15.-(1) Παν πρόσωπον δικαιούται τη υποβολή αιτήσεως προς τον Διευθυντήν, να λάβη πιστοποιητικόν προαιρετικής ασφαλίσεως εάν-
(α) έχη πληρωθείσας ασφαλιστέας αποδοχάς εις το κατώτερον τμήμα ασφαλιστέων αποδοχών ίσας προς το τριπλάσιον των ετησίων βασικών ασφαλιστέων αποδοχών· ή
(β) έχη την συνήθη αυτού διαμονήν εν Κύπρω και έχη πληρωθείσας ασφαλιστέας αποδοχάς ίσας προς το ποσόν των ετησίων βασικών ασφαλιστέων αποδοχών· ή
(γ) έχη την συνήθη αυτού διαμονήν εν Κύπρω και εργάζηται εκτός Κύπρου, εν τη υπηρεσία Κυπρίου εργοδότου.
Διά τους σκοπούς της παρούσης παραγράφου, “Κύπριος εργοδότης” σημαίνει εργοδότην ο οποίος διαμένει ή έχει επαγγελματικήν εγκατάστασιν εν Κύπρω ή νομικόν πρόσωπον εγγεγραμμένον εν Κύπρω, ή εις το οποίον πολίτης της Δημοκρατίας ή νομικόν πρόσωπον εγγεγραμμένον εν Κύπρω συμμετέχει ουσιωδώς.
(2) Πρόσωπον κατέχον πιστοποιητικόν προαιρετικής ασφαλίσεως, χορηγηθέν αυτώ δυνάμει του παρόντος άρθρου, δικαιούται να καταβάλλη εισφοράς διά πάσαν περίοδον ή τμήμα περιόδου εισφορών καθ’ ην το πιστοποιητικόν ισχύει, ουδεμία όμως εισφορά είναι καταβλητέα δι’ οιανδήποτε περίοδον ή τμήμα περιόδου εισφορών αρχομένην την ή μετά την ημερομηνίαν καθ’ ην το κατέχον πιστοποιητικόν προαιρετικής ασφαλίσεως πρόσωπον έχει συμπληρώσει την συντάξιμον ηλικίαν.
(3) Η ισχύς πιστοποιητικού προαιρετικής ασφαλίσεως, εκδιδομένου δυνάμει του εδαφίου (1), άρχεται από της ημερομηνίας της προς έκδοσιν αυτού γενομένης αιτήσεως, εκτός εάν ο αιτητής ήθελεν ορίσει εν τη αιτήσει αυτού άλλην ημερομηνίαν ενάρξεως της ισχύος του πιστοποιητικού, ήτις δεν δύναται να είναι προγενεστέρα της πρώτης περιόδου εισφορών δι’ ην ο κάτοχος του τοιούτου πιστοποιητικού δικαιούται δυνάμει Κανονισμών να καταβάλη εισφοράς.