ΜΕΡΟΣ Ι ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Συνοπτικός τίτλος

1. Οι περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμοι του 1980 μέχρι 1999 θα αναφέρονται μαζί ως οι περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμοι του 1980 μέχρι 1999.

Ερμηνεία

2.-(1) Εν τω παρόντι Νόμω, εκτός εάν άλλως προκύπτη εκ του κειμένου-

“αγνοούμενος” σημαίνει πρόσωπον εξαφανισθέν κατά ή μετά το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου, 1974, λόγω των από του πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου, 1974, δημιουργηθεισών περιστάσεων, ή λόγω της από της 20ής Ιουλίου, 1974, Τουρκικής εισβολής, και διά το οποίον, εις οιανδήποτε των περιπτώσεων, η Κυβέρνησις της Δημοκρατίας δεν έχει οιανδήποτε θετικήν πληροφορίαν ότι τούτο ευρίσκεται εν ζωή˙

“αιτών” σημαίνει πρόσωπον προβάλλον απαίτησιν διά την καταβολήν οιασδήποτε παροχής δυνάμει του παρόντος Νόμου˙

“αμελητέαι αποδοχαί” σημαίνει αποδοχάς μισθωτού υπολειπομένας καθωρισμένου εβδομαδιαίου ή μηνιαίου ποσού, ο δε όρος “αμελητέαι” θα ερμηνεύηται αναλόγως˙

“αναπηρία” σημαίνει απώλειαν υγείας, δυνάμεων ή της προς το απολαμβάνειν την ζωήν ικανότητος˙

“ανήλικος” σημαίνει πρόσωπον-

(α) μη συμπληρώσαν το 15ον έτος της ηλικίας του˙

(β) άρρεν άγαμον πρόσωπον, μεταξύ των 15 και των 25 ετών, όπερ τυγχάνει τακτικής εκπαιδεύσεως ή εγκεκριμένης παρά του Διευθυντού μαθητείας ή διατελεί εν ενεργώ υπηρεσία εν τη Εθνική Φρουρά δυνάμει των περί Εθνικής Φρουράς Νόμων του 1964 έως 1986˙

(γ) θήλυ άγαμον πρόσωπον μεταξύ των 15 και 23 ετών, όπερ τυγχάνει τακτικής εκπαιδεύσεως ή εγκεκριμένης παρά του Διευθυντού μαθητείας˙

(δ) πρόσωπον άγαμον όπερ, καίτοι συμπληρώσαν το 15ον έτος της ηλικίας αυτού, στερείται μονίμως της προς συντήρησιν αυτού ικανότητος˙

“ανίκανος προς εργασίαν” σημαίνει ησφαλισμένον ο οποίος λόγω ειδικής νόσου ή σωματικής ή πνευματικής αναπηρίας δεν δύναται να απασχοληθή εις το επάγγελμα εις το οποίον συνήθως απησχολείτο, ο δε όρος “ανικανότης προς εργασίαν” θα ερμηνεύεται αναλόγως˙

“ανώτατον όριον ασφαλιστέων αποδοχών” σημαίνει το καθωρισμένον ανώτατον ποσόν αποδοχών επί του οποίου είναι καταβλητέαι εισφοραί˙

“ανώτερον τμήμα ασφαλιστέων αποδοχών” σημαίνει το ανώτερον τμήμα των πληρωθεισών και πιστωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών το εξευρισκόμενον συμφώνως προς το εδάφιον (5) του άρθρου 20˙

“αποδοχαί” εν αναφορά-

(i) προς μισθωτόν περιλαμβάνει πάσαν χρηματικήν αντιμισθίαν εκ της απασχολήσεως αυτού ή παν κέρδος εκ της τοιαύτης απασχολήσεως δεκτικόν χρηματικής αποτιμήσεως ως και την εισφοράν του εργοδότου αναφορικώς προς τον μισθωτόν εις το Κεντρικόν Ταμείον Αδειών το ιδρυθέν δυνάμει των περί Ετησίων Αδειών μετ’ Απολαβών Νόμων του 1967 έως 1979, εξαιρουμένων όμως εκτάκτων προμηθειών και χαριστικών (ex-gratia) πληρωμών˙

(ii) προς αυτοτελώς εργαζόμενον σημαίνει παν κέρδος ή όφελος εκ της απασχολήσεως αυτού˙

(iii) προς προαιρετικώς ησφαλισμένον σημαίνει το δυνάμει του άρθρου 16 επιλεγόμενον υπό του ησφαλισμένου ποσόν.

“ασφαλιστέα απασχόλησις” σημαίνει οιανδήποτε απασχόλησιν εκ των καθοριζομένων εν τω Μέρει Ι του Πρώτου Πίνακος και εν τω Μέρει Ι του Δευτέρου Πίνακος, εκτός εάν αύτη είναι εκ των εξαιρουμένων, ήτοι απασχόλησις καθοριζομένη εν τω Μέρει ΙΙ του Πρώτου Πίνακος και εν τω Μέρει ΙΙ του Δευτέρου Πίνακος˙

“ασφαλιστέαι αποδοχαί” σημαίνει το ποσόν των αποδοχών του ησφαλισμένου επί του οποίου είναι καταβλητέαι εισφοραί δυνάμει του παρόντος Νόμου˙

“αυτοτελώς εργαζόμενος” σημαίνει πρόσωπον εργαζόμενον εις οιανδήποτε ασφαλιστέαν απασχόλησιν καθοριζομένην εν τω Μέρει Ι του Δευτέρου Πίνακος, εκτός εάν η απασχόλησις αυτού είναι εξαιρετέα δυνάμει του Μέρους ΙΙ του ρηθέντος Πίνακος˙

“βασικαί ασφαλιστέαι αποδοχαί” σημαίνει καθωρισμένον ποσόν ασφαλιστέων αποδοχών˙

“γονική άδεια” σημαίνει τη γονική άδεια η οποία λαμβάνεται σύμφωνα με τον περί Γονικής Άδειας και Άδειας για λόγους Ανωτέρας Βίας Νόμο του 2002.

“Διευθυντής” σημαίνει τον Διευθυντήν ή Αναπληρωτήν Διευθυντήν των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων˙

“δικαιούχος” αναφορικώς προς οιανδήποτε παροχήν σημαίνει το δικαιούμενον εις τοιαύτην παροχήν πρόσωπον˙

“ειδικός ιατρός” σημαίνει ιατρόν ο οποίος θεωρείται ως ειδικός συμφώνως προς τον περί Εγγραφής Ιατρών Νόμον˙

“εξαρτώμενος” αναφορικώς προς πρόσωπον τι σημαίνει το πρόσωπον εν σχέσει προς το οποίον τω καταβάλλεται αύξησις παροχής δυνάμει του άρθρου 59˙

“επαγγελματικόν σχέδιον συντάξεων” σημαίνει οιονδήποτε σχέδιον ή διευθέτησιν εφαρμοζομένην υπό ή διά λογαριασμόν εργοδότου ή εργοδοτών και προβλέπουσαν διά την καταβολήν συντάξεων εν περιπτώσει αφυπηρετήσεως ή θανάτου αναφορικώς προς την απασχόλησιν μισθωτού˙

“εργατική διαφορά” σημαίνει διαφοράν αναφυομένην μεταξύ εργοδότου και μισθωτών, ή μεταξύ μισθωτών, σχετικώς με την απασχόλησιν ή μη απασχόλησιν, τους όρους απασχολήσεως ή τας συνθήκας απασχολήσεως οιωνδήποτε προσώπων, εν τη υπηρεσία του εργοδότου μεθ’ ου προέκυψεν η διαφορά ή μη˙

“εργοδότης” περιλαμβάνει και την Κυβέρνησιν της Δημοκρατίας της Κύπρου˙

“έτος εισφορών”, διά μεν τους μισθωτούς των οποίων αι αποδοχαί υπολογίζονται επί μηνιαίας βάσεως σημαίνει το ημερολογιακόν έτος διά δε τους λοιπούς ησφαλισμένους σημαίνει περίοδον πεντήκοντα δύο ή πεντήκοντα τριών εβδομάδων, αρχομένην την πρώτην Δευτέραν εκάστου έτους και λήγουσαν την Κυριακήν προ της πρώτης Δευτέρας του επομένου έτους:

Νοείται ότι το πρώτον έτος εισφορών δυνάμει του παρόντος Νόμου άρχεται την 6ην Οκτωβρίου 1980 και λήγει διά μεν τους μισθωτούς των οποίων αι αποδοχαί υπολογίζονται επί μηνιαίας βάσεως την 31ην Δεκεμβρίου, 1981, διά δε τους λοιπούς ησφαλισμένους την 3ην Ιανουαρίου, 1982˙

“έτος παροχών” σημαίνει περίοδον αρχομένην την πρώτην Δευτέραν Ιουλίου εκάστου έτους και λήγουσαν την Κυριακήν προ της πρώτης Δευτέρας Ιουλίου του επομένου έτους˙

“Ευρωπαϊκές Κοινότητες” σημαίνει το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, το Ελεγκτικό Συνέδριο, την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, την Επιτροπή Περιφερειών, τον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή, τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, το Ευρωπαϊκό Γραφείο Ευρεσιτεχνίας, καθώς και οποιοδήποτε οργανισμό ή γραφείο ή θεσμό  εγκαθιδρύθηκε ή θα εγκαθιδρυθεί στο μέλλον δυνάμει της Συνθήκης περί Ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ή δυνάμει οποιασδήποτε κοινοτικής πράξης, του  οποίου ο κανονισμός για την υπηρεσιακή κατάσταση των υπαλλήλων  περιλαμβάνει ή θα περιλαμβάνει ταυτόσημες ή ανάλογες διατάξεις με αυτές του Άρθρου 11 και του Παραρτήματος VIII του Κανονισμού της Υπηρεσιακής Κατάστασης των Υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων∙

“ημέρα διακοπής της απασχολήσεως” σημαίνει ημέραν ανικανότητος προς εργασίαν ή ημέραν ανεργίας και “περίοδος διακοπής της απασχολήσεως” σημαίνει οιασδήποτε δύο ημέρας διακοπής της απασχολήσεως, συναπτάς ή μη, εντός περιόδου εξ συναπτών ημερών ή οιασδήποτε δύο ή πλείονας τοιαύτας περιόδους εις ας δεν παρεμβάλλεται περίοδος μεγαλυτέρα των δεκατριών εβδομάδων˙

“ημερήσιον ύψος” αναφορικώς προς οιανδήποτε περιοδικήν παροχήν, σημαίνει το εν έκτον του εβδομαδιαίου ύψους της τοιαύτης παροχής˙

“ησφαλισμένος” σημαίνει ησφαλισμένον δυνάμει του παρόντος Νόμου˙

“ιατρική περίθαλψις” σημαίνει ιατρικήν περίθαλψιν, χειρουργικήν επέμβασιν και θεραπείαν προς αποκατάστασιν της υγείας, περιλαμβάνονται δε αι πάσης φύσεως θεραπείαι, δίαιται ή έτεραι θεραπευτικαί αγωγαί, ως και φαρμακευτική περίθαλψις˙

“ιατρός” σημαίνει ιατρόν εγγεγραμμένον δυνάμει του περί Εγγραφής Ιατρών Νόμου˙

“καθωρισμένος” σημαίνει καθωρισμένον διά Κανονισμών˙

“Κανονισμοί” σημαίνει Κανονισμούς εκδιδομένους δυνάμει του παρόντος Νόμου˙

“Κανονισμός Υπηρεσιακής Κατάστασης των Υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων” σημαίνει τον Κανονισμό αρ. 31/1962 της υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και τον  Κανονισμό αρ. 11/1962 της Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, όπως αυτοί τροποποιήθηκαν από τον Κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/1968 του Συμβουλίου της 29ης  Φεβρουαρίου 1968 περί καθορισμού του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και περί θεσπίσεως ειδικών μέτρων προσωρινώς εφαρμοστέων στους υπαλλήλους της Επιτροπής, καθώς και οποιοδήποτε άλλο κανονισμό που αφορά στην υπηρεσιακή κατάσταση των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά την έννοια του παρόντος Νόμου∙

“καταργηθείς Νόμος” σημαίνει τους υπό του παρόντος Νόμου καταργηθέντας περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμους του 1972 έως 1980˙

“κατώτερον τμήμα ασφαλιστέων αποδοχών” σημαίνει το κατώτερον τμήμα των πληρωθεισών και πιστωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών το εξευρισκόμενον συμφώνως προς το εδάφιον (5) του άρθρου 20˙

“κράτος μέλος” σημαίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

“μην εισφορών”, εν αναφορά προς μισθωτόν του οποίου αι αποδοχαί υπολογίζονται επί μηνιαίας βάσεως, σημαίνει τον ημερολογιακόν μήνα, διά δε τους λοιπούς ησφαλισμένους σημαίνει περίοδον τεσσάρων ή πέντε ημερολογιακών εβδομάδων αι οποίαι άρχονται εντός εκάστου ημερολογιακού μηνός˙

“μισθωτός” σημαίνει πρόσωπον ασκούν οιανδήποτε ασφαλιστέαν απασχόλησιν εκ των καθοριζομένων εν τω Μέρει Ι του Πρώτου Πίνακος εκτός εάν η απασχόλησις αυτού είναι εξαιρετέα δυνάμει του Μέρους ΙΙ του ρηθέντος Πίνακος:

Νοείται ότι οι κληρικοί δε θεωρούνται μισθωτοί για σκοπούς του περί Ετησίων Αδειών μετ΄ Απολαβών Νόμου, του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου, του περί Ανάπτυξης Ανθρώπινου ΔυναμικούΝόμου και του περί Ταμείου Κοινωνικής Συνοχής Νόμου.

“ορισθείσα ημερομηνία” σημαίνει την διά γνωστοποιήσεως δημοσιευομένης εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας ορισθησομένην υπό του Υπουργικού Συμβουλίου ημερομηνίαν διά την έναρξιν της ισχύος των διατάξεων του παρόντος Νόμου˙

“παροχή” σημαίνει την δυνάμει του παρόντος Νόμου καταβλητέαν παροχήν˙

“περίοδος εισφορών” εν αναφορά προς μισθωτόν του οποίου αι αποδοχαί υπολογίζονται επί μηνιαίας βάσεως σημαίνει τον ημερολογιακόν μήνα, διά δε τους λοιπούς ησφαλισμένους σημαίνει την ημερολογιακήν εβδομάδα˙

“πιστωθείσαι ασφαλιστέαι αποδοχαί” σημαίνει ασφαλιστέας αποδοχάς πιστωθείσας δυνάμει του άρθρου 18˙

“πληρωθείσαι ασφαλιστέαι αποδοχαί” σημαίνει ασφαλιστέας αποδοχάς επί των οποίων κατεβλήθησαν εισφοραί˙

“συντάξιμος δημόσιος υπάλληλος” σημαίνει πρόσωπον όπερ κατέχει συντάξιμον θέσιν δυνάμει του περί Συντάξεων Νόμου ή του περί Στοιχειώδους Εκπαιδεύσεως Νόμου ή του περί Συντάξεων Καθηγητών Νόμου ή είναι μόνιμος αξιωματικός ή υπαξιωματικός του Κυπριακού Στρατού˙

“συντάξιμη ηλικία” σημαίνει την ηλικία των εξήντα πέντε ετών, σε περίπτωση όμως γυναίκας που γεννήθηκε πριν από το έτος 1935 και προσώπου που δικαιούται σε σύνταξη γήρατος με βάση το άρθρο 36Α σημαίνει την ηλικία των εξήντα τριών ετών˙

“σχετική απώλεια ικανότητος” σημαίνει την ολικήν ή μερικήν απώλειαν της συνήθους χρήσεως των οργάνων ή μερών του σώματος ή την συνεπεία ταύτης κατάστροφήν ή βλάβην των ψυχικών ή πνευματικών λειτουργιών˙

“σχετικόν ατύχημα” και “σχετική σωματική βλάβη” αναφορικώς προς επίδομα σωματικής βλάβης, παροχάς λόγω αναπηρίας ή θανάτου, σημαίνουν αντιστοίχως το ατύχημα ή την σωματικήν βλάβην αναφορικώς προς ην προβάλλεται απαίτησις ή είναι καταβλητέα οιαδήποτε των ανωτέρω παροχών˙

“σχετική ημερομηνία” αναφορικώς προς οιανδήποτε παροχήν, σημαίνει την ημερομηνίαν καθ’ ην πρόσωπον τι πληροί το πρώτον τας προϋποθέσεις προς θεμελίωσιν δικαιώματος εις τοιαύτην παροχήν, πλην της προϋποθέσεως της υποβολής αιτήσεως˙

“Ταμείον” σημαίνει το Ταμείον Κοινωνικών Ασφαλίσεων το ιδρυόμενον δυνάμει του άρθρου 69˙

“ταμείον προνοίας” σημαίνει οιονδήποτε ταμείον ή διευθέτησιν εφαρμοζομένην υπό ή διά λογαριασμόν εργοδότου ή εργοδοτών και προβλέπουσαν διά την καταβολήν εφ’ άπαξ πληρωμών εν περιπτώσει τερματισμού απασχολήσεως, αφυπηρετήσεως ή θανάτου αναφορικώς προς την απασχόλησιν μισθωτού˙

“τέκνον” περιλαμβάνει και προγονόν, εξώγαμον τέκνον και τέκνον υιοθετηθέν κατά τινα υπό του δικαίου αναγνωριζόμενον τρόπον, οι δε όροι “γονεύς”, “μήτηρ” και “πατήρ” ερμηνεύονται αναλόγως˙

“τέως δικαιούχος” σημαίνει τον δυνάμει του καταργηθέντος Νόμου δικαιούχον˙

“τέως ενεργητικόν” σημαίνει το αμέσως προ της ορισθείσης ημερομηνίας ενεργητικόν του Ταμείου του ιδρυθέντος δυνάμει του καταργηθέντος Νόμου˙

“τέως ησφαλισμένος” σημαίνει ησφαλισμένον δυνάμει του καταργηθέντος Νόμου˙

“τοκετός” σημαίνει τοκετόν απολήγοντα εις την γέννησιν ζώντος τέκνου, ή τοκετόν γενόμενον μετά πάροδον είκοσι οκτώ εβδομάδων κυοφορίας και απολήγοντα εις την γέννησιν τέκνου ζώντος ή νεκρού, ο δε όρος “κυοφορία” θα ερμηνεύηται αναλόγως˙

“τρίτη χώρα” σημαίνει χώρα που δεν είναι κράτος μέλος·

“Υπουργός” σημαίνει τον Υπουργόν Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

(2) Διά τους σκοπούς του παρόντος Νόμου-

(α) πρόσωπον τι λογίζεται άνω οιασδήποτε ηλικίας, εάν συνεπλήρωσε την ηλικίαν ταύτην˙

(β) πρόσωπον τι λογίζεται μεταξύ δύο ωρισμένων ηλικιών, εάν συνεπλήρωσε την μικροτέραν ηλικίαν, ουχί όμως την μεγαλυτέραν τοιαύτην˙

(γ) πρόσωπον τι λογίζεται μη συμπληρώσαν την ηλικίαν των δεκαοκτώ ετών μέχρι της ενάρξεως της δεκάτης ογδόης επετείου της γεννήσεως του, το αυτό δε ισχύει και διά τας λοιπάς ηλικίας.

