιέρχεται ταύτη εις άλλους, ουδέ αναφορικώς προς την κτήσιν κατοχής επί της ψιλής κυριότητος εις περίπτωσιν ισοβίου μισθώσεως, ουδέ αναφορικώς προς τον τερματισμόν ισοβίου τινός ετησίας παροχής, οσάκις η τοιαύτη αγορά εγένετο ή η τοιαύτη μίσθωσις ή ετησία παροχή συνέστη αντί πλήρους χρηματικής ή εχούσης χρηματικήν αξίαν αντιπαροχής, καταβληθείσης εις τον πωλητήν ή τον εκμισθωτήν ή τον συστήσαντα την ετησίαν παροχήν δι’ ιδίαν αυτού χρήσιν ή όφελος, ή, εις την περίπτωσιν μισθώσεως, διά την χρήσιν ή όφελος του προσώπου του οποίου ο εκμισθωτής είναι επίτροπος.
(2) Οσάκις εγένετο τοιαύτη αγορά, ή συνέστη μίσθωσις ή ετήσια παροχή αντί μερικής χρηματικής ή εχούσης χρηματικήν αξίαν αντιπαροχής καταβληθείσης εις τον πωλητήν ή εκμισθωτήν ή τον συστήσαντα την ετήσιαν παροχήν δι’ ιδίαν αυτού χρήσιν ή όφελος ή εις την περίπτωσιν μισθώσεως, διά την χρήσιν ή όφελος του προσώπου του οποίου ο εκμισθωτής είναι επίτροπος, η αξία της αντιπαροχής θα εκπίπτηται εκ της αξίας του περιουσιακού στοιχείου διά τους σκοπούς του φόρου κληρονομίας.
12. Εις την περίπτωσιν περιουσίας εν καταπιστεύματι (settlol property), οσάκις το δυνάμει του καταπιστεύματος συμφέρον προσώπου τινός ματαιούται ή τερματίζεται λόγω του θανάτου αυτού πριν ή το εν λόγω συμφέρον περιέλθη εις την κατοχήν του προσώπου τούτου και εξακολουθούν να υφίστανται οι επιβληθέντες εν τω καταπιστεύματι όροι υποκαταστάσεως, η περιουσία δεν θα θεωρήται ως περιερχομένη εις άλλους επί τω θανάτω αυτού.
13.-(1) Δεν θα επιβάλληται φόρος κληρονομίας αναφορικώς προς οιανδήποτε περιουσίαν της κατηγορίας βακουφίων ήτις αφιερώθη ως βακούφιον ή αναφορικώς προς οιονδήποτε συμφέρον εν τοιαύτη περιουσία, όπερ εδημιουργήθη προ της ημερομηνίας της εκδόσεως του παρόντος Νόμου.
(2) Δεν θα επιβάλληται φόρος κληρονομίας αναφορικώς προς ετησίαν τινά παροχήν μη υπερβαίνουσαν τας είκοσι λίρας αγορασθείσαν ή συσταθείσαν υπό του αποθανόντος, είτε μονομερώς είτε τη συμφωνία μεθ’ ετέρου προσώπου, εφ’ όρου ζωής του ιδίου και ετέρου τινός προσώπου και του επιζώντος εξ αυτών, ή αναφορικώς προς τοιαύτην παροχήν αρχομένην κατά τον θάνατον αυτού προς όφελος ετέρου τινός προσώπου. και εις περίπτωσιν καθ’ ήν υπάρχουσι πλείονες της μιας ετησίας παροχής, μόνον ή πρώτον συσταθείσα ετησία παροχή θα δικαιούται εις την δυνάμει του παρόντος άρθρου χορηγουμένην απαλλαγήν.
(3) Δεν θα επιβάλληται φόρος κληρονομίας αναφορικώς προς τα είδη ιματισμού και υποδήσεως του αποθανόντος.
14. Θα αποτελή πράξιν νόμιμον ή εκ μέρους του Εφόρου άφεσις του φόρου κληρονομίας αναφορικώς προς πίνακας, έντυπα, βιβλία, χειρόγραφα, έργα τέχνης ή επιστομονικάς συλλογάς, τινά κατά την γνώμην του Εφόρου είναι εθνικού, επιστημονικού, καλλιτεχνικού ή ιστορικού ενδιαφέροντος και άτινα εδόθησαν ή εκληροδοτήθησαν εις την Δημοκρατίαν ή εις οιονδήποτε θρησκευτικόν οργανισμόν, σχολείον, πανεπιστήμιον ή δημοσίαν βιβλιοθήκην εν τη Δημοκρατία, ή εις οιονδήποτε Δημοτικόν Συμβούλιον, Χωριτικήν Επιτροπήν ή Συμβούλιον Βελτιώσως. Τα δε περιουσιακά στοιχεία αναφορικώς προς τα οποία ο φόρος αφίεται δεν θα συνυπολογίζωνται μετά της λοιπής περιουσίας προς τον σκοπόν καθορισμού του συντελεστού του φόρου κληρονομίας.
15. Δεν θα επιβάλληται φόρος κληρονομίας αναφορικώς προς οιονδήποτε φιλοδώρημα πληρωτέον επί τω θανάτω εις τον νόμιμον προσωπικόν αντιπρόσωπον υπαλλήλου ή προς οιανδήποτε σύνταξιν ή ετησίαν παροχήν πληρωτέαν υπό της Δημοκρατίας εις την χήραν ή το τέκνον αποθανόντος υπαλλήλου της Δημοκρατίας ανεξαρτήτως του ότι ο αποθανών εν όσω έζη προέβαινεν εις συνεισφοράς εις οιονδήποτε Ταμείον εξ ου καταβάλλεται η τοιαύτη σύνταξις ή ετησία παροχή και ο όρος "Δημοκρατία" ερμηνεύεται αναλόγως.
Διά τους σκοπούς του παρόντος άρθρου ο όρος "υπάλληλος της Δημοκρατίας" περιλαμβάνει τον κατέχοντα μονίμως ή προσωρινώς δημοσίαν θέσιν ή αξίωμα ή τον αναπληρούντα τον μόνιμον κάτοχον εις υπηρεσίαν υπαγόμενην εις την Δημοκρατίαν περιλαμβανομένης υπηρεσίας παρά ταις Αρχαίς Ηλεκτρισμού και Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, τω Ραδιοφωνικώ Ιδρύματι Κύπρου, παρ' οιωδήποτε ετέρω νομικώ προσώπω δημοσίου δικαίου, παρ' οιαδήποτε αρχή τοπικής διοικήσεως ή παρ' οιωδήποτε ετέρω οργανισμώ δημοσίου δικαίου άνευ νομικής προσωπικότητος, ιδρυομένοις προς το δημόσιον συμφέρον υπό νόμου.
16. Οσάκις κατεβλήθη φόρος κληρονομίας δυνάμει του παρόντος νόμου επί τω θανάτω του ενός των συζύγων αναφορικώς προς περιουσιακά στοιχεία υποκείμενα εις καταπίστευμα συσταθέν διά της διαθήκης του συζύγου τούτου ή άτινα, υπαχθέντα εις καταπίστευμα δυνάμει ετέρας τινός διαθέσεως, περιήλθον εις άλλους επί τω θανάτω του συζύγου τούτου, δεν θα επιβάλληται φόρος κληρονομίας αναφορικώς προς το εν λόγω καταπίστευμα επί τω θανάτω του επιζώντος συζύγου εκτός εάν κατά τον χρόνο του θανάτου αυτού ή αυτής, ούτος ή αύτη εκέκτητο ικανότητα διαθέσεως των τοιούτων στοιχείων.
17. Εις περιπτώσεις καθ’ άς κατεβλήθη τέλος χαρτοσήμου ή οιονδήποτε έτερον τέλος ή κατεβλήθησαν οιαδήποτε δικαιώματα αναφορικώς προς οιονδήποτε έγγραφον δι’ ού εγένετο η δωρεά ή η μεταβίβασις οιωνδήποτε περιουσιακών στοιχείων υπό αποθανόντος προσώπου και επί τω θανάτω του προσώπου τούτου φόρος κληρονομίας καθίσταται πληρωτέος αναφορικώς προς ταύτα ως εκ του γεγονότος ότι τα περιουσιακά ταύτα στοιχεία εμπίπτουν εις την κατηγορίαν των περιουσιακών στοιχείων των διαλαμβανομένων εν τω άρθρω 7(δ), το ποσόν του τοιούτου τέλους θα εκπίπτηται εκ του ποσού του φόρου κληρονομίας του επιβλητέου αναφορικώς προς τα περιουσιακά ταύτα στοιχεία:
Νοείται ότι το δυνάμει του παρόντος άρθρου εκπεστέον ποσόν εν ουδεμιά περιπτώσει θα δύναται να υπερβή το ποσόν του φόρου κληρονομίας του επιβλητέου αναφορικώς προς τα περιουσιακά ταύτα στοιχεία.
18. Εις περιπτώσεις καθ’ άς ο Έφορος ικανοποιείται ότι ο φόρος κληρονομίας κατέστη επιβλητέος επί περιουσιακών στοιχείων συγκειμένων εξ ακινήτου περιουσίας ή εξ επιχειρήσεως (άλλης ή επιχειρήσεως ασκουμένης υπό ανωνύμου εταιρείας) ή επί συμφέροντος τινος επί ακινήτου περιουσίας ή τοιαύτης επιχειρήσεως, επί τω θανάτω προσώπου τινός, και ότι, μεταγενεστέρως, εντός πέντε ετών, φόρος κληρονομίας κατέστη και πάλιν επιβλητέος επί των ιδίων περιουσιακών στοιχείων ή μέρους τούτων επί τω θανάτω του προσώπου εις ο τα περιουσιακά ταύτα στοιχεία περιήλθον επί τω πρώτω θανάτω, το ποσόν του φόρου κληρονομίας του επιβλητέου επί τω δευτέρω θανάτω αναφορικώς προς τα ούτως περιερχόμενα περιουσιακά στοιχεία, θα μειούται ως ακολούθως-
(α) οσάκις ο δεύτερος θάνατος επισυμβαίνη εντός ενός έτους από του πρώτου θανάτου, κατά πεντήκοντα τοις εκατόν.
(β) οσάκις ο δεύτερος θάνατος επισυμβαίνη εντός δύο ετών από του πρώτου θανάτου, κατά τεσσαράκοντα τοις εκατόν.
(γ) οσάκις ο δεύτερος θάνατος επισυμβαίνη εντός τριών ετών από του πρώτου θανάτου, κατά τριάκοντα τοις εκατόν.
(δ) οσάκις ο δεύτερος θάνατος επισυμβαίνη εντός τεσσάρων ετών από του πρώτου θανάτου, κατά είκοσι τοις εκατόν.
(ε) οσάκις ο δεύτερος θάνατος επισυμβαίνη εντός πέντε ετών από του πρώτου θανάτου, κατά δέκα τοις εκατόν:
Νοείται ότι οσάκις η αξία των περιουσιακών στοιχείων κατά τον δεύτερον θάνατον, εφ’ ής θα καταβληθή φόρος, υπερβαίνη την αξίαν εφ’ ής επεβλήθη φόρος κατά τον πρώτον θάνατον, η τελευταία αξία θα υποκαταστήση την πρώτην προς τον σκοπόν προσδιορισμού το ποσού του φόρου εφ’ ου δέον να υπολογισθή η δυνάμει του παρόντος άρθρου έκπτωσις.
18Α. Οσάκις περιουσιακόν στοιχείον υπό μορφήν δωρεάς γενομένης πέραν των δύο ετών προ του θανάτου του αποθανόντος προσώπου λογίζεται ως περιουσία περιερχόμενη εις άλλους επί τω θανάτω αυτού, το ποσοστόν του φόρου κληρονομίας το πληρωτέον επί του τοιούτου στοιχείου μειούται κατά το πεντήκοντα τοις εκατόν.
18Β. Σε περίπτωση κατά την οποία ο Έφορος ικανοποιείται ότι ο φόρος κληρονομίας επιβλήθηκε σε περιουσιακά στοιχεία τα οποία αποτελούνται από δωρεές γονέων προς τέκνο, με το θάνατο του τέκνου αυτού το ποσό του φόρου κληρονομίας που αναλογεί στις δωρεές αυτές, αναφορικά με το κληρονομικό μερίδιο και των δύο γονέων, χαρίζεται.
18Γ. Δε θα επιβάλλεται φόρος κληρονομίας αναφορικά με ακίνητη περιουσία αποθανόντος προσώπου που εχρησιμοποιείτο, αμέσως πριν από το θάνατό του, από τον ίδιο ή την οικογένειά του, αποκλειστικά για σκοπούς ιδιοκατοίκησης, και της οποίας η συνολική αξία δεν υπερβαίνει τις εκατόν πενήντα χιλιάδες λίρες:
19.-(1) Οσάκις-
(α) πρόσωπόν τι αποθάνη λόγω τραυμάτων ά υπέστη, τυχαίου συμβεβηκότος λαβόντος χώραν, ή ασθενείας εξ ής προσεβλήθη, εντός τριών ετών προ του θανάτου, καθ’ όν χρόνον τούτο διετέλει εν ενεργώ στρατιωτική υπηρεσία κατά ξηράν θάλασσαν ή αέρα, εναντίον του εχθρού, ή εν υπηρεσία ήτις κατά την γνώμην του Υπουργικού Συμβουλίου, είναι πολεμικής φύσεως ή επάγεται τους αυτούς κινδύνους ως η ενεργός στρατιωτική υπηρεσία, και το πρόσωπον τούτο κατά τον χρόνον καθ’ όν υπέστη τα τραύματα ή έλαβε χώραν το τυχαίον συμβεβηκός ή προσεβλήθη εκ της ασθενείας, υπόκειτο εις οιονδήποτε ναυτικόν, στρατιωτικό ή αεροπορικό νόμον. ή
(β) πρόσωπόν τι, πλην των εν εδαφίω (α) της παρούσης παραγράφου αναφερομένων τοιούτων, αποθάνη εκ τραυμάτων προξενηθέντων κατά το διάστημα των τριών ετών προ του θανάτου του, άτινα, κατά την γνώμην του Υπουργικού Συμβουλίου, ωφείλοντο εις πολεμικάς επιχειρήσεις.
