8.-(1) Το επίδομα το καταβλητέον εις έκαστον δικαιούχον ανάπηρον καθορίζεται δι’ αποφάσεως του Διευθυντή κατόπιν λεπτομερούς ερεύνης της δαπάνης διακινήσεως του διά σκοπούς εργασίας ή, εν περιπτώσει σπουδαστού ή μαθητού, της δαπάνης διακινήσεως του εν τη Δημοκρατία διά σκοπούς επαγγελματικής εκπαιδεύσεως ή αποκτήσεως ειδικών γνώσεων σχετικών προς την επαγγελματικήν του αποκατάστασιν.
(2) Το ποσόν του επιδόματος διακινήσεως δεν δύναται να υπερβαίνει τας πενήντα ένα ευρώ κατά μήνα πλην των περιπτώσεων αναπηρίας οφειλομένης εις τετραπληγίαν ή περιορισμόν της οξύτητος της οράσεως, οπότε το επίδομα δύναται να ανέρχηται μέχρι το διπλάσιον του ως είρηται ποσού.
(3) Παν επίδομα καταβάλλεται εις τον δικαιούχον, ή εις έτερον θεωρούμενον, κατά την κρίσιν του Διευθυντή, ως αρμόδιον πρόσωπον, η καταβολή δε εις το τοιούτο πρόσωπον θεωρείται ως νομίμως γενομένη.
(4) Ο Διευθυντής δύναται, οσάκις κρίνη σκόπιμον ή κατόπιν αιτήσεως του δικαιούχου να προβαίνη εις αναθεώρησιν του επιδόματος και προς τον σκοπόν τούτον δύναται να καλή οιονδήποτε ανάπηρον δι’ εξέτασιν και γνωμοδότησιν υπό της Πολυθεματικής Επιτροπής ως και διά την παροχήν οιωνδήποτε στοιχείων τα οποία ο Διευθυντής θεωρεί αναγκαία διά την λήψιν αποφάσεως. Άρνησις ή παράλειψις του αναπήρου να παρουσιασθή ενώπιον της Πολυθεματικής Επιτροπής δι’ εξέτασιν ή άρνησις ή παράλειψις αυτού να παράσχη προς το Διευθυντή τα οιαδήποτε ζητηθέντα υπ’ αυτής στοιχεία, συνεπάγεται αναστολήν του καταβαλλομένου δυνάμει του παρόντος Νόμου επιδόματος διακινήσεως.