11.-(1) Εάν στρατιωτικός, μη καταδικασθείς μέχρι τούδε ένεκα κακουργήματος ή πλημμελήματος εις ποινήν στερητικήν της ελευθερίας, καταδικασθή εις τοιαύτην μη υπερβαίνουσαν το εν έτος, το δικαστήριον δύναται, εάν αι περιστάσεις δικαιολογώσι τούτο, να διατάξη ίνα η εκτέλεσις της καταγνωσθείσης ποινής ανασταλή εφ’ ωρισμένον χρονικόν διάστημα μη υπερβαίνον τα τρία έτη υφ’ ους όρους ήθελε καθορίσει.
(2) Αναστολή της εκτελέσεως ποινής, επιβληθείσης επί τινι των εν άρθρω 10(2)(β) αδικημάτων εις αξιωματικόν, δεν αναστέλλει και την στέρησιν του βαθμού του.
(3) Αναστολή εκτελέσεως της ποινής διαταχθείσα υπό δικαστηρίου, χωρίς να συντρέχη νόμιμος περίπτωσις, ακυρούται υπό του αυτού ή ετέρου δικαστηρίου αιτήσει του στρατιωτικού εισαγγελέως ή υπό του κατ’ έφεσιν δικάζοντος δικαστηρίου αυτεπαγγέλτως ή αιτήσει του στρατιωτικού εισαγγελέως εφ’ όσον δεν παρήλθεν ο χρόνος ταύτης.
(4) Αν κατά το χρονικό διάστημα της αναστολής της ποινής της φυλάκισης στρατιωτικός καταδικαστεί και πάλι για οποιοδήποτε αδίκημα που τιμωρείται με φυλάκιση και που διαπράχθηκε κατά τη διάρκεια του χρονικού διαστήματος αναστολής, τότε, εκτός αν στο μεταξύ η ποινή έχει εκτελεστεί, το Στρατιωτικό Δικαστήριο δύναται να λάβει ένα από τα πιο κάτω μέτρα:
(α) να διατάξει την εκτέλεση της ανασταλείσας ποινής φυλάκισης για την περίοδο για την οποία επιβλήθηκε.
(β) να διατάξει την εκτέλεση της ανασταλείσας ποινής φυλάκισης για περίοδο μικρότερη από εκείνη για την οποία επιβλήθηκε.
(γ) να μη λάβει οποιοδήποτε μέτρο σε σχέση με την ανασταλείσα ποινή φυλάκισης.
(5) Όταν το Στρατιωτικό Δικαστήριο διατάξει την εκτέλεση της ανασταλείσας ποινής φυλάκισης, με ή χωρίς τροποποίηση του αρχικού της διαστήματος, το Δικαστήριο δύναται να διατάξει όπως η εκτέλεσή της αρχίσει αμέσως ή όπως η περίοδος φυλάκισης αρχίσει μετά την έκτιση της ποινής που επιβλήθηκε από το Δικαστήριο.