ΜΕΡΟΣ ΙΙ ΗΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΕΙΣΦΟΡΑΙ
Ησφαλισμένοι

3. Τα ακόλουθα πρόσωπα ασφαλίζονται δυνάμει του παρόντος Νόμου:

(α) μισθωτοί˙

(β) αυτοτελώς εργαζόμενοι˙

(γ) έτερα πρόσωπα, ως καθορίζεται εν τω άρθρω 15.

Υποχρέωσις καταβολής εισφορών αναφορικώς προς μισθωτούς

4.-(1) Δι’ εκάστην περίοδον εισφορών, κατά την οποίαν ή διά τμήμα της οποίας πρόσωπον απησχολήθη ως μισθωτός, υφίσταται υποχρέωσις καταβολής εισφορών παρά του μισθωτού, παρά του εργοδότου αυτού και εκ του Παγίου Ταμείου της Δημοκρατίας.

(2) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του εδαφίου (1) εισφοραί δεν καταβάλλονται-

(α) δι’ οιανδήποτε περίοδον εισφορών αναφορικώς προς απασχόλησιν εκ της οποίας αι αποδοχαί του μισθωτού είναι αμελητέαι, εκτός εάν ο μισθωτός είναι μαθητευόμενος ή εκτίη ποινήν φυλακίσεως˙ και

(β) δι’ οιανδήποτε περίοδον ή τμήμα περιόδου εισφορών αρχομένην την ή μετά την ημερομηνίαν καθ’ ην ο μισθωτός συνεπλήρωσε την συντάξιμον ηλικίαν.

Ποσόν εισφορών αναφορικώς προς μισθωτούς

5.-(1) (α) Από το έτος εισφορών που αρχίζει κατά ή μετά την 1.4.2009 και τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, το ποσόν των εισφορών των καταβλητέων αναφορικώς προς την απασχόλησιν μισθωτού, είναι ίσον προς ποσοστόν 17,9% επί των ασφαλιστέων αποδοχών αυτού, εκ του οποίου ποσόν ίσον προς ποσοστόν 6,8% επί των ασφαλιστέων αποδοχών του μισθωτού καταβάλλεται υπό του εργοδότου αυτού, ποσόν ίσον προς ποσοστόν 6,8% επί των τοιούτων αποδοχών υπό του μισθωτού και ποσόν ίσον προς ποσοστόν 4,3% επί των τοιούτων αποδοχών εκ του Παγίου Ταμείου της Δημοκρατίας:

Νοείται ότι εις περίπτωσιν καθ’ ην μισθωτός απασχολείται υπό εργοδότου ο οποίος εφαρμόζει διά τον μισθωτόν αυτόν επαγγελματικόν σχέδιον συντάξεων άνευ εισφορών εκ μέρους του μισθωτού, το ποσόν των εισφορών των καταβλητέων υπό του εργοδότου είναι ίσον προς ποσοστόν 10,15% επί των ασφαλιστέων αποδοχών του μισθωτού, το δε ποσόν των εισφορών των καταβλητέων υπό του μισθωτού ίσον προς ποσοστόν 3,45% επί των τοιούτων αποδοχών.

(β) Από το έτος εισφορών που αρχίζει κατά ή μετά την 1.1.2014, και τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, το ποσόν των εισφορών των καταβλητέων αναφορικώς προς την απασχόλησιν μισθωτού, είναι ίσον προς ποσοστόν 19,2% επί των ασφαλιστέων αποδοχών αυτού, εκ του οποίου ποσόν ίσον προς ποσοστόν 7,3% επί των ασφαλιστέων αποδοχών του μισθωτού καταβάλλεται υπό του εργοδότου αυτού, ποσόν ίσον προς ποσοστόν 7,3% επί των τοιούτων αποδοχών υπό του μισθωτού και ποσόν ίσον προς ποσοστόν 4,6% επί των τοιούτων αποδοχών εκ του Παγίου Ταμείου της Δημοκρατίας:

Νοείται ότι εις περίπτωσιν καθ’ ην μισθωτός απασχολείται υπό εργοδότου ο οποίος εφαρμόζει διά τον μισθωτόν αυτόν επαγγελματικόν σχέδιον συντάξεων άνευ εισφορών εκ μέρους του μισθωτού, το ποσόν των εισφορών των καταβλητέων υπό του εργοδότου είναι ίσον προς ποσοστόν 10,9% επί των ασφαλιστέων αποδοχών του μισθωτού, το δε ποσόν των εισφορών των καταβλητέων υπό του μισθωτού ίσον προς ποσοστόν 3,7% επί των τοιούτων αποδοχών.

(γ) Από το έτος εισφορών που αρχίζει κατά ή μετά την 1.1.2019, και τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, το ποσόν των εισφορών των καταβλητέων αναφορικώς προς την απασχόλησιν μισθωτού, είναι ίσον προς ποσοστόν 20,5% επί των ασφαλιστέων αποδοχών αυτού, εκ του οποίου ποσόν ίσον προς ποσοστόν 7,8% επί των ασφαλιστέων αποδοχών του μισθωτού καταβάλλεται υπό του εργοδότου αυτού, ποσόν ίσον προς ποσοστόν 7,8% επί των τοιούτων αποδοχών υπό του μισθωτού και ποσόν ίσον προς ποσοστόν 4,9% επί των τοιούτων αποδοχών εκ του Παγίου Ταμείου της Δημοκρατίας:

Νοείται ότι εις περίπτωσιν καθ’ ην μισθωτός απασχολείται υπό εργοδότου ο οποίος εφαρμόζει διά τον μισθωτόν αυτόν επαγγελματικόν σχέδιον συντάξεων άνευ εισφορών εκ μέρους του μισθωτού, το ποσόν των εισφορών των καταβλητέων υπό του εργοδότου είναι ίσον προς ποσοστόν 11,65% επί των ασφαλιστέων αποδοχών του μισθωτού, το δε ποσόν των εισφορών των καταβλητέων υπό του μισθωτού ίσον προς ποσοστόν 3,95% επί των τοιούτων αποδοχών.

(δ) Από το έτος εισφορών που αρχίζει κατά ή μετά την 1.1.2024, και τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, το ποσόν των εισφορών των καταβλητέων αναφορικώς προς την απασχόλησιν μισθωτού, είναι ίσον προς ποσοστόν 21,8% επί των ασφαλιστέων αποδοχών αυτού, εκ του οποίου ποσόν ίσον προς ποσοστόν 8,3% επί των ασφαλιστέων αποδοχών του μισθωτού καταβάλλεται υπό του εργοδότου αυτού, ποσόν ίσον προς ποσοστόν 8,3% επί των τοιούτων αποδοχών υπό του μισθωτού και ποσόν ίσον προς ποσοστόν 5,2% επί των τοιούτων αποδοχών εκ του Παγίου Ταμείου της Δημοκρατίας:

Νοείται ότι εις περίπτωσιν καθ’ ην μισθωτός απασχολείται υπό εργοδότου ο οποίος εφαρμόζει διά τον μισθωτόν αυτόν επαγγελματικόν σχέδιον συντάξεων άνευ εισφορών εκ μέρους του μισθωτού, το ποσόν των εισφορών των καταβλητέων υπό του εργοδότου είναι ίσον προς ποσοστόν 12,4% επί των ασφαλιστέων αποδοχών του μισθωτού, το δε ποσόν των εισφορών των καταβλητέων υπό του μισθωτού ίσον προς ποσοστόν 4,2% επί των τοιούτων αποδοχών.

(ε) Από το έτος εισφορών που αρχίζει κατά ή μετά την 1.1.2029, και τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, το ποσόν των εισφορών των καταβλητέων αναφορικώς προς την απασχόλησιν μισθωτού, είναι ίσον προς ποσοστόν 23,1% επί των ασφαλιστέων αποδοχών αυτού, εκ του οποίου ποσόν ίσον προς ποσοστόν 8,8% επί των ασφαλιστέων αποδοχών του μισθωτού καταβάλλεται υπό του εργοδότου αυτού, ποσόν ίσον προς ποσοστόν 8,8% επί των τοιούτων αποδοχών υπό του μισθωτού και ποσόν ίσον προς ποσοστόν 5,5% επί των τοιούτων αποδοχών εκ του Παγίου Ταμείου της Δημοκρατίας:

Νοείται ότι εις περίπτωσιν καθ’ ην μισθωτός απασχολείται υπό εργοδότου ο οποίος εφαρμόζει διά τον μισθωτόν αυτόν επαγγελματικόν σχέδιον συντάξεων άνευ εισφορών εκ μέρους του μισθωτού, το ποσόν των εισφορών των καταβλητέων υπό του εργοδότου είναι ίσον προς ποσοστόν 13,15% επί των ασφαλιστέων αποδοχών του μισθωτού, το δε ποσόν των εισφορών των καταβλητέων υπό του μισθωτού ίσον προς ποσοστόν 4,45% επί των τοιούτων αποδοχών.

(στ)  Από το έτος εισφορών που αρχίζει κατά ή μετά την 1.1.2034, και τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, το ποσόν των εισφορών των καταβλητέων αναφορικώς προς την απασχόλησιν μισθωτού, είναι ίσον προς ποσοστόν 24,4% επί των ασφαλιστέων αποδοχών αυτού, εκ του οποίου ποσόν ίσον προς ποσοστόν 9,3% επί των ασφαλιστέων αποδοχών του μισθωτού καταβάλλεται υπό του εργοδότου αυτού, ποσόν ίσον προς ποσοστόν 9,3% επί των τοιούτων αποδοχών υπό του μισθωτού και ποσόν ίσον προς ποσοστόν 5,8% επί των τοιούτων αποδοχών εκ του Παγίου Ταμείου της Δημοκρατίας:

Νοείται ότι εις περίπτωσιν καθ’ ην μισθωτός απασχολείται υπό εργοδότου ο οποίος εφαρμόζει διά τον μισθωτόν αυτόν επαγγελματικόν σχέδιον συντάξεων άνευ εισφορών εκ μέρους του μισθωτού, το ποσόν των εισφορών των καταβλητέων υπό του εργοδότου είναι ίσον προς ποσοστόν 13,9% επί των ασφαλιστέων αποδοχών του μισθωτού, το δε ποσόν των εισφορών των καταβλητέων υπό του μισθωτού ίσον προς ποσοστόν 4,7% επί των τοιούτων αποδοχών.

(ζ)  Από το έτος εισφορών που αρχίζει κατά ή μετά την 1.1.2039, και τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, το ποσόν των εισφορών των καταβλητέων αναφορικώς προς την απασχόλησιν μισθωτού, είναι ίσον προς ποσοστόν 25,7% επί των ασφαλιστέων αποδοχών αυτού, εκ του οποίου ποσόν ίσον προς ποσοστόν 9,8% επί των ασφαλιστέων αποδοχών του μισθωτού καταβάλλεται υπό του εργοδότου αυτού, ποσόν ίσον προς ποσοστόν 9,8% επί των τοιούτων αποδοχών υπό του μισθωτού και ποσόν ίσον προς ποσοστόν 6,1% επί των τοιούτων αποδοχών εκ του Παγίου Ταμείου της Δημοκρατίας:

Νοείται ότι εις περίπτωσιν καθ’ ην μισθωτός απασχολείται υπό εργοδότου ο οποίος εφαρμόζει διά τον μισθωτόν αυτόν επαγγελματικόν σχέδιον συντάξεων άνευ εισφορών εκ μέρους του μισθωτού, το ποσόν των εισφορών των καταβλητέων υπό του εργοδότου είναι ίσον προς ποσοστόν 14,65% επί των ασφαλιστέων αποδοχών του μισθωτού, το δε ποσόν των εισφορών των καταβλητέων υπό του μισθωτού ίσον προς ποσοστόν 4,95% επί των τοιούτων αποδοχών.

(2) Διά σκοπούς υπολογισμού του ποσού των εισφορών των καταβλητέων δι’ εκάστην περίοδον ή τμήμα περιόδου εισφορών αναφορικώς προς την απασχόλησιν μαθητευομένου άνευ αποδοχών ή μετ’ αποδοχών αι οποίαι υπολείπονται του ημίσεως των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών, τεκμαίρεται ότι ούτος λαμβάνει ασφαλιστέας αποδοχάς ίσας προς το ήμισυ του ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών.

(3) Διά σκοπούς υπολογισμού του ποσού των εισφορών των καταβλητέων δι’ εκάστην περίοδον ή τμήμα περιόδου εισφορών αναφορικώς προς την απασχόλησιν μισθωτού όστις εκτίει ποινήν φυλακίσεως, τεκμαίρεται ότι αι ασφαλιστέαι αυτού αποδοχαί δεν υπολείπονται του ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών.

(4) Ο εργοδότης ευθύνεται, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 11, διά την καταβολήν τόσον των υπ’ αυτού καταβλητέων εισφορών όσον και των υπό του μισθωτού καταβλητέων τοιούτων, εισφοραί δε καταβληθείσαι υπό του εργοδότου διά λογαριασμόν του μισθωτού λογίζονται ως εισφοραί καταβληθείσαι υπό του μισθωτού.

(5) Προκειμένου περί κατηγορίας ή τάξεως μισθωτών απασχολουμένων συνήθως υπό δύο ή πλειόνων εργοδοτών εντός της αυτής περιόδου εισφορών, Κανονισμοί δύνανται να προβλέψωσι περί του τρόπου καταβολής υπό του μισθωτού αμφοτέρων των εισφορών τας οποίας ευθύνεται όπως καταβάλη ο εργοδότης δυνάμει του εδαφίου (4), ως και περί των υποχρεώσεων των τοιούτων μισθωτών και των εργοδοτών αυτών.

Επιστροφή εισφορών σε μισθωτούς που υπάγονται αναδρομικά σε επαγγελματικά σχέδια συντάξεων χωρίς εισφορές

6. Μισθωτός, στην περίπτωση του οποίου δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της επιφύλαξης του εδαφίου (1) του άρθρου 5, και ο οποίος υπάγεται αναδρομικά σε επαγγελματικό σχέδιο συντάξεων χωρίς εισφορές από τον ίδιο, δικαιούται να του επιστραφεί από τον εργοδότη του για την περίοδο απασχόλησης του που αναγνωρίσθηκε ως συντάξιμη με βάση το εν λόγω επαγγελματικό σχέδιο,  ποσό ίσο –

(α) με 3% του συνόλου των ασφαλιστέων αποδοχών του για την περίοδο μέχρι την 31 Δεκεμβρίου 1992,

(β) με 3,1% των ασφαλιστέων αποδοχών του  για την περίοδο από  την 1η Ιανουαρίου 1993 μέχρι την 31η Μαρτίου 2009,

(γ)  με 3,35% των ασφαλιστέων αποδοχών του για την περίοδο   από  την 1η Απριλίου 2009 μέχρι την 31 Δεκεμβρίου 2013,

(δ)   με 3,6% των ασφαλιστέων αποδοχών του  για την περίοδο από  την 1η Ιανουαρίου 2014 μέχρι την 31 Δεκεμβρίου 2018,

(ε)  με 3,85% των ασφαλιστέων αποδοχών του  για την  περίοδο από  την 1η Ιανουαρίου 2019 μέχρι την 31 Δεκεμβρίου 2023,

(στ)  με 4,1% των ασφαλιστέων αποδοχών του  για την περίοδο από  την 1η Ιανουαρίου 2024 μέχρι την 31 Δεκεμβρίου 2028,

(ζ)  με 4,35% των ασφαλιστέων αποδοχών του  για την περίοδο  από  την 1η Ιανουαρίου 2029 μέχρι την 31 Δεκεμβρίου 2033,

(η)  με 4,6% των ασφαλιστέων αποδοχών του  για την περίοδο   από  την 1η Ιανουαρίου 2034 μέχρι την 31 Δεκεμβρίου 2038, και

(θ) «4,85%» για την περίοδο από 1η Ιανουαρίου 2039.

