1.- Ο παρών Νόμος θα αναφέρηται ως ο περί Φορολογίας Ακινήτου Ιδιοκτησίας Νόμος του 1980.
2.-(1) Εν τω παρόντι Νόμω, εκτός εάν εκ του κειμένου προκύπτη διάφορος έννοια -
"ακίνητος ιδιοκτησία" περιλαμβάνει -
(α) το έδαφος·
(β) οικοδομήματα και έτερα κτίσματα, έργα ή συστατικά στερρώς συνδεδεμένα μετά του εδάφους, ή των οικοδομημάτων, ή ετέρων κτισμάτων ή έργων·
(γ) δένδρα, αμπέλους και παν έτερον πράγμα φυτευθέν ή φυόμενον επί του εδάφους·
(δ) πηγάς, φρέατα, διατρήσεις, ύδωρ και δικαιώματα επί υδάτων, είτε ταύτα κατέχονται ομού μετά του εδάφους, είτε κεχωρισμένως·
(ε) προνόμια, δικαιώματα χρήσεως, πραγματικάς δουλείας, και τα πάσης φύσεως έτερα δικαιώματα και οφέλη τα αφορώντα, ή θεωρούμενα ως αφορώντα, εις το έδαφος ή οικοδομήματα ή έτερα κτίσματα ή έργα·
(στ) γη, η οποία δημιουργείται μετά από επίχωση της θάλασσας, καθώς και δικαιώματα και οφέλη επʼ αυτής, όπως αυτά περιγράφονται στην παράγραφο (ε) του παρόντος ορισμού·
(ζ) θαλάσσιος χώρος, ο οποίος κηρύσσεται ως μαρίνα δυνάμει των διατάξεων του περί Ρύθμισης Μαρίνων Νόμου, ο οποίος πρόκειται να επιχωθεί για τη δημιουργία ξηράς, όπως ο χώρος αυτός εμφαίνεται σε κτηματικό σχέδιο που ετοιμάζεται από το Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, καθώς και δικαιώματα και οφέλη επʼ αυτού όπως αυτά περιγράφονται στην παράγραφο (ε) του παρόντος ορισμού.
"ανίκανοι" λογίζονται οι παράφρονες, οι ολιγοφρενείς, ως και παν έτερον πρόσωπον όπερ, λόγω πνευματικής τινός νόσου, στερείται της χρήσεως του λογικού·
"Δημοκρατία" σημαίνει την Κυπριακήν Δημοκρατίαν·
"Διευθυντής" σημαίνει τον Διευθυντήν του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων του Υπουργείου Οικονομικών, περιλαμβάνει δε πάντα υπ' αυτού εξουσιοδοτηθέντα επί τούτω Λειτουργόν·
"Εκκλησία" σημαίνει την Εκκλησία της Κύπρου και περιλαμβάνει το Κεντρικό Εκκλησιαστικό Ταμείο της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Κύπρου, την Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου, όλες τις Μητροπόλεις, τις Σταυροπηγιακές Μονές, τις Ενοριακές Μονές, τους Ναούς και τα Παρεκκλήσια·
"Επαρχιακόν Κτηματολογικόν Γραφείον" σημαίνει το εν εκάστη Επαρχία Γραφείον του Κτηματολογικού και Χωρομετρικού Τμήματος του Υπουργείου Εσωτερικών·
"έτος" σημαίνει την περίοδον των δώδεκα μηνών την αρχομένην την πρώτην Ιανουαρίου και λήγουσαν την 31ην Δεκεμβρίου
"ιδιοκτήτης" σημαίνει το πρόσωπον όπερ δικαιούται να εγγραφή ως ιδιοκτήτης ακινήτου ιδιοκτησίας, είτε ούτος είναι ούτω εγγεγραμμένος είτε όχι·
"Κυρίαρχοι Περιοχαί των Βάσεων" σημαίνει την Κυρίαρχον Περιοχήν της Βάσεως του Ακρωτηρίου και την Κυρίαρχον Περιοχήν της Βάσεως Δεκελείας, ως αύται καθορίζονται εν τω άρθρω 1 της Συνθήκης Εγκαθιδρύσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας, ήτις υπεγράφη εν Λευκωσία την 16ην Αυγούστου, 1960·
"οργανισμός προσώπων" σημαίνει οιονδήποτε σώμα μετά ή άνευ νομικής προσωπικότητος, ως και πάσαν εταιρείαν, αδελφότητα ή άλλην ένωσιν προσώπων, κεκτημένην νομικήν προσωπικότητα ή μη·
"πρόσωπον" περιλαμβάνει και οργανισμόν προσώπων·
"φόρος" σημαίνει τον δυνάμει του παρόντος Νόμου επιβαλλόμενον φόρον.
3. (1)-Παρά τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, αλλά τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, εφ’ όλης της ακινήτου ιδιοκτησίας που βρίσκεται στη Δημοκρατία επιβάλλεται και εισπράττεται για κάθε έτος φόρος κατά τους συντελεστές όπως εκτίθενται κατωτέρω επί της αξίας της ακινήτου ιδιοκτησίας κάθε ιδιοκτήτη:
Για κάθε ευρώ από €1 μέχρι €40.000 |
6,0‰
|
Για κάθε ευρώ πάνω από €40.001 μέχρι €120.000 | 8,0‰ |
Για κάθε ευρώ πάνω από €120.001 μέχρι €170.000 | 9,0‰ |
Για κάθε ευρώ πάνω από €170.001 μέχρι €300.000 | 11,0‰ |
Για κάθε ευρώ πάνω από €300.001 μέχρι €500.000 | 13,0‰ |
Για κάθε ευρώ πάνω από €500.001 μέχρι €800.000 | 15,0‰ |
Για κάθε ευρώ πάνω από €800.001 μέχρι €3.000.000 | 17,0‰ |
Για κάθε ευρώ από €3.000.001 και άνω | 19,0‰: |
(2) Παρά τις διατάξεις του εδαφίου (1), σε περίπτωση που το ολικό ποσό της αξίας της ακινήτου ιδιοκτησίας που βρίσκεται στη Δημοκρατία δεν υπερβαίνει το ποσό των €12.500, δεν επιβάλλεται και δεν εισπράττεται φόρος επί της αξίας της ακινήτου ιδιοκτησίας.
