23Α.-(1) Πας όστις-
(α) χρησιμοποιεί τους όρους “ξενοδοχείον”, “κυρίως ξενοδοχείον”, “παρόδιον ξενοδοχείον”, “συγκρότημα οικίσκων”, “οικοτροφείον”, “κέντρον διακοπών” (holiday camp), “τουριστική κατασκήνωσις” (camping ground και car camping), “ωργανωμένα διαμερίσματα” (hotel apartments και service flats), “συγκρότημα τουριστικών επαύλεων”, “ξενοδοχείον άνευ αστέρος”, “ξενών” ή έτερον όρον έχοντα έννοιαν ξενοδοχείου ή τουριστικού καταλύματος διά τον χαρακτηρισμόν επιχειρηματικής μονάδος, εις τον οποίον δεν έχει εκδοθή άδεια λειτουργίας δυνάμει του άρθρου 80 ή
(β) διατηρεί ή λειτουργεί ξενοδοχείον, ξενοδοχειακήν μονάδα ή τουριστικόν κατάλυμα το οποίον δεν έτυχε κατατάξεως ή ανανεώσεως κατατάξεως δυνάμει του άρθρου 70 ή
(γ) διατηρεί ή λειτουργεί ξενοδοχείον, ξενοδοχειακήν μονάδα ή τουριστικόν κατάλυμα άνευ αδείας λειτουργίας εκδοθείσης, ή η άδεια του οποίου έχει ανακληθή δυνάμει του άρθρου 8,
(δ) ανεγείρει νέο ξενοδοχείο, ξενοδοχειακή μονάδα ή τουριστικό κατάλυμα ή προβαίνει σε επεκτάσεις ή τροποποιήσεις υφιστάμενων αδειούχων, χωρίς την προηγούμενη θεώρηση των αρχιτεκτονικών σχεδίων από τον οργανισμό δυνάμει του άρθρου (5) του παρόντος Νόμου, είναι ένοχος αδικήματος και, εν περιπτώσει καταδίκης, υπόκεται εις πρόστιμον μη υπερβαίνον τας ,450 ή εις φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τους εξ μήνας ή εις αμφοτέρας τας ποινάς ταύτας, εάν δε η παράβασις συνεχισθή μετά την καταδίκην του, ούτος είναι ένοχος περαιτέρω αδικήματος και υπόκειται εις πρόστιμον μη υπερβαίνον τας ,100 δι’ εκάστην ημέραν καθ’ ην συνεχίζεται η παράβασις.
(2) Επιπροσθέτως προς οιανδήποτε άλλην ποινήν προβλεπομένην υπό του παρόντος άρθρου, το Δικαστήριον, επί τη καταδίκη οιουδήποτε προσώπου δι’ αδίκημα δυνάμει του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, δύναται να διατάξη-
(α) την διακοπήν της λειτουργίας ξενοδοχείου, ξενοδοχειακής μονάδος ή τουριστικού καταλύματος εν σχέσει με το οποίον διεπράχθη το αδίκημα, εντός τοιαύτης προθεσμίας ως προβλέπεται εν τω διατάγματι του Δικαστηρίου, αλλ’ εν ουδεμιά περιπτώσει υπερβαινούσης τους δύο μήνας, εκτός εάν προ της παρελεύσεως της υπό του Δικαστηρίου ορισθείσης προθεσμίας διά την διακοπήν λειτουργίας το Διοικητικόν Συμβούλιον εκδώση άδειαν ή χορηγήση κατάταξιν ή ανανέωσιν κατατάξεως
(β) την καταβολήν υπό του καταδικασθέντος προσώπου των εξόδων της δίκης.
(3) Εάν οιονδήποτε πρόσωπον, καθ’ ου εξεδόθη διάταγμα συμφώνως προς τας διατάξεις της παραγράφου (α) του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου, παραλείψη να συμμορφωθή προς το εκδοθέν διάταγμα εντός της υπό του διατάγματος καθοριζομένης προθεσμίας, ο Αστυνομικός Διευθυντής της Επαρχίας εκτελεί το διάταγμα και αξιώνει την πληρωμήν των εξόδων άτινα προέκυψαν κατά την εκτέλεσιν του διατάγματος παρά του προσώπου καθ’ ου εξεδόθη τούτο. Τα έξοδα ταύτα θα θεωρώνται ως ποινή εντός της εννοίας του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου και η πληρωμή αυτών θα επιβάλληται συμφώνως προς τας διατάξεις του εν λόγω Νόμου.
(4) Παν πρόσωπον μη συμμορφούμενον προς διάταγμα εκδοθέν δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου, είναι ένοχον αδικήματος και υπόκειται εις φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν το εν έτος ή εις πρόστιμον μη υπερβαίνον τας ,1000 ή εις αμφοτέρας τας ποινάς ταύτας.
(5) Επιπροσθέτως προς οιανδήποτε άλλην ποινήν προβλεπομένην υπό του Νόμου και των Κανονισμών, το Δικαστήριον κέκτηται εξουσίαν να διατάξη παν πρόσωπον το οποίον ευρέθη ένοχον αδικήματος να συμμορφωθή προς τας σχετικάς διατάξεις του Νόμου ή των Κανονισμών εν σχέσει προς τας οποίας διεπράχθη το αδίκημα.
(6) Το Δικαστήριον ενώπιον του οποίου εκδικάζεται κατηγορία προσαφθείσα εναντίον προσώπου τινός δι’ αδίκημα διαπραχθέν κατά παράβασιν του εδαφίου (1) δύναται κατόπιν EX PARTE αιτήσεως να διατάξη αναστολήν πάσης εργασίας αναφορικώς προς την ανέγερσιν, κατασκευήν, διατήρησιν ή λειτουργίαν ξενοδοχείου ή τουριστικού καταλύματος μέχρι της τελικής εκδικάσεως της υποθέσεως αναφορικώς προς ην προσήφθη η κατηγορία:
Νοείται ότι η έκδοσις τοιούτου διατάγματος υπόκειται εις τας διατάξεις του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, των περί Δικαστηρίων Νόμων του 1960 έως 1985 και των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών.
(7) Πας όστις παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθή προς οιανδήποτε διάταξιν του παρόντος Νόμου εν τη οποία δεν γίνεται ειδική περί τούτου πρόνοια, είναι ένοχος αδικήματος και υπόκειται εις πρόστιμον μη υπερβαίνον τας ,450 ή εις φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τους εξ μήνας ή εις αμφοτέρας τας ποινάς ταύτας.