Εισφορά Κυβερνήσεως της Δημοκρατίας διά πρόσωπα υπηρετούντα εν τη Εθνική Φρουρά

7.-(1) Δι’ εκάστην εβδομάδα αρχομένην κατά ή μετά την ορισθείσαν ημερομηνίαν, καθ’ εκάστην ημέραν της οποίας πρόσωπον τι, κληθέν δι’ υπηρεσίαν εν τη Εθνική Φρουρά δυνάμει των περί Εθνικής Φρουράς Νόμων του 1964 έως 1979, διατελεί εν ενεργώ υπηρεσία, η Κυβέρνησις της Δημοκρατίας καταβάλλει αναφορικώς προς το πρόσωπον τούτο εισφοράν εις καθωρισμένον ποσόν.

(2) Ουδέν εν τω παρόντι άρθρω ερμηνεύεται ότι το πρόσωπον αναφορικώς προς το οποίον καταβάλλεται εισφορά δυνάμει του εδαφίου (1) ασκεί ασφαλιστέαν απασχόλησιν.

Ειδική εισφορά εργοδοτών εις ωρισμένας περιπτώσεις

8. Εάν η συχνότης προσβολής εκ πνευμοκονιάσεως, σιλικώσεως, σιδηροσιλικώσεως, ασβεστώσεως ή οιασδήποτε των τοιούτων νόσων συνοδευομένης υπό φυματιώσεως αυξηθή, δύναται διά Κανονισμών να γίνη πρόβλεψις διά την καταβολήν ειδικής εισφοράς υφ’ ωρισμένου εργοδότου ή κατηγορίας εργοδοτών, επιπροσθέτως προς την δυνάμει του άρθρου 5 καταβλητέαν εισφοράν, αναφορικώς προς την απασχόλησιν μισθωτού εις επάγγελμα εκθέτον τον τοιούτον μισθωτόν εις τον κίνδυνον οιασδήποτε των ως άνω νόσων.

Απασχόλησις μισθωτού υπό δύο ή πλειόνων εργοδοτών

9. Εάν μισθωτός απασχολήται υπό δύο ή πλειόνων εργοδοτών εντός της αυτής περιόδου εισφορών, υφίσταται υποχρέωσις καταβολής εισφορών αναφορικώς προς την απασχόλησιν αυτού υφ’ ενός εκάστου των εργοδοτών αυτού.

Απασχόλησις ησφαλισμένου ως μισθωτού και ως αυτοτελώς εργαζομένου

10. Εάν ησφαλισμένος απασχολήται εντός της ιδίας περιόδου εισφορών, ταυτοχρόνως ή διαδοχικώς, ως μισθωτός και ως αυτοτελώς εργαζόμενος, υφίσταται υποχρέωσις καταβολής εισφορών δι’ αμφοτέρας τας απασχολήσεις.

Παρακράτησις ποσού εισφορών μισθωτού υπό του Εργοδότου

11.-(1) Ανεξαρτήτως οιασδήποτε συμβάσεως περί του αντιθέτου, ο εργοδότης δεν δικαιούται να παρακρατή ή να διεκδική εκ των αποδοχών, του παρ’ αυτώ απασχολουμένου μισθωτού το ποσόν των υπό του εργοδότου καταβλητέων εισφορών αναφορικώς προς τον τοιούτον μισθωτόν, πας δε εργοδότης όστις παρακρατεί ή πειράται να παρακρατήση, εν όλω ή εν μέρει, εκ των αποδοχών του παρ’ αυτώ απασχολουμένου μισθωτού το ποσόν των υπ’ αυτού καταβλητέων εισφορών αναφορικώς προς τον τοιούτον μισθωτόν, είναι ένοχος ποινικού αδικήματος και υπόκειται εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας .750.

(2) Ανεξαρτήτως των διατάξεων οιουδήποτε νόμου ή συμβάσεως περί του αντιθέτου, το ποσόν των εισφορών το οποίον καταβάλλεται υπό του εργοδότου διά λογαριασμόν του παρ’ αυτώ απασχολουμένου μισθωτού, δύναται να παρακρατήται ή διεκδικήται εκ των οφειλομένων εις τον μισθωτόν υπό του εργοδότου αποδοχών, αναφορικώς προς την περίοδον ή τμήμα περιόδου εισφορών δι’ ην είναι καταβλητέον το τοιούτο ποσόν εισφορών, ουχί δε άλλως.

(3) Ο εργοδότης μαθητευομένου υποχρεούται εις την καταβολήν τόσον του υπ’ αυτού όσον και του υπό του μαθητευομένου καταβλητέου ποσού εισφορών επί της διαφοράς μεταξύ του ποσού των πραγματικών αποδοχών αυτού και του ποσού των ασφαλιστέων αποδοχών τας οποίας ο μαθητευόμενος τεκμαίρεται ότι λαμβάνει δυνάμει του εδαφίου (2) του άρθρου 5, δεν δικαιούται δε να διεκδικήση το τοιούτο ποσόν παρά του μαθητευομένου.

(4) Αναφορικώς προς μισθωτόν όστις εκτίει ποινήν φυλακίσεως, η Κυβέρνησις της Δημοκρατίας υποχρεούται εις την καταβολήν τόσον του υπ’ αυτής ως εργοδότου καταβλητέου ποσού εισφορών, όσον και του υπό του μισθωτού καταβλητέου τοιούτου, δύναται, όμως, διά Κανονισμών να γίνη πρόβλεψις διά την παρακράτησιν εν όλω ή εν μέρει του ποσού των εισφορών του τοιούτου μισθωτού εκ των αποδοχών του.

Υποχρέωσις καταβολής εισφορών αυτοτελώς εργαζομένων

12.-(1) Δι’ εκάστην περίοδον εισφορών, κατά την οποίαν ή διά τμήμα της οποίας πρόσωπον απησχολήθη ως αυτοτελώς εργαζόμενος, υφίσταται υποχρέωσις καταβολής εισφορών παρά του αυτοτελώς εργαζομένου και εκ του Παγίου Ταμείου της Δημοκρατίας.

(2) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του εδαφίου (1), δεν καταβάλλονται εισφοραί δι’ οιανδήποτε περίοδον ή τμήμα περιόδου εισφορών αρχομένην την ή μετά την ημερομηνίαν καθ’ ην ο αυτοτελώς εργαζόμενος συνεπλήρωσε την συντάξιμον ηλικίαν.

Ποσόν εισφορών αυτοτελώς εργαζομένων

13. (α) Από την πρώτη Δευτέρα του Απριλίου του 2009, το ποσόν των εισφορών των καταβλητέων αναφορικώς προς την απασχόλησιν αυτοτελώς εργαζομένου είναι ίσον προς ποσοστόν 16,9% επί των ασφαλιστέων αποδοχών αυτού, εκ του οποίου ποσόν ίσον προς ποσοστόν 12,6% επί των τοιούτων αποδοχών καταβάλλεται υπό του αυτοτελώς εργαζομένου και ποσόν ίσον προς ποσοστόν 4,3% επί των ως είρηται αποδοχών εκ του Παγίου Ταμείου της Δημοκρατίας.

(β) Από την πρώτη Δευτέρα του 2014, το ποσόν των εισφορών των καταβλητέων αναφορικώς προς την απασχόλησιν αυτοτελώς εργαζομένου είναι ίσον προς ποσοστόν 18,2% επί των ασφαλιστέων αποδοχών αυτού, εκ του οποίου ποσόν ίσον προς ποσοστόν 13,6% επί των τοιούτων αποδοχών καταβάλλεται υπό του αυτοτελώς εργαζομένου και ποσόν ίσον προς ποσοστόν 4,6% επί των ως είρηται αποδοχών εκ του Παγίου Ταμείου της Δημοκρατίας.

(γ) Από την πρώτη Δευτέρα του 2019, το ποσόν των εισφορών των καταβλητέων αναφορικώς προς την απασχόλησιν αυτοτελώς εργαζομένου είναι ίσον προς ποσοστόν 19,5% επί των ασφαλιστέων αποδοχών αυτού, εκ του οποίου ποσόν ίσον προς ποσοστόν 14,6% επί των τοιούτων αποδοχών καταβάλλεται υπό του αυτοτελώς εργαζομένου και ποσόν ίσον προς ποσοστόν 4,9% επί των ως είρηται αποδοχών εκ του Παγίου Ταμείου της Δημοκρατίας.

(δ) Από την πρώτη Δευτέρα του 2024, το ποσόν των εισφορών των καταβλητέων αναφορικώς προς την απασχόλησιν αυτοτελώς εργαζομένου είναι ίσον προς ποσοστόν 20,8% επί των ασφαλιστέων αποδοχών αυτού, εκ του οποίου ποσόν ίσον προς ποσοστόν 15,6% επί των τοιούτων αποδοχών καταβάλλεται υπό του αυτοτελώς εργαζομένου και ποσόν ίσον προς ποσοστόν 5,2% επί των ως είρηται αποδοχών εκ του Παγίου Ταμείου της Δημοκρατίας.

(ε) Από την πρώτη Δευτέρα του 2029, το ποσόν των εισφορών των καταβλητέων αναφορικώς προς την απασχόλησιν αυτοτελώς εργαζομένου είναι ίσον προς ποσοστόν 22,1% επί των ασφαλιστέων αποδοχών αυτού, εκ του οποίου ποσόν ίσον προς ποσοστόν 16,6% επί των τοιούτων αποδοχών καταβάλλεται υπό του αυτοτελώς εργαζομένου και ποσόν ίσον προς ποσοστόν 5,5% επί των ως είρηται αποδοχών εκ του Παγίου Ταμείου της Δημοκρατίας.

(στ) Από την πρώτη Δευτέρα του 2034, το ποσόν των εισφορών των καταβλητέων αναφορικώς προς την απασχόλησιν αυτοτελώς εργαζομένου είναι ίσον προς ποσοστόν 23,4% επί των ασφαλιστέων αποδοχών αυτού, εκ του οποίου ποσόν ίσον προς ποσοστόν 17,6% επί των τοιούτων αποδοχών καταβάλλεται υπό του αυτοτελώς εργαζομένου και ποσόν ίσον προς ποσοστόν 5,8% επί των ως είρηται αποδοχών εκ του Παγίου Ταμείου της Δημοκρατίας.

(ζ) Από την πρώτη Δευτέρα του 2039, το ποσόν των εισφορών των καταβλητέων αναφορικώς προς την απασχόλησιν αυτοτελώς εργαζομένου είναι ίσον προς ποσοστόν 24,7% επί των ασφαλιστέων αποδοχών αυτού, εκ του οποίου ποσόν ίσον προς ποσοστόν 18,6% επί των τοιούτων αποδοχών καταβάλλεται υπό του αυτοτελώς εργαζομένου και ποσόν ίσον προς ποσοστόν 6,1% επί των ως είρηται αποδοχών εκ του Παγίου Ταμείου της Δημοκρατίας.

Απόσβεσις εισφορών

14.-(1) Εισφοραί αναφορικώς προς την απασχόλησιν μισθωτού δεν καταβάλλονται μετά την παρέλευσιν εξ ετών από του τέλους της περιόδου εισφορών διά την οποίαν αι τοιαύται εισφοραί κατέστησαν καταβλητέαι.

(2) Εισφοραί αναφορικώς προς την απασχόλησιν αυτοτελώς εργαζομένου δεν καταβάλλονται μετά την παρέλευσιν τριών ετών από του τέλους της περιόδου εισφορών διά την οποίαν αι τοιαύται εισφοραί κατέστησαν καταβλητέαι.

Προαιρετική ασφάλισις

15.-(1) Παν πρόσωπον δικαιούται τη υποβολή αιτήσεως προς τον Διευθυντήν, να λάβη πιστοποιητικόν προαιρετικής ασφαλίσεως εάν-

(α) έχη πληρωθείσας ασφαλιστέας αποδοχάς εις το κατώτερον τμήμα ασφαλιστέων αποδοχών ίσας προς το ποσόν των ετησίων βασικών ασφαλιστέων αποδοχών· ή

(β) [Διαγράφηκε].

(γ) έχη την συνήθη αυτού διαμονήν εν Κύπρω και εργάζηται εκτός Κύπρου, εν τη υπηρεσία Κυπρίου εργοδότου.

Διά τους σκοπούς της παρούσης παραγράφου, “Κύπριος εργοδότης” σημαίνει εργοδότην ο οποίος διαμένει ή έχει επαγγελματικήν εγκατάστασιν εν Κύπρω ή νομικόν πρόσωπον εγγεγραμμένον εν Κύπρω, ή εις το οποίον πολίτης της Δημοκρατίας ή νομικόν πρόσωπον εγγεγραμμένον εν Κύπρω συμμετέχει ουσιωδώς.

(2) Πρόσωπον κατέχον πιστοποιητικόν προαιρετικής ασφαλίσεως, χορηγηθέν αυτώ δυνάμει του παρόντος άρθρου, δικαιούται να καταβάλλη εισφοράς διά πάσαν περίοδον ή τμήμα περιόδου εισφορών καθ’ ην το πιστοποιητικόν ισχύει, ουδεμία όμως εισφορά είναι καταβλητέα δι’ οιανδήποτε περίοδον ή τμήμα περιόδου εισφορών αρχομένην την ή μετά την ημερομηνίαν καθ’ ην το κατέχον πιστοποιητικόν προαιρετικής ασφαλίσεως πρόσωπον έχει συμπληρώσει την συντάξιμον ηλικίαν.

(3) Η ισχύς πιστοποιητικού προαιρετικής ασφαλίσεως, εκδιδομένου δυνάμει του εδαφίου (1), άρχεται από της ημερομηνίας της προς έκδοσιν αυτού γενομένης αιτήσεως, εκτός εάν ο αιτητής ήθελεν ορίσει εν τη αιτήσει αυτού άλλην ημερομηνίαν ενάρξεως της ισχύος του πιστοποιητικού, ήτις δεν δύναται να είναι προγενεστέρα της πρώτης περιόδου εισφορών δι’ ην ο κάτοχος του τοιούτου πιστοποιητικού δικαιούται δυνάμει Κανονισμών να καταβάλη εισφοράς.

Ποσόν εισφορών προαιρετικώς ησφαλισμένων

16.-(1) (α) Από την πρώτη Δευτέρα του 2009, το ποσό των εισφορών που καταβάλλονται για κάθε περίοδο εισφοράς αναφορικά με ασφαλισμένο δυνάμει των παραγράφων (α) και (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 15 είναι ίσο με 14,8% πάνω στις ασφαλιστέες αποδοχές του και για ασφαλισμένο δυνάμει της παραγράφου (γ) του εν λόγω εδαφίου είναι ίσο με 17,9% πάνω στις ασφαλιστέες αποδοχές του. Από τα ποσοστά αυτά το 11,0% και το 13,6%, αντίστοιχα καταβάλλει ο ασφαλισμένος και το υπόλοιπο καταβάλλεται από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας.

(β) Από την πρώτη Δευτέρα του 2014, το ποσό των εισφορών που καταβάλλονται για κάθε περίοδο εισφοράς αναφορικά με ασφαλισμένο δυνάμει των παραγράφων (α) και (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 15 είναι ίσο με 16,1% πάνω στις ασφαλιστέες αποδοχές του και για ασφαλισμένο δυνάμει της παραγράφου (γ) του εν λόγω εδαφίου είναι ίσο με 19,2% πάνω στις ασφαλιστέες αποδοχές του. Από τα ποσοστά αυτά το 12,0% και το 14,6%, αντίστοιχα καταβάλλει ο ασφαλισμένος και το υπόλοιπο καταβάλλεται από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας.

(γ) Από την πρώτη Δευτέρα του 2019, το ποσό των εισφορών που καταβάλλονται για κάθε περίοδο εισφοράς αναφορικά με ασφαλισμένο δυνάμει των παραγράφων (α) και (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 15 είναι ίσο με 17,4% πάνω στις ασφαλιστέες αποδοχές του και για ασφαλισμένο δυνάμει της παραγράφου (γ) του εν λόγω εδαφίου είναι ίσο με 20,5% πάνω στις ασφαλιστέες αποδοχές του. Από τα ποσοστά αυτά το 13,0% και το 15,6%, αντίστοιχα καταβάλλει ο ασφαλισμένος και το υπόλοιπο καταβάλλεται από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας.

