38.-(1) Το Συμβούλιον λαμβάνει ολόκληρον το καθαρόν προϊόν το προκύπτον εκ πωλήσεων πατατών γενομένων υπό του Συμβουλίου διά λογαριασμόν των φορέων και μεριμνά όπως τα ούτω ληφθέντα χρήματα διανεμηθώσι μεταξύ των φορέων· ο τρόπος, η αναλογία και αι περιστάσεις υφ’ ας χωρεί η τοιαύτη διανομή αποφασίζονται και καθορίζονται εκάστοτε υπό του Συμβουλίου.
(2) Διά τους σκοπούς του αμέσως προηγουμένου εδαφίου αναφορικώς προς πατάτας γενομένας αποδεκτάς υπό του Συμβουλίου και πωληθείσας υπ’ αυτού, το Συμβούλιον δύναται να προβή εις μεταγενεστέρας ή τελικάς πληρωμάς ή εις αμφοτέρας τας τοιαύτας πληρωμάς, συμφώνως προς σύστημα κοινοπραξίας δυνάμει του οποίου αι εκ των πωλήσεων καθαραί εισπράξεις να συγκεντρούνται εις κοινόν ταμείον με βάσιν χρονικήν και βάσει του χαρακτηρισμού και της κατηγορίας των πωλουμένων πατατών και διανέμωνται εις τους φορείς συμφώνως προς την συμμετοχήν αυτών εις το οικείον κοινόν ταμείον.
(3) Το Συμβούλιον δύναται να συμψηφίση μετά των διανεμητέων εις οιονδήποτε φορέα χρημάτων χορηγήσεις γενομένας δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 37, ή το ποσόν οιασδήποτε εισφοράς ή τέλους καθοριζομένου υπό των διατάξεων των άρθρων 44 και 45, ή έτερα χρηματικά ποσά οφειλόμενα υπό του φορέα τω Συμβουλίω.
(4) Επί τω τέλει εξακριβώσεως του καταβληθησομένου εις τινα φορέα καθαρού προϊόντος της πωλήσεως πατατών παραδοθεισών τω Συμβουλίω και γενομένων αποδεκτών υπ’ αυτού, και γενικώτερον διά τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, η απόφασις του Συμβουλίου καθ’ όσον αφορά τον χαρακτηρισμόν και την κατηγορίαν των τοιούτων πατατών, την μέθοδον καθορισμού των παρακρατήσεων των γενομένων αναφορικώς προς εισφοράς, τέλη και δαπάνας διενεργηθείσας διά την εμπορίαν και πώλησιν των πατατών υπό του Συμβουλίου διά λογαριασμόν του φορέα, και γενικώς την μέθοδον καθορισμού του εν τη πραγματικότητι καθαρού προϊόντος της πωλήσεως, είναι τελεσίδικος.