το Υπουργικόν Συμβούλιον δύναται, εάν κρίνη τούτο σκόπιμον, να χαρίση, ή, εις την περίπτωσιν καταβληθέντος ήδη φόρου κληρονομίας, να επιστρέψη, εν εκάστη περιπτώσει, το όλον ή μέρος του φόρου κληρονομίας του εισπρακτέου δυνάμει του παρόντος νόμου αναφορικώς προς περιουσιακά στοιχεία περιερχόμενα επί τω θανάτω του αποθανόντος εις την χήραν αυτού ή τους κατ’ ευθείαν γραμμήν κατιόντας ή κατ’ ευθείαν γραμμήν ανιόντας κληρονόμους του ή εις τους αδελφούς ή αδελφάς αυτού, ή τους κατιόντας των τοιούτων αδελφών. Το ποσόν του αφεσίμου ή επιστρεπτέου φόρου θα περιορίζηται εις τα ακόλουθα ποσά:
(i) εις περιπτώσεις καθ’ άς διά τους σκοπούς του τοιούτου φόρου κληρονομίας, η αξία των περιουσιακών στοιχείων των περιερχομένων εις την χήραν, τους κατ’ ευθείαν γραμμήν κατιόντας, τους κατ’ ευθείαν γραμμήν ανιόντας, τους αδελφούς ή αδελφάς ή τους κατιόντας των τοιούτων αδελφών δεν υπερβαίνει τας είκοσι πέντε χιλιάδας λίρας, το όλον ποσόν του τοιούτου φόρου κληρονομίας αναφορικώς προς τα περιουσιακά ταύτα στοιχεία. και
(ii) εις περιπτώσεις καθ’ άς η ως άνω αξία υπερβαίνει τας είκοσι πέντε χιλιάδας λίρας-
(α) αναφορικώς προς τας πρώτας είκοσι πέντε χιλιάδας λίρας το όλον ποσόν του φόρου κληρονομίας. και
(β) αναφορικώς προς το υπόλοιπον, ποσόν μη υπερβαίνον το ήμισυ του δυνάμει του παρόντος νόμου εισπρακτέου φόρου κληρονομίας επί του τοιούτου υπολοίπου.
(2) Το όφελος το προκύπτον εκ της βάσει του παρόντος άρθρου χορηγουμένης εκπτώσεως όσον αφορά τας πρώτας είκοσι πέντε χιλιάδας λίρας, θα επιμερίζηται μεταξύ των διαφόρων προσώπων άτινα άλλως θα κατέβαλλον τον ως εν τοις ανωτέρω αφιέμενον ή επιστρεφόμενον φόρον κληρονομίας αναλόγως των ποσών άτινα ούτοι θα υπεχρεούντο να καταβάλωσιν, ανεξαρτήτως των ιδίων εκάστου δικαιωμάτων προτεραιότητος.
20.-(1) Εάν το Υπουργικόν Συμβούλιον ικανοποιηθή ότι φόρος κληρονομίας εισπρακτέος δυνάμει του παρόντος νόμου έχει επιβληθή εφ’ οιωνδήποτε περιουσιακών στοιχείων περιερχομένων εις άλλους επί τω θανάτω οιουδήποτε προσώπου εμπίπτοντος εις τας διατάξεις του άρθρου 19 και ότι, μεταγενεστέρως, φόρος κληρονομίας έχει καταστή και πάλιν επιβλητέος επί των αυτών περιουσιακών στοιχείων ή μέρους τούτων λόγω θανάτου, υπό παρομοίας συνθήκας, ετέρου προσώπου εις ο τα περιουσιακά ταύτα στοιχεία ή το μέρος τούτων περιήλθε κατά τον προηγούμενον θάνατον, το όλον ποσόν του φόρου κληρονομίας του πληρωτέου επί τω τελευταίω θανάτω επί των περιουσιακών τούτων στοιχείων ή του μέρους τούτων θα αφίηται ή εάν κατεβλήθη, θα επιστρέφηται, και τα τοιαύτα περιουσιακά στοιχεία ή μέρος τούτων δεν θα συνυπολογίζωνται μετά πάντων των λοιπών περιουσιακών στοιχείων των περιερχομένων εις άλλους επί τω τελευταίω θανάτω προς τον σκοπόν καθορισμού του εφαρμοστέου συντελεστού φόρου κληρονομίας.
(2) Το παρόν άρθρον θα τυγχάνη εφαρμογής είτε επί τω τοιούτω θανάτω περιερχομένη εις άλλους περιουσία περιέρχεται εις την χήραν, τους κατ’ ευθείαν γραμμήν κατιόντας, τους κατ’ ευθείαν γραμμήν ανιόντας, τους αδελφούς ή αδελφάς, ή τους κατιόντας των τοιούτων αδελφών, του αποθανόντος είτε όχι.
21. Οιαδήποτε αναφορά προς χήραν εν τοις άρθροις 19 και 20 θα περιλαμβάνη εις την περίπτωσιν υπάνδρου γυναικός ης ο σύζυγος επέζησε ταύτης και τον επιζήσαντα σύζυγον.
23.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου, η αξία οιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου θα λογίζηται ότι είναι το τίμημα όπερ κατά την γνώμην του Εφόρου θα απέφερεν εάν επωλείτο εν τη ελευθέρα αγορά κατά τον χρόνον του θανάτου του αποθανόντος, ουδεμία δε έκπτωσις θα γίνηται εις την εκτίμησιν λόγω του ότι η εκτίμησις εβασίσθη επί της προϋποθέσεως ότι ολόκληρος η περιουσία θα προσφερθή προς πώλησιν κατά τον αυτόν χρόνον:
(2) Οσάκις εισόδημα περιουσιακού τινος στοιχείου κατέστη οφειλόμενον αλλά δεν εισεπράχθη υπό του αποθανόντος προ του θανάτου αυτού, η αξία του περιουσιακού τούτου στοιχείου, διά τους σκοπούς του παρόντος νόμου, θα είναι το άθροισμα της δυνάμει της παραγράφου (1) του παρόντος άρθρου υπολογισθείσης τιμής και του ποσού του τοιούτου εισοδήματος.
(3) Οσάκις το εκτιμηθησόμενον περιουσιακόν στοιχείον συνίσταται εξ αδιαιρέτου ιδανικής μερίδος ακινήτου περιουσίας η αξία της εξ αδιαιρέτου ταύτης ιδανικής μερίδος θα είναι ίση προς το αντίστοιχον ποσόν της αξίας του όλου ακινήτου ως αύτη εκτιμάται δυνάμει της παραγράφου (1) του παρόντος άρθρου, μειουμένη κατά ποσόν ίσον προς δέκα τοις εκατόν επί του τοιούτου αντιστοίχου ποσού.
(4) Οσάκις το εκτιμηθησόμενον περιουσιακόν στοιχείον σύγκειται εκ μετοχών εταιρείας εγγεγραμμένης εν τη Δημοκρατία, κατά τον καθορισμόν της αξίας των τοιούτων μετοχών διά τους σκοπούς, του παρόντος νόμου, θα λαμβάνηται υπ’ όψιν, μεταξύ άλλων παραγόντων, και η κατά τον χρόνον του θανάτου αγοραία αξία του ενεργητικού της εταιρείας.
23Α. Παρά τις διατάξεις του άρθρου 23, οσάκις η βεβαίωσις του φόρου κληρονομίας του πληρωτέου αναφορικώς προς την περιουσίαν προσώπου αποθανόντος πρό της εκρύθμου καταστάσεως, γίνεται εντός περιόδου εξ μηνών από της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου, ο Έφορος, κατά τον καθορισμόν της αξίας οιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου, λαμβάνει υπ' όψιν το τίμημα όπερ κατά την γνώμην αυτού θα επέφερεν εάν τούτο επωλείτο εν τη ελευθέρα αγορά κατά τον χρόνον της βεβαιώσεως.
24. Η αξία του οφέλους του προκύπτοντος ως εκ του τερματισμού ισοβίου τινός επικαρπίας τερματιστέας επί τω θανάτω του αποθανόντος, θα λογίζηται ως εξής:-
(α) εάν η επικαρπία επεξετείνετο εφ’ ολοκλήρου του εισοδήματος του περιουσιακού στοιχείου του υποκειμένου εις την επικαρπίαν, η αξία του περιουσιακού τούτου στοιχείου θα λαμβάνηται ως η αξία του οφέλους, και
(β) εάν η επικαρπία δεν επεξετείνετο εφ’ ολοκλήρου του εισοδήματος του περιουσιακού στοιχείου του υποκειμένου εις την επικαρπίαν, ως η αξία του οφέλους θα λαμβάνηται τοσούτον ποσόν της αξίας του περιουσιακού στοιχείου όσον αναλογεί προς το μερίδιον του εισοδήματος όπερ περιέρχεται εις άλλους κατά τον τερματισμόν της επικαρπίας.
25. Κατά τον υπολογισμόν της αξίας της περιουσίας αποθανόντος προσώπου, τηρουμένων των εν τοις εφεξής διατάξεων, θα χορηγήται έκπτωσις λογικού τινός ποσού διά τας δαπάνας κηδείας, ως και έκπτωσις διά χρέη και εμπραγμάτου ασφαλείας συνομολογηθείσας ή δημιουργηθείσας υπό του αποβιώσαντος ή αίτινες εβάρυνον οιονδήποτε περιουσιακόν στοιχείον συνιστούν μέρος της περιουσίας πριν τούτο περιέλθη εις την κυριότητα του αποθανόντος είτε διά κληρονομικής διαδοχής, δωρεάς, μεταβιβάσεως, αγοράς είτε άλλως, και αίτινες εσυνέχισαν βαρύνουσαι το στοιχείον τούτο κατά την ημερομηνίαν του θανάτου. Ουδεμία, όμως, έκπτωσις θα χορηγήται-
(α) διά χρέη συναφθέντα υπό του αποθανόντος, ή εμπραγμάτους ασφαλείας δημιουργηθείσας υπ’ αυτού, εκτός εάν τα τοιαύτα χρέη ή εμπράγματοι ασφάλειαι συνήφθησαν ή εδημιουργήθησαν καλοπίστως αντί πλήρους χρηματικής ή ετέρας εχούσης χρηματικήν αξίαν αντιπαροχής, καθ’ ολοκληρίαν προς χρήσιν και όφελος του αποθανόντος. ή
(β) διά χρέη οφειλόμενα εις τινα συγγενή του αποθανόντος και βαρύνοντα το συμφέρον του αποθανόντος εκτός εάν προσκομισθώσιν αποδεικτικά στοιχεία αποδεικνύοντα ότι το χρέος συνήφθη ή συνωμολογήθη καλοπίστως υπό του αποθανόντος αντί πλήρους χρηματικής ή εχούσης χρηματικήν αξίαν αντιπαροχής, καθ’ ολοκληρίαν προς χρήσιν και όφελος του αποθανόντος. Διά τους σκοπούς της παρούσης παραγράφου, ο όρος «συγγενής» σημαίνει τον σύζυγον ή την σύζυγον, τους ανιόντας, τους κατ’ ευθείαν γραμμήν κατιόντας, τους αδελφούς και τας αδελφάς. ή
(γ) διά χρέη αναφορικώς προς τα οποία υφίσταται δικαίωμα πληρωμής εξ οιασδήποτε ετέρας περιουσίας ή ετέρου προσώπου, εκτός εάν η τοιαύτη πληρωμή δεν δύναται να επιτευχθή. ή
(δ) πλέον της μιας φοράς διά το αυτό χρέος ή εμπράγματον ασφάλειαν βαρύνουσαν διάφορα τμήματα της περιουσίας,
και τα χρέη ή εμπράγματοι ασφάλειαι δι’ άς χορηγείται έκπτωσις θα αφαιρώνται εκ της αξίας του διά τούτων βαρυνομένου περιουσιακού στοιχείου:
Νοείται ότι δεν θα χορηγήται έκπτωσις διά δαπάνας κηδείας γενομένας εκτός της Δημοκρατίας ή διά χρέη οφειλόμενα υπό του αποθανόντος εις πρόσωπα μη διαμένοντα εν τη Δημοκρατία (εκτός εάν συνεφωνήθη η εν τη Δημοκρατία πληρωμή αυτών ή εάν ταύτα βαρύνωσι περιουσιακόν στοιχείον κείμενον εν τη Δημοκρατία), παρά μόνον εκ της αξίας περιουσίας κειμένης εκτός της Δημοκρατίας, επί της οποίας επιβάλλεται φόρος κληρονομίας:
Νοείται, περαιτέρω, ότι, εάν αποδειχθή, ικανοποιητικώς διά τον Έφορον, ότι το ποσόν των ειρημένων δαπανών κηδείας υπερβαίνει την αξίαν του περιουσιακού στοιχείου του αποθανόντος του κειμένου εκτός της Δημοκρατίας, το τοιούτον υπέρ την ρηθείσαν αξίαν ποσόν δύναται να αφαιρήται εκ της αξίας της περιουσίας.
26. Οσάκις ο Έφορος ικανοποιείται ότι λόγω θανάτου επισυμβάντος κατά ή μετά την 1ην Ιανουαρίου 1968, φόρος είναι πληρωτέος εν οιαδήποτε χώρα εκτός της Δημοκρατίας αναφορικώς προς περιουσιακόν στοιχείον ευρισκόμενον εν τη προρηθείση χώρα και αποτελούν, βάσει του παρόντος Νόμου, περιουσίαν περιερχόμενην εις άλλους επί τω θανάτω του αποβιώσαντος, χορηγεί έκπτωσιν εκ του φόρου κληρονομίας ίσην προς το ποσόν του τοιούτου εν τη αλλοδαπή φόρου ή προς το ποσόν του φόρου κληρονομίας του πληρωτέου αναφορικώς προς το τοιούτον περιουσιακόν στοιχείον δυνάμει του παρόντος Νόμου, οιονδήποτε των ποσών αυτών είναι το μικρότερον.