(δ) Από την πρώτη Δευτέρα του 2024, το ποσό των εισφορών που καταβάλλονται για κάθε περίοδο εισφοράς αναφορικά με ασφαλισμένο δυνάμει των παραγράφων (α) και (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 15 είναι ίσο με 18,7% πάνω στις ασφαλιστέες αποδοχές του και για ασφαλισμένο δυνάμει της παραγράφου (γ) του εν λόγω εδαφίου είναι ίσο με 21,8% πάνω στις ασφαλιστέες αποδοχές του. Από τα ποσοστά αυτά το 14,0% και το 16,6%, αντίστοιχα καταβάλλει ο ασφαλισμένος και το υπόλοιπο καταβάλλεται από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας.

(ε) Από την πρώτη Δευτέρα του 2024, το ποσό των εισφορών που καταβάλλονται για κάθε περίοδο εισφοράς αναφορικά με ασφαλισμένο δυνάμει των παραγράφων (α) και (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 15 είναι ίσο με 20,0% πάνω στις ασφαλιστέες αποδοχές του και για ασφαλισμένο δυνάμει της παραγράφου (γ) του εν λόγω εδαφίου είναι ίσο με 23,1% πάνω στις ασφαλιστέες αποδοχές του. Από τα ποσοστά αυτά το 15,0% και το 17,6%, αντίστοιχα καταβάλλει ο ασφαλισμένος και το υπόλοιπο καταβάλλεται από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας.

(στ) Από την πρώτη Δευτέρα του 2034, το ποσό των εισφορών που καταβάλλονται για κάθε περίοδο εισφοράς αναφορικά με ασφαλισμένο δυνάμει των παραγράφων (α) και (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 15 είναι ίσο με 21,3% πάνω στις ασφαλιστέες αποδοχές του και για ασφαλισμένο δυνάμει της παραγράφου (γ) του εν λόγω εδαφίου είναι ίσο με 24,4% πάνω στις ασφαλιστέες αποδοχές του. Από τα ποσοστά αυτά το 16,0% και το 18,6%, αντίστοιχα καταβάλλει ο ασφαλισμένος και το υπόλοιπο καταβάλλεται από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας.

(ζ) Από την πρώτη Δευτέρα του 2039, το ποσό των εισφορών που καταβάλλονται για κάθε περίοδο εισφοράς αναφορικά με ασφαλισμένο δυνάμει των παραγράφων (α) και (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 15 είναι ίσο με 22,6% πάνω στις ασφαλιστέες αποδοχές του και για ασφαλισμένο δυνάμει της παραγράφου (γ) του εν λόγω εδαφίου είναι ίσο με 25,7% πάνω στις ασφαλιστέες αποδοχές του. Από τα ποσοστά αυτά το 17,0% και το 19,6%, αντίστοιχα καταβάλλει ο ασφαλισμένος και το υπόλοιπο καταβάλλεται από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας.

(2) Διά τους σκοπούς του εδαφίου (1) το ποσόν των ασφαλιστέων αποδοχών επί των οποίων πρόσωπον κατέχον πιστοποιητικόν προαιρετικής ασφαλίσεως δύναται να καταβάλλη εισφοράς δι’ έκαστον έτος εισφορών επιλέγεται υπ’ αυτού, δεν δύναται όμως να υπερβαίνη την αξίαν του 1/52 των ασφαλιστικών μονάδων του κατά το τελευταίον συμπεπληρωμένον έτος εισφορών προ της ημερομηνίας ενάρξεως του πιστοποιητικού προαιρετικής ασφαλίσεως ή του 1/52 του ετησίου μέσου όρου των τοιούτων μονάδων κατά τα τρία τελευταία έτη εισφορών προ της ημερομηνίας ενάρξεως του τοιούτου πιστοποιητικού και εν ουδεμιά περιπτώσει να υπερβαίνη το ανώτατον όριον ασφαλιστέων αποδοχών του ως είρηται έτους εισφορών:

Νοείται ότι εις ην περίπτωσιν το ως είρηται 1/52 υπολείπεται του 1/52 της μιας ασφαλιστικής μονάδος, το κατέχον πιστοποιητικόν προαιρετικής ασφαλίσεως πρόσωπον δύναται, δι’ εκάστην περίοδον εισφορών, να καταβάλλη εισφοράς επί ποσού ασφαλιστέων αποδοχών ίσου προς το 1/52 της αξίας μιας ασφαλιστικής μονάδος.

(3) Διά τους σκοπούς του εδαφίου (2) η αξία της ασφαλιστικής μονάδος υπολογίζεται επί τη βάσει του ποσού των ετησίων βασικών ασφαλιστέων αποδοχών, το οποίον λαμβάνεται υπ’ όψιν διά σκοπούς εξευρέσεως της ασφαλιστικής μονάδος διά το έτος εισφορών διά το οποίον καταβάλλεται εισφορά:

Νοείται ότι εις περίπτωσιν εισφορών καταβαλλομένων διά περιόδους εισφορών του έτους εισφορών το οποίον περιλαμβάνει την σχετικήν ημερομηνίαν διά οιανδήποτε παροχήν διά την οποίαν αι τοιαύται εισφοραί λαμβάνονται υπ’ όψιν, η αξία της ασφαλιστικής μονάδος υπολογίζεται επί τη βάσει του ποσού των ετησίων βασικών ασφαλιστέων αποδοχών του ισχύοντος κατά την σχετικήν ημερομηνίαν.

(4) Πρόσωπον κατέχον πιστοποιητικόν προαιρετικής ασφαλίσεως, εκδοθέν δυνάμει της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 15, δύναται να επιλέξη όπως καταβάλλη εισφοράς είτε επί του ποσού των ασφαλιστέων αποδοχών του εξευρισκομένου συμφώνως προς τας διατάξεις του εδαφίου (2), είτε επί του εβδομαδιαίου ποσού των αποδοχών αυτού, ως τούτο καθορίζεται εις την σχετικήν σύμβασιν εργασίας, εν ουδεμιά όμως περιπτώσει καταβάλλονται εισφοραί επί οιουδήποτε ποσού υπερβαίνοντος το ανώτατον όριον ασφαλιστέων αποδοχών.

(5) Πρόσωπον κατέχον πιστοποιητικόν προαιρετικής ασφαλίσεως και αναφορικώς προς το οποίον υπάρχει υποχρέωσις καταβολής εισφορών δυνάμει του άρθρου 4 ή του άρθρου 12, δύναται να καταβάλλη εισφοράς και δυνάμει του παρόντος άρθρου επί οιουδήποτε ποσού ασφαλιστέων αποδοχών μη υπερβαίνοντος το ποσόν της διαφοράς μεταξύ των ασφαλιστέων αποδοχών των υπολογιζομένων διά την καταβολήν εισφορών δυνάμει του άρθρου 4 ή του άρθρου 12 και του ποσού των ασφαλιστέων αποδοχών του εξευρισκομένου διά τους σκοπούς του εδαφίου (2), εφ’ όσον το ποσόν των ασφαλιστέων αποδοχών επί των οποίων υπολογίζονται αι καταβλητέαι εισφοραί δυνάμει του άρθρου 4 ή του άρθρου 12 είναι μικρότερον του εξευρισκομένου διά τους σκοπούς του εδαφίου (2) ποσού ασφαλιστέων αποδοχών.

(6) Το δυνάμει του παρόντος άρθρου επιλεγόμενον ποσόν ασφαλιστέων αποδοχών στρογγυλεύεται εις τον πλησιέστερον ακέραιον αριθμόν λιρών.

Συντάξιμη ηλικία για ορισμένους ασφαλισμένους

17. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 2, η συντάξιμη ηλικία για τους σκοπούς των άρθρων 4, 12, 15, 18(4) και 36 για ασφαλισμένο που δεν ικανοποιεί τις προϋποθέσεις εισφοράς για σύνταξη γήρατος κατά τη συμπλήρωση της εν λόγω ηλικίας θα είναι η πρώτη ημέρα κατά την οποία αυτός ικανοποιεί τις εν λόγω προϋποθέσεις, σε καμιά όμως περίπτωση δε θα είναι μεταγενέστερη του εξηκοστού όγδοου έτους της ηλικίας του. Το άρθρο αυτό δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση προσώπου που συμπλήρωσε την οριζόμενη στο άρθρο 2 συντάξιμη ηλικία πριν από την 1η Ιανουαρίου 1993 καθώς και προσώπου που δεν απασχολήθηκε σε ασφαλιστέα απασχόληση για την οποία καταβλήθηκαν ή είναι καταβλητέες εισφορές πριν από τη συμπλήρωση του εξηκοστού πέμπτου έτους της ηλικίας του.

Πίστωσις ασφαλιστέων αποδοχών

18.-(1) Ησφαλισμένος πιστούται δι’ ασφαλιστέων αποδοχών-

(α) διά πάσαν περίοδον αρχομένην κατά ή μετά την πρώτην ημέραν του έτους εισφορών καθ’ ο ούτος συνεπλήρωσε το δέκατον έκτον έτος της ηλικίας του, εφ’ όσον πρόκειται περί περιόδου καθ’ ην ούτος τυγχάνει τακτικής εκπαιδεύσεως ή εγκεκριμένης υπό του Διευθυντού μαθητείας:

Νοείται ότι εν ουδεμιά περιπτώσει πιστούνται ασφαλιστέαι αποδοχαί δι’ οιανδήποτε περίοδον προγενεστέραν της 5ης Οκτωβρίου 1964˙

(β) διά την περίοδον ήτις άρχεται την πρώτην ημέραν του έτους εισφορών προ του έτους εισφορών καθ’ ο κατέστη ησφαλισμένος και λήγει την τελευταίαν ημέραν της περιόδου εισφορών προ της περιόδου εισφορών καθ’ ην κατέστη ησφαλισμένος˙

(γ) δι’ εκάστην ημέραν καθ’ ην ούτος δικαιούται εις επίδομα ασθενείας, ανεργίας, μητρότητος ή σωματικής βλάβης˙

(δ) διά παν χρονικόν διάστημα καθ’ ο ούτος δικαιούται εις σύνταξιν ανικανότητος˙

(ε) εάν ούτος υπό ομαλάς συνθήκας ασχολήται εις ασφαλιστέαν απασχόλησιν ως καθορίζεται εν τω Μέρει Ι του Πρώτου Πίνακος και υπό ομαλάς ωσαύτως συνθήκας αρύεται τα προς το ζην εκ της τοιαύτης απασχολήσεως, δι’ εκάστην ημέραν η οποία είναι δι’ αυτόν ημέρα ανικανότητος προς εργασίαν ή ανεργίας˙

(στ) εάν ούτος υπό ομαλάς συνθήκας ασχολήται εις ασφαλιστέαν απασχόλησιν ως καθορίζεται εν τω Μέρει Ι του Δευτέρου Πίνακος και υπό ομαλάς ωσαύτως συνθήκας αρύεται τα προς το ζην εκ της τοιαύτης απασχολήσεως, δι’ εκάστην ημέραν η οποία είναι δι’ αυτόν ημέρα ανικανότητος προς εργασίαν εφ’ όσον η τοιαύτη ημέρα εμπίπτει εις το τμήμα της περιόδου διακοπής της απασχολήσεως, όπερ έπεται της εξαντλήσεως του δικαιώματος αυτού επί επιδόματος ασθενείας:

Νοείται ότι δεν πιστούνται δυνάμει της παραγράφου (ε) ή (στ) του παρόντος εδαφίου ασφαλιστέαι αποδοχαί διά περίοδον πέραν των εξ μηνών δι’ εκάστην περίοδον διακοπής της απασχολήσεως.

(2) Υπέρ ησφαλισμένου όστις κατά την ορισθείσαν ημερομηνίαν είναι ηλικίας μεταξύ πεντήκοντα και εξήκοντα τριών ετών, πιστούνται ασφαλιστέαι αποδοχαί εις το ανώτερον τμήμα ασφαλιστέων αποδοχών δι’ εκάστην εβδομάδα κατά την οποίαν κατεβλήθη υπ’ αυτού ή επιστώθη υπέρ αυτού εισφορά δυνάμει του καταργηθέντος Νόμου, η οποία εμπίπτει εις το διάστημα το περιλαμβανόμενον μεταξύ της ημερομηνίας της συμπληρώσεως υπ’ αυτού της ηλικίας των πεντήκοντα ετών και της ορισθείσης ημερομηνίας.

(3) Σε περίπτωση ασφαλισμένου που δικαιούται σύνταξη ανικανότητας σύμφωνα με το άρθρο 38, ασφαλισμένου που δικαιούται σύνταξη γήρατος σύμφωνα με το άρθρο 36Α πριν από την ηλικία των εξήντα τριών ετών, ή θανάτου ασφαλισμένου ηλικίας κάτω των εξήντα τριών ετών του οποίου ο θάνατος παρέχει δικαίωμα για περιοδική παροχή πιστώνονται υπέρ του ασφαλισμένου ασφαλιστέες αποδοχές στο ανώτερο τμήμα ασφαλιστέων αποδοχών για κάθε εβδομάδα που περιλαμβάνεται στο χρονικό διάστημα μεταξύ της σχετικής ημερομηνίας και της ημερομηνίας κατά την οποία ο ασφαλισμένος θα συμπληρώσει ή θα συμπλήρωνε την ηλικία των εξήντα τριών ετών:

Νοείται ότι το άθροισμα των ασφαλιστέων αποδοχών που πιστώνονται με βάση το εδάφιο αυτό και των πληρωθεισών ή πιστωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών του ασφαλισμένου στο ανώτερο τμήμα ασφαλιστέων αποδοχών δε δύναται σε καμιά περίπτωση να είναι μεγαλύτερο από σαράντα φορές τη διαφορά μεταξύ του ετήσιου ανώτατου ορίου ασφαλιστέων αποδοχών και του ετήσιου ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών.

(4) Κάθε ασφαλισμένη που συμπληρώνει τη συντάξιμη ηλικία μετά την 31η Δεκεμβρίου 1992 πιστώνεται με αποδοχές για οποιαδήποτε εβδομάδα εισφορών η οποία περιλαμβάνεται στο χρονικό διάστημα των πρώτων δώδεκα ετών της ηλικίας κάθε τέκνου της εφόσο για την ίδια εβδομάδα δεν έχει πληρωθείσες ή πιστωθείσες ασφαλιστέες αποδοχές. Ο αριθμός των εβδομάδων εισφορών για τις οποίες πιστώνονται αποδοχές δυνάμει του εδαφίου αυτού δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τις 156 για κάθε τέκνο.

(5) Ασφαλισμένος πιστώνεται με ασφαλιστέες αποδοχές για την περίοδο που απουσιάζει από την εργασία του με γονική άδεια.

Ποσόν πιστουμένων ασφαλιστέων αποδοχών

19.-(1) Το ποσό των ασφαλιστέων αποδοχών που πιστώνονται για κάθε εβδομάδα σύμφωνα με τις παραγράφους (α), (β), (ε) και (στ) του εδαφίου (1) και τα εδάφια (4) και (5) του άρθρου 18 είναι ίσο με το εβδομαδιαίο ποσό των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών· για περίοδο μικρότερη της εβδομάδας πιστώνεται το ανάλογο ποσό:

Νοείται ότι το άθροισμα των αποδοχών που πιστώνονται για κάθε έτος εισφορών σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (1) και το εδάφιο (4) του άρθρου 18 και των πληρωθεισών ή πιστωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών του ασφαλισμένου ή της ασφαλισμένης κατά το εν λόγω έτος εισφορών δε δύναται να υπερβαίνει το ετήσιο ποσό των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών.

(2) Το ποσόν των ασφαλιστέων αποδοχών, το πιστούμενον δι’ εκάστην εβδομάδα δυνάμει της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 18, είναι ίσον προς τον εβδομαδιαίον μέσον όρον των πληρωθεισών και πιστωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών επί του οποίου υπελογίσθη το ύψος της σχετικής παροχής ήτις κατεβλήθη προς τον ησφαλισμένον, δι’ οιανδήποτε δε περίοδον μικροτέραν της εβδομάδος πιστούται το ανάλογον ποσόν:

Νοείται ότι εν ουδεμιά περιπτώσει το δι’ εκάστην εβδομάδα πιστούμενον ποσόν δύναται να είναι μικρότερον του εβδομαδιαίου ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών:

Νοείται περαιτέρω ότι το άθροισμα των δι’ εκάστην εβδομάδα πιστουμένων ασφαλιστέων αποδοχών και του ποσού των υπό του ησφαλισμένου πληρωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών δεν δύναται να υπερβαίνη τον εβδομαδιαίον μέσον όρον των πληρωθεισών και πιστωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών επί του οποίου υπελογίσθη το ύψος της σχετικής παροχής.

