16.-(1) Το πιστοποιητικό εγγραφής συντεχνίας ανακαλείται ή ακυρώνεται από το Επαρχιακό Δικαστήριο όπου εδρεύει η συντεχνία ύστερα από αίτηση του Εφόρου Συντεχνιών για τους ακόλουθους λόγους:
(α) Αν αποδειχθεί ότι το πιστοποιητικό εγγραφής λήφθηκε με δόλο ή έπειτα από λάθος, ή ότι η εγγραφή της συντεχνίας κατέστη άκυρη δυνάμει του άρθρου 9 του παρόντος Νόμου, ή ότι η συντεχνία εσκεμμένα και παρά τη σχετική προειδοποίηση του Εφόρου παρέβη οποιαδήποτε από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, ή ότι τα μέλη της συντεχνίας μειώθηκαν κάτω από είκοσι (ή στην περίπτωση που η συντεχνία εμπίπτει στην επιφύλαξη του άρθρου 8(2), αν μειώθηκαν τα μέλη της κάτω από τρία) ή ότι έπαυσε να υφίσταται.
(β) Αν η συντεχνία χρησιμοποιείται για επίτευξη παράνομου σκοπού ή σκοπού που αντίκειται στους σκοπούς και το Καταστατικό της ή αν αποδειχθεί ότι τα κεφάλαια της συντεχνίας δαπανώνται παράνομα ή για παράνομο σκοπό ή για σκοπό μη επιτρεπόμενο από το Καταστατικό της συντεχνίας.
(2) Πριν υποβληθεί από τον Έφορο αίτηση για ανάκληση ή ακύρωση του πιστοποιητικού εγγραφής συντεχνίας από το Επαρχιακό Δικαστήριο, ο Έφορος παρέχει στη συντεχνία γραπτή προειδοποίηση ενός τουλάχιστο μηνός με συστημένη επιστολή που καθορίζει σε συντομία τους λόγους της σκοπούμενης ανάκλησης ή της ακύρωσης.
(3) Το πιστοποιητικό εγγραφής συντεχνίας επιστρέφεται στον έφορο αμέσως μόλις ανακληθεί ή ακυρωθεί.