62Α.-(1) Η Τράπεζα δύναται να απαιτήσει από οποιαδήποτε τράπεζα, εξουσιοδοτημένο οικονομικό ίδρυμα ή από οποιοδήποτε πρόσωπο να της παρέχει τα ευρισκόμενα στην κατοχή του στοιχεία και πληροφορίες που ορίζονται σε οδηγίες που εκδίδονται με βάση το εδάφιο (3) που είναι αναγκαία για την επίτευξη των σκοπών που καθορίζονται στο εδάφιο (2).
(2) Τα στοιχεία τα οποία τα πρόσωπα που αναφέρονται στο εδάφιο (1) οφείλουν να παρέχουν στην Τράπεζα είναι απαραίτητα για την κατάρτιση του ισοζυγίου πληρωμών και τον υπολογισμό της διεθνούς επενδυτικής θέσης της Δημοκρατίας.
(3) Η Τράπεζα δύναται να ορίζει, με την έκδοση σχετικών οδηγιών, τα στοιχεία και τις πληροφορίες που οφείλουν να της παρέχουν τα πρόσωπα που αναφέρονται στο εδάφιο (1) σχετικά με τις συναλλαγές τους με κατοίκους ή μη κατοίκους Κύπρου, τις έναντι των προσώπων αυτών απαιτήσεις και υποχρεώσεις τους, καθώς και τον τρόπο, χρόνο και διαδικασία παροχής των στοιχείων αυτών και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια.
(4) Για την εκπλήρωση της υποχρέωσης παροχής των στοιχείων που ορίζονται στις οδηγίες της Τράπεζας, οι τράπεζες και τα εξουσιοδοτημένα οικονομικά ιδρύματα οφείλουν, σε περίπτωση διενέργειας μέσω αυτών, συναλλαγών κατοίκων της Δημοκρατίας με μη κατοίκους της Δημοκρατίας, να λαμβάνουν από τους συναλλασσόμενους κατοίκους τα στοιχεία αυτά.
(5) Στοιχεία ή πληροφορίες που παρέχονται στην Τράπεζα για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου δεν επιτρέπεται να γνωστοποιούνται σε οποιοδήποτε πρόσωπο ή αρχή, είτε από πρόσωπο το οποίο ασκεί ή άσκησε δραστηριότητα για λογαριασμό της Τράπεζας, είτε από πρόσωπο που λαμβάνει γνώση των πληροφοριών ή των στοιχείων αυτών. Η απαγόρευση αυτή δεν περιλαμβάνει την ανακοίνωση, σε συγκεντρωτική μορφή, των πιο πάνω στοιχείων και πληροφοριών, εφόσον δεν αποκαλύπτεται η ταυτότητα των προσώπων στα οποία αναφέρονται.
(6) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου η Τράπεζα δύναται να ορίζει την έννοια της λέξης “κάτοικος” με την έκδοση σχετικών οδηγιών.
(7) Σε περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα κατά την άσκηση της εξουσίας της για συλλογή πληροφοριών διαπιστώσει παράβαση των κατά το παρόν άρθρο υποχρεώσεων, ο Διοικητής έχει εξουσία αφού προηγουμένως ακούσει το επηρεαζόμενο πρόσωπο, να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο μέχρι δέκα χιλιάδες λίρες και, σε περίπτωση που η παράβαση συνεχίζεται, ο Διοικητής έχει επιπρόσθετα την εξουσία να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο μέχρι πεντακόσιες λίρες για κάθε ημέρα κατά την οποία συνεχίζεται η παράβαση.
(8)(α) Η παράβαση οποιασδήποτε από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου συνιστά αδίκημα τιμωρούμενο με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πενήντα χιλιάδες λίρες και, σε περίπτωση που το αδίκημα συνεχίζεται, με περαιτέρω χρηματική ποινή μέχρι χίλιες λίρες για κάθε ημέρα για την οποία συνεχίζεται η παράβαση.
(β) Σε περίπτωση κατά την οποία διαπράττεται οποιοδήποτε αδίκημα κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος άρθρου, οποιοσδήποτε σύμβουλος, διευθύνων σύμβουλος, πρώτος εκτελεστικός διευθυντής, διευθυντής, συνέταιρος ή άλλος λειτουργός ή υπάλληλος της Τράπεζας ή του ιδρύματος που εξουσιοδότησε ή εν γνώσει του επέτρεψε τη διάπραξη του, είναι ένοχος αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται στις ποινές που προβλέπονται στην παράγραφο (α).
(γ) Το Δικαστήριο το οποίο εκδικάζει υπόθεση για παράβαση των διατάξεων του παρόντος άρθρου, δύναται, επιπρόσθετα με οποιαδήποτε ποινή που θα επιβάλει με βάση την παράγραφο (α), να διατάξει, στην κατάλληλη περίπτωση, τον παραβάτη να δώσει στην Τράπεζα τις πληροφορίες τις οποίες αυτή είχε ζητήσει.
(δ) Διώξεις σε σχέση με οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα δυνάμει του παρόντος άρθρου ασκούνται μόνο από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή με τη συγκατάθεση του.