(2Α) Διά τους σκοπούς της παραγράφου (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 18, ο ησφαλισμένος πιστούται δι’ εκάστην εβδομάδα εισφορών διά την οποίαν δικαιούται εις σύνταξιν ανικανότητος διά τόσων ασφαλιστικών μονάδων όσον είναι το άθροισμα των ασφαλιστικών μονάδων αι οποίαι αντιστοιχούσιν εις τον εβδομαδιαίον μέσον όρον ασφαλιστέων αποδοχών του, ως ούτος υπελογίσθη δυνάμει της υποπαραγράφου (β) της παραγράφου (2) του Τρίτου Πίνακος και του εδαφίου (4) του παρόντος άρθρου, εν ουδεμιά, όμως, περιπτώσει η πίστωσις δύναται να είναι μικροτέρα της μονάδος. Διά περίοδον μικροτέραν της εβδομάδος η πίστωσις μειούται αναλόγως:

Νοείται ότι όταν η καταβαλλομένη σύνταξις ανικανότητος είναι διά μερικήν ανικανότητα προς εργασίαν ο πιστούμενος αριθμός ασφαλιστικών μονάδων μειούται λαμβανομένης υπ’ όψιν της σχέσεως του ποσοστού συντάξεως ανικανότητος προς εκατόν:

Νοείται περαιτέρω ότι εν ουδεμιά περιπτώσει η πίστωσις δύναται να είναι μικροτέρα της μιας ασφαλιστικής μονάδος:

Νοείται έτι περαιτέρω ότι το άθροισμα των διά του παρόντος εδαφίου πιστουμένων ασφαλιστικών μονάδων και τυχόν ασφαλιστικών μονάδων λόγω πληρωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών ή πιστωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών δυνάμει ετέρας διατάξεως του παρόντος Νόμου, δεν δύναται να υπερβαίνη τον αριθμόν των ασφαλιστικών μονάδων διά του οποίου θα επιστούτο ο ησφαλισμένος εάν εδικαιούτο συντάξεως ανικανότητος δι’ ολικήν απώλειαν της ικανότητος προς το κερδίζειν.

(2Β) Αι διατάξεις του εδαφίου (2Α) εφαρμόζονται επί παροχών των οποίων η σχετική ημερομηνία έπεται της 31ης Μαρτίου, 1983.

(3) Το ποσόν των ασφαλιστέων αποδοχών, το πιστούμενον δι’ εκάστην εβδομάδα δυνάμει του εδαφίου (2) του άρθρου 18, είναι ίσον προς τον εβδομαδιαίον μέσον όρον των πληρωθεισών και πιστωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών εις το ανώτερον τμήμα ασφαλιστέων αποδοχών του ησφαλισμένου διά την περίοδον από της ορισθείσης ημερομηνίας μέχρι της τελευταίας εβδομάδος προ της εβδομάδος ήτις περιλαμβάνει την σχετικήν ημερομηνίαν:

Νοείται ότι εν ουδεμιά περιπτώσει το καθ’ εκάστην εβδομάδα πιστούμενον ποσόν δύναται να υπερβαίνει το διπλάσιον του εβδομαδιαίου ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών.

(4) Το ποσόν των ασφαλιστέων αποδοχών, το πιστούμενον δι’ εκάστην εβδομάδα δυνάμει του εδαφίου (3) του άρθρου 18, είναι ίσον προς τον εβδομαδιαίον μέσον όρον των πληρωθεισών και πιστωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών εις το ανώτερον τμήμα ασφαλιστέων αποδοχών του ησφαλισμένου διά την περίοδον από της ορισθείσης ημερομηνίας ή από της ενάρξεως του έτους εισφορών εντός του οποίου ο ησφαλισμένος συνεπλήρωσε την ηλικίαν των δέκα εξ ετών, εάν αύτη είναι μεταγενεστέρα της ορισθείσης ημερομηνίας, μέχρι της τελευταίας εβδομάδος προ της σχετικής ημερομηνίας:

Νοείται ότι, εάν η τοιαύτη περίοδος είναι μεγαλυτέρα των πέντε ετών λαμβάνεται υπ’ όψιν η αμέσως προ της εβδομάδος της σχετικής ημερομηνίας περίοδος πέντε ετών εφ’ όσον τούτο είναι ευεργετικώτερον, διά τον ησφαλισμένον:

Νοείται περαιτέρω ότι εις περίπτωσιν ησφαλισμένου ο οποίος συμπληροί την ηλικίαν των είκοσι πέντε ετών μετά την ορισθείσαν ημερομηνίαν, λαμβάνεται υπ’ όψιν, εφ’ όσον τούτο είναι ευεργετικώτερον διά τον ησφαλισμένον η περίοδος από της ημερομηνίας της υπ’ αυτού συμπληρώσεως της ηλικίας των είκοσι πέντε ετών μέχρι της τελευταίας εβδομάδος προ της σχετικής ημερομηνίας, εάν δε αύτη είναι μικροτέρα των πέντε ετών, η περίοδος των πέντε ετών προ της εν λόγω εβδομάδος.

Μετατροπή πληρωθεισών και πιστωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών εις ασφαλιστικάς μονάδας

20.-(1) Aι καθ’ έκαστον έτος εισφορών πληρωθείσαι υπό και πιστωθείσαι υπέρ ησφαλισμένου ασφαλιστέαι αποδοχαί μετατρέπονται εις ασφαλιστικάς μονάδας διά της διαιρέσεως του ολικού ποσού των τοιούτων πληρωθεισών και πιστωθεισών αποδοχών διά του ποσού των κατά το επόμενον έτος εισφορών ετησίων βασικών ασφαλιστέων αποδοχών, στρογγυλευομένου του πηλίκου της τοιαύτης διαιρέσεως εις το πλησιέστερον εκατοστόν:

Νοείται ότι διά τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου, το δι’ εκάστην εβδομάδα εισφορών πιστωθέν ποσόν ασφαλιστέων αποδοχών δεν δύναται να είναι κατώτερον του εβδομαδιαίου ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών του επομένου έτους εισφορών:

Νοείται περαιτέρω ότι προς εξεύρεσιν των ασφαλιστικών μονάδων του έτους εισφορών 1982 και 1983, το ποσόν των υπέρ ησφαλισμένου πιστωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών, των χορηγηθεισών αναφορικώς προς το έτος 1982 και την περίοδον από 1ης Ιανουαρίου 1983 μέχρι της 3ης Απριλίου 1983 δυνάμει της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 18 εάν μεν είναι χαμηλότερον του ποσού των £17.500 μιλς την εβδομάδα λογίζεται ως ίσον προς το ποσόν των £19.600 μιλς την εβδομάδα, εάν δε είναι ίσον ή μεγαλύτερον του ποσού των £17.500 μιλς την εβδομάδα, αναπροσαρμόζεται διά του πολλαπλασιασμού αυτού επί τον συντελεστήν 1.12.

Διά τους σκοπούς μετατροπής των πληρωθεισών και πιστωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών εις ασφαλιστικάς μονάδας διά το έτος εισφορών 1982, το ποσόν των ετησίων βασικών ασφαλιστέων αποδοχών διά το έτος εισφορών 1983 καθορίζεται εις £1,019.200 μιλς.

(2) Αι καθ’ έκαστον έτος καταβληθείσαι υπό ή πιστωθείσαι υπέρ ησφαλισμένου εισφοραί δυνάμει του καταργηθέντος Νόμου μετατρέπονται εις ασφαλιστικάς μονάδας διά της διαιρέσεως διά του αριθμού 52 του γινομένου του αριθμού των ως είρηται εισφορών επί τον αριθμόν 1.04.

(3) Προκειμένου περί συντάξεως γήρατος, συντάξεως ανικανότητος και συντάξεως χηρείας, αι ασφαλιστικαί μονάδες διά την προ της ορισθείσης ημερομηνίας περίοδον, η οποία λαμβάνεται υπ’ όψιν διά τον υπολογισμόν του εβδομαδιαίου μέσου όρου ασφαλιστέων αποδοχών, εξευρίσκονται διά του πολλαπλασιασμού του ολικού αριθμού των εβδομάδων εισφορών αναφορικώς προς τας οποίας κατεβλήθησαν ή επιστώθησαν εισφοραί εντός της ως είρηται περιόδου, επί 0.02.

(4) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου 18 ησφαλισμένος δεν δύναται να έχη πέραν της μιας ασφαλιστικής μονάδος δι’ οιονδήποτε έτος εισφορών προ της ορισθείσης ημερομηνίας.

(5) H πρώτη ασφαλιστική μονάς ή μέρος αυτής αποτελεί το κατώτερον τμήμα των πληρωθεισών και πιστωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών του ησφαλισμένου κατά το υπό αναφοράν έτος εισφορών, οιαδήποτε δε μονάς ή μέρος μονάδος πέραν της πρώτης αποτελεί το ανώτερον τμήμα των πληρωθεισών και πιστωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών αυτού διά το έτος τούτο:

Νοείται ότι διά το πρώτον έτος εισφορών οιονδήποτε ποσόν πληρωθεισών και πιστωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών ησφαλισμένου διά την περίοδον από της ορισθείσης ημερομηνίας μέχρι τέλους του ως είρηται έτους εισφορών υπερβαίνον το γινόμενον του εβδομαδιαίου ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών επί τον αριθμόν των εβδομάδων των εμπιπτουσών εις την ως είρηται περίοδον κατανέμεται εις το ανώτερον τμήμα ασφαλιστέων αποδοχών:

Νοείται περαιτέρω ότι οσάκις λαμβάνεται υπ’ όψιν περίοδος μικροτέρα ενός έτους εισφορών, το ποσόν των πληρωθεισών και πιστωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών του ησφαλισμένου κατά την μικροτέραν αυτήν περίοδον το μη υπερβαίνον το γινόμενον του εβδομαδιαίου ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών επί του αριθμού των εβδομάδων των εμπιπτουσών εντός της περιόδου ταύτης κατανέμεται εις το κατώτερον τμήμα ασφαλιστέων αποδοχών, οιονδήποτε δε υπόλοιπον εις το ανώτερον τμήμα ασφαλιστέων αποδοχών.

Αναπροσαρμογή του ποσού των ασφαλιστέων αποδοχών

21. Μετά την πάροδον δύο ετών από της ορισθείσης ημερομηνίας και μετέπειτα κατ’ έτος, διεξάγεται έρευνα, κατόπιν διαβουλεύσεων μετά του διά του άρθρου 68 ιδρυομένου Συμβουλίου Κοινωνικών Ασφαλίσεων, επί του ύψους των μισθών και ημερομισθίων και των άλλων εισοδημάτων, καθ’ ο μέτρον τούτο είναι δυνατόν, εάν δε αύτη καταδείξη αύξησιν του γενικού επιπέδου των μισθών και ημερομισθίων και των άλλων εισοδημάτων κατά ποσοστόν 5% τουλάχιστον αφ’ ης τελευταίως καθωρίσθησαν το ποσόν των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών και το ανώτατον όριον ασφαλιστέων αποδοχών, τα ως είρηται ποσόν και όριον αναπροσαρμόζονται από καθωρισμένης ημερομηνίας συμφώνως προς την τοιαύτην αύξησιν και την ως αποτέλεσμα ταύτης υπολογιζομένην να προκύψη αύξησιν των ασφαλιστέων αποδοχών:

Νοείται ότι τοιαύτη αναπροσαρμογή δύναται κατά την κρίσιν του Υπουργού να γίνη έστω και εάν η ως είρηται αύξησις είναι μικροτέρα του ποσοστού των 5%.

ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ ΠΑΡΟΧΑΙ ΠΛΗΝ ΤΩΝ ΛΟΓΩ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΩΝ ΒΛΑΒΩΝ
Είδη παροχών

22.-(1) Αι δυνάμει του παρόντος Μέρους παροχαί είναι αι ακόλουθοι:-

(α) Περιοδικώς καταβαλλόμεναι παροχαί-

(i) επίδομα μητρότητος

(ii) επίδομα ασθενείας

(iii) επίδομα ανεργίας

(iv) σύνταξις γήρατος

(v) σύνταξις ανικανότητος

(vi) σύνταξις χηρείας

(vii) επίδομα ορφανίας

(viii) επίδομα αγνοουμένου˙

(β) Παροχαί καταβαλλόμεναι εφ’ άπαξ-

(i) βοήθημα γάμου

(ii) βοήθημα τοκετού

(iii) βοήθημα κηδείας.

(2) Άπασαι αι περιοδικώς καταβαλλόμεναι παροχαί περιλαμβάνουν βασικήν παροχήν και συμπληρωματικήν παροχήν.

Μετατροπή ασφαλιστικών μονάδων εις πληρωθείσας και πιστωθείσας ασφαλιστέας αποδοχάς

23. Διά σκοπούς παροχών αι καθ’ έκαστον έτος εισφορών ασφαλιστικαί μονάδες ησφαλισμένου μετατρέπονται εις πληρωθείσας και πιστωθείσας ασφαλιστέας αποδοχάς διά του πολλαπλασιασμού εκάστης ασφαλιστικής μονάδος επί το ετήσιον ποσόν των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών, το ισχύον κατά την σχετικήν ημερομηνίαν:

Νοείται ότι οσάκις η σχετική ημερομηνία έπεται της 31ης Μαρτίου 1983, αι ασφαλιστικαί μονάδες του έτους εισφορών 1981 αι αντιστοιχούσαι προς πληρωθείσας ασφαλιστέας αποδοχάς, αναπροσαρμόζονται διά του πολλαπλασιασμού αυτών επί τον συντελεστήν 0.8.

Νοείται περαιτέρω ότι προκειμένου περί επιδόματος μητρότητος, ασθενείας, ανεργίας ή σωματικής βλάβης, η ως είρηται μετατροπή γίνεται εν αναφορά προς το ποσόν των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών επί τη βάσει του οποίου υπελογίσθησαν αι ασφαλιστικαί μονάδες του έτους εισφορών το οποίον λαμβάνεται υπ’ όψιν διά τον καθορισμόν του ύψους του επιδόματος.

Προϋποθέσεις εισφοράς

24. Αι προϋποθέσεις εισφοράς αναφορικώς προς τας εν τω άρθρω 22 αναφερομένας παροχάς εκτίθενται εις τον Τρίτον Πίνακα.

Υπολογισμός πληρωθεισών και πιστωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών διά σκοπούς παροχών

25.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 20 και του εδαφίου (5) του παρόντος άρθρου, προς τον σκοπόν καθορισμού του δικαιώματος προσώπου τινός εις παροχήν-

(α) εισφοραί καταβληθείσαι υπό τέως ησφαλισμένου ή πιστωθείσαι υπέρ αυτού προ της ορισθείσης ημερομηνίας λογίζονται ως πληρωθείσαι ή πιστωθείσαι ασφαλιστέαι αποδοχαί δυνάμει του παρόντος Νόμου ήτοι-

(i) εισφοραί καταβληθείσαι αναφορικώς προς την απασχόλησιν μισθωτού προ της ορισθείσης ημερομηνίας λογίζονται ως πληρωθείσαι ασφαλιστέαι αποδοχαί δυνάμει του άρθρου 4,

(ii) εισφοραί καταβληθείσαι δυνάμει του άρθρου 9Α του καταργηθέντος Νόμου λογίζονται ως εισφοραί καταβληθείσαι δυνάμει του άρθρου 7 του παρόντος Νόμου,

(iii) εισφοραί καταβληθείσαι υπό αυτοτελώς εργαζομένου προ της ορισθείσης ημερομηνίας λογίζονται ως πληρωθείσαι ασφαλιστέαι αποδοχαί δυνάμει του άρθρου 12,

(iv) εισφοραί καταβληθείσαι προ της ορισθείσης ημερομηνίας δυνάμει πιστοποιητικού προαιρετικής ασφαλίσεως λογίζονται ως πληρωθείσαι ασφαλιστέαι αποδοχαί δυνάμει του άρθρου 15,

(v) εισφοραί πιστωθείσαι δυνάμει οιασδήποτε διατάξεως εν ισχύϊ προ της ορισθείσης ημερομηνίας λογίζονται ως πιστωθείσαι ασφαλιστέαι αποδοχαί δυνάμει της αντιστοίχου διατάξεως του άρθρου 18,

(vi) εισφοραί πιστωθείσαι υπέρ οιουδήποτε προσώπου δυνάμει του καταργηθέντος Νόμου δι’ υπηρεσίαν εις την Εθνικήν Φρουράν δυνάμει των περί Εθνικής Φρουράς Νόμων του 1964 έως 1979, υπολογίζονται ως πιστωθείσαι ασφαλιστέαι αποδοχαί,

(vii) εισφοραί πιστωθείσαι δυνάμει του εδαφίου (2) του άρθρου 10 του καταργηθέντος Νόμου υπολογίζονται μόνον καθ’ όσον αφορά εις σύνταξιν γήρατος, σύνταξιν ανικανότητος, σύνταξιν χηρείας ή επίδομα αγνοουμένου·

(β) εισφορές που καταβλήθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 7 λογίζονται-

(i) ως πιστωθείσες ασφαλιστέες αποδοχές για όλες τις παροχές·

(ii) ως πληρωθείσες ασφαλιστέες αποδοχές δυνάμει του άρθρου 4, για σκοπούς σύνταξης ανικανότητας, σύνταξης χηρείας και επιδόματος ορφανίας όταν η ανικανότητα ή ο θάνατος δεν προκλήθηκε ως εκ της υπηρεσίας στην Εθνική Φρουρά· και

(iii) ως πληρωθείσες ασφαλιστέες αποδοχές δυνάμει του άρθρου 4 για σκοπούς επιδόματος ασθένειας όταν η ανικανότητα προς εργασία προκαλείται από ατύχημα που συμβαίνει κατά τους πρώτους έξι μήνες από τη συμπλήρωση της αναφερόμενης στο άρθρο 7 υπηρεσίας.

(γ) πληρωθείσαι ασφαλιστέαι αποδοχαί δυνάμει του άρθρου 12 δεν υπολογίζονται καθ’ όσον αφορά εις επίδομα ανεργίας.

