3.-(1) Προς τον σκοπόν καλλιτέρας προνοίας διά την εκπαίδευσιν προσώπων άνω της ηλικίας των δεκατεσσάρων ετών εις απασχόλησιν εις οιασδήποτε δραστηριότητας της βιομηχανίας ή του εμπορίου, και τηρουμένης οπωσδήποτε της επιφυλάξεως του άρθρου 11, το Υπουργικόν Συμβούλιον δύναται να εκδώση διάταγμα (εν τω παρόντι Νόμω αναφερόμενον ως “το διάταγμα βιομηχανικής εκπαιδεύσεως”), δημοσιευθησόμενον εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας, καθορίζον τας τοιαύτας δραστηριότητας (εν τω παρόντι Νόμω αναφερομένας ως “η βιομηχανία μαθητείας”), επί τούτω δε αι διατάξεις του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται εις την τοιαύτην βιομηχανίαν μαθητείας.
(2) Πριν ή εκδώση διάταγμα βιομηχανικής εκπαιδεύσεως το Υπουργικόν Συμβούλιον συμβουλεύεται οιονδήποτε οργανισμόν ή σύνδεσμον οργανισμών εκπροσωπούντα, κατά την γνώμην του, ουσιαστικόν αριθμόν εργοδοτών επιδιδομένων εις τας σχετικάς δραστηριότητας και οιονδήποτε οργανισμόν ή σύνδεσμον οργανισμών όστις κατά την γνώμην του είναι αντιπροσωπευτικός ουσιαστικού αριθμού προσώπων επιδιδομένων εις τας τοιαύτας δραστηριότητας.
(3) Εν τη εκδόσει διατάγματος βιομηχανικής εκπαιδεύσεως λαμβάνονται υπ’ όψιν οι ακόλουθοι παράγοντες:
(α) ο διά την βιομηχανίαν απαιτούμενος βαθμός δεξιότητος και θεωρητικών τεχνικών γνώσεων
(β) η διά την απόκτηση των απαιτουμένων δεξιοτήτων και γνώσεων αναγκαιούσα περίοδος εκπαιδεύσεως
(γ) η καταλληλότης της εκπαιδεύσεως μαθητείας διά την μετάδοσιν των απαιτουμένων δεξιοτήτων και γνώσεων
(δ) η υπάρχουσα και η προβλεπομένη κατάστασις ως προς την απασχόλησιν εν τη εν λόγω βιομηχανία
(ε) η επάρκεια των Τεχνικών Σχολών όπως δεχθώσιν μαθητευομένους διά συναφή διδασκαλίαν.