4. -(1) Πας ιδιοκτήτης υποχρεούται να καταβάλη τον φόρον αναφορικώς προς άπασαν την ακίνητον αυτού ιδιοκτησίαν:
(2) Στις περιπτώσεις ακίνητης ιδιοκτησίας επί της οποίας έχουν ανεγερθεί και πωληθεί οικοδομές, για τις οποίες δεν έχουν εκδοθεί τίτλοι ή στην περίπτωση που έχουν εκδοθεί τίτλοι, αλλά δεν έχει διενεργηθεί η μεταβίβαση επʼ ονόματι του αγοραστή, ο ιδιοκτήτης δύναται να υποβάλλει στο Διευθυντή μέχρι την 31η Μαρτίου κάθε έτους, κατάσταση για κάθε ακίνητη ιδιοκτησία που έχει αναπτύξει και για την οποία υφίσταται σύμβαση πώλησης κατά την 1η Ιανουαρίου του εν λόγω έτους:
(3) Η κατάσταση που αναφέρεται στο εδάφιο (2) περιλαμβάνει τα ακόλουθα:
(α) Τα διακριτικά στοιχεία της πωληθείσας οικοδομικής μονάδας,
(β) το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του αγοραστή ή εκδοχέα ή δικαιούχου της οικοδομικής μονάδας,
(γ) την ημερομηνία του πωλητήριου ή εκχωρητηρίου εγγράφου,
(δ) την ημερομηνία αποπεράτωσης της οικοδομής,
(ε) την ημερομηνία παράδοσης της κατοχής της πωληθείσας οικοδομικής μονάδας στον αγοραστή ή εκδοχέα,
(στ) το ποσοστό επί του συνολικού εμβαδού των οικοδομών και της γης που αναλογεί στην πωληθείσα ή εκχωρηθείσα οικοδομική μονάδα.
(4) Εφόσον ο ιδιοκτήτης υποβάλλει στο Διευθυντή εντός της αναφερόμενης στο εδάφιο (2) προθεσμίας την προβλεπόμενη κατάσταση, η υποχρέωση καταβολής του φόρου αναφορικά με κάθε πωληθείσα ή εκχωρηθείσα οικοδομική μονάδα, μεταφέρεται στον αντίστοιχο αγοραστή, εκδοχέα ή δικαιούχο και ο Διευθυντής εκδίδει τη φορολογία στο όνομα του αγοραστή ή εκδοχέα ή δικαιούχου της οικοδομικής μονάδας:
(5) Η κατάσταση που προβλέπεται στο εδάφιο (2) υποβάλλεται σε εγκεκριμένο από το Διευθυντή έντυπο ή με τη χρήση μηχανογραφημένης, ηλεκτρονικής ή άλλης μεθόδου, η οποία εγκρίνεται από το Διευθυντή.
5.- (1) Ο Διευθυντής δύναται να προβαίνει σε βεβαίωση της φορολογίας κάθε προσώπου επί της αξίας της ακινήτου ιδιοκτησίας είτε πριν είτε μετά την πάροδο της προθεσμίας για την υποβολή της δήλωσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7, είτε το πρόσωπο υπέβαλε τη δήλωσή του είτε όχι.
(2) Εις περιπτώσεις καθ' ας πρόσωπόν τι επέδωκε δήλωσιν αλλά δεν κατέβαλε τον φόρον, ο Διευθυντής δύναται κατ' αρχήν να φορολογήση το πρόσωπον τούτο προσωρινώς βάσει της τοιαύτης δηλώσεώς του, και μετά ταύτα να προβή εις εκτίμησιν της αξίας της ακινήτου ιδιοκτησίας και να φορολογήση το πρόσωπον τούτο αναλόγως το αργότερο μέσα σε δύο χρόνια από την ημερομηνία υποβολής της δηλώσεως.
(3) Εις περιπτώσεις καθ' ας πρόσωπόν τι δεν επέδωκε δήλωσιν και ο Διευθυντής κρίνει ότι το πρόσωπον τούτο υπέχει υποχρέωσιν καταβολής φόρου, ούτος δύναται να προβή εις εκτίμησιν της αξίας της ακινήτου αυτού ιδιοκτησίας και να φορολογήση το πρόσωπον τούτο αναλόγως. Εν τοιαύτη περιπτώσει ασχέτως του χρόνου κατά τον οποίον εγένετο η φορολογία, ο φόρος είναι πληρωτέος την 30ην Σεπτεμβρίου του έτους εις το οποίον αναφέρεται η τοιαύτη φορολογία.
6. Η αξία της ακινήτου ιδιοκτησίας λογίζεται ότι είναι το τίμημα όπερ κατά την γνώμην του Διευθυντού θα απέφερεν εάν επωλείτο εν τη ελευθέρα αγορά κατά την 1ην Ιανουαρίου, 1980, ουδεμία δε έκπτωσις γίνεται εις την εκτίμησιν λόγω του ότι η εκτίμησις εβασίσθη επί της προϋποθέσεως ότι ολόκληρος η ακίνητος ιδιοκτησία θα προσφερθή προς πώλησιν κατά τον αυτόν χρόνον:
7.- (1) Πας ιδιοκτήτης υπόχρεως εις καταβολήν φόρου οφείλει, προ της 30ης Σεπτεμβρίου, 1980, να υποβάλη εις τον Διευθυντήν δήλωσιν δεικνύουσαν την ακίνητον αυτού ιδιοκτησίαν κατά την 1ην Ιανουαρίου, 1980 καθώς και την αξίαν αυτής κατά την ιδίαν ημερομηνίαν και ο φόρος καταβάλλεται συμφώνως προς την τοιαύτην δήλωσιν:
(2) Διά τους σκοπούς του παρόντος άρθρου οιαδήποτε ακίνητος ιδιοκτησία ιδιοκτήτου η οποία απηλλοτριώθη δυνάμει του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου, ανεξαρτήτως του εάν αυτή είναι εγγεγραμμένη επ' ονόματι του ιδιοκτήτου ή εάν ούτος εδικαιούτο εις εγγραφήν ταύτης επ' ονόματι του, δεν θα θεωρήται ως ιδιοκτησία αυτού εν σχέσει προς την εν τω εδαφίω (1) αναφερομένην δήλωσίν του, θα θεωρήται δε ως αφαίρεσις εκ της ακινήτου ιδιοκτησίας του εν σχέσει προς την επιφύλαξιν του ρηθέντος εδαφίου (1). Η τοιαύτη ιδιοκτησία θα θεωρήται ως ανήκουσα εις την απαλλοτριούσαν αρχήν.