(δ) πληρωθείσαι ασφαλιστέαι αποδοχαί δυνάμει του άρθρου 15 δεν υπολογίζονται καθ’ όσον αφορά εις επίδομα μητρότητος, επίδομα ασθενείας, επίδομα ανεργίας ή σύνταξιν ανικανότητος:

Νοείται ότι η παρούσα παράγραφος δεν εφαρμόζεται επί πληρωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών δυνάμει πιστοποιητικού προαιρετικής ασφαλίσεως εκδοθέντος συμφώνως προς την παράγραφον (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 15·

Νοείται περαιτέρω ότι διά σκοπούς συντάξεως ανικανότητος ασφαλιστέαι αποδοχαί πληρωθείσαι δυνάμει των παραγράφων (α) και (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 15 λαμβάνονται υπ’ όψιν διά σκοπούς υπολογισμού του ύψους της συντάξεως.

(ε) ασφαλιστέαι αποδοχαί πιστωθείσαι δυνάμει της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 18 δεν υπολογίζονται καθ’ όσον αφορά εις σύνταξιν γήρατος, σύνταξιν ανικανότητος, σύνταξιν χηρείας ή επίδομα αγνοουμένου·

(στ) ασφαλιστέες αποδοχές που πιστώθηκαν δυνάμει των εδαφίων (2) και (4) του άρθρου 18 λαμβάνονται υπόψη μόνο για σκοπούς σύνταξης γήρατος, σύνταξης ανικανότητας, σύνταξης χηρείας, επιδόματος αγνοουμένου ή επιδόματος ορφανίας· και

(ζ) ασφαλιστέαι αποδοχαί πιστωθείσαι δυνάμει του εδαφίου (3) του άρθρου 18 υπολογίζονται μόνον καθ’ όσον αφορά εις σύνταξιν ανικανότητος, σύνταξιν χηρείας, επίδομα αγνοουμένου ή επίδομα ορφανίας·

(η) δεν λαμβάνονται υπόψη για σκοπούς σύνταξης γήρατος,  για περίοδο πέραν των έξι (6) ετών, πιστωθείσες ασφαλιστέες αποδοχές δυνάμει της παραγράφου (α) του εδαφίου 1 του άρθρου 18 του παρόντος Νόμου και του δυνάμει αυτού  καταργηθέντα νόμου.

(2) Ασφαλιστέαι αποδοχαί επί των οποίων κατεβλήθησαν εισφοραί μετά την ημέραν καθ’ ην επισυνέβη το γεγονός διά το οποίον απαιτείται χορήγησις παροχής τινος και αναφερόμεναι εις περίοδον εισφορών προηγουμένην της ως είρηται ημέρας λογίζονται ως πληρωθείσαι ασφαλιστέαι αποδοχαί προ της ημέρας ταύτης-

(α) εάν μεν πρόκειται περί ασφαλιστέων αποδοχών επί των οποίων είναι καταβλητέαι δυνάμει του άρθρου 4 εισφοραί ανεξαρτήτως του χρόνου καταβολής των εισφορών·

(β) εάν δε πρόκειται περί ασφαλιστέων αποδοχών επί των οποίων είναι καταβλητέαι εισφοραί δυνάμει του άρθρου 12 ή του άρθρου 15, εφ’ όσον αι εισφοραί κατεβλήθησαν εντός της δυνάμει των Κανονισμών οριζομένης προθεσμίας διά την καταβολήν των δυνάμει του άρθρου 12 καταβλητέων εισφορών.

(3) Προκειμένου περί παροχής χορηγουμένης ένεκα του θανάτου του ησφαλισμένου, αι διατάξεις του εδαφίου (2) εφαρμόζονται και επί ασφαλιστέων αποδοχών επί των οποίων είναι καταβλητέαι εισφοραί δυνάμει του άρθρου 12 μετά την παρέλευσιν της εν τη παραγράφω (β) του ως είρηται εδαφίου αναφερομένης προθεσμίας, εάν αι εισφοραί επί των τοιούτων ασφαλιστέων αποδοχών κατεβλήθησαν ουχί αργότερον των εξ μηνών από του τοιούτου θανάτου και αναφέρωνται εις περίοδον εισφορών αρχομένην ουχί ενωρίτερον της πρώτης ημέρας του τελευταίου συμπεπληρωμένου έτους εισφορών προ του θανάτου του ησφαλισμένου:

Νοείται ότι η καταβολή οιασδήποτε παροχής δυνάμει ασφαλιστέων αποδοχών επί των οποίων εφαρμόζονται αι διατάξεις του παρόντος εδαφίου άρχεται από της ημερομηνίας καταβολής των εισφορών επί των τοιούτων ασφαλιστέων αποδοχών.

(4) Εκάστη εβδομαδιαία εισφορά καταβληθείσα δυνάμει του άρθρου 7 λογίζεται ως καταβληθείσα επί ασφαλιστέων αποδοχών ίσων προς το εβδομαδιαίον ποσόν των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών.

(5) Διά τους σκοπούς χορηγήσεως συντάξεως ανικανότητος, συντάξεως χηρείας, συντάξεως γήρατος και επιδόματος αγνοουμένου, εισφορά καταβληθείσα ή πιστωθείσα προ της 5ης Οκτωβρίου, 1964 δεν υπολογίζεται, εκτός εάν ο αιτών καθίσταται διά του υπολογισμού ταύτης δικαιούχος εις την παροχήν ή εις ηυξημένην τοιαύτην.

Ασφαλιστέαι αποδοχαί επί των οποίων είναι καταβλητέαι εισφοραί λογιζόμεναι ως πληρωθείσαι

26.-(1) Προς τον σκοπόν καθορισμού του δικαιώματος προσώπου τινός προς παροχήν, ασφαλιστέαι αποδοχαί επί των οποίων ο εργοδότης παραλείπει να καταβάλη κατά παράβασιν των διατάξεων του παρόντος Νόμου εισφοράς λογίζονται ως πληρωθείσαι ασφαλιστέαι αποδοχαί, εφ’ όσον η υποχρέωσις του εργοδότου προς καταβολήν εισφορών επί των τοιούτων ασφαλιστέων αποδοχών διεπιστώθη από το Διευθυντή ο οποίος εκδίδει σχετική απόφαση.

(2) Αι διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 25 εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, και επί ασφαλιστέων αποδοχών λογιζομένων ως πληρωθεισών δυνάμει του παρόντος άρθρου.

Ποσόν και ύψος παροχών

27.-(1) Το ποσόν των βοηθημάτων γάμου, τοκετού και κηδείας εμφαίνεται εις το Μέρος Ι του Τετάρτου Πίνακος.

(2) Το εβδομαδιαίον ύψος των επιδομάτων ασθενείας και ανεργίας εξευρίσκεται ως καθορίζεται εις το Μέρος ΙΙ του Τετάρτου Πίνακος, του δε επιδόματος μητρότητος ως καθορίζεται εις το Μέρος ΙΙΑ του αυτού Πίνακος.

(3) Το εβδομαδιαίον ύψος των συντάξεων γήρατος, ανικανότητος και χηρείας εξευρίσκεται ως καθορίζεται εις το Μέρος ΙΙΙ του Τετάρτου Πίνακος.

(4) Το εβδομαδιαίον ύψος του επιδόματος ορφανίας εξευρίσκεται ως καθορίζεται εις το Μέρος IV του Τετάρτου Πίνακος.

Βοήθημα γάμου

28. Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, κάθε πρόσωπο συνερχόμενο σε γάμο δικαιούται, από κοινού με το σύζυγο ή τη σύζυγο, σε βοήθημα γάμου εφόσον κατά τη σύναψη του γάμου ο σύζυγος ή η σύζυγος πληροί τις σχετικές προϋποθέσεις εισφοράς:

Νοείται ότι καθένας από τους συζύγους δικαιούται το 1/2 του ποσού.

Βοήθημα τοκετού

29.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, γυνή τεκούσα τέκνον δικαιούται εις βοήθημα τοκετού-

(α) εάν κατά την ημερομηνίαν του τοκετού αύτη ή ο σύζυγος αυτής πληροί τας σχετικάς προϋποθέσεις εισφοράς~ ή

(β) εάν η απαίτησις προβάλλεται αναφορικώς προς το μετά θάνατον του συζύγου αυτής γεννηθέν τέκνον αυτού, εφ’ όσον ούτος κατά τον χρόνον του θανάτου του επλήρου τας σχετικάς προϋποθέσεις εισφοράς:

Νοείται ότι αύτη δεν δικαιούται εις βοήθημα τοκετού δυνάμει αμφοτέρων των ασφαλίσεων, ήτοι τόσον της ιδίας αυτής ασφαλίσεως όσον και της του συζύγου αυτής.

(2) Γυνή τεκούσα δίδυμα ή μείζονα αριθμόν τέκνων, δικαιούται εις βοήθημα τοκετού, δι’ έκαστον εξ αυτών εφ’ όσον πληροί τας προϋποθέσεις εισφοράς αναφορικώς προς τον τοκετόν.

Επίδομα μητρότητος

30.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, γυνή τις δικαιούται εις επίδομα μητρότητος εάν-

(α) πιστοποιηθή παρ’ οιουδήποτε ιατρού ότι δέον να αναμένηται ο τοκετός αυτής εν τινι εβδομάδι καθοριζομένη εν τω πιστοποιητικώ (εν τοις εφεξής αναφερομένης ως “η εβδομάς αναμενομένου τοκετού”), εφ’ όσον δεν υπερβαίνει τας οκτώ εβδομάδας από της εβδομάδος καθ’ ην εξεδόθη το πιστοποιητικόν ή είτε η ίδια είτε ο σύζυγος της έχει υιοθετήσει τέκνο μέσα στα δώδεκα πρώτα έτη από τη γέννηση του˙

(β) πληροί τας σχετικάς προϋποθέσεις εισφοράς:

Νοείται ότι-

(i) γυνή τις δεν δικαιούται εις επίδομα μητρότητος δι’ οιονδήποτε χρονικόν διάστημα καθ’ ο λαμβάνει πλήρεις αποδοχάς παρά του εργοδότου αυτής˙

(ii) οσάκις ο εργοδότης καταβάλλη μέρος μόνον των αποδοχών, το επίδομα μητρότητος μειούται κατά τοσούτον ποσόν ώστε προστιθέμενον εις το καταβαλλόμενον μέρος των αποδοχών να μην υπερβαίνη το πλήρες ποσόν των τοιούτων αποδοχών.

(2) Τηρουμένων των εν τοις εφεξής αναφερομένων διατάξεων του παρόντος άρθρου, επίδομα μητρότητος καταβάλλεται διά χρονικόν διάστημα δεκαοκτώ εβδομάδων, αρχόμενον οιανδήποτε εβδομάδα από της έκτης μέχρι και της δευτέρας εβδομάδος προ της εβδομάδος του αναμενομένου τοκετού:

Νοείται ότι-

(α) εάν η δικαιουμένη εις επίδομα μητρότητος γυνή αποβιώση, ουδέν επίδομα καταβάλλεται διά το μετά τον θάνατον αυτής χρονικόν διάστημα˙

(β) εάν ο τοκετός επισυμβή μετά την εβδομάδα του αναμενομένου τοκετού, τηρουμένης της προηγουμένης επιφυλάξεως, το χρονικόν διάστημα διά το οποίον καταβάλλεται το επίδομα αυξάνεται κατά τον αριθμόν των εβδομάδων αι οποίαι μεσολαβούν μεταξύ της εβδομάδος του αναμενομένου τοκετού και της εβδομάδος εντός της οποίας επισυνέβη ο τοκετός˙

(γ) Σε περίπτωση που το επίδομα μητρότητας αποκτάται λόγω υιοθεσίας τέκνου το επίδομα καταβάλλεται για δεκαέξι εβδομάδες από την εβδομάδα της υιοθεσίας.

(3) Οσάκις προκύπτη ζήτημα περί την ορθότητα του πιστοποιητικού δυνάμει του οποίου γυνή τις προβάλλει απαίτησιν δι’ επίδομα μητρότητος ή δικαιούται τούτου, εκτός εάν επισυνέβη ήδη ο τοκετός, αύτη δύναται να κληθή όπως υποβληθή εις ιατρικήν εξέτασιν διά την έκδοσιν νέου πιστοποιητικού, εν η δε περιπτώσει ήθελε προκύψει διαφορά μεταξύ του αρχικού πιστοποιητικού και του νέου τοιούτου, το προς λήψιν επιδόματος μητρότητος δικαίωμα αυτής δύναται να καθορισθή ως εάν το αρχικόν πιστοποιητικόν συμφωνή μετά του νέου τοιούτου.

(4) Εάν γυνή τις-

(α) έτεκε τέκνον χωρίς προηγουμένως να προβάλη απαίτησιν δι’ επίδομα μητρότητος εν όψει του αναμενομένου τοκετού˙ και

(β) ακολούθως προβάλη απαίτησιν δι’ επίδομα μητρότητος λόγω του επισυμβάντος τοκετού, το εις επίδομα μητρότητος δικαίωμα αυτής καθορίζεται ως εάν η εβδομάς του αναμενομένου τοκετού ήτο η εβδομάς καθ’ ην επισυνέβη ο τοκετός.

Έκπτωσις εκ του προς λήψιν επιδόματος μητρότητος δικαιώματος

31. Γυνή τις εκπίπτει του προς λήψιν επιδόματος μητρότητος δικαιώματος-

(α) εάν καθ’ ον χρόνον είναι καταβλητέον το επίδομα μητρότητος εργάζηται ως μισθωτή ή αυτοτελώς εργαζομένη, διά τοσούτο διάστημα του εν λόγω χρόνου ως ο εξεταστής απαιτήσεων ήθελεν ορίσει, εν ουδεμιά όμως περιπτώσει διά διάστημα έλασσον των ημερών καθ’ ας αύτη ειργάσθη εντός του τοιούτου χρόνου˙

(β) εάν άνευ ευλόγου αιτίας παραλείψη να παρουσιασθή προς ή υποβληθή εις την απαιτουμένην συμφώνως τω εδαφίω (3) του άρθρου 30 ιατρικήν εξέτασιν, διά τοσούτο διάστημα του χρόνου καθ’ ον είναι καταβλητέον το επίδομα μητρότητος (του διαστήματος τούτου αρχομένου ουχί ενωρίτερον της ημέρας καθ’ ην έλαβε χώραν η παράλειψις), ως ο εξεταστής απαιτήσεων ήθελεν ορίσει, υπό την επιφύλαξιν ότι, εάν επισυμβή ο τοκετός μετά την τοιαύτην παράλειψιν, αύτη δεν εκπίπτει ως εκ της τοιαύτης παραλείψεως του δικαιώματος της αναφορικώς προς την ημέραν του τοκετού ή το μετά τον τοκετόν χρονικόν διάστημα.

Επίδομα ασθενείας και ανεργίας

32.-(1) Tηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού ένα πρόσωπο δικαιούται επίδομα ασθένειας για κάθε ημέρα ανικανότητας προς εργασία η οποία αποτελεί μέρος περιόδου διακοπής απασχολήσεως και επίδομα ανεργίας για κάθε ημέρα ανεργίας η οποία αποτελεί μέρος τέτοιας περιόδου, αν την ημέρα αυτή ικανοποιεί τις σχετικές προϋποθέσεις εισφοράς και είναι ηλικίας μεταξύ δεκαέξι και εξήντα τριών ετών ή μεταξύ εξήντα τριών ετών και της συντάξιμης ηλικίας και δε δικαιούται σύνταξη γήρατος˙

Νοείται ότι κανένα πρόσωπο, ανεξάρτητα από την ηλικία του, δεν δικαιούται σε επίδομα ανεργίας, νοουμένου ότι το εν λόγω πρόσωπο αφυπηρέτησε πρόωρα ή αφυπηρέτησε δυνάμει εθίμου, νόμου, επαγγελματικού σχεδίου, συλλογικής συμφωνίας, σύμβασης ή κανόνων εργασίας και, λόγω της αφυπηρέτησής του, λαμβάνει σύνταξη ή και άλλο συνταξιοδοτικό ωφέλημα, για το οποίο το εν λόγω πρόσωπο δεν έχει καταβάλει οποιαδήποτε εισφορά:

Νοείται, περαιτέρω, ότι κάθε πρόσωπο, το οποίο εμπίπτει στις πρόνοιες της προηγούμενης επιφύλαξης, αποκτά δικαίωμα για επίδομα ανεργίας, νοουμένου ότι, μετά την αφυπηρέτηση του, απασχολήθηκε εκ νέου και πληροί τις σχετικές προϋποθέσεις εισφοράς από τη νέα του απασχόληση.