27. Ο εκτελεστής υποχρεούται να καταβάλη τον φόρον κληρονομίας αναφορικώς προς άπαντα τα περιουσιακά στοιχεία άτινα εκέκτητο ο αποθανών κατά τον χρόνο του θανάτου αυτού ή άτινα ο αποθανών ήτο ικανός να διαθέση κατά τον θάνατον αυτού, και δύναται να καταβάλη τον φόρον κληρονομίας αναφορικώς προς οιαδήποτε έτερα περιουσιακά στοιχεία περιερχόμενα επί τω αυτώ θανάτω, εάν τα πρόσωπα άτινα υποχρεούνται όπως καταβάλωσι τον φόρον επί των τοιούτων στοιχείων ζητήσωσι παρ’ αυτού όπως προβή εις την τοιαύτην πληρωμήν. αλλ’ ο εκτελεστής δεν θα είναι υπόχρεως δι’ οιονδήποτε ποσόν φόρου πέραν του ποσού του ενεργητικού της περιουσίας του ληφθέντος υπ’ αυτού εν τη ιδιότητι αυτού ως εκτελεστού, ή πέραν του ποσού όπερ θα ηδύνατο να ληφθή αλλά δεν ελήφθη λόγω αμελείας ή πταίσματος αυτού.
28. Εις περιπτώσεις καθ’ άς περιουσιακά στοιχεία περιέρχονται εις άλλους επί τω θανάτω του αποθανόντος και ο εκτελεστής αυτού δεν είναι υπόχρεως εις την καταβολήν του φόρου κληρονομίας αναφορικώς προς τα τοιαύτα στοιχεία, παν πρόσωπον εις ο περιουσιακόν τι στοιχείον ούτω περιέρχεται ή εις ο συμφέρον τι επικαρπίας δύναται να λογισθή ως περιερχόμενον, και πας επίτροπος, κηδεμών, διαχειριστής ή έτερόν τι πρόσωπον εις την κατοχήν του οποίου τελεί εκάστοτε η επικαρπία ή είναι εμπεπιστευμένη η διαχείρισις ταύτης, καθ’ ήν έκτασιν περιουσιακά στοιχεία ελήφθησαν εν τη πραγματικότητι και διετέθησαν υπ’ αυτού, ως και παν πρόσωπον εις την κατοχήν του οποίου περιέρχεται τοιούτον τι περιουσιακόν στοιχείον δι’ απαλλοτριώσεως ή άλλου τινός τρόπου αποκτήσεως τίτλου, θα είναι υπόχρεων όπως καταβάλη τον φόρον κληρονομίας επί του τοιούτου περιουσιακού στοιχείου και όπως επιδώση εις τον Έφορον, εντός της υπό του παρόντος Νόμου καθοριζόμενης προθεσμίας ή εντός τοιαύτης παρατάσεως ταύτης οία ήθελε χορηγηθή, δήλωσιν περιουσίας:
Νοείται ότι ουδέν των εν τω παρόντι άρθρω διαλαμβανομένων θα καθιστά πρόσωπόν τι όπερ ενεργεί απλώς ως αντιπρόσωπος ετέρου προσώπου διαμένοντος εν τη Δημοκρατία υπόχρεων εις την πληρωμήν του φόρου κληρονομίας.
29.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (2)
(α) ο φόρος κληρονομίας ο πληρωτέος υπό του εκτελεστού θα είναι, κατά σειράν προτεραιότητος, η πρώτη επιβάρυνσις εφ’ εκάστου των περιουσιακών στοιχείων άτινα επέκτητο ο αποθανών κατά τον θάνατον αυτού, ή άτινα ηδύνατο ούτος να διαθέση κατά τον θάνατον αυτού και η τοιαύτη επιβάρυνσις θα δύναται να χωρήση εις καταναγκαστικήν πώλησιν τοιαύτης περιουσίας διά την είσπραξιν του όλου ή μέρους του τοιούτου φόρου κληρονομίας.
(β) ο φόρος κληρονομίας, ο πληρωτέος υφ’ οιουδήποτε ετέρου προσώπου πλην του εκτελεστού αναφορικώς προς περιουσιακά στοιχεία, θα είναι κατά σειράν προτεραιότητος η πρώτη επιβάρυνσις επί των περιουσιακών τούτων στοιχείων.
(2) Τηρουμένων των εν τοις εφεξής προβλεπομένων, η εν τη παραγράφω (1) αναφερομένη πρώτη επιβάρυνσις θα επέχη θέσιν προτεραιότητος έναντι πάσης απαλλοτριώσεως, μισθώσεως και εμπραγμάτου ασφαλείας συναφθείσης ή συσταθείσης προ ή μετά τον θάνατον.
Νοείται ότι-
(α) η τοιαύτη επιβάρυνσις δεν θα επεκτείνεται επί περιουσιακών στοιχείων πωληθέντων προ της ημερομηνίας καθ’ ήν ταύτα κατεσχέθησαν προς καταναγκαστικήν πώλησιν διά την είσπραξιν του οφειλομένου φόρου, εις καλόπιστον αγοραστήν, έναντι αντιπαροχής εχούσης χρηματικήν αξίαν, τελούντα εν αγνοία της τοιαύτης επιβαρύνσεως.
(β) αναφορικώς προς ακίνητον περιουσίαν, η τοιαύτη επιβάρυνσις δεν θα έχη προτεραιότητα έναντι μισθώσεως, υποθήκης ή ετέρας τινός εμπραγμάτου ασφαλείας συσταθείσης ή δημιουργηθείσης, καλή τη πίστει, επί αντιπαροχή, δι’ εγγράφου δεόντως υπογραφέντος προ της ημερομηνίας του θανάτου.
(γ) αναφορικώς προς κινητήν περιουσίαν, η τοιαύτη επιβάρυνσις δεν θα έχη προτεραιότητα έναντι οιασδήποτε υποθήκης ή οιουδήποτε ενεχύρου της τοιαύτης περιουσίας συσταθέντος, καλή τη πίστει, επί αντιπαροχή, δι’ εγγράφου δεόντως υπογραφέντος προ της ημερομηνίας του θανάτου.
(3) Δεν θα επιτρέπηται η μεταβίβασις μετοχών εταιρείας συσταθείσης εν τη Δημοκρατία εγγεγραμμένων επ’ ονόματι του αποθανόντος και η ανάληψις χρημάτων κατατεθειμένων παρά τραπεζιτικώ ή ετέρω χρηματικώ ιδρύματι εις πίστιν του αποθανόντος υφ’ οιουδήποτε προσώπου δικαιουμένου να προβή εις την τοιαύτην μεταβίβασιν ή ανάληψιν άνευ της προσαγωγής εις τον γραμματέα ή διευθυντήν της ενδιαφερομένης εταιρείας ή ετέρου τραπεζιτικού ή χρηματιστικού ιδρύματος-
(α) πιστοποιητικού εκδοθέντος υπό του Εφόρου, δηλούντος ότι ούτος ουδεμίαν ένστασιν έχει διά την ειρημένη μεταβίβασιν ή ανάληψιν. ή
(β) πιστοποιητικού εκδοθέντος υπό του Εφόρου δυνάμει της παραγράφου (1) του άρθρου 47, εν ω αι μεταβιβασθησόμεναι μετοχαί ή τα αναληφθησόμενα χρήματα αναφέρονται μεταξύ των περιουσιακών στοιχείων αναφορικώς προς άτινα κατεβλήθη ο φόρος κληρονομίας ή παρεσχέθη εγγύησις διά την τοιαύτην καταβολήν. ή
(γ) πιστοποιητικού εκδοθέντος υπό του Εφόρου δυνάμει της παραγράφου (2) του άρθρου 47, εν ω αι μεταβιβασθησόμεναι μετοχαί ή τα αναληφθησόμενα χρήματα αναφέρονται μεταξύ των περιουσιακών στοιχείων αναφορικώς προς άτινα δεν δύναται να επιβληθή φόρος κληρονομίας. ή
(δ) πιστοποιητικού εκδοθέντος υπό του Εφόρου δυνάμει της παραγράφου (1) ή της παραγράφου (2) του άρθρου 48, εν ω αι μεταβιβασθησόμεναι μετοχαί ή τα αναληφθησόμενα χρήματα αναφέρονται μεταξύ των εν τω τοιούτω πιστοποιητικώ αναγραφομένων περιουσιακών στοιχείων.
(4) Ουδείς διευθυντής τραπεζιτικού ή ετέρου χρηματιστικού ιδρύματος λειτουργούντος εν τη Δημοκρατία, θα επιτρέπη το άνοιγμα χρηματοκιβωτίου μισθωθέντος υπό του αποθανόντος χωρίς να καλέση τον Έφορον όπως αντιπροσωπευθή κατά το άνοιγμα.
(5) Ουδέν των εν τω παρόντι νόμω διαλαμβανομένων θα δύναται να θεωρηθή ως συνιστούν εμπράγματον βάρος διά φόρον κληρονομίας επί περιουσιακών στοιχείων κειμένων εκτός της Δημοκρατίας.
30.-(1) Παν πρόσωπον εξουσιοδοτημένον ή υπόχρεων εις την καταβολήν του φόρου κληρονομίας αναφορικώς προς οιονδήποτε περιουσιακόν στοιχείον, θα δικαιούται, επί τω τέλει πληρωμής του φόρου ή ανακτήσεως του ποσού του ήδη καταβληθέντος φόρου, είτε τα περιουσιακά στοιχεία περιήλθον εις αυτόν είτε όχι, να εξεύρη, τη συναινέσει Προέδρου του Επαρχιακού Δικαστηρίου ή Επαρχιακού Δικαστού, το ποσόν του τοιούτου φόρου ως και πάντα τόκον ή δαπάνας δεόντως γενομένας ή καταβληθείσας υπ’ αυτού αναφορικώς προς τούτον, διά της πωλήσεως ή υποθηκεύσεως του περιουσιακού τούτου στοιχείου ή μέρους αυτού, ή δι’ εμπραγμάτου βάρους περιωρισμένης χρονικής διαρκείας επί του περιουσιακού τούτου στοιχείου ή μέρους αυτού.
(2) Πρόσωπον έχον περιωρισμένον συμφέρον εφ’ οιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου, και ο μισθωτής ή ενυπόθηκος δανειστής οιωνδήποτε περιουσιακών στοιχείων, όστις καταβάλλει τον φόρον κληρονομίας αναφορικώς προς ταύτα, θα έχη τα αυτά δικαιώματα ως εάν ο φόρος κληρονομίας αναφορικώς προς τα στοιχεία ταύτα εξευρέθη διά της συστάσεως υποθήκης υπέρ αυτού.
31. Εν σχέσει προς τα διάφορα πρόσωπα άτινα έχουσιν οιονδήποτε κληρονομικόν συμφέρον επί περιουσιακών στοιχείων του αποθανόντος αναφορικώς προς τα οποία ο εκτελεστής εξουσιοδοτείται ή υποχρεούται, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος νόμου, να πληρώση τον φόρον κληρονομίας, ο φόρος κληρονομίας ο καταβληθείς αναφορικώς προς την τοιαύτην περιουσίαν θα θεωρήται ως χρέος συναφθέν υπό του αποθανόντος και, εκτός εάν άλλως διέταξεν ο αποθανών εν τη διαθήκη αυτού, θα επιμερίζηται μεταξύ των τοιούτων προσώπων κατ’ αναλογίαν της αξίας του συμφέροντός των επί της περιουσίας του αποθανόντος.
32.-(1) Ο εκτελεστής υποχρεούται όπως επιδώση τω Εφόρω εντός έξ μηνών από της ημερομηνίας του θανάτου του αποθανόντος δήλωσιν περιουσίας επί του προς τούτο καθωρισμένου εντύπου περιέχουσαν πλήρη και αληθή έκθεσιν των στοιχείων των σχετιζομένων με την περιουσίαν του αποθανόντος, περιλαμβανομένης και της αξίας ταύτης. ομού δε μετά της τοιαύτης δηλώσεως περιουσίας, υποχρεούται ούτος να επιδώση τω Εφόρω κεκυρωμένον αντίγραφον της διαθήκης του αποθανόντος, εάν κατέλιπεν ούτος τοιαύτην διαθήκην.
(2) Εις περιπτώσεις καθ’ άς ο εκτελεστής δεν είναι υπόχρεος να καταβάλη φόρον κληρονομίας αναφορικώς προς οιαδήποτε περιουσιακά στοιχεία περιερχόμενα επί τω θανάτω αποθανόντος τινός προσώπου, το υπόχρεων εις την καταβολήν του τοιούτου φόρου πρόσωπον οφείλει όπως, εντός έξ μηνών από της ημερομηνίας του θανάτου του αποθανόντος, επιδώση τω Εφόρω δήλωσιν φόρου κληρονομίας, επί του προς τούτο καθωρισμένου εντύπου, περιέχουσαν πλήρη και αληθή έκθεσιν των στοιχείων των σχετιζομένων με την τοιαύτην περιουσίαν, περιλαμβανομένης και της αξίας ταύτης.
(3) Ο Έφορος δύναται, εάν κρίνη τούτο σκόπιμον, δι’ ειδικής ειδοποιήσεως, να απαιτήση παρά παντός εκτελεστού του αποθανόντος, όπως ετοιμάση και επιδώση, εντός της προθεσμίας της ειδικώς καθοριζομένης εν τη ειδοποιήσει, δήλωσιν περιουσίας περιέχουσαν πλήρη και αληθή έκθεσιν των στοιχείων των σχετιζομένων με την περιουσίαν του αποθανόντος, περιλαμβανομένης και της αξίας ταύτης.
(4) Ο Έφορος δύναται, ασκών την διακριτικήν του εξουσίαν να παρατείνη την εν τοις προηγουμένοις καθοριζομένην προθεσμίαν διά την επίδοσιν οιασδήποτε δηλώσεως περιουσίας.
33. Εάν, καθ’ οιονδήποτε χρόνον, περιέλθη εις γνώσιν του εκτελεστού ή οιουδήποτε ετέρου προσώπου υποχρέου εις την καταβολήν φόρου κληρονομίας, ότι εν οιαδήποτε δηλώσει περιουσίας επιδοθείση υπ’ αυτού ενυπάρχη λάθος λόγω του ότι-
(α) περιουσιακόν στοιχείον υποκείμενον εις φόρον κληρονομίας παρελείφθη εκ ταύτης. ή
(β) περιουσιακόν στοιχείον υποκείμενον εις φόρον κληρονομίας υπετιμήθη εν ταύτη. ή
(γ) εγένετο απαίτησις δι’ έκπτωσιν μη επιτρεπομένην βάσει του παρόντος νόμου,
ούτος υποχρεούται όπως επιδώση πάραυτα τω Εφόρω συμπληρωματικήν δήλωσιν περιέχουσαν λεπτομερείας του τοιούτου λάθους.