(3) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 3 του παρόντος Νόμου, εν περιπτώσει πωλήσεως ακινήτου ιδιοκτησίας για την οποία δεν εφαρμόστηκαν για οποιοδήποτε λόγο οι διατάξεις των εδαφίων (2) έως (5) του άρθρου 4 και οι διατάξεις της δεύτερης και τρίτης επιφύλαξης του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, ο αγοραστής ταύτης δύναται, άμα τη επ' ονόματι του μεταβιβάσει της ρηθείσης ακινήτου ιδιοκτησίας, να ζητήση από τον Διευθυντήν την επιστροφήν του υπό του πωλητού καταβληθέντος διά την τοιαύτην ακίνητον ιδιοκτησία φόρου εάν-
(α) προσκομίση εις τον Διευθυντήν την σχετικήν σύμβασιν πωλήσεως και οιαδήποτε άλλα στοιχεία αποδεικνύοντα ότι εις το τίμημα πωλήσεως της τοιαύτης ακινήτου ιδιοκτησίας προσετέθη και ως προειρήται φόρος·
(β) έχουν τηρηθή υπ' αυτού αι διατάξεις του άρθρου 2 του περί Πωλήσεως Γαιών (Ειδική Εκτέλεσις) Νόμου· και
(γ) απόδειξη ότι ομού μετά του ως προείρηται καταβληθέντος φόρου κατέβαλε φόρον υπερβαίνοντα το ποσόν του φόρου του ορθώς επ' αυτού επιβλητέου.
(4) Η δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου απαιτουμένη δήλωσις δέον να είναι εν τύπω εγκεκριμένω υπό του Διευθυντού.
8. Εάν καθ' οιονδήποτε χρόνον, περιέλθη εις γνώσιν του ιδιοκτήτου ή οιουδήποτε ετέρου προσώπου υποχρέου εις την καταβολήν φόρου ότι εν οιαδήποτε δηλώσει επιδοθείση υπ' αυτού ενυπάρχη λάθος λόγω του ότι -
(α) ακίνητος ιδιοκτησία παρελείφθη εκ ταύτης· ή
(β) ακίνητος ιδιοκτησία υπετιμήθη εν ταύτη,
ούτος υποχρεούται όπως επιδώση πάραυτα τω Διευθυντή συμπληρωματικήν δήλωσιν περιέχουσαν λεπτομερείας του τοιούτου λάθους.
9. Πας επίτροπος, κηδεμών, ή πας πληρεξούσιος, πράκτωρ, αντιπρόσωπος, σύνδικος, διαχειριστής ή θεματοφύλαξ ιδιοκτήτου μη διαμένοντος εν τη Δημοκρατία ή ανικάνου ή ανήλικου τινός προσώπου ευθύνεται δια την διενέργειαν πάσης πράξεως ήτις απαιτείται υπό του παρόντος Νόμου επί τω τέλει βεβαιώσεως και καταβολής φόρου επιβληθέντος επί της ακινήτου ιδιοκτησίας του μη διαμένοντος εν τη Δημοκρατία προσώπου ή του ανικάνου τοιούτου προσώπου.
10. Η βεβαίωσις του ποσού του φόρου επί της αξίας ακινήτου ιδιοκτησίας ανηκούσης εις ανίκανον ή ανήλικον ή μη διαμένον εν τη Δημοκρατία πρόσωπον γίνεται επ' ονόματι του επιτρόπου, κηδεμόνος, πληρεξουσίου, πράκτορος, αντιπροσώπου, συνδίκου, διαχειριστού ή θεματοφύλακος αυτού.
11. Ο Διευθυντής ή έτερον πρόσωπον ασκούν την διεύθυνσιν εκάστου νομικού προσώπου ευθύνεται δια την υποβολήν δηλώσεως και την διενέργειαν πασών των άλλων αναγκαίων, δυνάμει του παρόντος Νόμου, πράξεων και διαβημάτων δια την βεβαίωσιν και καταβολήν του επί τοιούτων νομικών προσώπων επιβληθέντος φόρου.
12. Οσάκις ιδιοκτήτης τις αποβιώση οι νόμιμοι αυτού αντιπρόσωποι είναι υπεύθυνοι δια την διενέργειαν πασών των πράξεων ας ο αποβιώσας θα υπεχρεούτο, εάν έζη, να διενεργήση δυνάμει του παρόντος Νόμου.
13.-(1) Οσάκις εις περιπτώσεις καθ' ας υπεβλήθη δήλωσις ακινήτου ιδιοκτησίας ο Διευθυντής έχει λόγους να πιστεύη ότι η αξία της ακινήτου ιδιοκτησίας προσώπου τινός είναι μεγαλυτέρα της αξίας, ως αύτη έχει υπολογισθή υπό του ιδιοκτήτου, ο Διευθυντής δύναται, καθ' οιονδήποτε χρόνον εντός δύο ετών από της ημερομηνίας καθ' ην ο φόρος κατέστη πληρωτέος, να αναθεωρήση το ποσόν της αξίας της ακινήτου ιδιοκτησίας και το ποσόν του φόρου και να κοινοποιήση την απόφασίν του δια σχετικής ειδοποιήσεως προς το ενδιαφερόμενον πρόσωπον.
(2) Εις περιπτώσεις καθ' ας δεν υπεβλήθη δήλωσις ακινήτου ιδιοκτησίας εντός της υπό του παρόντος Νόμου καθοριζομένης προθεσμίας ή υπεβλήθη τοιαύτη δήλωσις αλλά παρελείφθη εξ αυτής ιδιοκτησία τις, ο Διευθυντής δύναται, καθ' οιονδήποτε χρόνον, να προβή εις εκτίμησιν της αξίας της ακινήτου ιδιοκτησίας του προσώπου τούτου και να κοινοποιήση την απόφασίν του δια σχετικής ειδοποιήσεως προς το ενδιαφερόμενον πρόσωπον.
(3) Αι διατάξεις των εκάστοτε εν ισχύϊ περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμων αι αφορώσαι εις ενστάσεις και προσφυγάς εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, εφ' οιασδήποτε αποφάσεως του Διευθυντού δυνάμει του παρόντος άρθρου.