(2) Ο ανώτατος αριθμός ημερών για τις οποίες καταβάλλεται επίδομα ασθενείας και ανεργίας σε κάθε περίοδο διακοπής της απασχόλησης είναι 156 ημέρες για το καθένα από τα επιδόματα αυτά:

Νοείται ότι κανείς δε δικαιούται επίδομα όπως αναφέρεται πιο πάνω για τις πρώτες τρεις ημέρες οποιασδήποτε διακοπής της απασχόλησης. Επίσης πρόσωπο που πληροί τις προϋποθέσεις εισφοράς, δυνάμει ασφαλιστέων αποδοχών που έχουν καταβληθεί δυνάμει του άρθρου 12 δε δικαιούται επίδομα ασθενείας για τις πρώτες εννέα (9) ημέρες της περιόδου διακοπής, εκτός εάν η ανικανότητα του για εργασία οφείλεται σε ατύχημα ή αν το πρόσωπο αυτό, κατά τη διάρκεια της ανικανότητάς του, παραμένει σε νοσηλευτικό ίδρυμα για ένα, τουλάχιστον, βράδυ, ενώ πρόσωπο που πληροί τις προϋποθέσεις εισφοράς, δυνάμει ασφαλιστέων αποδοχών που έχουν καταβληθεί δυνάμει της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 15, δε δικαιούται επίδομα ανεργίας για τις πρώτες τριάντα ημέρες της περιόδου αυτής.

(3) Διά τους σκοπούς του παρόντος Νόμου-

(α) ημέρα τις δεν θεωρείται-

(i) ως ημέρα ανικανότητος προς εργασίαν εκτός εάν ο αιτών αποδείξη ότι την εν λόγω ημέραν ούτος είναι ανίκανος προς εργασίαν ή ότι τον συνεβούλευσεν ιατρός όπως την ημέραν ταύτην απόσχη οιασδήποτε εργασίας είτε διότι ευρίσκεται υπό παρακολούθησιν λόγω του ότι είναι φορεύς μεταδοτικής τινος νόσου, είτε διότι ήλθεν εις επαφήν μετά προσώπου πάσχοντος εκ τοιαύτης νόσου˙

(ii) ως ημέρα ανεργίας εκτός εάν ο αιτών αποδείξη ότι είναι άνεργος μεν, ικανός δε και διαθέσιμος προς εργασίαν κατά την ημέραν ταύτην ή ότι είναι άνεργος και κατά την ημέραν ταύτην τυγχάνει επαγγελματικής εκπαιδεύσεως δυνάμει σχεδίου εγκεκριμένου υπό του Υπουργού˙

(β) ημέρα ανικανότητος προς εργασίαν δεν θεωρείται ημέρα ανεργίας˙

(γ) η Κυριακή και αι καθοριζόμεναι υπό του Διευθυντού έτεραι ημέραι της εβδομάδος, δεν θεωρούνται ως ημέραι ανικανότητος προς εργασίαν ή ως ημέραι ανεργίας˙

(δ) ημέρα τις δεν θεωρείται ως ημέρα ανεργίας εάν κατά την ημέραν ταύτην ο ησφαλισμένος ασκή επί κέρδει επάγγελμα, εκτός εάν-

(i) θα ηδύνατο υπό ομαλάς συνθήκας να ασκήση το επάγγελμα τούτο, επιπροσθέτως της συνήθους αυτού εργασίας και εκτός των συνήθων ωρών εργασίας˙ και

(ii) αι εξ αυτού αποδοχαί διά την ημέραν ταύτην δεν υπερβαίνωσι καθωρισμένον ποσόν ή εφ’ όσον κερδαίνονται αποδοχαί αναφορικώς προς χρονικόν διάστημα μείζον της μιας ημέρας, ο ημερήσιος μέσος όρος των ούτω κερδαινομένων αποδοχών δεν υπερβαίνη το ως είρηται καθωρισμένον ποσόν˙

(ε) ημέρα καθ’ ην πρόσωπον τι ευρίσκεται εν διακοπαίς δεν θεωρείται ως ημέρα ανεργίας˙

(στ) ουδείς θεωρείται άνεργος καθ’ οιανδήποτε ημέραν, εάν παρά το γεγονός ότι έληξεν ή διεκόπη η απασχόλησις αυτού, ούτος λαμβάνη διά την ημέραν ταύτην αποδοχάς ή ετέραν πληρωμήν ουσιωδώς ίσην προς τας αποδοχάς ας θα ελάμβανε διά την ημέραν ταύτην, εάν δεν έληγε ή διεκόπτετο η απασχόλησις, ως αποζημίωσιν διά την απώλειαν των τοιούτων αποδοχών˙

(ζ) ουδείς θεωρείται άνεργος καθ’ οιανδήποτε ημέραν εάν δεν εργάζηται συνήθως καθ’ εκάστην ημέραν της εβδομάδος (εξαιρουμένης της Κυριακής ή της εις την περίπτωσιν αυτού δυνάμει της παραγράφου (γ) του παρόντος εδαφίου καθοριζομένης ημέρας) και κατά την εβδομάδα εν η περιλαμβάνεται η ως είρηται ημέρα, ούτος απησχολήθη καθ’ ην έκτασιν ήτο σύνηθες εις την περίπτωσιν αυτού˙

(η) ουδείς θεωρείται άνεργος καθ’ οιανδήποτε ημέραν εάν ούτος είναι λιμενεργάτης (εγγεγραμμένος ή μη) και κατά την εβδομάδα εν η περιλαμβάνεται η ως είρηται ημέρα αι αποδοχαί αυτού δεν υπολείπονται καθωρισμένου ποσού.

(θ) ως ημέρα ανικανότητας προς εργασία ή ημέρα ανεργίας εφόσον ο εργοδοτούμενος ευρίσκεται με γονική άδεια.

(4) Ημέρα εν σχέσει προς την οποίαν εφαρμόζονται αι διατάξεις της παραγράφου (γ) του εδαφίου (3) δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν κατά τον υπολογισμόν οιασδήποτε περιόδου συναπτών ημερών καθ’ όσον αφορά εις επίδομα ασθενείας ή ανεργίας.

(5) Εάν ο εργοδότης συνεχίζη να καταβάλλη εν όλω ή εν μέρει τας αποδοχάς ησφαλισμένου δι’ ον χρόνον ούτος δικαιούται εις επίδομα ασθενείας, το τοιούτον επίδομα, αναλόγως της περιπτώσεως, αποσβέννυται ή μειούται κατά το ποσόν κατά το οποίον το άθροισμα του επιδόματος και του ποσού του καταβαλλομένου μέρους αποδοχών υπερβαίνει τας πλήρεις αποδοχάς του μισθωτού.

(6) Το επίδομα ανεργίας εις το οποίον δικαιούται πρόσωπον τι διά πάσαν ημέραν ανεργίας κατά την οποίαν το πρόσωπον τούτο τυγχάνει επαγγελματικής εκπαιδεύσεως δυνάμει σχεδίου εγκεκριμένου υπό του Υπουργού δύναται να καταβάλληται εις την αρμοδίαν διά την εφαρμογήν του τοιούτου σχεδίου αρχήν.

(7) Όταν ησφαλισμένος, ο οποίος ελάμβανεν επίδομα ασθενείας εντός οιασδήποτε περιόδου διακοπής απασχολήσεως, δεν δικαιούται συντάξεως ανικανότητος δυνάμει του άρθρου 38 εντός της εν λόγω περιόδου διά μόνον τον λόγον ότι δεν προβλέπεται να παραμείνη μονίμως ανίκανος προς εργασίαν, θα δικαιούται από της πρώτης ημέρας κατά την οποίαν θα κατεβάλλετο εις αυτόν σύνταξις ανικανότητος, εις επίδομα ασθενείας διά περίοδον μη υπερβαίνουσαν τας εκατόν πεντήκοντα εξ ημέρας, εφ’ όσον εξακολουθεί να είναι ανίκανος προς εργασίαν.

(8) Το ύψος του κατά το προηγούμενον εδάφιον καταβαλλομένου επιδόματος υπολογίζεται εν αναφορά προς τον αριθμόν των ασφαλιστικών μονάδων επί του οποίου υπελογίσθη το ύψος του επιδόματος ασθενείας το οποίον τελευταίως ελάμβανεν ο ησφαλισμένος.

Εξάντλησις και ανάκτησις δικαιώματος εις επίδομα ασθενείας ή ανεργίας

33.-(1) Πρόσωπο που εξαντλεί πλήρως το δικαίωμα του ως προς τις παροχές που καταβάλλονται με βάση το άρθρο 32, επανακτά το δικαίωμα αυτό με την καταβολή εισφορών πάνω σε ασφαλιστέες αποδοχές ίσες τουλάχιστο με εικοσιεξαπλάσιο του εβδομαδιαίου ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών σε σχέση με περιόδους εισφορών οι οποίες αρχίζουν μετά την ημερομηνία εξάντλησης του δικαιώματος του, για καταβολή επιδόματος ανεργίας ή ασθενείας, σε καμιά όμως περίπτωση δεν επανακτά το δικαίωμα για επίδομα ασθενείας ή ανεργίας, εκτός αν παρέλθουν δεκατρείς ή είκοσι έξι εβδομάδες, αντίστοιχα, από την ημερομηνία εξάντλησης του σχετικού δικαιώματος:

Νοείται ότι πρόσωπο το οποίο έχει συμπληρώσει την ηλικία των εξήντα ετών και δε λαμβάνει σύνταξη επανακτά το δικαίωμα του για επίδομα ανεργίας σαν να επρόκειτο για επίδομα ασθενείας. Για τους σκοπούς της επιφύλαξης αυτής, “σύνταξη” σημαίνει οποιαδήποτε σύνταξη αφυπηρέτησης από επαγγελματικό σχέδιο συντάξεων η οποία δεν υπολείπεται του ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών ή εφάπαξ πληρωμή από ταμείο προνοίας ίση τουλάχιστο με το δεκαπλάσιο του ετήσιου ποσού των εν λόγω αποδοχών κατά το χρόνο της αφυπηρέτησης.

(2) Εν η περιπτώσει η περίοδος διακοπής της απασχολήσεως καθ’ ην πρόσωπον τι εξήντλησε το προς λήψιν επιδόματος δικαίωμα του δυνάμει του άρθρου 32, εξακολουθεί και μετά την επανάκτησιν του τοιούτου δικαιώματος, το τμήμα της περιόδου προ και το τμήμα αυτής μετά την επανάκτησιν λογίζονται ως χωρισταί περίοδοι διακοπής της απασχολήσεως.

Έκπτωσις εκ του προς λήψιν επιδόματος ασθενείας δικαιώματος

34. Πρόσωπον τι εκπίπτει του προς λήψιν επιδόματος ασθενείας δικαιώματος διά περίοδον μέχρις εξ εβδομάδων εάν-

(α) κατέστη ανίκανον προς εργασίαν ιδία υπαιτιότητι˙ ή

(β) καίτοι κληθέν υπό του Διευθυντού όπως υποστή ιατρικήν ή ετέραν εξέτασιν ή ιατρικήν ή ετέραν νοσηλείαν, ηρνήθη ή παρέλειψε να πράξη ούτω άνευ ευλόγου αιτίας˙

(γ) ειργάσθη καθ’ ημέραν δι’ ην απήτησεν επίδομα ασθενείας˙ ή

(δ) συμπεριφέρθη κατά τρόπον πιθανόν να καθυστερήση την ανάρρωσιν αυτού.

Έκπτωσις εκ του προς λήψιν επιδόματος ανεργίας δικαιώματος

35.-(1) Πρόσωπον τι απολέσαν την εργασίαν του λόγω στάσεως εργασιών οφειλομένης εις εργατικήν διαφοράν αναφυείσαν εις τον τόπον της απασχολήσεως αυτού εκπίπτει του προς λήψιν επιδόματος ανεργίας δικαιώματος εφ’ όσον διαρκεί η τοιαύτη στάσις εργασιών, εκτός εάν διαρκούσης της στάσεως εργασιών το πρόσωπον τούτο ειργάσθη καλή τη πίστει αλλαχού και εις το συνήθως υπ’ αυτού ενασκούμενον επάγγελμα ή προσελήφθη τακτικώς εις έτερον τι επάγγελμα:

Νοείται ότι το παρόν εδάφιον δεν εφαρμόζεται επί προσώπου αποδεικνύοντος ότι-

(α) δεν συμμετέχει ή δεν κέκτηται άμεσον συμφέρον, ουδέ ενισχύει οικονομικώς την εργατικήν διαφοράν εξ ης προεκλήθη η τοιαύτη στάσις εργασιών˙ και

(β) δεν ανήκει εις τάξιν ή κατηγορίαν εργατών μέλη της οποίας, αμέσως προ της ενάρξεως της στάσεως εργασιών, ειργάζοντο εις τον τόπον απασχολήσεως αυτού και τινά τούτων συμμετέχουν, κέκτηνται άμεσον συμφέρον ή ενισχύουν οικονομικώς την τοιαύτην στάσιν εργασιών.

(2) Πρόσωπον τι εκπίπτει του προς λήψιν επιδόματος ανεργίας δικαιώματος διά χρονικόν διάστημα μέχρις εξ εβδομάδων εάν-

(α) απολέση την εργασίαν του ιδία υπαιτιότητι ή εκουσίως εγκαταλείψη ταύτην άνευ ευλόγου τινός αιτίας˙ ή

(β) καίτοι εκοινοποιήθη εις αυτό παρά τινος γραφείου ευρέσεως εργασίας ή ετέρου ανεγνωρισμένου γραφείου, ή παρά τινος εργοδότου ή εκ μέρους αυτού, η ύπαρξις θέσεως κενωθείσης ή κενωθησομένης εις κατάλληλον τινα εργασίαν, αρνήται ή παραλείπη άνευ ευλόγου αιτίας να υποβάλη αίτησιν διά την θέσιν ταύτην ή αρνήται να αποδεχθή ταύτην προσφερθείσαν εις αυτόν˙ ή

(γ) αμελή να επωφεληθή ευλόγου τινός ευκαιρίας προς κατάλληλον τινα απασχόλησιν˙ ή

(δ) αρνηθή ή παραλείψη άνευ ευλόγου αιτίας να τύχη επαγγελματικής εκπαιδεύσεως ως ο Διευθυντής ήθελε διατάξει.

(3) Διά τους σκοπούς του παρόντος άρθρου η απασχόλησις δεν θεωρείται κατάλληλος διά πρόσωπον τι εάν αύτη είναι-

(α) απασχόλησις εις θέσιν κενωθείσαν συνεπεία στάσεως εργασιών οφειλομένης εις εργατικήν τινα διαφοράν˙

(β) απασχόλησις εις το σύνηθες αυτού επάγγελμα εν τη περιοχή ένθα το τελευταίον συνήθως ειργάζετο είτε έναντι αποδοχών κατωτέρων είτε υπό όρους ολιγώτερον ευνοϊκούς, εκείνων ων ηδύνατο ευλόγως να αναμένη ότι θα απελάμβανε λαμβανομένων υπ’ όψιν των όρων εργασίας ως συνήθως απελάμβανεν εις το σύνηθες αυτού επάγγελμα εν τη περιοχή ταύτη ή ων θα απελάμβανεν εάν εσυνέχιζε την απασχόλησιν αυτού˙

(γ) απασχόλησις εις το σύνηθες αυτού επάγγελμα εις οιανδήποτε ετέραν περιοχήν έναντι αποδοχών κατωτέρων ή υπό όρους ολιγώτερον ευνοϊκούς των τηρουμένων εν τη περιοχή ταύτη δυνάμει συμφωνίας μεταξύ των οργανισμών εργοδοτών και μισθωτών ή ελλείψει τοιαύτης συμφωνίας, των υπό καλών εργοδοτών γενικώς ανεγνωρισμένων.

(4) Μετά την πάροδον ευλόγου υπό τας περιστάσεις χρονικού διαστήματος από της ημέρας καθ’ ην πρόσωπον τι κατέστη άνεργον, απασχόλησις τις δεν θεωρείται ακατάλληλος λόγω μόνον του γεγονότος ότι είναι εκτός του συνήθους αυτού επαγγέλματος, εάν πρόκειται περί απασχολήσεως έναντι αποδοχών ουχί κατωτέρων, και υπό όρους ουχί ολιγώτερον ευνοϊκούς των γενικώς τηρουμένων δυνάμει συμφωνίας μεταξύ των οργανισμών εργοδοτών και μισθωτών, ή ελλείψει τοιαύτης συμφωνίας, των υπό καλών εργοδοτών γενικώς ανεγνωρισμένων.

Σύνταξις γήρατος

36.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού, ένα πρόσωπο δικαιούται σύνταξη γήρατος αν-

(α) Συμπλήρωσε τη συντάξιμη ηλικία και κατά τη συμπλήρωση της ηλικίας αυτής ικανοποιεί τις σχετικές προϋποθέσεις εισφοράς˙ ή

(β) συμπλήρωσε την ηλικία των εξήντα τριών ετών, ικανοποιεί τις σχετικές προϋποθέσεις εισφοράς και έχει εβδομαδιαίο μέσο όρο ασφαλιστέων αποδοχών, όπως αυτός υπολογίζεται σύμφωνα με την υποπαράγραφο (β) της παραγράφου (2) του Τρίτου Πίνακα, ίσο τουλάχιστο με 70% του εβδομαδιαίου ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών˙ ή

(γ) δικαιούνταν σύνταξη ανικανότητας κατά τη συμπλήρωση της ηλικίας των εξήντα τριών ετών˙ ή

(δ) είναι ηλικίας μεταξύ εξήντα τριών και εξήντα πέντε ετών και θα δικαιούνταν σύνταξη ανικανότητας αν δεν είχε συμπληρώσει την ηλικία των εξήντα τριών ετών.

