13.-(1) Το Συμβούλιον εξετάζει άπαντα τα εφαπτόμενα του φαρμακευτικού επαγγέλματος θέματα και λαμβάνει άπαντα τα μέτρα άτινα εκάστοτε ήθελε κρίνει σκόπιμα προς τούτο. άνευ δε επηρεασμού της γενικότητος της ανωτέρω διατάξεως ή οιασδήποτε ετέρας εξουσίας χορηγηθείσης εις αυτό υπό του παρόντος Νόμου, το Συμβούλιον κέκτηται τας ακολούθους εξουσίας :
(α) Να προστατεύη την τιμήν και την ανεξαρτησίαν του Παγκυπρίου Φαρμακευτικού Συλλόγου και να προασπίζη ταύτην εις τας σχέσεις αυτού προς την νομοθετικήν και εκτελεστικήν εξουσίαν.
(β) να ρυθμίζη διά κανονισμών την αφορώσαν εις την άσκησιν του φαρμακευτικού επαγγέλματος δεοντολογίαν.
(γ) να δίδη διευκρινίσεις και να αποφαίνεται επί θεμάτων αφορώντων εις την επαγγελματικήν δεοντολογίαν.
(δ) να εξετάζη και εάν κρίνη τούτο σκόπιμον, να υποβάλλη εισηγήσεις επί ισχυούσης νομοθεσίας και φαρμακευτικών θεμάτων υποβαλλομένων αυτώ προς εξέτασιν ή να υποβάλλη εισηγήσεις προς την Κυβέρνησιν επί του κατά πόσον είναι επιθυμητή η εισαγωγή νέας νομοθεσίας.
(ε) να εκπροσωπή το φαρμακευτικόν σώμα δι’ οιονδήποτε θέμα ως προς το οποίον η τοιαύτη εκπροσώπησις θεωρείται αναγκαία ή σκόπιμος.
(στ) να προωθή καλάς σχέσεις και κατανόησιν μεταξύ του Παγκυπρίου Φαρμακευτικού Συλλόγου και του κοινού.
(ζ) να καθορίζη το εις το Συμβούλιον πληρωτέον ποσοστόν εκ των επιβαλλομένων υπό των τοπικών φαρμακευτικών συλλόγων επί των μελών αυτών ετησίων συνδρομών δυνάμει του εδαφίου (5) του άρθρου 8 του παρόντος Νόμου.
(η) να καθορίζη κλίμακας αμοιβών Φαρμακοποιών δι’ επαγγελματικάς συμβουλάς, παρασχεθείσας υπηρεσίας ή εκτελεσθείσαν εργασίαν.
(θ) να ρυθμίζη παν θέμα αφορών εις τας ετησίας αδείας απουσίας των Φαρμακοποιών.
(ι) να εκδίδη Κανονισμούς διέποντος και ρυθμίζοντας οιονδήποτε των ως άνω θεμάτων υπό τον όρον ότι οι τοιούτοι Κανονισμοί θα τύχωσι της εγκρίσεως της πλειοψηφίας της γενικής συνελεύσεως του Παγκυπρίου Φαρμακευτικού Συλλόγου.
(ια) να εκδίδει Κανονισμούς διέποντας και ρυθμίζοντας τα της εκλογής ελεγκτών διά τον έλεγχον των λογαριασμών των Τοπικών Φαρμακευτικών Συλλόγων και των λογαριασμών του Συμβουλίου του Φαρμακευτικού Σώματος.
(2) Κανονισμοί εκδιδόμενοι δυνάμει της παραγράφου (ι) του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου -
(α) διά την ρύθμισιν θεμάτων προσβλεπομένων εν ταις παραγράφοις (α), (β), (γ), (δ), (ε), (στ), (ζ) και (θ) του εδαφίου (1) δημοσιεύονται υπό του Συμβουλίου εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας και τίθενται εν ισχύι από της δημοσιεύσεώς των.
(β) διά την ρύθμισιν θεμάτων προβλεπομένων εν τη παραγράφω (η) του εδαφίου (1) ή διά την ρύθμισιν οιωνδήποτε άλλων θεμάτων πλην των εν τη παραγράφω (α) του παρόντος εδαφίου αναφερομένων, θα ισχύωσιν υπό τον όρον ότι οι τοιούτοι κανονισμοί, άμα τη εγκρίσει των υπό της πλειοψηφίας της Γενικής Συνελεύσεως του Παγκυπρίου Φαρμακευτικού Συλλόγου, θα εγκρίνωνται υπό του Υπουργικού Συμβουλίου εντός εξ μηνών από της υποβολής των εις αυτό και θα κατατίθενται εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων. Εάν εντός τριάκοντα ημερών από της τοιαύτης καταθέσεως η Βουλή των Αντιπροσώπων δι’ αποφάσεως αυτής δεν τροποποιήση ή ακυρώση τους ούτω κατατεθέντας Κανονισμούς, εν όλω ή εν μέρει, τότε ούτοι αμέσως μετά την πάροδον της ως άνω προθεσμίας δημοσιεύονται εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας και τίθενται εν ισχύι από της τοιαύτης δημοσιεύσεως. Εν περιπτώσει τροποποιήσεως τούτων, εν όλω ή εν μέρει, υπό της Βουλής των Αντιπροσώπων, ούτοι δημοσιεύονται εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας ως ήθελον ούτω τροποποιηθή υπ’ αυτής και τίθενται εν ισχύϊ από της τοιαυτης δημοσιεύσεως.
(3) Κανονισμοί εκδιδόμενοι δυνάμει του παρόντος άρθρου είναι δεσμευτικοί δι’ άπαντας τους Φαρμακοποιούς.
(4) Πας Φαρμακοποιός όστις παραβαίνει ή δεν τηρεί Κανονισμούς εκδοθέντας συμφώνως τω παρόντι άρθρω θεωρείται ένοχος ασυμβιβάστου προς το φαρμακευτικόν επάγγελμα διαγωγής.
(5) Το Συμβούλιον είναι δυνατόν να εκπροσωπηθή ενώπιον οιουδήποτε Δικαστηρίου υφ’ οιουδήποτε των μελών αυτού ή υπό δικηγόρου δεόντως επί τούτω διοριζομένου.
(6) Το Συμβούλιον δύναται να ρυθμίζη τας ιδίας αυτού λειτουργίας, την πρακτικήν και την ενώπιον αυτού διαδικασίαν καθ’ ον τρόπον ήθελε τούτο κρίνει σκόπιμον.