14.-(1) Οσάκις η αξία της ακινήτου ιδιοκτησίας, ως αύτη έχει υπολογισθή συμφώνως προς τας διατάξεις των άρθρων 6 και 7 του παρόντος Νόμου, είναι χαμηλοτέρα των τριών τετάρτων της αξίας της ακινήτου ιδιοκτησίας ως αύτη θα έχη τελικώς εξακριβωθή, ο ιδιοκτήτης υπόκειται, επιπροσθέτως προς το ποσόν του κανονικού φόρου εις πληρωμήν ποσού ίσου προς το έν δέκατον της διαφοράς μεταξύ του ποσού του φόρου ως τούτο έχει τελικώς εξακριβωθή και του ποσού του φόρου του πληρωτέου ή πληρωθέντος συμφώνως προς τας διατάξεις των άρθρων 6 και 7 του παρόντος Νόμου.
(2) Οσάκις πρόσωπόν τι αποδείξη ότι αναφορικώς προς φορολογικόν τι έτος κατέβαλε προσωρινόν φόρον υπερβαίνοντα το ποσόν του φόρου του ορθώς επ' αυτού επιβλητέου, το πρόσωπον τούτο δικαιούται όπως τω αποδοθή το ούτω καθ' υπερβολήν καταβληθέν ποσόν ομού μετά τόκου από της ημερομηνίας κατά την οποίαν κατεβλήθη ο προσωρινός φόρος, προς εννέα τοις εκατόν ετησίως.
(3) Όταν πρόσωπο αποδείξει ότι έχει καταβάλει, μέχρι την 30ή Σεπτεμβρίου 1995, το ποσό που καθορίζεται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), δικαιούται να του επιστραφεί το ποσό που κατέβαλε.
15.-(1) Πας ιδιοκτήτης όστις υποβάλλει δήλωσιν της ακινήτου αυτού ιδιοκτησίας καταβάλλει ταυτοχρόνως τον φόρον δια το έτος 1980 συμφώνως προς την τοιαύτην δήλωσιν.
(2) Πας ιδιοκτήτης οφείλει δι' έκαστον επόμενον έτος όπως καταβάλλη τον φόρον συμφώνως προς την αρχικήν αυτού δήλωσιν ακινήτου ιδιοκτησίας και οιανδήποτε αναθεωρημένην τοιαύτην, προ της 30ης Σεπτεμβρίου εκάστου έτους.
(3) Οσάκις ο φόρος δεν κατεβλήθη ομού μετά της δηλώσεως ακινήτου ιδιοκτησίας, ούτος εισπράττεται προ ή κατά την 30ην Σεπτεμβρίου εκάστου έτους συμφώνως προς τας διατάξεις του εκάστοτε εν ισχύϊ περί Εισπράξεως Φόρων Νόμου.
(4) Ανεξαρτήτως των διατάξεων των εδαφίων (1), (2) και (3) του παρόντος άρθρου, ο Διευθυντής δύναται εις περίπτωσιν καθ' ην κατά την κρίσιν του, ο υπόχρεως διά καταβολήν φόρου ιδιοκτήτης δεν είναι εις θέσιν να καταβάλη τον φόρον ως προνοείται εν τω παρόντι άρθρω να αναστείλη την πληρωμήν του τοιούτου φόρου διά τοιούτο χρονικόν διάστημα ως υπό τας περιστάσεις ήθελε κρίνει αναγκαίον, εφαρμοζομένων των διατάξεων του άρθρου 17.
(5) Ο δυνάμει του εδαφίου (4) αναστελλόμενος φόρος θα συνιστά εμπράγματον βάρος επί της ακινήτου ιδιοκτησίας και θα έχη προτεραιότητα έναντι άλλων εμπραγμάτων βαρών, είτε ταύτα συνεστήθησαν πρό είτε μετά την ημερομηνίαν καθ' ην ο αναστελλόμενος φόρος κατέστη καταβλητέος, και ουδεμία μεταβίβασις τοιαύτης ακινήτου ιδιοκτησίας θα εγγράφηται ή υποθηκεύηται, εκτός εάν ο ούτως αναστελλόμενος φόρος έχη καταβληθή ως προνοείται εν τω παρόντι Νόμω:
(α) δωρεάς ή πωλήσεις υπό γονέων προς τέκνον·
(β) δωρεάς υπό συγγενούς προς συγγενή μέχρι και του τρίτου βαθμού συγγενείας, κατ' ευθείαν ή εξ πλαγίου, άλλως ή υπό γονέως προς τέκνον·
(γ) ανταλλαγάς μεταξύ συγγενών μέχρι και του τρίτου βαθμού συγγενείας, κατ' ευθείαν ή εκ πλαγίου· ή
(δ) μεταβιβάσεις υπό ή εκ μέρους εταιρείας τινός της οποίας οι μέτοχοι είναι σύζυγοι ή και τα τέκνα αυτών εις σύζυγον ή τέκνον του τοιούτου μετόχου ή εις συγγενή του τοιούτου μετόχου μέχρι και του τρίτου βαθμού συγγενείας, κατ' ευθείαν ή εκ πλαγίου.
(6) Η δυνάμει του εδαφίου (4) αναστολή της πληρωμής αίρεται οσάκις οιονδήποτε εκ των εν τοις παραγράφοις (α) έως (δ) της επιφυλάξεως του εδαφίου (5) πρόσωπον επ' ονόματι του οποίου εγένετο η μεταβίβασις είναι, κατά την κρίσιν του Διευθυντού, εις θέσιν να καταβάλη τον ανασταλέντα φόρον.
(7) (α) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του εδαφίου (5) του παρόντος άρθρου, ο ιδιοκτήτης ακινήτου ιδιοκτησίας υποκειμένης εις εμπράγματον βάρος δύναται να μεταβιβάση ταύτην διά δηλώσεως πωλήσεως και καταθέσεως ολοκλήρου του τιμήματος πωλήσεως εις το αρμόδιον Επαρχιακόν Κτηματολογικόν Γραφείον εφ' όσον το εν αυτή δηλούμενον τίμημα πωλήσεως ικανοποιεί τον Διευθυντήν ότι δεν είναι χαμηλότερον του ανασταλέντος φόρου, συμπεριλαμβανομένου του δυνάμει του άρθρου 17 του παρόντος Νόμου τόκου, ή ο ως προείρηται ιδιοκτήτης είναι εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης ετέρας ιδιοκτησίας αξίας υπερβαινούσης τον ανασταλέντα φόρον και τόκον.