34.-(1) Ο Έφορος δύναται να δώση έγγραφον ειδοποίησιν εις οιονδήποτε πρόσωπον όπερ, κατά την γνώμην αυτού, δύναται να παράσχη πληροφορίας αναφορικώς προς την οικονομικήν κατάστασιν αποθανόντος προσώπου ή προσώπων, απαιτούσαν παρ’ αυτού όπως εντός της προθεσμίας της καθοριζομένης εν τη τοιαύτη ειδοποιήσει παράσχη τοιαύτα στοιχεία οία ήθελον κριθή υπό του Εφόρου αναγκαία.
(2) Ο Έφορος δύναται να δώση έγγραφον ειδοποίησιν εις παν πρόσωπον υπόχρεων δυνάμει του παρόντος νόμου εις υποβολή δηλώσεως περιουσίας ή προς ο εστάλη ειδοποίησις δυνάμει της παραγράφου (1) του παρόντος άρθρου, καλούσαν το τοιούτον πρόσωπον όπως, εντός της προθεσμίας της καθοριζομένης εν τη τοιαύτη ειδοποιήσει, προσαγάγη, κατά χρόνον και εις τόπον καθορισθέντα υπό του Εφόρου, πάντας τους τίτλους, σχέδια, επίσημα έγγραφα, βιβλία, λογαριασμούς ή άλλα έγγραφα άτινα Έφορος ήθελε κρίνει αναγκαία.
35. Ο Έφορος δύναται καθ’ οιονδήποτε χρόνον, είτε η δήλωσις περιουσίας επεδόθη είτε όχι, να προβή εις την βεβαίωσιν του φόρου κληρονομίας του πληρωτέου αναφορικώς προς την περιουσίαν αποθανόντος προσώπου, και θα αποστέλλη εις το πρόσωπο ή πρόσωπα άτινα ούτος θεωρεί υπόχρεα διά την καταβολήν του τοιούτου φόρου κληρονομίας, ειδοποίησιν περί της τοιαύτης βεβαιώσεως ομού μετά καταστάσεως δεικνυούσης λεπτομερείας περί της υπό του Εφόρου γενομένης εκτιμήσεως της περιουσίας.
36.-(1) Οσάκις ο Έφορος νομίση ότι το ποσόν ο πρόσωπόν τι υποχρεούται να καταβάλη ως φόρον κληρονομίας έχει εκτιμηθή εις έλασσον του δέοντος, ούτος δύναται, καθ’ οιονδήποτε χρόνον εντός τριών ετών από της ημερομηνίας της αρχικής βεβαιώσεως, να προβή εις συμπληρωματικήν βεβαίωσιν του ποσού ο το τοιούτον πρόσωπον, κατά την γνώμην του, οφείλει να καταβάλη:
Νοείται ότι-
(α) εις περιπτώσεις καθ’ άς η χαμηλή φορολογία οφείλεται εις δόλον ή εσκεμμένην φοροδιαφυγήν, η τοιαύτη συμπληρωματική βεβαίωσις δύναται να γίνη καθ’ οιονδήποτε χρόνον.
(β) ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι η προμνησθείσα περίοδος των τριών ετών εξέπνευσεν, ο Έφορος δύναται να βεβαιώση καθ’ οιονδήποτε χρόνον υποχρέωσιν εις συμπληρωματικήν φορολογίαν ήτις δυνατόν να αχθή εις γνώσιν του υπό του εκτελεστού ή υφ’ οιουδήποτε ετέρου προσώπου υποχρέου εις την καταβολήν φόρου κληρονομίας βάσει του παρόντος νόμου.
(γ) συμπληρωματική βεβαίωσις γενομένη δυνάμει του παρόντος άρθρου δεν θα επηρεάζη περιουσιακά στοιχεία αναφερόμενα εν πιστοποιητικώ εκδοθέντι δυνάμει του άρθρου 48 του παρόντος νόμου, ουδέ θα δημιουργή ή συνιστά επιβάρυνσιν επί τοιούτων στοιχείων εκτός υπό τας συνθήκας τας αναφερομένας εν τη παραγράφω (4) του ειρημένου άρθρου.
(2) Εις περιπτώσεις καθ’ άς εγένετο συμπληρωματική βεβαίωσις δυνάμει της παραγράφου (1) του παρόντος άρθρου, ο εκτελεστής, πλην των περιπτώσεων εις άς ενυπάρχει δόλος, δεν θα υπέχη προσωπικήν ευθύνην διά φόρον κληρονομίας επιβληθέντα δυνάμει τοιαύτης συμπληρωματικής βεβαιώσεως λόγω του ότι ετερμάτισε την διαχείρισιν ή διένειμε την περιουσίαν του αποθανόντος χωρίς να παρακρατήση μέρος αυτής διά την πληρωμήν του φόρου.
37.-(1) Παν πρόσωπον επιθυμούν να υποβάλη ένστασιν οφείλει όπως, εντός τριάκοντα ημερών από της ημερομηνίας της ειδοποιήσεως περί της επιβληθείσης φορολογίας, επιδώση τω Εφόρω έγγραφον ειδοποίησιν ενστάσεως ήτις θα εκθέτη ειδικώς τους διαφόρους λόγους εφ’ ών στηρίζεται ο ισχυρισμός ότι η φορολογία είναι εσφαλμένη ή ότι το πρόσωπον τούτο δεν είναι υπόχρεων εις την καταβολήν του απαιτουμένου φόρου κληρονομίας. και εάν ισχυρίζηται ότι η γενομένη αποτίμησις οιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου εν τη ειδοποιήσει περι της επιβληθείσης φορολογίας είναι υπερβολική, οφείλει όπως εν τη ενστάσει του καθορίση επακριβώς το στοιχείον τούτο και δηλώση την αξίαν ήτις, ως ούτος ισχυρίζεται, έδει να αποδοθή εις το τοιούτον στοιχείον:
Νοείται ότι εις περιπτώσεις καθ’ άς ο Έφορος ικανοποιείται ότι λόγω απουσίας εκ της Δημοκρατίας, ασθενείας ή ετέρας ευλόγου τινός αιτίας, το αμφισβητούν την φορολογίαν πρόσωπον εκωλύετο να υποβάλη την ένστασιν εντός της καθωρισμένης προθεσμίας, θα χορηγή εύλογον κατά τας περιστάσεις παράτασιν της προθεσμίας ταύτης.
(2) Η ένστασις θα υπογράφηται υπό του ενισταμένου ή του δικηγόρου αυτού.
38. Η ένστασις δεν θα είναι έγκυρος εκτός εάν παραθέτη άπαντα τα εν τω άρθρω 37 αναφερόμενα στοιχεία και επιδοθή τω Εφόρω εντός της περιόδου της αναφερομένης εν τω ειρημένω άρθρω.
39. Ο Έφορος, ευθύς ως ήθελεν επιδοθή αυτώ έγκυρος ένσταση δύναται να καλέση το ενιστάμενον πρόσωπον όπως εμφανισθή ενώπιον αυτού και προσαγάγη αποδεικτικά στοιχεία προς υποστήριξιν των εν τη ενστάσει εκτιθεμένων λόγων.
40. Εις περίπτωσιν καθ’ ήν το ενιστάμενον πρόσωπον ήθελε συμφωνήσει μετά του Εφόρου ως προς το ποσόν του πληρωτέου φόρου η φορολογία θα τροποποιείται αναλόγως και θα επιδίδηται υπό του Εφόρου εις το τοιούτον πρόσωπον ειδοποίησις όπως καταβάλη τον συμφωνηθέντα φόρον ομού μετά καταστάσεως δεικνυούσης λεπτομερείας της εκτιμήσεως της περιουσίας ως αύτη ετροποποιήθη βάσει της γενομένης συμφωνίας.
41. Εις περίπτωσιν καθ’ ήν δεν επέρχεται συμφωνία ως προς το ποσόν του πληρωτέου φόρου μεταξύ του Εφόρου και του ενισταμένου προσώπου, ο Έφορος θα χωρή εις την λήψιν αποφάσεως επί της υποβληθείσης ενστάσεως και θα επιδίδη τω προσώπω τούτω ειδοποίησιν όπως καταβάλη τον φόρον συμφώνως τη τοιαύτη αποφάσει επί της ενστάσεως. Εις την τοιαύτην ειδοποίησιν θα επισυνάπτηται αντίγραφον της καταστάσεως της δεικνυούσης λεπτομερείας της γενομένης εκτιμήσεως της περιουσίας ως αύτη ανεθεωρήθη ή ετροποποιήθη υπό του Εφόρου κατά την λήψιν της αποφάσεως επί της υποβληθείσης ενστάσεως.
42. (1) Παν πρόσωπον ούτινος προσβάλλονται τα νόμιμα συμφέροντα ως εκ της επί της ενστάσεως αυτού ληφθείσης αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 41, δύναται να προσφύγη εις το Συνταγματικόν Δικαστήριον.
(2) Το βάρος της αποδείξεως ότι η προσβληθείσα φορολογία είναι υπερβολική φέρει το υποβάλλον την προσφυγήν πρόσωπον.
43.-(1) Ο φόρος κληρονομίας θα καταβάλληται εν τω τρόπω τω καθοριζομένω εν τη ειδοποιήσει περί της επιβληθείσης φορολογίας, προ ή κατά την εν τη τοιαύτη ειδοποιήσει καθοριζομένην ημερομηνίαν.
(2) Ο φόρος κληρονομίας θα καταβάλληται ανεξαρτήτως οιασδήποτε ενστάσεως ή εφέσεως, εκτός εάν Έφορος διατάξη την αναστολήν της πληρωμής του φόρου ή μέρους αυτού μέχρι της εν τω τοιούτω διατάγματι καθοριζομένης ημερομηνίας.
(3) Φόρος κληρονομίας μη πληρωθείς προ ή κατά την ημερομηνίαν την καθοριζομένην εν τη ειδοποιήσει περί της επιβληθείσης φορολογίας ή εν οιωδήποτε διατάγματι εκδοθέντι δυνάμει του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου, θα θεωρήται εν υπερημερία εκτός εάν ο Έφορος συνεφώνησεν όπως αποδεχθή πληρωμήν του φόρου κληρονομίας διά δόσεων.
44.-(1) Απλούς τόκος προς εννέα τοις εκατόν κατ’ έτος θα καταβάλληται επί παντός φόρου κληρονομίας από της παρόδου δεκαοκτώ μηνών από της ημερομηνίας του θανάτου του αποθανόντος μέχρι της ημερομηνίας της πληρωμής και θα εισπράττηται ως εάν απετέλει μέρος του εν υπερημερία φόρου κληρονομίας:
(2) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ο ετήσιος τόκος υπολογίζεται με βάση τους συμπληρωμένους μήνες για τους οποίους καθυστερεί η καταβολή του φόρου και αφορά οφειλόμενο φόρο ο οποίος καταβάλλεται κατά ή μετά την 1η Σεπτεμβρίου 2020.
45. Οσάκις δυνάμει του παρόντος Νόμου ποσόν τι καθίσταται πληρωτέον υπό προσώπου τινός υπό μορφήν τόκου και φόρου κληρονομιάς, πάσα πληρωμή γενομένη υπο τοιούτου προσώπου θα καταλογίζηται πρώτον έναντι του οφειλομένου τόκου και το υπόλοιπον έναντι του φόρου κληρονομίας.
46.-(1) Εάν ο Έφορος ικανοποιηθή ότι η περιουσία του αποθανόντος σύγκειται καθ’ ολοκληρίαν ή κατά το κυριώτερον μέρος αυτής εξ ακινήτων και ότι τα κινητά περιουσιακά στοιχεία άτινα είναι διαθέσιμα διά την πληρωμήν του φόρου κληρονομίας δεν επαρκούσι διά την τοιαύτην πληρωμήν, ο Έφορος δύναται, τηρουμένων των προθεσμιών, όρων και λοιπής ακολουθητέας τακτικής, των διαλαμβανομένων εν τοις Κανονισμοίς οίτινες ήθελον εκδοθή δυνάμει του άρθρου 78 του παρόντος Νόμου, να αποδεχθή πληρωμήν του φόρου κληρονομίας κατά εξαμηνιαίας ίσας δόσεις ων ο αριθμός δεν θα υπερβαίνη τας δέκα, της πρώτης τοιαύτης δόσεως καθισταμένης απαιτητής έξ μήνας από της ημερομηνίας του θανάτου του αποθανόντος.
(2) Εις ουδέν πρόσωπον θα επιτραπή η διά δόσεων πληρωμή του φόρου κληρονομίας άνευ της παροχής ασφαλείας ικανοποιούσης τον Έφορον διά την τοιαύτην πληρωμήν.
(3) Οσάκις επιτραπή εις πρόσωπόν τι η διά δόσεων πληρωμή του φόρου κληρονομίας και το πρόσωπον τούτο παραλείψη να πληρώση δόσιν τινά εντός είκοσι οκτώ ημερών αφ’ ής αύτη κατέστη απαιτητή, αι υπόλοιποι δόσεις θα θεωρώνται εν υπερημερία και το όλον ποσόν του μη καταβληθέντος φόρου κληρονομίας θα εισπράττηται κατά τον εν τω παρόντι νόμω προβλεπόμενον τρόπον διά την είσπραξιν του εν υπερημερία φόρου κληρονομίας.
46Α.-(1) Το Υπουργικόν Συμβούλιον δύναται να χαρίση εν όλω ή εν μέρει τον αναλογούντα φόρον προς περιουσιακά στοιχεία των οποίων η αξία εμειώθη ουσιωδώς συνεπεία των εκ της εκρύθμου καταστάσεως δημιουργηθεισών συνθηκών.
(2) Ανεξαρτήτως παντός εν το παρόντι Νόμω διαλαμβανομένου, ουδείς τόκος επιβάλλεται από της 20ης Ιουλίου, 1974, αναφορικώς προς τον αναλογούντα φόρον προς περιουσιακά στοιχεία ευρισκόμενα εις απροσπέλαστους περιοχάς, η δε πληρωμή του εις τα τοιαύτα περιουσιακά στοιχεία αναλογούντος φόρου αναστέλλεται διά τοιούτο χρονικόν διάστημα οίον ο Έφορος ήθελεν εγκρίνει ή γίνεται διά τοιούτων δόσεων αίτινες ήθελον διευθετηθή μετά του Εφόρου.
