5.-(1) Ο Έπαρχος δύναται, τηρουμένων οιωνδήποτε οδηγιών εκδιδομένων από καιρού εις καιρόν υπό του Υπουργού, να χορηγή άδειαν κυνηγίου.
(2) Παν πρόσωπον όπερ επιθυμεί όπως αποκτήση άδειαν κυνηγίου υποβάλλει προς τούτο αίτησιν προς τον Έπαρχον εν τω Τύπω “Α” του Πρώτου Πίνακος.
(3) Ο Έπαρχος κέκτηται εξουσίαν όπως απαιτήση παρά του αιτητού όπως προ της ανανεώσεως αδείας κυνηγίου ο αιτητής παράσχη εις αυτόν τοιαύτας πληροφορίας ως προς τα υπ’ αυτού φονευθέντα θηράματα ή άγρια πτηνά κατά την περίοδον της προηγουμένης αδείας του, ως ήθελον ζητηθή.
(4) Εν ουδεμιά περιπτώσει χορηγείται άδεια κυνηγίου εις πρόσωπον όπερ δεν κέκτηται άδειαν κατοχής κυνηγετικού όπλου δυνάμει του περί Πυροβόλων Όπλων Νόμου.
(5) Η άδεια κυνηγίου εκδίδεται εν τω Τύπω “Β1”, “Β2”, “Β3” ή “Β4”, αναλόγως της περιπτώσεως, του Πρώτου Πίνακος επί τη καταβολή του τέλους του καθοριζομένου εν τω Δευτέρω Πίνακι και εκπνέει την 31ην Ιουλίου την αμέσως επομένην της ημερομηνίας εκδόσεως αυτής.
Νοείται ότι ο Υπουργός δύναται κατά την κρίσιν αυτού να μειώση το καθοριζόμενον εν τω Δευτέρω Πίνακι καταβλητέον τέλος υπό αλλοδαπού διά απόκτησιν αδείας κυνηγίου κατά τοιούτο ποσοστόν ως ούτος ήθελε καθορίσει.