(β) Πας μη ικανοποιούμενος εκ της αποφάσεως του Διευθυντού δύναται εντός δεκαπέντε ημερών το αργότερον από της ημερομηνίας καθ' ην εξεδόθη η απόφασις του Διευθυντού, να αιτήση παρά του Επαρχιακού Δικαστηρίου, εν τη επαρχία εν η κείται η ρηθείσα ακίνητος ιδιοκτησία, αναθεώρησιν της αποφάσεως του Διευθυντού ως το Δικαστήριον ήθελε κρίνει δίκαιον υπό τας περιστάσεις.
16. - Τηρουμένων των διατάξεων της δεύτερης και τρίτης επιφύλαξης του εδαφίου (1) του άρθρου 7, εάν δι' οιονδήποτε λόγον φόρος αναφορικώς προς οιανδήποτε ακίνητον ιδιοκτησίαν, δεν δύναται να εισπραχθεί παρά του Ιδιοκτήτου, ούτος εισπράττεται παρά παντός νομίμου κατόχου της ιδιοκτησίας και, επί τη τοιαύτη εισπράξει, ο κάτοχος ούτος δεν υπέχει οιανδήποτε αστικήν ευθύνην έναντι του ιδιοκτήτου αναφορικώς προς το ούτω παρ' αυτού εισπραχθέν ποσόν και δικαιούται να παρακρατήση εκ πάσης μετά την είσπραξιν καθισταμένης πληρωτέας δόσεως ενοικίου της τοιαύτης ιδιοκτησίας ποσόν ίσον προς το παρ' αυτού εισπραχθέν ποσόν.
17. (1) Εάν ο φόρος δεν καταβληθή μέχρι της 30ής Σεπτεμβρίου του έτους αναφορικώς προς το οποίον επεβλήθη, ούτος εισπράττεται μετά τόκου, από της ημερομηνίας κατά την οποίαν οφείλεται ο φόρος προς εννέα τοις εκατόν ετησίως, μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2006 και από την 1η Ιανουαρίου 2007 και εντεύθεν, προς το εκάστοτε δημόσιον επιτόκιον υπερημερίας που καθορίζεται από τον Υπουργό Οικονομικών δυνάμει των διατάξεων του περί του Ενιαίου Δημοσίου Επιτοκίου Υπερημερίας Νόμου και αι διατάξεις του παρόντος Νόμου αι αφορώσαι εις την είσπραξιν του φόρου εφαρμόζονται δια την είσπραξιν του ποσού τούτου:
(2) Όταν οποιοδήποτε πρόσωπο, με αίτησή του που υποβάλλεται προς το Διευθυντή μέχρι την 30ή Σεπτεμβρίου 1995, αποδείξει ότι έχει καταβάλει τόκο για τα έτη 1980 μέχρι 1991 αναφορικά με ποσό φόρου που κατέστη πληρωτέο μετά την αναθεώρηση της αξίας ακίνητης ιδιοκτησίας, η οποία έγινε με βάση οποιεσδήποτε διατάξεις του παρόντος Νόμου, τότε το πρόσωπο αυτό δικαιούται να του επιστραφεί το ποσό του τόκου που κατέβαλε, υπό τον όρο ότι έχει υποβάλει μέχρι την 31η Μαρτίου 1992 τις δηλώσεις που απαιτούνται από το άρθρο 7 του παρόντος Νόμου.
(3) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ο ετήσιος τόκος υπολογίζεται με βάση τους συμπληρωμένους μήνες για τους οποίους καθυστερεί η καταβολή του φόρου και αφορά οφειλομενο φόρο ο οποίος καταβάλλεται κατά ή μετά την 1η Σεπτεμβρίου 2020
18. Δεν επιβάλλεται ή εισπράττεται φόρος επί των ακολούθων:
(α) δημοσίων τόπων ταφής·
(β) εκκλησιών, παρεκκλησιών, τεμενών, οικημάτων συνελεύσεως ή κτιρίων ή μέρους αυτών αφιερωμένων αποκλειστικώς εις την άσκησιν δημοσίων θρησκευτικών ιεροτελεστιών·
(γ) οικημάτων χρησιμοποιουμένων ως δημοσίων νοσοκομείων·
(δ) ακινήτου ιδιοκτησίας -
(i) κατεχομένης υπό ή εγγεγραμμένης εν τοις βιβλίοις του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου εν ονόματι οιουδήποτε σχολείου λειτουργούντος βάσει του εκάστοτε εν ισχύϊ νόμου αφορώντος εις την Στοιχειώδη, Μέσην ή Ανωτέραν Παιδείαν·
(ii) ανηκούσης εις την Δημοκρατίαν·
(iii) ανηκούσης εις ξένον κράτος και χρησιμοποιουμένης υπό του τοιούτου κράτους ως πρεσβείας ή προξενείου ή ως επισήμου διαμονής του διπλωματικού αντιπροσώπου του περί ου ο λόγος κράτους, νοουμένου ότι το ενδιαφερόμενον κράτος παρέχει αμοιβαίως απαλλαγήν από του φόρου της αυτής ή παρομοίας φύσεως αναφορικώς προς ακίνητον ιδιοκτησίαν εν τω κράτει τούτω ανήκουσαν εις την Δημοκρατίαν·
(iv) εγγεγραμμένης ή καταγεγραμμένης εν τοις βιβλίοις του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου ως τόπου κοινής νομής·
(v) καταγεγραμμένης ή εκχωρησθείσης απόαμνημονεύτων χρόνων προς κοινήν χρήσινκοινότητός τινος·
(vi) ανηκούσης εις δήμον ή οργανισμόν δημοσίας ωφελείας κατόπιν της επί τούτω εισηγήσεως του Υπουργού Οικονομικών και αποφάσεως του Υπουργικού Συμβουλίου και υπό τοιούτους όρους οίους ήθελε προβλέψει το Υπουργικόν Συμβούλιον εν τη Αποφάσει:
(vii) ευρισκομένης, λόγω της Τουρκικής Εισβολής, εις απροσπελάστους περιοχάς·
(viii) [Διαγράφηκε]·
(ix) αναφορικώς προς την οποίαν ισχύει Διάταγμα Διατηρήσεως εκδοθέν δυνάμει των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμων του 1972 και 1982:
(ε) οικημάτων χρησιμοποιουμένων αποκλειστικώς διά τους βασικούς σκοπούς οιωνδήποτε φιλανθρωπικών ιδρυμάτων δημοσίου χαρακτήρος συντηρουμένων κυρίως διά δωρεών ή εκουσίων εισφορών και ανηκόντων εις αυτά·
(στ) γεωργικής ακινήτου ιδιοκτησίας (εξαιρουμένων οιωνδήποτε οικοδομημάτων ή ετέρων κτισμάτων ή έργων) ανηκούσης εις φυσικόν πρόσωπον το οποίον ασκεί κατά κύριον λόγον γεωργικήν ή κτηνοτροφικήν επιχείρησιν και διαμένει εντός της περιοχής ένθα ευρίσκεται η γεωργική ιδιοκτησία η οποία χρησιμοποιείται υπό του ιδιοκτήτου αποκλειστικώς διά γεωργικούς ή κτηνοτροφικούς σκοπούς·
(ζ) συμβάσεων μίσθωσης τουρκοκυπριακής ακίνητης ιδιοκτησίας μεταξύ του Κηδεμόνα ως εκμισθωτή και εκτοπισθέντος προσώπου ως μισθωτή για σκοπούς στέγασης ή αυτοστέγασής του, οι οποίες δύναται να εγγραφούν δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 65Β του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου.