47.-(1) Όταν ο εκτελεστής θα έχει καταβάλει τον φόρον ή παράσχει ασφάλειαν ικανοποιούσαν τον Έφορον διά την πληρωμήν ολοκλήρου του φόρου κληρονομίας δι’ όν ούτος είναι υπόχρεως, ο Έφορος θα εκδίδη πιστοποιητικόν περί της τοιαύτης πληρωμής ή παροχής ασφαλείας, εις ο θα επισυνάπτηται αντίγραφον της δηλώσεως περιουσίας αναφορικώς προς την οποίαν έχει καταβληθή ο φόρος κληρονομίας ή έχει παρασχεθή ασφάλεια διά την πληρωμήν αυτού.
(2) Όταν ο Έφορος ικανοποιηθή ότι ο εκτελεστής δεν είναι υπόχρεως εις την πληρωμήν φόρου κληρονομίας δυνάμει του παρόντος νόμου, ούτος θα εκδίδη πιστοποιητικόν περί τούτου εις ό θα επισυνάπτηται αντίγραφον της δηλώσεως περιουσίας αναφορικώς προς την οποίαν φόρος κληρονομίας δεν είναι επιβλητέος.
(3)[Διαγράφηκε].
48.-(1) Ο Έφορος, ευθύς ως ήθελεν ικανοποιηθή ότι το όλον ποσόν του φόρου κληρονομίας, αναφορικώς προς άπαντα τα επί τω θανάτω του αποθανόντος περιερχόμενα περιουσιακά στοιχεία δι’ ά ο εκτελεστής είναι υπόχρεως όπως πληρώση τον φόρον κληρονομίας δυνάμει του παρόντος νόμου, κατεβλήθη ή θα καταβληθή, οφείλει εάν τούτο ζητηθή υπό του εκτελεστού, όπως εκδώση πιστοποιητικόν περί τούτου, όπερ θα απαλλάττη τα εν τούτω αναγραφόμενα περιουσιακά στοιχεία πάσης περαιτέρω απαιτήσεως διά φόρον κληρονομίας.
(2) Οσάκις πρόσωπον άλλο ή ο εκτελεστής είναι υπόχρεων εις την πληρωμήν φόρου κληρονομίας αναφορικώς προς περιουσιακά στοιχεία περιερχόμενα επί τινι θανάτω, το τοιούτον πρόσωπον δύναται, εάν ο εκτελεστής δεν επέδωκε δήλωσιν δυνάμει του άρθρου 32 εμπεριέχουσαν αναφοράν εις τα τοιαύτα περιουσιακά στοιχεία να παράσχη τω Εφόρω πλήρη κατάστασιν δεικνύουσαν, εξ όσων τούτο κάλλιον γνωρίζει και πιστεύει, πλήρεις λεπτομερείας των περιουσιακών στοιχείων των περιερχομένων εις άλλους επί τω θανάτω τούτω, και των διαφόρων εις ταύτα δικαιουμένων προσώπων. και ο Έφορος δύναται να καθορίζη τον συντελεστήν του φόρου κληρονομίας αναφορικώς προς τα στοιχεία δι’ ά ο αιτών είναι υπόχρεως να καταβάλη τον φόρον, και άμα τη καταβολή του φόρου κατά τον ανωτέρω συντελεστήν, τα περιουσιακά ταύτα στοιχεία και ο αιτών (αναφορικά προς τα στοιχεία ταύτα), θα απαλλάττωνται πάσης περαιτέρω απαιτήσεως διά φόρον κληρονομίας, και ο Έφορος, θα εκδίδη πιστοποιητικόν περί της τοιαύτης απαλλαγής.
(3) Τη αιτήσει του εκτελεστού ή οιουδήποτε ετέρου προσώπου έχοντος συμφέρον τι έν τινι περιουσιακώ στοιχείω περιερχομένω επί τω θανάτω του αποθανόντος, ο Έφορος δύναται, εάν κρίνη τούτο πρέπον, να προσδιορίση τον φόρον κληρονομίας τον πληρωτέον αναφορικώς προς το περιουσιακόν τούτο στοιχείον, και άμα τη προσηκούση καταβολή του τοιούτου φόρου κληρονομίας, θα δύναται να εκδίδη πιστοποιητικόν όπερ θα απαλλάττη το εν τούτω αναγραφόμενον περιουσιακόν στοιχείον πάσης περαιτέρω απαιτήσεως διά φόρον κληρονομίας.
(4) Πιστοποιητικόν του Εφόρου εκδιδόμενον δυνάμει του παρόντος άρθρου δεν θα απαλλάττη του φόρου κληρονομίας πρόσωπον ή περιουσιακά στοιχεία εν περιπτώσει απάτης ή παραλείψεως δηλώσεως ουσιωδών γεγονότων, και δεν θα επηρεάζη τον συντελεστήν βάσει του οποίου δέον να πληρωθή φόρος αναφορικώς προς περιουσιακά στοιχεία άτινα μεταγενεστέρως αποδεικνύονται ότι περιήλθον επί τω θανάτω, και ο επί των τοιούτων περιουσιακών στοιχείων επιβαλλόμενος φόρος θα είναι κατά τον συντελεστήν όστις θα εφηρμόζετο εάν η αξία τούτων προσετίθετο εις την αξίαν των στοιχείων αναφορικώς προς τα οποία κατεβλήθη ήδη φόρος:
Νοείται ότι πιστοποιητικόν φερόμενον ως εξόφλησις του όλου φόρου κληρονομίας του πληρωτέου αναφορικώς προς τι των εν τω πιστοποιητικώ τούτω περιουσιακών στοιχείων θα απαλλάττη του φόρου κληρονομίας πάντα εν αγνοία τελούνται καλόπιστον αγοραστήν επί καταβολή αξιολόγου αντιπαροχής ανεξαρτήτως οιασδήποτε τοιαύτης απάτης ή παραλείψεως.
48Α. Τα πιστοποιητικά πληρωμής και απαλλαγής που αναφέρονται στα άρθρα 47 και 48 του παρόντος Νόμου εκδίδονται από τον Έφορο μόνο μετά την προσκόμιση πιστοποιητικών αποπληρωμής όλων των οφειλών προς το Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων οι οποίες οφείλονταν από τον αποθανόντα κατά την ημέρα του θανάτου του.
49. Άπασαι αι δηλώσεις αι γενόμεναι εν πιστοποιητικώ εκδοθέντι υπό του Εφόρου δέον να θεωρώνται ως αληθείς μέχρι αποδείξεως του εναντίου. και μη υπαρχούσης αποδείξεως περί του εναντίου, το Δικαστήριον θα ενεργή επί των τοιούτων δηλώσεων χωρίς να απαιτή προσαγωγήν περαιτέρω αποδείξεων.
50.-(1) Η διαθήκη δεν θα κυρούται ουδέ θα χορηγώνται έγγραφα διαχειρίσεως αναφορικώς προς την περιουσίαν αποθανόντος προσώπου μέχρις ού-
(α) ο Έφορος εκδώση πιστοποιητικόν δηλούν ότι ο φόρος κληρονομίας διά την πληρωμήν του οποίου ο εκτελεστής είναι υπόχρεως δυνάμει του παρόντος νόμου, κατεβλήθη ή η πληρωμή αυτού ησφαλίσθη, ή ότι ο εκτελεστής δεν υποχρεούται δυνάμει του παρόντος νόμου να πληρώση οιονδήποτε φόρον κληρονομίας. και
(β) το ούτω εκδοθέν πιστοποιητικόν κατατεθή παρά τω δικαστηρίω.
(2) [Διαγράφηκε].
51.-(1) Οσάκις πρόσωπόν τι αποδείξη κατά τρόπον ικανοποιούντα τον Έφορον ότι θα εδικαιούτο, επί τη καταβολή φόρου κληρονομίας, εις κύρωσιν της διαθήκης ή χορήγησιν εγγράφων διαχειρίσεως, και ζητήση παρά του Εφόρου όπως ούτος εισπράξη ποσόν έναντι του φόρυο κληρονομίας όστις θα καταβληθή υπό του τοιούτου προσώπου εκ χρημάτων ή χρεών συνιστώντων μέρος της περιουσίας του αποθανόντος, ο Έφορος δύναται, εάν κρίνη τούτο πρέπει, δι εγγράφου αυτού ειδοποιήσεως, ν’ απαιτήση παρά παντός προσώπου ή προσώπων εχόντων υπό την κατοχήν των τοιαύτα χρήματα ή οφειλόντων τοιαύτα χρέη, όπως πληρώσωσιν, εν τω τρόπω και εντός της προθεσμίας της καθοριζομένης εν τη τοιαύτη ειδοποιήσει, τοσούτο μέρος των τοιούτων χρημάτων ή χρεών όσον ήθελεν ο Έφορος κρίνει επαρκές διά την αποπληρωμήν του φόρου κληρονομίας του πληρωτέου αναφορικώς προς την περιουσίαν του αποθανόντος.
(2) Πάν πρόσωπον εις ό απεστάλη υπό του Εφόρου ειδοποίησις συμφώνως τη παραγράφω (1) του παρόντος άρθρου υποχρεούται όπως, ανεξαρτήτως παντός διαλαμβανομένου εν οιωδήποτε γραπτώ νόμω, συμβολαίω ή συμβάσει, συμμορφωθή προς την τοιαύτην ειδοποίησιν μέχρι του ποσού των χρημάτων άτινα έχει υπό την κατοχήν του διά λογαριασμόν της περιουσίας του αποθανόντος ή άτινα οφείλονται υπ’ αυτού εις την τοιαύτην περιουσίαν, και διά του παρόντος απαλλάττεται πάσης ευθύνης, αστικής ή ποινικής, αναφορικώς προς πάσαν πληρωμήν γενομένην δυνάμει της ειδοποιήσεως ταύτης.
(3) Ουδέν των εν παραγράφοις (1) και (2) εμπεριεχομένων θα παρέχη ή θα λογίζηται παρέχον το δικαίωμα εις τον Έφορον όπως εισπράξη ή ανακτήση παρά τινός οιονδήποτε χρέος προ της ημερομηνίας καθ’ ην το τοιούτον χρέος καθίσταται πληρωτέον υπό του προσώπου τούτου εις την περιουσίαν του αποθανόντος.
(4) Οσάκις οιονδήποτε ποσόν ούτινος η πληρωμή εζητήθη δι’ ειδοποιήσεως δοθείσης δυνάμει της παραγράφου (1) δεν πληρώνηται συμφώνως τη τοιαύτη ειδοποιήσει, τούτο θα ανακτάται εκ του προσώπου εις ό εστάλη η ειδοποίησις ως εάν το τοιούτον ποσόν ήτο φόρος κληρονομίας οφειλόμενος υπό του προσώπου τούτου και ως εάν ο τοιούτος φόρος κληρονομίας ήτο εν υπερημερία.
52.-(1) Εις περιπτώσεις καθ’ άς η καταβολή φόρου κληρονομίας καθυστερείται, ο Έφορος δύναται να εκδώση τω Επαρχιακώ Δικαστηρίω πιστοποιητικόν εν τω παρόντι νόμω αναφερόμενον ως πιστοποιητικόν εισπράξεως, εμπεριέχον λεπτομερείας του τοιούτου φόρου το όνομα και την διεύθυνσιν του προσώπου υφ’ ού ούτος οφείλεται και λεπτομερή περιγραφήν των περιουσιακών στοιχείων διά της πωλήσεως των οποίων δύναται να ανακτηθή ο φόρος. Το Επαρχιακό Δικαστήριον, επί τούτω, θα εκδίδη, άνευ περαιτέρω διαδικασίας δικαστικόν ένταλμα πωλήσεως των τοιούτων περιουσιακών στοιχείων ή επαρκούς μέρους τούτων, εν τω αυτώ τρόπω ως εάν ταύτα επωλούντο δυνάμει διατάγματος αρμοδίου δικαστηρίου διά την πληρωμήν χρέους εκ δικαστικής αποφάσεως, και το προϊόν της τοιαύτης πωλήσεως θα διατίθεται διά την πληρωμήν του οφειλομένου φόρου κληρονομίας, και εάν παραμένη οιονδήποτε πλεόνασμα μετά την αφαίρεσιν των τυχόν οφειλομένων εξόδων και τελών άτινα τυχόν καταβάλλονται, τούτο θα πληρώνηται εις το περί την πληρωμήν του φόρου εν υπερημερία πρόσωπον.
(2) Αι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν θα εφαρμόζωνται εις περιπτώσεις καθ’ άς εξεδόθη απόφασις του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου επί προσφυγής γενομένης δυνάμει του παρόντος Νόμου.
53.-(1) Εις περιπτώσεις καθ’ άς η καταβολή φόρου κληρονομίας πληρωτέου επί τω θανάτω αποθανόντος προσώπου τελεί εν υπερημερία και ο Έφορος νομίζει ότι πιθανώς πρόσωπόν τι-
(α) προτίθεται να πληρώση χρήματα εις τον εκτελεστήν διά λογαριασμόν της περιουσίας του αποθανόντος. ή
(β) κατέχει χρήματα διά τον λογαριασμόν της τοιαύτης περιουσίας. ή
(γ) έχει εξουσιοδότησιν παρά τινος ετέρου προσώπου να πληρώση ποσόν τι χρημάτων εις τον εκτελεστήν διά λογαριασμόν της τοιαύτης περιουσίας. ή
(δ) είναι υπόχρεων να πληρώση διά λογαριασμόν της περιουσίας χρήματα άτινα, εάν καταβληθώσιν εις τον εκτελεστήν οφείλουν να πιστωθώσιν υπ’ αυτού εις την περιουσίαν ταύτην,
ο Έφορος δύναται να επιδίδη εις το τοιούτον πρόσωπον έγγραφον ειδοποίησιν εντέλλουσαν τούτο όπως καταβάλη, ως καθορίζεται εν τη τοιαύτη ειδοποιήσει, ποσόν χρημάτων μη υπερβαίνον το ποσόν του καθυστερουμένου φόρου κληρονομίας. Η ειδοποίησις θα αφορά μόνον εις χρήματα άτινα κατέχονται υπό του προσώπου εις ό εδόθη αύτη, ή άτινα οφείλονται υπ’ αυτού, ή άτινα τούτο προτίθεται να πληρώση κατά την ημερομηνία λήψεως της τοιαύτης ειδοποιήσεως, ή άτινα θα περιέλθωσιν εις χείρας του ή θα καταστώσι πληρωτέα υπ’ αυτού, ή άτινα τούτο προτίθεται να πληρώση, καθ’ οιονδήποτε χρόνον εντός της περιόδου των τριάκοντα ημερών από της προαναφερθείσης ημερομηνίας.
