19.-(1) Οιονδήποτε Δικαστήριον, όπερ ήθελεν εκδώσει καταδικαστικήν απόφασιν δι’ αδίκημα διαπραχθέν κατά τας προνοίας του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει τούτου γενομένων Κανονισμών ή κατά της προνοίας οιουδήποτε ετέρου Νόμου συναφώς προς την οδήγησιν μηχανοκινήτου οχήματος, δύναται άμα να αποστερήση τον καταδικασθέντα της ικανότητος του κατέχειν ή λαμβάνειν άδειαν οδηγήσεως μηχανοκινήτου οχήματος διά τοσούτον χρονικόν διάστημα, ως το Δικαστήριον ήθελε κατά το δοκούν εκάστοτε αποφασίσει.
(2) Παν πρόσωπον, όπερ διά διατάγματος του Δικαστηρίου εκδοθέντος δυνάμει του εδαφίου (1), ήθελεν αποστερηθή της ικανότητος του κατέχειν ή λαμβάνειν άδειαν οδηγήσεως μηχανοκινήτου οχήματος, δύναται να ασκήση έφεσιν κατά του τοιούτου διατάγματος καθ’ ον τρόπον ασκείται η έφεσις και κατά καταδικαστικής αποφάσεως0 εκκρεμούσης της εφέσεως, το Δικαστήριον δύναται, κατά το δοκούν να αναστείλη την ισχύν του ως είρηται διατάγματος.
(3) Οσάκις το πρόσωπον, όπερ αποστερήθη της ικανότητος του κατέχειν ή λαμβάνειν άδειαν οδηγήσεως μηχανοκινήτου οχήματος, κατόπιν καταδικαστικής αποφάσεως ή διατάγματος δυνάμει του παρόντος άρθρου εκδοθέντος, είναι κάτοχος αδείας, η τοιαύτη άδεια θέλει ανασταλή και αποστερηθή οιασδήποτε ισχύος, καθ’ ον χρονικόν διάστημα εξακολουθεί και η ούτω επιβληθείσα ανικανότης.
(4) Επί καταδίκης δι’ αδίκημα διαπραχθέν δυνάμει του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει τούτου γενομένων Κανονισμών, το εκδίδον την καταδικαστικήν απόφασιν Δικαστήριον δύναται εν πάση περιπτώσει, οφείλει δε, εν η περιπτώσει ήθελεν εκδώσει διάταγμα περί αποστερήσεως της ικανότητος του κατέχειν ή λαμβάνειν άδειαν οδηγήσεως, να διατάξη όπως αναγραφώσιν επί της κατεχομένης υπό του τοιούτου προσώπου αδείας λεπτομερείαι της επιβληθείσης αυτώ καταδίκης ή ανικανότητος.