8.-(1) Το ποσό του επιδόματος διακίνησης καθορίζεται σε:
(α) Εβδομήντα πέντε ευρώ (€75) μηνιαίως για άτομα με αναπηρία που εργάζονται ή σπουδάζουν, εκτός των ατόμων με περιορισμό της οξύτητας της όρασης σε βαθμό που στον καλύτερο οφθαλμό να μην υπερβαίνει, έστω και με διορθωτικούς φακούς, τα έξι τριακοστά έκτα (6/36), τα οποία δικαιούνται να λαμβάνουν εκατόν πενήντα ευρώ (€150) μηνιαίως·
(β) εκατόν πενήντα ευρώ (€150) μηνιαίως για τετραπληγικά άτομα, ανεξαρτήτως του εάν εργάζονται ή σπουδάζουν·
(γ) εβδομήντα πέντε ευρώ (€75) μηνιαίως για τυφλά άτομα, ανεξαρτήτως του . εάν εργάζονται ή σπουδάζουν.
(2) Παν επίδομα καταβάλλεται εις τον δικαιούχον, ή εις έτερον θεωρούμενον, κατά την κρίσιν του Διευθυντή, ως αρμόδιον πρόσωπον, η καταβολή δε εις το τοιούτο πρόσωπον θεωρείται ως νομίμως γενομένη.
(3) Ο Διευθυντής δύναται, οσάκις κρίνη σκόπιμον ή κατόπιν αιτήσεως του δικαιούχου να προβαίνη εις αναθεώρησιν του επιδόματος και προς τον σκοπόν τούτον δύναται να καλή οιονδήποτε ανάπηρον δι’ εξέτασιν και γνωμοδότησιν υπό της Πολυθεματικής Επιτροπής ως και διά την παροχήν οιωνδήποτε στοιχείων τα οποία ο Διευθυντής θεωρεί αναγκαία διά την λήψιν αποφάσεως. Άρνησις ή παράλειψις του ατόμου με αναπηρία να παρουσιασθή ενώπιον της Πολυθεματικής Επιτροπής δι’ εξέτασιν ή άρνησις ή παράλειψις αυτού να παράσχη προς το Διευθυντή τα οιαδήποτε ζητηθέντα υπ’ αυτής στοιχεία, συνεπάγεται αναστολήν του καταβαλλομένου δυνάμει του παρόντος Νόμου επιδόματος διακινήσεως.