(2) Ο φόρος κληρονομίας καταβληθείς συμφώνως τω παρόντι άρθρω θα θεωρήται καταβληθείς εκ μέρους ετέρου προσώπου ως εν τη εννοία του άρθρου 71 του παρόντος νόμου.
(3) Παν πρόσωπον, εις ό εδόθη ειδοποίησις δυνάμει της παραγράφου (1) του παρόντος άρθρου, όπερ αδυνατεί να συμμορφωθή προς ταύτην λόγω του ότι τα περί ού ο λόγος χρήματα δεν θα περιέλθωσιν εις την κατοχήν του ή δεν θα καταστώσι πληρωτέα υπ’ αυτού εντός της περιόδου των τριάκοντα ημερών της εν τη ειρημένη παραγράφω αναφερομένης, οφείλει, όπως, εντός δεκατεσσάρων ημερών προ της λήξεως της προθεσμίας ταύτης, πληροφορήση εγγράφως τον Έφορον περί των λόγων ένεκεν των οποίων ούτος δεν δύναται να συμμορφωθή προς την τοιαύτην ειδοποίησιν.
(4) Οσάκις πρόσωπόν τι εις ό εδόθη ειδοποίησις δυνάμει της παραγράφου (1) του παρόντος άρθρου αδυνατή να συμμορφωθή προς ταύτην και έχη παραλείψει να πληροφορήση τον Έφορον ως εν τη παραγράφω (3) του παρόντος άρθρου απαιτείται, ή οσάκις έχη παρακρατήσει ή ηδύνατο να παρακρατήση τον φόρον κληρονομίας εις όν αφορά η ειδοποίησις ή οιονδήποτε μέρος αυτού και δεν έχη πληρώσει, ως ενετάλη υπό το Εφόρου, το ποσόν του τοιούτου φόρου κληρονομίας ή μέρους αυτού εντός δεκατεσσάρων ημερών από της λήξεως της προθεσμίας των τριάκοντα ημερών των αναφερομένων εν τη παραγράφω (1) του παρόντος άρθρου, το πρόσωπον τούτο θα είναι προσωπικώς υπεύθυνον διά το όλον ποσόν του φόρου κληρονομίας όπερ τούτο ενετάλη να παρακρατήση και το ποσόν του τοιούτου φόρου δύναται να ανακτηθή παρ’ αυτού ως χρέος οφειλόμενον προς την Δημοκρατίαν.
54.-(1) Οσάκις ο αποθανών ήτο κατά τον χρόνον του θανάτου αυτού εταίρος εν ομορρύθμω ή ετερορρύθμω τινί εταιρεία ασκούσα επιχειρήσεις εν τη Δημοκρατία, και η καταβολή του φόρου κληρονομίας του πληρωτέου αναφορικώς προς την περιουσίαν την περιερχομένην επί τω θανάτω του τοιούτου προσώπου καθυστερήται ό Έφορος δύναται να επιδίδη έγγραφον ειδοποίησιν εις οιονδήποτε πρόσωπον όπερ ήτο κατά τον χρόνον του θανάτου εταίρος εν τοιαύτη προσωπική εταιρεία εντέλλουσαν τούτο να πληρώση, ως καθορίζεται εν τη τοιαύτη ειδοποιήσει, το έλασσον των δύο ακολούθων ποσών, ήτοι το ποσόν του εν υπερημερία φόρου κληρονομίας ή το ποσόν του συμφέροντος του αποθανόντος εν τη τοιαύτη εταιρεία.
(2) Φόρος κληρονομίας καταβληθείς συμφώνως τω παρόντι άρθρω, θα θεωρήται καταβληθείς εκ μέρους ετέρου προσώπου, ως εν τη εννοία του άρθρου 71 του παρόντος νόμου.
(3) Οσάκις πρόσωπόν τι παραλείπη να συμμορφωθή προς ειδοποίησιν δοθείσαν δυνάμει της παραγράφου (1) του παρόντος άρθρου το ποσόν του εν υπερημερία φόρου κληρονομίας ή το ποσόν του συμφέροντος του αποθανόντος προσώπου εν τη προσωπική ταύτη εταιρεία κατά τον χρόνον του θανάτου, οποιονδήποτε των δύο είναι το μικρότερον, θα ανακτάται παρ’ αυτού ως εάν ήτο φόρος κληρονομίας οφειλόμενος υπ’ αυτού και ως εάν ο τοιούτος φόρος κληρονομίας ετέλει εν υπερημερία.
55. Η ειδική διαδικασία η καθοριζομένη υπό του παρόντος Νόμου διά την είσπραξιν του φόρου κληρονομίας παρ’ οιουδήποτε προσώπου δεν θα επηρεάζη ή ακυροί το δικαίωμα της Δημοκρατίας, όπως εισπράξη πάντα τοιούτον φόρον ή μέρος αυτού καθ’ οιονδήποτε έτερον τρόπο ή δυνάμει οιασδήποτε ετέρας διαδικασίας προβλεπομένης υφ’ οιουδήποτε γραπτού ή άλλου νόμου διά την είσπραξιν χρεών οφειλομένων τη Δημοκρατία.
56. Εάν, καθ’ οιονδήποτε χρόνον εντός τριών ετών από της ημερομηνίας εκδόσεως της ειδοποιήσεως περί της επιβληθείσης φορολογίας, υποβληθή απαίτησις εις τον Έφορον διά την επιστροφήν χρημάτων άτινα κατεβλήθησαν ως φόρος κληρονομίας, και αποδειχθή κατά τρόπον ικανοποιούντα τον Έφορον ότι ο τοιούτος φόρος κληρονομίας κατεβλήθη υπέρ το δέον, θα είναι νόμιμον διά τον Έφορον και διά του παρόντος ούτος εντέλλεται όπως επιστρέψη το υπέρ το δέον πληρωθέν ποσόν:
Νοείται ότι:-
(α) Το ποσό του υπέρ το δέον καταβληθέντος φόρου επιστρέφεται με τόκο, ο οποίος υπολογίζεται από την ημερομηνία κατά την οποία καταβλήθηκε ο φόρος προς 6% ή 9%, ανάλογα με το αν ο θάνατος του αποθανόντος προσώπου επήλθε πριν ή μετά την εφαρμογή του παρόντος Νόμου.
(β) οσάκις, λόγω ενδίκου τινός μέσου, το ποσόν χρέους τινός οφειλομένου υπό του αποθανόντος όπερ δυνατόν να επετρέπετο ως έκπτωσις εκ της αξίας της περιουσίας δεν έχη εξακριβωθή, και ως εκ του λόγου τούτου ο εκτελεστής εκωλύετο από του να ζητήση επιστροφήν του φόρου κληρονομίας, ως προαναφέρεται εντός της προμνησθείσης περιόδου των τριών ετών, ο Έφορος δύναται νομίμως να χορηγήση ταύτην την παράτασιν της προθεσμίας υποβολής απαιτήσεως, οίαν ήθελεν ούτος κρίνει εύλογον.
(γ) ουδέν εν τω παρόντι άρθρω διαλαμβανομένων θα παρέχη ή λογίζηται παρέχον εις οιονδήποτε πρόσωπον δικαίωμα υποβολής απαιτήσεως δι’ επιστροφήν ή δικαίωμα επιστροφής χρημάτων πληρωθέντων ως φόρος κληρονομίας, δι’ οιονδήποτε λόγον όστις ηγέρθη ή ηδύνατο να εγερθή υπό του τοιούτου προσώπου δι’ εφέσεως βάσει του παρόντος νόμου.
57. Πας όστις παραλείπει να υποβάλη δήλωσιν περιουσίας ή οιανδήποτε ετέραν δήλωσιν ής η υποβολή απαιτείται υπό του παρόντος νόμου, θα είναι ένοχος αδικήματος και καταδικαζόμενος θα υπόκειται, δι’ έκαστον τοιούτον αδίκημα, εις πρόστιμον μη υπερβαίνον τας εκατόν λίρας.
58. Πάς όστις δεν συμμορφούται προς ειδοποίησιν εκδοθείσαν δυνάμει των άρθρων 34, 53 ή 69, θα είναι ένοχος αδικήματος και καταδικαζόμενος θα υπόκειται, δι’ έκαστον τοιούτον αδίκημα εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας εκατόν λίρας.
59. Πάς όστις, άνευ ευλόγου τινός αιτίας-
(α) παραλείπει ή υποτιμά την αξίαν περιουσιακού στοιχείου όπερ περιλαμβάνεται ή έδει να περιληφθή εν τινι δηλώσει περιουσίας ή εν οιαδήποτε ετέρα δηλώσει ής η υποβολή ή προσαγωγή διατάττεται υπό του παρόντος νόμου. ή
(β) προβαίνει εις οιανδήποτε αναληθή δήλωσιν σχετικώς προς απαίτησιν χορηγήσεως εκπτώσεως βάσει του άρθρου 25. ή
(γ) παρέχει αναληθείς πληροφορίας αναφορικώς προς οιονδήποτε ζήτημα ή πράγμα επηρεάζον την υποχρέωσιν αυτού ή οιουδήποτε ετέρου προσώπου προς καταβολήν φόρου κληρονομίας,
θα είναι ένοχος αδικήματος και καταδικαζόμενος θα υπόκειται, δι’ έκαστον τοιούτον αδίκημα, εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν το άθροισμα του ποσού των εκατόν λιρών και του ποσού του φόρου κληρονομίας (εάν τοιούτος φόρος είναι επιβλητέος) όπερ δεν επεβλήθη συνεπεία του τοιούτου αδικήματος ή του οποίου η επιβολή δεν θα εχώρει εάν το τοιούτον αδίκημα δεν ανεκαλύπτετο.
60. Πας όστις εσκεμμένως, με σκοπόν να αποφύγη ή να βοηθήση έτερον τι πρόσωπον να αποφύγη την πληρωμήν φόρου κληρονομίας –
(α) παραλείπει εκ τινός δηλώσεως περιουσίας περιουσιακόν τι στοιχείον όπερ έδει να περιληφθή εν τη τοιαύτη δηλώσει.
(β) προβαίνει εις αναληθή δήλωσιν σχετικώς προς απαίτησιν χορηγήσεως εκπτώσεως βάσει του άρθρου 25 του παρόντος νόμου.
(γ) υπογράφει δήλωσιν, έκθεσιν ή κατάστασίν τινά, επιδιδομένην δυνάμει του παρόντος νόμου, χωρίς ευλόγως να εκλαμβάνη ταύτην ως αληθή.
(δ) δίδει ψευδή απάντησιν, προφορικώς ή εγγράφως, εις οιανδήποτε ερώτησιν ή παράκλησιν προσαγωγής πληροφοριών γενομένην συμφώνως ταις διατάξεσι του παρόντος νόμου.
(ε) ετοιμάζει ή τηρεί ή εξουσιοδοτεί την ετοιμασίαν ή τήρησιν αναληθών λογιστικών, βιβλίων ή άλλων εγγράφων.
(στ) ποιείται χρήσιν ή επιτρέπει την χρήσιν δολίων επινοημάτων ή τεχνασμάτων.
θα είναι ένοχος αδικήματος και καταδικαζόμενος θα υπόκειται δι’ έκαστον τοιούτον αδίκημα, εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν το άθροισμα του ποσού των εκατόν λιρών και του τριπλασίου του φόρου κληρονομίας όν ούτος ή το πρόσωπον όπερ υπεβοήθησε οφείλει να καταβάλη, ή εις φυλάκισιν διά διάστημα μη υπερβαίνον τους έξ μήνας, ή εις αμφοτέρας τας ποινάς της φυλακίσεως και της χρηματικής τοιαύτης.
61. Ο Έφορος δύναται, καθ’ οιονδήποτε χρόνον προ της ενάρξεως ποινικής διώξεως, να συμβιβάση παν αδίκημα δυνάμει του παρόντος νόμου:
Νοείται ότι εις περιπτώσεις καθ’ άς ήρξατο ποινική δίωξις προσώπου τινός δι’ αδίκημά τι βάσει του παρόντος νόμου, ο Έφορος δύναται, τη συναινέσει του Γενικού Εισαγγελέως της Δημοκρατίας, να συμβιβάση το τοιούτον αδίκημα καθ’ οιονδήποτε χρόνον προ της εκδόσεως αποφάσεως, και, τη τοιαύτη συναινέσει, να αποσύρη την κατηγορίαν.
62. Η δίωξις προσώπου τινός δι’ αδίκημα δυνάμει του παρόντος νόμου, η καταδίκη προσώπου τινός δι’ οιονδήποτε τοιούτον αδίκημα ή η επιβολή οιασδήποτε κυρώσεως, χρηματικής ποινής ή φυλακίσεως δυνάμει του παρόντος νόμου, δεν θα επηρεάζη την υποχρέωσιν του προσώπου τούτου εις φόρον κληρονομίας ή εις καταβολή τοιούτου φόρου.
64. Διά τους σκοπούς του παρόντος άρθρου και των άρθρων 65, 66 και 67-
«επικαρπωτής» σημαίνει παν πρόσωπον εις ό περιέρχονται περιουσιακά στοιχεία της κατηγορίας Βακουφίων (Vakf) επί τω θανάτω του αποθανόντος.
«περιουσιακόν στοιχείον της κατηγορίας Βακουφίων» σημαίνει παν περιουσιακόν στοιχείον το οποίον εγένετο Βακούφιον μετά την έναρξιν της εκδόσεως του παρόντος Νόμου δι’ εγκύρου τινός αφορώσεως, γενομένης δυνάμει του εκάστοτε εν ισχύϊ νόμου του αφορώντος εις εγκύρους πράξεις αφιερώσεως, αλλά δεν περιλαμβάνει περιουσιακά στοιχεία της κλάσεως Μαζπουτά (Mazbouta Vakf).