19.-(1) Ανεξαρτήτως παντός εν τω παρόντι Νόμω διαλαμβανομένου, η υπαγωγή εις φόρον αναφορικώς προς ιδιοκτησίαν κειμένην εντός του εδάφους των Κυριάρχων Περιοχών των Βάσεων και η υπαγωγή εις φόρον αναφορικώς προς ιδιοκτησίαν κειμένην εντός του εδάφους της Δημοκρατίας και ανήκουσαν κατά κυριότητα εις τας Αρχάς του Ηνωμένου Βασιλείου ή τας Ενόπλους Δυνάμεις της Δημοκρατίας της Ελλάδος ή της Δημοκρατίας της Τουρκίας θα διέπηται υπό των οικείων προνοιών της Συνθήκης Εγκαθιδρύσεως ή της Συμφωνίας περί της εφαρμογής της Συνθήκης Συμμαχίας ήτις υπεγράφη εν εκατέρα περιπτώσει, εν Λευκωσία την 16ην Αυγούστου, 1960, και ο φόρος επιβάλλεται και εισπράττεται βάσει των ρηθεισών προνοιών.
(2) Δια τους σκοπούς του παρόντος άρθρου -
(α) ο όρος "Συνθήκη Εγκαθιδρύσεως" σημαίνει την αφορώσαν εις την Εγκαθίδρυσιν της Δημοκρατίας της Κύπρου Συνθήκην, την υπογραφείσαν εν Λευκωσία την 16ην Αυγούστου, 1960, και περιλαμβάνει την Ανταλλαγήν Διακοινώσεων την υπογραφείσαν εν Λευκωσία κατά την αυτήν ημερομηνίαν·
(β) οι εν τω εδαφίω (1) του παρόντος άρθρου χρησιμοποιούμενοι όροι και λέξεις θα έχωσι την έννοιαν την αποδιδομένην εις αυτούς ή αυτάς εν τη Συνθήκη Εγκαθιδρύσεως ή εν τη Συμφωνία περί της Εφαρμογής της Συνθήκης Συμμαχίας της υπογραφείσης, εν εκατέρα περιπτώσει, εν Λευκωσία την 16ην Αυγούστου, 1960.
19Α. Ανεξάρτητα από οποιαδήποτε διάταξη του παρόντος Νόμου, ο φόρος επί της ακινήτου ιδιοκτησίας της Εκκλησίας η οποία κατέχεται κατά τη 14η Μαρτίου 2012 ή δύναται να εγγραφεί στο όνομα της Εκκλησίας δυνάμει της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 41 του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου κατά τη 14η Μαρτίου 2012 ή αποκτάται μετά τη 14η Μαρτίου 2012 με δωρεά ή ανταλλαγή με ακίνητη ιδιοκτησία που βρισκόταν στην ιδιοκτησία ή κατοχή της Εκκλησίας κατά τη 14η Μαρτίου 2012 με αντισυμβαλλόμενο μέρος τη Δημοκρατία, επιβάλλεται και εισπράττεται κατά τη διάθεση της ακινήτου ιδιοκτησίας, με τόκο από τη 14η Μαρτίου 2012 ή από την ημερομηνία της δωρεάς, οποιαδήποτε από τις ημερομηνίες αυτές είναι η μεταγενέστερη:
20.-(1) Πας όστις δολίως ή εσκεμμένως υποβάλλει οιανδήποτε ανακριβή δήλωσιν αναφορικώς προς την ακίνητον αυτού ιδιοκτησίαν εν σχέσει προς την εξακρίβωσιν της φορολογικής αυτού υποχρεώσεως είναι ένοχος αδικήματος
(2) Παν φυσικόν πρόσωπον το οποίον συνεργεί, βοηθεί, συμβουλεύει, υποκινεί ή παροτρύνει πρόσωπόν τι όπως ενεργήση, παραδώση ή παράσχη δυνάμει του παρόντος Νόμου οιανδήποτε δήλωσιν, η οποία είναι ψευδής έν τινι ουσιώδει αυτής στοιχείω, είναι ένοχον αδικήματος.
(3) Παν πρόσωπον το οποίον διαπράττει οιονδήποτε αδίκημα καθοριζόμενον εν τω εδαφίω (1) ή (2) υπόκειται, επί τη καταδίκη του, εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας χιλίας λίρας ή εις φυλάκισιν δια χρονικόν διάστημα μη υπερβαίνον το τρία έτη ή εις αμφοτέρας τας ποινάς της φυλακίσεως και της χρηματικής τοιαύτης· προσέτι δε, εάν είναι πρόσωπον καταδικασθέν δι' αδίκημα καθοριζόμενον εν τω εδαφίω (1) -
(α) καταβάλλει το ποσόν του συνεπεία της δολίας ή εσκεμμένης πράξεως αυτού απολεσθέντος φόρου· και
(β) επιβαρύνεται υπό του Δικαστηρίου δια περαιτέρω ποσού μη υπερβαίνοντος το διπλάσιον του επιπροσθέτου φόρου ο οποίος κανονικώς επιβαρύνεται επί της ακινήτου ιδιοκτησίας δια το εν λόγω έτος.
