20.-(1) Πας όστις δολίως ή εσκεμμένως υποβάλλει οιανδήποτε ανακριβή δήλωσιν αναφορικώς προς την ακίνητον αυτού ιδιοκτησίαν εν σχέσει προς την εξακρίβωσιν της φορολογικής αυτού υποχρεώσεως είναι ένοχος αδικήματος
(2) Παν φυσικόν πρόσωπον το οποίον συνεργεί, βοηθεί, συμβουλεύει, υποκινεί ή παροτρύνει πρόσωπόν τι όπως ενεργήση, παραδώση ή παράσχη δυνάμει του παρόντος Νόμου οιανδήποτε δήλωσιν, η οποία είναι ψευδής έν τινι ουσιώδει αυτής στοιχείω, είναι ένοχον αδικήματος.
(3) Παν πρόσωπον το οποίον διαπράττει οιονδήποτε αδίκημα καθοριζόμενον εν τω εδαφίω (1) ή (2) υπόκειται, επί τη καταδίκη του, εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας χιλίας λίρας ή εις φυλάκισιν δια χρονικόν διάστημα μη υπερβαίνον το τρία έτη ή εις αμφοτέρας τας ποινάς της φυλακίσεως και της χρηματικής τοιαύτης· προσέτι δε, εάν είναι πρόσωπον καταδικασθέν δι' αδίκημα καθοριζόμενον εν τω εδαφίω (1) -
(α) καταβάλλει το ποσόν του συνεπεία της δολίας ή εσκεμμένης πράξεως αυτού απολεσθέντος φόρου· και
(β) επιβαρύνεται υπό του Δικαστηρίου δια περαιτέρω ποσού μη υπερβαίνοντος το διπλάσιον του επιπροσθέτου φόρου ο οποίος κανονικώς επιβαρύνεται επί της ακινήτου ιδιοκτησίας δια το εν λόγω έτος.
Τα εν ταις παραγράφοις (α) και (β) οριζόμενα επιπρόσθετα ποσά είναι εισπρακτέα κατά τον εν τω παρόντι Νόμω προβλεπόμενον τρόπον.
(4) Δια τους σκοπούς του εδαφίου (2) δήλωσις θεωρείται ως ψευδής έν τινι ουσιώδει αυτής στοιχείω εάν εσκεμμένως παραλειφθή εξ αυτής οιαδήποτε πληροφορία ή οιονδήποτε ποσόν το οποίον κανονικώς ώφειλε να περιληφθή εν αυτή.
(5) Παρά τας διατάξεις οιουδήποτε εκάστοτε εν ισχύϊ νόμου ο Πρόεδρος Επαρχιακού Δικαστηρίου ή ο Ανώτερος Επαρχιακός Δικαστής ή ο Επαρχιακός Δικαστής κέκτηται δια του παρόντος αρμοδιότητα όπως εκδικάζη οιονδήποτε αδίκημα δυνάμει του παρόντος άρθρου και επιβάλλει τας υπό τούτου καθοριζομένας ποινάς.