187.-(1) Εάν πρόσωπον τι ζητήση παρά τίνος λειτουργού ή ετέρου προσώπου, διοριζομένου υπό του Διευθυντού όπως διενεργήση μετ' αυτού ως αντιπρόσωπος ετέρου τινός προσώπου οιανδήποτε πράξιν, αναφορικώς προς παραχωρηθείσαν αρμοδιότητα, ο λειτουργός ή το ούτω διοριζόμενον πρόσωπον δύναται να αρνηθή να προβή εις οιανδήποτε τοιαύτην ενέργειαν, πριν ή προσκομισθή αυτώ έγγραφος εξουσιοδότησις του υπ' αυτού αντιπροσωπευομένου προσώπου, εν ω τύπω ο Διευθυντής ήθελεν εκάστοτε ορίσει.
(2) Τηρουμένων των διατάξεων του προηγουμένου εδαφίου, ο εισαγωγεύς ή εξαγωγεύς εμπορευμάτων δύναται, εκτός οσάκις άλλως ορίζη ο Διευθυντής, να πράξη παν ό,τι επιβάλλεται αυτώ υπό του παρόντος Νόμου, δι' αντιπροσώπου ενεργούντος διά λογαριασμόν αυτού.
(3) Ουδείς δύναται να ενεργή διά λογαριασμόν εισαγωγέως ή εξαγωγέως ως προνοείται εν εδαφίω (2), εκτός εάν-
(α) είναι πρόσωπον αποκλειστικώς και πλήρως απασχολούμενον εν τη υπηρεσία του ενδιαφερομένου εισαγωγέως ή εξαγωγέως, επί μηνιαίας τουλάχιστον βάσεως, προσηκόντως εξουσιοδοτημένον εγγράφως υπό του εργοδότου αυτού, εν ω τύπω ο Διευθυντής ήθελεν ορίσει, να ενεργή διά λογαριασμόν αυτού· ή
(β) είναι τελωνειακός πράκτωρ ή βοηθός τελωνειακός πράκτωρ προσηκόντως αδειούχος εν τω τρόπω τω καθωρισμένω εν Κανονισμοίς εκδοθησομένοις δυνάμει του παρόντος άρθρου.
(4) Το Υπουργικόν Συμβούλιον δύναται να εκδώση Κανονισμούς καθορίζοντας-
(α)την χορήγησιν αδειών και την εγγραφήν τελωνειακών πρακτόρων και βοηθών τελωνειακών πρακτόρων, ως και την ακολουθητέαν διαδικασίαν καθ' όσον αφορά εις την υποβολήν αιτήσεων, την χορήγησιν αδειών και οιονδήποτε συναφές θέμα·
(β)τους όρους και περιορισμούς, υφ' ους δύνανται να χορηγηθώσιν αι άδειαι·
(γ) τα προσόντα, εξουσίας, καθήκοντα και συμπεριφοράν των τελωνειακών πρακτόρων και βοηθών τελωνειακών πρακτόρων·
(δ) τας υποχρεώσεις και ευθύνην τελωνειακών πρακτόρων και βοηθών τελωνειακών πρακτόρων, εισαγωγέων και εξαγωγέων·
(ε) την ακύρωσιν ή αναστολήν της ισχύος οιασδήποτε αδείας, την στέρησιν του δικαιώματος του ενεργείν ως τελωνειακός πράκτωρ ή βοηθός τελωνειακός πράκτωρ και τον πειθαρχικόν έλεγχον τελωνειακών πρακτόρων και βοηθών τελωνειακών πρακτόρων εν γένει·
(στ) τα πληρωτέα τέλη δι' οιανδήποτε άδειαν, αίτησιν ή έτερον έγγραφον·
(ζ) την εξαίρεσιν οιωνδήποτε προσώπων ή κατηγοριών προσώπων εκ των διατάξεων οιωνδήποτε Κανονισμών εκδιδομένων δυνάμει του παρόντος άρθρου·
(η) παν ό,τι ήθελε κριθή αναγκαίον ή σκόπιμον διά την καλλιτέραν εκπλήρωσιν των σκοπών του παρόντος άρθρου ή διά την ρύθμισιν οιουδήποτε ζητήματος συναφούς προς τας διατάξεις αυτού.
(5) Πας όστις ενεργεί κατά παράβασιν των διατάξεων του παρόντος άρθρου ή των δυνάμει τούτου εκδιδομένων Κανονισμών ή παραλείπει να πράξη ο,τιδήποτε καθωρισμένον εν αυτοίς, είναι ένοχος αδικήματος και υπόκειται επί πλέον οιασδήποτε ετέρας ποινής εις ην δυνατόν να υπόκειται δυνάμει του παρόντος ή οιουδήποτε ετέρου νομοθετήματος, εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας £500· επί πλέον, εν τη περιπτώσει αδειούχου τελωνειακού πράκτορος ή βοηθού τελωνειακού πράκτορος, ο Διευθυντής κέκτηται διακριτικήν εξουσίαν να προβή εις την ακύρωσιν ή την αναστολήν της ισχύος της αδείας αυτού.