Τα εν ταις παραγράφοις (α) και (β) οριζόμενα επιπρόσθετα ποσά είναι εισπρακτέα κατά τον εν τω παρόντι Νόμω προβλεπόμενον τρόπον.
(4) Δια τους σκοπούς του εδαφίου (2) δήλωσις θεωρείται ως ψευδής έν τινι ουσιώδει αυτής στοιχείω εάν εσκεμμένως παραλειφθή εξ αυτής οιαδήποτε πληροφορία ή οιονδήποτε ποσόν το οποίον κανονικώς ώφειλε να περιληφθή εν αυτή.
(5) Παρά τας διατάξεις οιουδήποτε εκάστοτε εν ισχύϊ νόμου ο Πρόεδρος Επαρχιακού Δικαστηρίου ή ο Ανώτερος Επαρχιακός Δικαστής ή ο Επαρχιακός Δικαστής κέκτηται δια του παρόντος αρμοδιότητα όπως εκδικάζη οιονδήποτε αδίκημα δυνάμει του παρόντος άρθρου και επιβάλλει τας υπό τούτου καθοριζομένας ποινάς.
21.-(1) Παν πρόσωπον όπερ αρνείται, παραλείπει ή αμελεί να υποβάλη δηλώσεις ή να παράσχη στοιχεία ή να εκτελέση οιονδήποτε καθήκον επιβαλλόμενον υπό των διατάξεων του παρόντος Νόμου, ως και παν πρόσωπον όπερ παραβαίνει καθ' οιονδήποτε έτερον τρόπον τας διατάξεις του παρόντος Νόμου είναι ένοχον αδικήματος και υπόκειται, εν περιπτώσει καταδίκης, εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας πεντακοσίας λίρας ή εις φυλάκισιν δια χρονικόν διάστημα μη υπερβαίνον τους έξ μήνας ή εις αμφοτέρας τας ποινάς της φυλακίσεως και της χρηματικής τοιαύτης.
(2) Το Δικαστήριον δύναται επί πλέον να διατάξη το καταδικασθέν πρόσωπον όπως δώση τοιαύτην ειδοποίησιν ή στοιχεία οία δυνατόν να απητήθησαν παρ' αυτού υπό της προς τον σκοπόν τούτον αποσταλείσης αυτώ ειδοποιήσεως.
(3) Παν πρόσωπον όπερ αδικαιολογήτως παραλείπει να δηλώση οιανδήποτε ακίνητον ιδιοκτησίαν, είναι ένοχον αδικήματος και υπόκειται, εν περιπτώσει καταδίκης, εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας πεντακοσίας λίρας·προσέτι δε -
(α) καταβάλλει το ποσόν του συνεπεία της παραλείψεως ή πράξεως αυτού απολεσθέντος φόρου· και
(β) επιβαρύνεται υπό του Δικαστηρίου δια περαιτέρω ποσού μη υπερβαίνοντος το διπλάσιον της διαφοράς μεταξύ του ορθώς επιβαλλομένου φόρου και του φόρου όστις θα επεβάλλετο εάν η φορολογία εβασίζετο επί της υπ' αυτού υποβληθείσης δηλώσεως.
21Α. Ανεξαρτήτως των διατάξεων των άρθρων 20 και 21 του παρόντος Νόμου-
(α) Πρόσωπο που αρνείται, παραλείπει ή αμελεί να δώσει ειδοποίηση ή να υποβάλει δήλωση ή να παράσχει στοιχεία ή να εκτελέσει οποιοδήποτε καθήκον, το οποίο προβλέπεται ρητά στον παρόντα Νόμο, εντός της χρονικής προθεσμίας που προβλέπεται ή καθορίζεται ρητά από τον παρόντα Νόμο, υπόκειται σε χρηματική επιβάρυνση εκατόν (100) ευρώ·
(β) πρόσωπο που αρνείται, παραλείπει ή αμελεί να δώσει ειδοποίηση ή να υποβάλει δήλωση ή να παράσχει στοιχεία ή να εκτελέσει οποιοδήποτε καθήκον, για το οποίο ο παρών Νόμος προβλέπει προθεσμία συμμόρφωσης και ο Διευθυντής απαιτήσει από το πρόσωπο αυτό όπως συμμορφωθεί εντός της προθεσμίας που καθορίζεται ρητά σε ειδοποίηση που επιδίδεται δεόντως στο πρόσωπο αυτό και η οποία δεν πρέπει να είναι μικρότερη των εξήντα (60) ημερών, υπόκειται, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, σε χρηματική επιβάρυνση διακοσίων (200) ευρώ·
(γ) πρόσωπο που αρνείται, παραλείπει ή αμελεί να δώσει ειδοποίηση ή να υποβάλει δήλωση ή να παράσχει στοιχεία ή να εκτελέσει οποιοδήποτε καθήκον, για το οποίο ο παρών Νόμος δεν προβλέπει προθεσμία συμμόρφωσης και ο Διευθυντής απαιτήσει από το πρόσωπο αυτό όπως συμμορφωθεί εντός προθεσμίας που καθορίζεται σε ειδοποίηση που επιδίδεται δεόντως στο πρόσωπο αυτό και η οποία δεν πρέπει να είναι μικρότερη των εξήντα (60) ημερών, υπόκειται, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης εντός της προθεσμίας που καθορίζεται στην ειδοποίηση, σε χρηματική επιβάρυνση διακοσίων (200) ευρώ·
(δ) πρόσωπο που αρνείται, παραλείπει ή αμελεί να δώσει ειδοποίηση ή να υποβάλει δήλωση ή να παράσχει στοιχεία ή να εκτελέσει οποιοδήποτε καθήκον, για το οποίο ο παρών Νόμος δεν προβλέπει προθεσμία συμμόρφωσης και η απαιτούμενη ειδοποίηση ή δήλωση ή στοιχεία αφορούν άλλο πρόσωπο και ο Διευθυντής απαιτήσει από τέτοιο πρόσωπο όπως συμμορφωθεί εντός προθεσμίας ειδικώς καθοριζομένης σε σχετική ειδοποίηση που επιδίδεται δεόντως στο πρόσωπο αυτό και η οποία δεν πρέπει να είναι μικρότερη των εξήντα (60) ημερών, υπόκειται, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης εντός της προθεσμίας που καθορίζεται στην ειδοποίηση, σε χρηματική επιβάρυνση εκατόν (100) ευρώ.