65. Ανεξαρτήτως παντός εν τω παρόντι Νόμω διαλαμβανομένου προς τον σκοπόν του προσδιορισμού του φόρου κληρονομίας αναφορικώς προς περιουσιακά στοιχεία της κατηγορίας Βακουφίων, και οιαδήποτε έτερα περιουσιακά στοιχεία περιερχόμενα εις άλλους επί τω θανάτω του αποβιώσαντος, τα περιουσιακά στοιχεία της κατηγορίας Βακουφίων και τα τοιαύτα έτερα περιουσιακά στοιχεία θα λογίζωνται ως χωρισταί περιουσία και αι αξία αυτών δεν θα συνυπολογίζωνται.
66.- (1) Ο επικαρπωτής θα καταβάλλη φόρον κληρονομίας αναφορικώς προς οιαδήποτε περιουσιακά στοιχεία της κατηγορίας Βακουφίων κατά την έκτασιν καθ’ ήν προκύπτει όφελος τι ως εκ του τερματισμού της επικαρπίας την οποίαν ο αποθανών ή οιονδήποτε έτερον πρόσωπον είχεν επί των τοιούτων περιουσιακών στοιχείων και η οποία ετερματίζετο επί τω θανάτω του αποθανόντος.
(2) Ο επικαρπωτής δύναται να επιλέξη, δι’ εγγράφου αυτού ειδοποιήσεως επιδιδομένης τω Εφόρω εντός τριάκοντα ημερών από της ημερομηνίας της ειδοποιήσεως περί επιβολής φορολογίας, όπως καταβάλη τον φόρον κληρονομίας διά δόσεων και εν τοιαύτη περιπτώσει-
(α) ποσόν ίσον προς έξ τοις εκατόν επί του πληρωτέου φόρου κληρονομίας θα προστίθηται εις τούτον, και το όλον ποσόν θα καταβάλληται εις δεκαπέντε ίσας ετησίας δόσεις.
(β) η πρώτη τοιαύτη δόσις θα καθίσταται απαιτητή άμα τη λή ξει δώδεκα μηνών από της ημερομηνίας του θανάτου του αποθανόντος και αι επόμεναι δεκατέσσαρες δόσεις κατά ετήσια χρονικά διαστήματα δώδεκα μηνών, εκάστου χρονικού διαστήματος υπολογιζομένου από της ημέρας καθ’ ην η πρώτη δόσις καθίσταται απαιτητή :
Νοείται ότι εάν ο επικαρπωτής αποβιώση πριν ή καταβληθώσιν άπασαι αι τοιαύται δόσεις, αι δόσεις οίτινες δεν κατέστησαν απαιτηταί προ του θανάτου αυτού θα παύωσιν ούσαι πληρωτέαι.
(γ) εάν δεν καταβληθή δόσις τις προ ή κατά την ημερομηνίαν καθ’ ην αύτη καθίσταται ληξιπρόθεσμος δυνάμει των διατάξεων της παρούσης παραγράφου, ποσόν ίσον προς πέντε τοις εκατόν επί του ποσού της καθυστερουμένης δόσεως θα προστίθηται εις ταύτην και αι διατάξεις της παραγράφου (4) του παρόντος άρθρου, αι αφορώσαι εις την είσπραξιν του φόρου κληρονομίας επί περιουσιακών στοιχείων της κατηγορίας Βακουφίων θα εφαρμόζωνται επί της εισπράξεως του τοιούτου ποσού.
(3) Εις περιπτώσεις καθ’ ας ο επικαρπωτής αποβιοί πριν ή επιδοθή αυτώ ειδοποίησις περί επιβολής φορολογίας αναφορικώς προς οιανδήποτε υποχρέωσιν ττρος καταβολήν φόρου κληρονομίας δυνάμει του παρόντος άρθρου, οι νόμιμοι αντιπρόσωποι του τοιούτου επικαρπωτού θα έχωσι τα αυτά δικαιώματα και θα υπόκεινται εις την καταβολήν του αυτού ποσού φόρου κληρονομίας ως θα υπέκειτο και ο τοιούτος επικαρπωτής.
(4) Εις περιπτώσεις καθ’ ας δεν καταβάλλεται ο φόρος κληρονομίας επί περιουσιακών στοιχείων της κατηγορίας Βακουφίων ή δόσις τις αυτού συμφώνως ταις διατάξεσι του παρόντος άρθρου, ο Έφορος δύναται-
(α) να εκδώση εις το Επαρχιακόν Δικαστήριον πιστοποιητικόν εμπεριέχον λεπτομερείας του τοιούτου φόρου, το όνομα και την διεύθυνσιν του προσώπου υφ’ ου ο φόρος είναι πληρω τέος, και λεπτομερή περιγραφήν των περιουσιακών στοιχείων εκ του εισοδήματος των οποίων δύναται να ανακτηθη ο φόρος, και επί τούτω, το Επαρχιακόν Δικαστήριον θα εκδίδη, άνευ περαιτέρω διαδικασίας, ένταλμα περί της κατασχέσεως του τοιούτου εισοδήματος ή επαρκούς μέρους αυτού εν τω αυτώ τρόπω ως εάν εγένετο κατάσχεσις τούτου διά διατάγματος αρμοδίου τινός δικαστηρίου διά την πληρωμήν χρέους εκ δικαστικής αποφάσεως, και το προϊόν εκ της τοιαύτης κατασχέσεως θα διατίθηται διά την πληρωμήν του οφειλομένου φόρου κληρονομίας και το τυχόν πλεόνασμα, μετά την αφαίρεσιν των εξόδων και τυχόν πληρωτέων τελών, θα επιστρέφηται εις το περί την καταβολήν του φόρου εν υπερημερία πρόσωπον. ή
(β) να λάβη δικαστικά μέτρα εις αρμόδιον δικαστήριον εν τη επισήμω αυτού ιδιότητι δια να εισπράξη τον τοιούτον φόρον μεθ’ όλων των δικαστικών εξόδων παρά του βαρυνομένου προσώπου ως χρέος οφειλόμενον εις την Δημοκρατίαν.
67. Τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 64, 65 και 66, αι λοιπαί διατάξεις του παρόντος νόμου, εφ’ όσον δεν αντίκεινται εις τα ειρημένα άρθρα, θα εφαρμόζωνται επί περιουσιακών στοιχείων της κατηγορίας των Βακουφιών ως εφ’ οιωνδήποτε ετέρων περιουσιακών στοιχείων.
68. (1) Οσάκις ο Έφορος νομίζη ότι υπάλληλος του δημοσίου είναι εις θέσιν να παράσχη οιανδήποτε πληροφορίαν ην ο Έφορος δυνατόν να χρειάζηται διά τους σκοπούς του παρόντος νόμου, δύναται, δι’ εγγράφου παρακλήσεως, να απαιτήση παρά του τοιούτου δημοσίου υπαλλήλου όπως παράσχη την πληροφορίαν ταύτην έκαστος δε τοιούτος δημόσιος υπάλληλος θα παρέχη τας αιτηθείσας πληροφορίας εξ όσων ούτος κάλλιον γνωρίζει και πιστεύει.
(2) Πας δημόσιος υπάλληλος έχων υπό την φύλαξιν αυτού μητρώα, βιβλία, αρχεία, έγγραφα ή δικόγραφα η εξέτασις των οποίων δυνατόν να βοηθήση εις την εξασφάλισιν φόρου, βάσει του παρόντος νόμου ή να αποδειξη ή να οδηγήση εις την ανακάλυψιν οιουδήποτε δόλου ή παραλείψεως αναφορικώς προς τον τοιούτον φόρον, υποχρεούται όπως κατά πάντα εύλογον χρόνον επιτρέπη εις παν υπό του Εφόρου εγγράφως εξουσιοδοτημένον πρόσωπον όπως εξετάζη διά τους σκοπούς τούτους τα τοιαύτα μητρώα, βιβλία, αρχεία, έγγραφα και δικόγραφα, και όπως λαμβάνη ατελώς τοιαύτας σημειώσεις και αντίγραφα άτινα ήθελε κρίνει αναγκαία.
(3) Εν τω παρόντι άρθρω ο όρος «δημόσιος υπάλληλος» περιλαμβάνει και άπαντας τους εν τη υπηρεσία των Δήμων και της Ελληνικής ή Τουρκικής Κοινοτικής Συνελεύσεως υπαλλήλους.
69. Ο Έφορος δύναται, δι’ εγγράφου αυτού ειδοποιήσεως να απαιτήση παρά παντός προσώπου έχοντος υπό την φροντίδα, έλεγχον, φύλαξιν, διαχείρισιν ή κατοχήν του περιουσιακά στοιχεία αποτελούντα μέρος περιουσίας εν τη Δημοκρατία, είτε κινητά είτε ακίνητα όπως επιτρέψη εις τον εν τη ειδοποιήσει κατονομαζόμενον δημόσιον υπάλληλον να επιθεωρήση τα τοιαύτα περιουσιακά στοιχεία. το δε πρόσωπον προς ό η τοιαύτη ειδοποίησις απευθύνεται υποχρεούται άμα τη λήψει ταύτης, όπως παράσχη εις τον εν τη τοιαύτη ειδοποιήσει κατονομαζόμενον δημόσιον υπάλληλον πάσας τας αναγκαίας διευκολύνσεις δια την επιθεώρησιν των περιουσιακών στοιχείων εις τα οποία αναφέρεται η ειδοποίησις.
70.- (1 ) Εάν το πρόσωπον παρ’ ου απαιτείται, βάσει του παρόντος νόμου, η διενέργεια ωρισμένης τινός πράξεως είναι πρόσωττον ανίκανον ή πρόσωττον μη διαμένον εν τη Δημοκρατία, η τοιαύτη πράξις θα θεωρείται ότι δέον να διενεργηθή υπό επιτρόπου του τοιούτου ανικάνου προσώπου ή αναλόγως της περιπτώσεως, υπό του αντιπροσώπου του μη διαμένοντος εν τη Δημοκρατία προσώπου.
(2) Εάν πρόσωπον μη διαμένον εν τη Δημοκρατία αποβιώση, ο κατά τον χρόνον του θανάτου του τοιούτου προσώπου αντιπρόσωπος αυτού υποχρεούται όπως παράσχη εις τον Έφορον, εξ όσων ούτος κάλλιον γνωρίζει και πιστεύει, τας εκάστοτε υπό του Εφόρου αιτουμένας προς τον σκοπόν επιβολής του φόρου κληρονομίας δυνάμει του παρόντος νόμου πληροφορίας και στοιχεία.
71.- (1) Πάν πρόσωπον υπόχρεων εις καταβολήν φόρου κληρονομίας εν τη ιδιότητι αυτού ως επιτρόπου ή παρά του οποίου δύναται να εισπραχθή ή εισεπράχθη φόρος κληρονομίας διά λογαριασμόν ετέρου προσώπου, δύναται να κατακρατήση εκ των εις την κατοχήν ή έλεγχον αυτού περιερχομένων στοιχείων, είτε διά λογαριασμόν του τοιούτου ετέρου προσώπου είτε εν τη ιδιότητί του ως επιτρόπου, ποσόν επαρκές διά την κάλυψιν του τοιούτου φόρου, και το πρόσωπον τούτο θα θεωρήται δυνάμει του παρόντος ως μη υπέχον αστικήν ευθύνην αναφορικώς προς την τοιαύτην παρακράτησιν περιουσιακών στοιχείων.
(2) Εάν πρόσωπόν τι ενεργούν εν τη ιδιότητι αυτού ως επιτρόπου καταβάλη φόρον κληρονομίας και ουδέν περιουσιακών στοιχείον του τραστ περιέλθη εις την κατοχήν ή έλεγχον αυτού εξ ου τούτο δύναται να κατακρατήση τον ούτω καταβληθέντα φόρον, ο τοιούτος φόρος θα θεωρήται ως χρέος οφειλόμενον υπό των τετιμημένων εκ του τραστ τον επίτροπον.
(3) Οσάκις κατεβλήθη ή εισεπράχθη φόρος κληρονομίας παρά τινος προσώπου υποχρέου εις την πληρωμήν του φόρου κληρονομίας εκ μέρους ετέρου προσώπου, και ουδέν περιουσιακόν στοιχείον του τοιούτου ετέρου προσώπου περιέλθη εις την κατοχήν ή έλεγχον αυτού εξ ου τούτο να δύναται να κατακρατήση τον ούτω καταβληθέντα φόρον, ο τοιούτος φόρος θα θεωρήται ως χρέος οφειλόμενον εις αυτό παρά του τοιούτου ετέρου προσώπου.
72. Όσάκις δύο ή πλείονα πρόσωπα, είτε εταιρικώς είτε άλλως,ενεργώσιν από κοινού υφ' οιανδήποτε ιδιότητα, είτε διά λογαριασμόν των είτε διά λογαριασμόν τρίτου τινός προσώπου, ταύτα θα υποχρεούνται από κοινού, ή κεχωρισμένως, όπως διενεργώσι πάσαν πράξιν ή άλλο τι όπερ δέον να διενεργηθή δυνάμει των διατάξεων του παρόντος νόμου υπό φυσικού τινος προσώπου ενεργούντος υπό τοιαύτην ιδιότητα.
73. Ο γραμματεύς, διευθυντής, πρόεδρος ή έτερος ανώτερος υπάλληλος εταιρείας ή οργανισμού τινος προσώπων θα είναι υπεύθυνος όπως διενεργή πάσαν πράξιν ή άλλο τι όπερ δέον να διενεργηθή δυνάμει των διατάξεων του παρόντος νόμου υπό της τοιαύτης εταιρείας ή οργανισμού προσώπων :
Νοείται ότι πάν πρόσωπον εις ό επεδόθη ειδοποίησις δυνάμει των διατάξεων του παρόντος νόμου ως αντιπροσωπεύον εταιρείαν ή οργανισμών προσώπων, θα λογίζηται ως ο ανώτερος υπάλληλος του σώματος τούτου εκτός εάν αποδείξη ότι ουδεμίαν σχέσειν έχει μετά της τοιαύτης εταιρείας ή οργανισμού, ή ότι έτερόν τι πρόσωπον, διαμένον εν τη Δημοκρατία, είναι ο ανώτερος υπάλληλος της εταιρείας ή οργανισμού τούτου.
