13.-(1) Ο Έφορος δύναται να προβαίνει σε βεβαίωση της φορολογίας κάθε προσώπου επί του αντικειμένου του φόρου του οποίου επιβάλλεται φόρος:
(2) Εις περιπτώσεις καθ' ας πρόσωπov τι επέδωκε δήλωσιv, o Διευθυvτής δύvαται-
(α) vα απoδεχθή τηv δήλωσιv και vα φoρoλoγήση βάσει ταύτης ή
(β) vα αρvηθή vα απoδεχθή τηv δήλωσιv και vα oρίση, κατά τηv κρίσιv αυτoύ, τo πoσόv τoυ αvτικειμέvoυ φόρoυ και vα φoρoλoγήση τo πρόσωπov τoύτo αvαλόγως.
(3) Σε περίπτωση κατά την οποία πρόσωπο παρέλειψε να υποβάλει δήλωση εντός της προθεσμίας που προβλέπεται από τον παρόντα Νόμο και ο Διευθυντής κρίνει ότι το πρόσωπο αυτό υπέχει υποχρέωσης καταβολής φόρου, ο Διευθυντής δύναται να προβεί σε βεβαίωση φόρου κατά την κρίση του με βάση τα ευρήματα ελέγχου που προέκυψαν μετά από σχετικό έλεγχο ή εξέταση ή έρευνα ή σύμφωνα με πληροφορίες και στοιχεία που έχει στη διάθεση του:
(4) Ο Διευθυντής δύναται, για σκοπούς επιβολής φορολογίας για οποιοδήποτε έτος αναφορικά με το οποίο δύναται να επιβληθεί φορολογία δυνάμει οποιασδήποτε διάταξης του παρόντος Νόμου, να χρησιμοποιεί τα ευρήματα ελέγχου, εξέτασης ή έρευνας που προέκυψαν και που χρησιμοποιήθηκαν για τη φορολογία άλλου έτους, σε περίπτωση προσώπου που παρέλειψε να υποβάλει οποιεσδήποτε φορολογικές δηλώσεις ή να τηρήσει οποιαδήποτε βιβλία ή αρχεία ή έγγραφα ή να παράσχει τις απαραίτητες διευκολύνσεις για την επαλήθευση τους ή όταν ο Διευθυντής κρίνει ότι τέτοιες δηλώσεις είναι ελλιπείς ή ανακριβείς.