(ε) πρόσωπο που παραλείπει να καταβάλει οφειλόμενο φόρο μέχρι την από τον παρόντα Νόμο καθοριζόμενη προθεσμία ή μέχρι την προθεσμία που καθορίζεται σε ειδοποίηση του Διευθυντή, υπόκειται σε χρηματική επιβάρυνση ίση προς πέντε τοις εκατόν (5%) του οφειλόμενου φόρου.
22. Ο Διευθυντής δύναται, καθ' οιονδήποτε χρόνον προ της ενάρξεως ποινικής διώξεως, να συμβιβάση παν αδίκημα διαπραχθέν κατά παράβασιν των διατάξεων του παρόντος Νόμου:
Νοείται ότι εις περιπτώσεις καθ' ας ήρξατο ποινική δίωξις προσώπου τινός δι' αδίκημα τι, βάσει του παρόντος Νόμου, ο Διευθυντής δύναται, τη συναινέσει του Γενικού Εισαγγελέως της Δημοκρατίας, να συμβιβάση το τοιούτον αδίκημα καθ' οιονδήποτε χρόνον προ της εκδικάσεως της υποθέσεως και να αποσύρη την κατηγορίαν.
23. Τα δικαστικά μέτρα τα λαμβανόμενα δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου εναντίον προσώπου τινός δι' αδίκημα διαπραχθέν κατά παράβασιν του παρόντος Νόμου δεν επηρεάζουσι ποινικάς διώξεις αίτινες δυνατόν να γίνωσι βάσει οιουδήποτε ετέρου Νόμου.
24. Ποινική δίωξις δι' αδίκημα διαπραχθέν κατά παράβασιν του παρόντος Νόμου δεν άρχεται ειμή τη του Γενικού Εισαγγελέως της Δημοκρατίας.
25.-(1) Το Υπουργικόν Συμβούλιον δύναται να εκδίδη Κανονισμούς δια την εν γένει εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος Νόμου και δια τοιαύτα άλλα θέματα περί ων ο παρών Νόμος απαιτεί ή προνοεί την έκδοσιν Κανονισμών και δύναται ωσαύτως να εκδίδη Κανονισμούς περί παντός θέματος, εφ' όσον η έκδοσις τοιούτων Κανονισμών κρίνεται σκόπιμος δια την εφαρμογήν του παρόντος Νόμου.
(2) Παν πρόσωπον όπερ παραλείπει να συμμορφωθεί προς τας διατάξεις οιουδήποτε Κανονισμού γενομένου δυνάμει του παρόντος άρθρου ή παραβαίνει ταύτας, είναι ένοχον αδικήματος και εν περιπτώσει καταδίκης υπόκειται εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας διακοσίας λίρας ή εις φυλάκισιν δια χρονικόν διάστημα μη υπερβαίνον τους έξ μήνας, ή εις αμφοτέρας τας ποινάς της φυλακίσεως και της χρηματικής τοιαύτης.
(3) Κανονισμοί γινόμενοι επί τη βάσει του παρόντος άρθρου κατατίθενται εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων. Εάν μετά πάροδον τριάκοντα ημερών από της τοιαύτης καταθέσεως η Βουλή των Αντιπροσώπων δι' αποφάσεως αυτής δεν τροποποιήση ή ακυρώση τους ούτω κατατεθέντας Κανονισμούς εν όλω ή εν μέρει, τότε ούτοι αμέσως μετά την πάροδον της ως άνω προθεσμίας δημοσιεύονται εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας και τίθενται εν ισχύϊ από της τοιαύτης δημοσιεύσεως. Εν περιπτώσει τροποποιήσεως τούτων εν όλω ή εν μέρει από της Βουλής των Αντιπροσώπων ούτοι δημοσιεύονται εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας ως ήθελον ούτω τροποποιηθή υπ' αυτής και τίθενται εν ισχύϊ από της τοιαύτης δημοσιεύσεως
25Α. Ανεξαρτήτως παντός εν τω παρόντι Νόμω διαλαμβανομένου, ο φόρος διά το έτος 1980 καθίσταται καταβλητέος προ ή κατά την 31ην Μαίου, 1981.
26. Οι περί Φορολογίας Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Προσωριναί Διατάξεις) Νόμοι του 1977 έως 1979 δια του παρόντος Νόμου καταργούνται.
27. Επιφυλασσομένων όλων των διατάξεων του παρόντος Νόμου περί υποχρέωσης επιβολής και είσπραξης οφειλόμενου φόρου μέχρι και το έτος 2016, η υποχρέωση που πηγάζει από τις διατάξεις του άρθρου 3 περί επιβολής και είσπραξης για κάθε έτος φόρου εφ’ όλης της ακίνητης ιδιοκτησίας που βρίσκεται στη Δημοκρατία και η υποχρέωση που προκύπτει αντιστοίχως βάσει των διατάξεων του άρθρου 4 για κάθε ιδιοκτήτη, να καταβάλλει φόρο αναφορικά προς άπασαν την ακίνητη ιδιοκτησία αυτού, από την 1η Ιανουαρίου 2017 για το έτος 2017 και για κάθε έτος που ακολουθεί καταργείται.
3. Ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή ο Ν. 10/1984] τίθεται εν ισχύι από του έτους του αρξαμένου την 1ην Ιανουαρίου, 1984.
Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 239/1991] τίθενται σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 1990.
Ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή ο Ν. 120(Ι)/2002] τίθεται σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2003.
Η ισχύς του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 134(Ι)/2010] αρχίζει έξι μήνες μετά τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
Η ισχύς του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 115(Ι)/2011] αρχίζει από την 1η Ιανουαρίου 2012.
Η ισχύς του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 187(Ι)/2012] θεωρείται ότι άρχισε την 14η Μαρτίου 2012
Η ισχύς του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 33(Ι)/2013] θεωρείται ότι άρχισε την 1η Ιανουαρίου 2013.
Η ισχύς του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 114(Ι)/2013] θεωρείται ότι άρχισε την 1η Ιανουαρίου 2013.
Ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή ο Ν. 123(Ι)/2013] θεωρείται ότι ισχύει αναφορικά με το φόρο που επιβάλλεται για το έτος 2013.
Η ισχύς του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 108(Ι)/20140 θεωρείται ότι άρχισε από την 1η Ιανουαρίου 2014.
Ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή ο Ν. 94(Ι)/2020] τίθεται σε ισχύ από την ημερομηνία δημοσίευσής τους στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.