74. (1) Πάσα ειδοποίησις διδομένη δυνάμει του παρόντος νόμου υπό του Εφόρου ή του Βοηθού Εφόρου, θα φέρη το όνομα του Εφόρου ή, αναλόγως της περιπτώσεως, του Βοηθού Εφόρου, και εάν το όνομα του Εφόρου ή του Βοηθού Εφόρου είναι δεόντως εκτετυπωμένον ή αποτετυπωμένον επ’ αυτής, αύτη θα είναι έγκυρος και τελεσφόρος ως εάν είχεν υπογραφή υπό του τοιούτου Εφόρου ή, αναλόγως της περιπτώσεως, του Βοηθού Εφόρου.
(2) Πάσα ειδοποίησις διδομένη δυνάμει του παρόντος νόμου δύναται να επιδοθή εις πρόσωπόν τι είτε προσωπικώς είτε διά παραδόσεως ή αποστολής ταχυδρομικώς εις την διεύθυνσιν την υπ’ αυτού παρασχεθείσαν διά τούς σκοπούς επιδόσεως ειδοποιήσεων ή εις την τελευταίαν αυτού γνωστήν διεύθυνσιν ή εις τον τόπον της διαμονής του ή εις οιονδήποτε τόπον ένθα ούτος ασκεί ή ήσκει επάγγελμα ή βιοτεχνίαν τινά :
Νοείται ότι η ειδοποίησις περί επιβολής φορολογίας θα επιδίδηται είτε προσωπικώς είτε διά συστημένης επιστολής αποστελλομένης εις οιανδήποτε των ειρημένων διευθύνσεων ή τόπων.
Η ταχυδρομικώς αποστελλομένη ειδοποίησις θα λογίζηται επιδοθείσα, εις την περίπτωσιν προσώπων διαμενόντων εν τη Δημοκρατία, ουχί βραδύτερον της εβδόμης ημέρας από της ημέρας καθ’ ην αύτη εταχυδρομήθη, και εις την περίπτωσιν προσώπων μη διαμενόντων εν τη Δημοκρατία, ουχί βραδύτερον της 30ης ημέρας από της ημέρας καθ’ ήν η ειδοποίησις εταχυδρομήθη.
Διά την απόδειξιν επιδόσεως ειδοποιήσεως σταλείσης ταχυδρομικώς αρκεί να αποδειχθή ότι η εμπεριέχουσα την ειδοποίησιν επιστολή έφερε την δέουσαν διεύθυνσιν και εταχυδρομήθη προσηκόντως.
(3) Πάσα ειδοποίησις ητις δυνάμει του παρόντος νόμου δέον να επιδοθή εις πρόσωπον μη διαμένον εν τη Δημοκρατία, δύναται να επιδοθή εις τον αντιπρόσωπον αυτού.
(4) Οσάκις ειδοποίησίς τις ή πιστοποιητικόν τι φέρη το όνομα και τον επίσημον τίτλον προσώπου τινός και φέρηται ως εκδοθείσα ή εκδοθέν υπό του προσώπου τούτου δυνάμει του παρόντος νόμου, θα θεωρήται, μέχρι αποδείξεως του εναντίου, ότι κατά την ημερομηνίαν εκδόσεως της ειδοποιήσεως ή του πιστοποιητικού τούτου, πρόσωπόν τι φέρον το όνομα εκείνο εδικαιούτο να φέρη τον εν λόγω επίσημον τίτλον, το δε όνομα και αξίωμα του προσώπου τούτου θα θεωρώνται ως γεγονότα γνωστά τω δικαστηρίω και μη χρήζοντα αποδείξεως.
75. Πρόσωπόν τι ονομαζόμενον ή διοριζόμενον ως εκτελεστής εν τη τελευταία διαθήκη αποθανόντος προσώπου δύναται, εάν δεν είναι πρόθυμον να αποδεχθή το λειτούργημα του εκτελεστού, να ζητήση δι’ εγγράφου αυτού αιτήσεως προς τον Έφορον όπως απαλλαγή των υποχρεώσεων και ευθυνών ας συνεπάγεται το λειτούργημα του εκτελεστού δυνάμει του παρόντος νόμου. ο δε Έφορος, εάν ικανοποιηθή ότι ο αιτών δεν έλαβεν υπό την κατοχήν του ουδέ επενέβη καθ’ οιονδήποτε τρόπον επί της περιουσίας του αποθανόντος, δύναται να εκδίδη πιστοποιητικόν απαλλαγής :
Νοείται ότι το τοιούτον πιστοποιητικόν δύναται να ανακληθή υπό του Εφόρου καθ’ οιονδήποτε χρόνον εάν ούτος είναι της γνώμης ότι το πιστοποιητικόν τούτο ελήφθη διά δολίων μέσων ή ψευδών παραστάσεων, ή επί τη βάσει αναληθούς εκθέσεως γεγονότων, ή εάν ο κάτοχος του πιστοποιητικού καθ' οιονδήποτε χρόνον μετά την έκδοσιν τούτου έλαβεν υπό την κατοχήν του ή επενέβη επί της περιουσίας του αποθανόντος.
76.—(1) Εάν το Υπουργικόν Συμβούλιον διακηρύξη διά διατάγματος ότι εγένετο η εν τω διατάγματι ειδικώς καθοριζομένη σύμβασις μετά της Κυβερνήσεως οιασδήποτε χώρας εκτός της Δημοκρατίας προς τον σκοπόν όπως παρασχεθή έκπτωσις λόγω διπλής φορολογίας αναφορικώς προς τον φόρον κληρονομίας τον πληρωτέον δυνάμει των νόμων της Δημοκρατίας και οιονδήποτε έτερον παρομοίας φύσεως φόρον επιβαλλόμενον δυνάμει των νόμων της χώρας ταύτης, και ότι είναι σκόπιμον όττως η σύμβασις αύτη τεθή εν ισχύϊ, η τοιαύτη σύμβασις, ανεξαρτήτως παντός εν οιωδήποτε νόμω περιλαμβανομένου, θα έχη ισχύν καθ’ ήν έκτασιν προνοεί διά την παροχήν εκπτώσεως εκ του φόρου κληρονομίας, η καθ’ ήν έκτασιν αναφέρεται εις τον καθορισμόν του τόπου ένθα ττεριουσιακόν τι στοιχείον δέον να θεω ρήται κείμενον διά τούς σκοπούς του φόρου κληρονομίας.
(2) Εις περιπτώσεις καθ' ας συμβασίς τις τίθεται εν ισχύϊ βάσει του παρόντος άρθρου, αι διατάξεις του άρθρου 26 (όπερ προβλέπει διά παροχήν εκπτώσεως αναφορικώς προς φόρον πληρωτέον εν αλλοδαπή τινι χώρα) δεν θα εφαρμόζωνται αναφορικώς προς φόρον κληρονομίας εμπίπτοντα εις τας προνοίας της συμβάσεως και επιβαλλόμενον δυνάμει των νόμων της χώρας ταύτης.
(3) Παν διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου εκδοθέν βάσει του παρόντος άρθρου δύναται να ανακληθή διά μεταγενεστέρου διατάγματος του Υπουργικού Συμβουλίου, και πάν τοιούτον ανακλητικόν διάταγμα δύναται να εμπεριέχη τοιαύτας μεταβατικάς διατά ξεις οίας το Υπουργικόν Συμβούλιον ήθελε κρίνει αναγκαίας ή σκοπίμους
77. Ο Έφορος δύναται να εγκρίνει από καιρού εις καιρόν έντυπα, προς χρήσιν δι’ άπαντας ή διά τινα των σκοπών του παρόντος νόμου. και παν έντυπον ούτω εγκριθέν δύναται να τροποποιείται υπό του Εφόρου από καιρού εις καιρόν ή να αντικαθίσταται υπό του Εφόρου δι’ ετέρου εντύπου.
78. (1) Το Υπουργικόν Συμβούλιον δύναται να θεσπίζη Κανονισμούς αποσκοπούντας εις την πραγμάτωσιν των σκοπών του παρόντος νόμου.
(2) Οι τοιούτοι Κανονισμοί δύνανται να καθορίζωσι κυρώσεις διά πάσαν παράβασιν αυτών ή απείθειαν προς τούτους, μη υπερβαινούσας εν εκάστη περιπτώσει το ποσόν των εικοσιπέντε λιρών. και πάν πρόσωπον παραβαίνον ή απειθών προς τινα Κανονισμόν διά την παράβασιν του οποίου ή διά την απείθειαν προς τον οποίον καθωρίσθη κύρωσίς τις θα είναι ένοχον αδικήματος όπερ δύναται να εκδικασθή συνοπτικώς υπό Προέδρου ή άλλου Δικαστού του Επαρχιακού Δικαστηρίου.
79.— (1) Ανεξαρτήτως παντός εν τω παρόντι νόμω διαλαμβανομένου η υπαγωγή εις φόρον κληρονομίας περιουσιακών στοιχείων περιερχομένων επί τω θανάτω οιουδήποτε προσώπου έχοντος την κατοικίαν του (domicile) εν ταις Κυριάρχοις Περιοχαίς των Βάσεων, ή οιουδήποτε μέλους των Ενόπλων Δυνάμεων του Ηνωμένου Βασιλείου, ή πολιτικού τινος μέλους των Ενόπλων τούτων Δυνάμεων ή μέλους των Ανεγνωρισμένων Στρατιωτικών Οργανώσεων των Δυνάμεων τούτων, και η υπαγωγή εις φόρον κληρονομίας περιουσιακών στοιχείων περιερχομένων επί τω θανάτω μέλους τινός των Ενόπλων Δυνάμεων του Βασιλείου της Ελλάδος ή της Δημοκρατίας της Τουρκίας των εδρευουσών εντός του εδάφους της Δημοκρατίας, θα διέπωνται, αντιστοίχως, υπό των σχετικών προνοιών της Συνθήκης Εγκαθιδρύσεως ή της Συμφωνίας περί της Εφαρμογής της Συνθήκης Συμμαχίας, ήτις υπεγράφη την 16ην Αυγούστου, 1960, και φόρος κληρονομίας εις τας περιπτώσεις ταύτας θα επιβάλληται, βεβαιούται, εισπράττηται, καταβάλληται ή συλλέγηται συμφώνως ταις τοιαύταις προνοίαις.
(2) Διά τους σκοπούς του παρόντος άρθρου -
(α) ο όρος «Συνθήκη Εγκαθιδρύσεως»· σημαίνει την αφορώσαν εις την Εγκαθίδρυσιν της Δημοκρατίας της Κύπρου Συνθήκην, την υπογραφείσαν εν Λευκωσία την 16ην Αυγούστου, 1960, και περιλαμβάνει την Ανταλλαγήν Διακοινώσεων την υπογραφείσαν εν Λευκωσία κατά την αυτήν ημερομηνίαν.
(β) οι εν τη παραγράφω (1) του παρόντος άρθρου χρησιμοποιούμενοι όροι και λέξεις θα έχωσι την έννοιαν την αποδιδόμενη εις αυτούς ή αυτάς εν τη Συνθήκη Εγκαθιδρύσεως ή, κατά περίπτωσιν, εν τη Συμφωνία περί της Εφαρμογής της Συνθήκης Συμμαχίας, της υπογραφείσης εν Λευκωσία την 16ην Αυγούστου, 1960.
80. (1) Άπαντες οι θεσμοί, κανονισμοί, διατάγματα και διορισμοί οι γενόμενοι, και αι ειδοποιήσεις αι εκδοθείσαι δυνάμει του περί Φορολογίας τον Κληρονομιών Νόμου, Κεφ. 319, θα λογίζωνται γενόμενοι δυνάμει του παρόντος Νόμου και θα συνεχίσωσι τελούντες εν πλήρει ισχύϊ μέχρις ού ανακληθώσι, καταργηθώσιν ή αντικατασταθώσι βάσει του παρόντος Νόμου. και
(2) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 13, φόρος κληρονομίας μη επιβληθείς ή εισπραχθείς ή συλλεγείς, αναφορικώς προς περιουσίαν περιερχομένην επί τινι θανάτω επισυμβάντι πρό της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου, θα επιβάλληται, εισπράττηται και συλλέγηται συμφώνως ταις διατάξεσι του περί Φορολογίας των Κληρονομιών Νόμου, Κεφ. 319.
ΠΙΝΑΚΑΣ
(Άρθρον 6)
ΚΛΙΜΑΚΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΩΝ
Για κάθε λίρα μέχρι £20.000 | μηδέν |
Για κάθε λίρα από £20.001 μέχρι £25.000 |
10% |
Για κάθε λίρα από £25.001 μέχρι £35.000 | 13% |
Για κάθε λίρα από £35.001 μέχρι £55.000 | 15% |
Για κάθε λίρα από £55.001 μέχρι £80.000 | 17% |
Για κάθε λίρα από £80.001 μέχρι £105.000 | 20% |
Για κάθε λίρα από £105.001 μέχρι £150.000 | 23% |
Για κάθε λίρα πέραν των £150.000 | 30% |
Ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή ο Ν. 3/1976] εφαρμόζεται εν σχέσει προς την φορολογίαν της Κληρονομίας παντός προσώπου αποθνησκόντος κατά ή μετά την ημερομηνίαν της δημοσιεύσεως του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 3/1976] εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας.
Η ισχύς του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 13/1985] θεωρείται ως αρξάμενη από της 1ης Ιανουαρίου, 1981.
Η ισχύς του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 93/1986] θεωρείται ως αρξάμενη από της 1ης Ιανουαρίου, 1981.
Ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή ο Ν. 138/1986] εφαρμόζεται εν σχέσει προς την φορολογίαν της κληρονομίας παντός προσώπου αποθνησκόντος κατά ή μετά την 1ην Ιουλίου, 1985.
(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή ο Ν. 6(Ι)/1996] εφαρμόζεται σε σχέση με τη φορολογία κληρονομίας οποιουδήποτε προσώπου το οποίο αποθνήσκει κατά ή μετά την 1η Ιουλίου 1995.
(2) [Διαγράφηκε].
Ο παρών Νόμος εφαρμόζεται σε σχέση με τη φορολογία κληρονομίας οποιουδήποτε προσώπου το οποίο απέθανε κατά ή μετά την 1η Ιουλίου 1995.
Ο βασικός νόμος καταργείται σε σχέση με πρόσωπα που απεβίωσαν κατά ή μετά την 1η Ιανουαρίου 2000:
Ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή ο Ν. 92(Ι)/2020] τίθεται σε ισχύ από την ημερομηνία δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.