(2) Η σύνταξις γήρατος καταβάλλεται από της ημερομηνίας καθ’ ην πρόσωπον τι πρώτον πληροί τας εν τω εδαφίω (1) προϋποθέσεις και εξακολουθεί να καταβάλληται εφ’ όρου ζωής.

(3) Ασφαλισμένος, ο οποίος, κατά τη συμπλήρωση της ηλικίας των εξηνταοκτώ (68) ετών, δεν πληροί τις προϋποθέσεις εισφοράς για σύνταξη γήρατος, δικαιούται, εφόσον πληροί την σχετική προϋπόθεση εισφοράς που καθορίζεται στον Τρίτο Πίνακα, σε εφάπαξ ποσό γήρατος, το ύψος του οποίου καθορίζεται με Κανονισμούς δυνάμει του παρόντος Νόμου.

(4) Δικαιούχος συντάξεως γήρατος ο οποίος έχει πληρωθείσες ασφαλιστέες αποδοχές για οποιαδήποτε περίοδο μεταξύ της σχετικής ημερομηνίας και της ημερομηνίας που συμπλήρωσε τη συντάξιμη ηλικία δικαιούται αύξηση του εβδομαδιαίου ποσού της σύνταξης του ίση με 1/52 του 1,5% των εν λόγω αποδοχών. Η αύξηση αυτή προστίθεται στο ποσό της βασικής σύνταξης του δικαιούχου στο μέτρο που το άθροισμα δεν υπερβαίνει το ανώτατο ποσό της βασικής σύνταξης και το τυχόν υπόλοιπο προστίθεται στο ποσό της συμπληρωματικής σύνταξης του δικαιούχου.

Σύνταξις γήρατος εις μεταλλωρύχους

36Α.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 36, στην περίπτωση προσώπου το οποίο απασχολήθηκε ως μεταλλωρύχος για χρονικό διάστημα πέντε τουλάχιστον ετών, η συντάξιμη ηλικία μειώνεται κατά ένα μήνα για κάθε πέντε μήνες απασχόλησης ως μεταλλωρύχος σε καμιά όμως περίπτωση δε μειώνεται κάτω από την ηλικία των πενήντα οκτώ:

Νοείται ότι “απασχόληση ως μεταλλωρύχος” δεν περιλαμβάνει απασχόληση πριν από τις 7 Ιανουαρίου 1957.

(2) Μεταλλωρύχος δε δικαιούται σύνταξη γήρατος δυνάμει του άρθρου αυτού πριν από τη συμπλήρωση της ηλικίας των εξήντα τριών ετών εκτός αν έπαυσε να εργάζεται σε μεταλλείο.

(3) Διά τους σκοπούς του παρόντος άρθρου:

“μεταλλείον” κέκτηται την έννοιαν ην απέδωσεν εις τον όρον τούτον το άρθρον 3 του περί Ρυθμίσεως Μεταλλείων και Λατομείων Νόμου˙

“μεταλλωρύχος” σημαίνει μισθωτόν πρόσωπον απασχολούμενον υπογείως εις μεταλλείον, ή επιφανειακώς εις μεταλλείον νοουμένου ότι η απασχόλησις αυτού έχει άμεσον σχέσιν με την παραγωγήν ή τον εμπλουτισμόν του μεταλλεύματος.

Αναβολή έναρξης σύνταξης γήρατος

37.-(1) Πρόσωπο που δικαιούται σύνταξη γήρατος σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 36 ή 36Α δικαιούται να ζητήσει την αναβολή της έναρξης της σύνταξης του μέχρι και τη συμπλήρωση του εξηκοστού όγδοου έτους της ηλικίας του.

(2) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1), το ενδιαφερόμενο πρόσωπο υποβάλλει δήλωση στο Διευθυντή πάνω στο εγκεκριμένο από αυτόν έντυπο το αργότερο μέσα σε τρεις μήνες από την ημέρα που δικαιούται σύνταξη. Σε περίπτωση καθυστέρησης στην υποβολή της δήλωσης το χρονικό διάστημα της αναβολής θα θεωρείται ότι άρχισε τρεις μήνες πριν από την υποβολή της δήλωσης.

(3) Πρόσωπο που αναβάλλει την έναρξη της σύνταξης του σύμφωνα με το άρθρο αυτό θα δικαιούται να συνταξιοδοτηθεί από τη συμπλήρωση του εξηκοστού όγδοου έτους της ηλικίας του ή από την πρώτη του μηνός που ακολουθεί το μήνα μέσα στον οποίο υποβάλλει την αίτηση του για σύνταξη γήρατος αν αυτή υποβληθεί πριν τη συμπλήρωση της εν λόγω ηλικίας.

(4) Το ύψος της σύνταξης γήρατος αυξάνεται κατά 0,5% για κάθε μήνα που περιλαμβάνεται στο χρονικό διάστημα της αναβολής της έναρξης της σύμφωνα με το άρθρο αυτό.

(5) Το άρθρο αυτό δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις δικαιούχων συντάξεως γήρατος της οποίας η σχετική ημερομηνία είναι προγενέστερη της 1ης Ιανουαρίου 1993.

Σύνταξις ανικανότητος

38.-(1) Tηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου ησφαλισμένος δικαιούται εις σύνταξιν ανικανότητος εάν-

(α) ήτο ανίκανος προς εργασίαν δι’ εκατόν πεντήκοντα εξ ημέρας εντός οιασδήποτε περιόδου διακοπής της απασχολήσεως˙

(β) εντός της τοιαύτης περιόδου διακοπής της απασχολήσεως αποδείξη ότι προβλέπεται να παραμείνη μονίμως ανίκανος προς εργασίαν˙

(γ) δε συμπλήρωσε την ηλικία των εξήντα τριών ετών˙

(δ) πληροί τας σχετικάς προϋποθέσεις εισφοράς:

Νοείται ότι εις περίπτωσιν καθ’ ην η ανικανότης οφείλεται εις ατύχημα επισυμβάν κατά ή μετά την ορισθείσαν ημερομηνίαν, ο ησφαλισμένος θεωρείται ότι πληροί τας προϋποθέσεις εισφοράς εάν ούτος πληροί τας τοιαύτας προϋποθέσεις διά καταβολήν επιδόματος ασθενείας.

(2) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 74, η σύνταξις ανικανότητος καταβάλλεται από της σχετικής ημερομηνίας εν όσω ο ησφαλισμένος παραμένει μονίμως ανίκανος προς εργασίαν και δεν έχει συμπληρώσει την ηλικία των εξήντα τριών ετών.

(3) Παν πρόσωπον εις το οποίον εχορηγήθη σύνταξις ανικανότητος ή το οποίον προέβαλεν απαίτησιν διά σύνταξιν ανικανότητος, δέον όπως συμμορφούται προς πάσαν οδηγίαν εκδιδομένην αυτώ καθ’ οιονδήποτε χρόνον υπό του Διευθυντού δι’ ης καλείται όπως-

(α) υποβάλη εαυτόν εις ιατρικήν εξέτασιν ή επανεξέτασιν˙

(β) υποβάλη εαυτόν εις τοιαύτην ιατρικήν περίθαλψιν ήτις θεωρείται εν τη περιπτώσει αυτού κατάλληλος υπό του υπευθύνου δι’ αυτόν θεράποντος ιατρού ή ετέρου ιατρού εις τον οποίον παρεπέμφθη υπό του Διευθυντού˙

(γ) συμμετάσχη εις οιανδήποτε μαθητείαν επαγγελματικής εκπαιδεύσεως ή αναπροσαρμογής ως ο Διευθυντής ήθελε διατάξει.

(4) Πρόσωπον τι εκπίπτει του προς λήψιν συντάξεως ανικανότητος δικαιώματος, διά χρονικόν διάστημα μη υπερβαίνον τας εξ εβδομάδας εάν άνευ ευλόγου τινός αιτίας παρέλειψε να συμμορφωθή προς οιανδήποτε οδηγίαν εκδοθείσαν δυνάμει του εδαφίου (3):

Νοείται ότι εις περίπτωσιν προσώπου το οποίον εκπίπτει του προς λήψιν συντάξεως ανικανότητος δικαιώματος δυνάμει του παρόντος εδαφίου, το ήμισυ του ποσού της συντάξεως το οποίον, ελλείψει της τοιαύτης εκπτώσεως, θα κατεβάλλετο αυτώ, καταβάλλεται εις τους εξαρτωμένους αυτού.

(5) Διά τους σκοπούς της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) και του εδαφίου (2), ανίκανος προς εργασίαν θεωρείται ο ησφαλισμένος όταν λόγω ειδικής νόσου ή σωματικής ή πνευματικής αναπηρίας μεταγενεστέρας της ασφαλίσεως του, ή προγενεστέρας η οποία επεδεινώθη ουσιωδώς μετά την ασφάλισιν του, δεν δύναται να κερδίζη δι’ εργασίας την οποίαν ευλόγως αναμένεται να εκτελή λαμβανομένων υπ’ όψιν των δυνάμεων, των δεξιοτήτων, της μορφώσεως και της συνήθους επαγγελματικής απασχολήσεως του, πέραν του ενός τρίτου, ή αν πρόκειται για ασφαλισμένο ηλικίας μεταξύ εξήντα και εξήντα τριών ετών πέραν του ενός δευτέρου, του ποσού το οποίον συνήθως κερδίζει εις την αυτήν περιφέρειαν και επαγγελματικήν κατηγορίαν σωματικώς και πνευματικώς υγιής άνθρωπος της αυτής μορφώσεως:

Νοείται ότι εν ουδεμιά περιπτώσει η σχετική ημερομηνία δύναται να είναι προγενεστέρα της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του παρόντος εδαφίου.

(6) [Διαγράφηκε].

Σύνταξις χηρείας

39.-(1) Χήρα, η οποία, κατά το χρόνο του θανάτου του συζύγου της, συζούσε με αυτόν ή συντηρείτο αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από αυτόν, δικαιούται σε σύνταξη χηρείας, αν –

(α)  πληροί τις προϋποθέσεις εισφοράς για σύνταξη χηρείας που καθορίζονται στον Τρίτο Πίνακα και ο σύζυγος της δεν είχε συμπληρώσει τη συντάξιμη ηλικία, ή

(β)  ο σύζυγος της είχε συμπληρώσει τη συντάξιμη ηλικία, και ήταν δικαιούχος σύνταξης γήρατος ή θα εδικαιούτο σύνταξη γήρατος εάν είχε υποβάλει τη σχετική αίτηση.

(2) Χήρος, ο οποίος, κατά το χρόνο του θανάτου της συζύγου του, ήταν μόνιμα ανίκανος για αυτοσυντήρηση και συντηρείτο αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από αυτήν, δικαιούται σε σύνταξη χηρείας, αν –

(α)  πληροί τις προϋποθέσεις εισφοράς για σύνταξη χηρείας που καθορίζονται στον Τρίτο Πίνακα και η σύζυγος του δεν είχε συμπληρώσει τη συντάξιμη ηλικία, ή

(β)  η σύζυγος του είχε συμπληρώσει τη συντάξιμη ηλικία, και ήταν δικαιούχος σύνταξης γήρατος ή θα εδικαιούτο σύνταξη γήρατος, εάν είχε υποβάλει τη σχετική αίτηση.

(3) Οσάκις ο θάνατος του αποβιώσαντος συζύγου οφείλεται εις ατύχημα επισυμβάν κατά ή μετά την ορισθείσαν ημερομηνίαν, ούτος θεωρείται ότι επλήρου τας προϋποθέσεις εισφοράς τας αναφερομένας εις το εδάφιον (1) και (2) του παρόντος άρθρου εάν επλήρου τας προϋποθέσεις εισφοράς διά καταβολήν βοηθήματος κηδείας.

(4) Το εβδομαδιαίο ύψος της σύνταξης χηρείας αυξάνεται-

(α) Κατά το ποσό της αύξησης της σύνταξης γήρατος του συζύγου σύμφωνα με το καταργηθέν άρθρο 37 του βασικού νόμου˙

(β) κατά το ποσό κατά το οποίο αυξήθηκε ή θα αυξανόταν η βασική σύνταξη γήρατος του συζύγου σύμφωνα με το εδάφιο (9) του άρθρου 36 και το εδάφιο (4) του άρθρου 37 και κατά 60% του ποσού κατά το οποίο αυξήθηκε ή θα αυξανόταν σύμφωνα με τα εν λόγω εδάφια η συμπληρωματική σύνταξη γήρατος του συζύγου.

(5) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (6), η σύνταξις χηρείας καταβάλλεται εφ’ όρου ζωής.

(6) Χήρα συνερχομένη εις νέον γάμον παύει να δικαιούται εις σύνταξιν χηρείας, δικαιούται όμως εις εφ’ άπαξ ποσόν ίσον προς το γινόμενον του εβδομαδιαίου ύψους της τοιαύτης συντάξεως χηρείας επί τον αριθμόν 52, εξαιρουμένης, όμως, οιασδήποτε αυξήσεως δι’ εξαρτωμένους.

(7) Χήρα ή χήρος, που δεν δικαιούται σύνταξη χηρείας, επειδή δεν πληροί τις προϋποθέσεις εισφοράς για τέτοια σύνταξη, δικαιούται, σε εφάπαξ ποσό χηρείας, το ύψος του οποίου καθορίζεται με Κανονισμούς δυνάμει του παρόντος Νόμου, αν-

(α) πληροί τη σχετική προϋπόθεση εισφοράς που καθορίζεται στον Τρίτο Πίνακα, νοουμένου ότι ο αποβιώσας ή η αποβιώσασα σύζυγος, ανάλογα με την περίπτωση, κατά το χρόνο του θανάτου, δεν είχε συμπληρώσει τη συντάξιμη ηλικία, ή

(β) ο αποβιώσας ή η αποβιώσασα σύζυγος, ανάλογα με την περίπτωση, κατά το χρόνο του θανάτου, είχε συμπληρώσει τη συντάξιμη ηλικία και πληρούσε τη σχετική προϋπόθεση για εφάπαξ ποσό γήρατος, όπως τούτο καθορίζεται στον Τρίτο Πίνακα.

Εξαίρεση λόγω παροχής κοινωνικής σύνταξης

39Α.-(1) Το εφάπαξ καθορισμένο ποσό το οποίο δικαιούται οποιοδήποτε πρόσωπο με βάση το εδάφιο (5) του άρθρου 36 ή το εδάφιο (7) του άρθρου 39 δεν καταβάλλεται στο πρόσωπο αυτό, αν δικαιούται σε κοινωνική σύνταξη με βάση τον περί Χορήγησης Κοινωνικής Σύνταξης Νόμο του 1995 ή εδικαιούτο τέτοια σύνταξη, αν υπέβαλλε αίτηση.

(2) Το εφάπαξ καθορισμένο ποσό το οποίο θα καταβαλλόταν στο δικαιούχο, αν δεν ίσχυαν οι διατάξεις του εδαφίου (1), καταβάλλεται στο Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας.

Επίδομα ορφανίας

40.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, χορηγείται επίδομα ορφανίας δι’ ανήλικον του οποίου αμφότεροι οι γονείς απεβίωσαν και ο εις τουλάχιστον τούτων ήτο ησφαλισμένος.

(2) Επίδομα ορφανίας χορηγείται και δι’ ανήλικον του οποίου ο εις μόνον γονεύς απεβίωσεν εφ’ όσον ο αποβιώσας ήτο ησφαλισμένος και ο ανήλικος συνετηρείτο εξ ολοκλήρου ή κατά κύριον λόγον υπ’ αυτού κατά τον χρόνον του θανάτου, ο δε επιζών γονεύς δεν συνέζη μετά του αποβιώσαντος γονέως.

(3) Όταν ο θάνατος ησφαλισμένου προσώπου, το οποίον κατά την ημερομηνίαν του θανάτου αυτού επλήρου τας προϋποθέσεις εισφοράς διά σύνταξιν χηρείας, δεν παρέχει δικαίωμα εις σύνταξιν χηρείας δυνάμει του άρθρου 39 ή εις επίδομα ορφανίας δυνάμει του εδαφίου (1) ή του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου, χορηγείται επίδομα ορφανίας δι’ έκαστον ανήλικον τέκνον του αποβιώσαντος προσώπου αναφορικώς προς το οποίον θα ήτο καταβλητέα αύξησις συντάξεως χηρείας δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 59.

(4) Το εν τω εδαφίω (3) αναφερόμενον επίδομα ορφανίας χορηγείται και εις περίπτωσιν καθ’ ην η σύνταξις χηρείας η καταβλητέα αναφορικώς προς τον θάνατον του γονέως ετερματίσθη ή τερματίζεται δυνάμει του εδαφίου (6) του άρθρου 39.

(5) Παν πρόσωπον αναφορικώς προς το οποίον καταβάλλεται επίδομα ορφανίας δυνάμει του εδαφίου (1) ή του εδαφίου (2), παύον να είναι ανήλικον άλλως ή λόγω θανάτου, προ της υπ’ αυτού συμπληρώσεως της ηλικίας των δεκαεπτά ετών, δικαιούται εις εφ’ άπαξ ποσόν ίσον προς το γινόμενον του εβδομαδιαίου ύψους του επιδόματος ορφανίας επί τον αριθμόν 52 ή τον αριθμόν των εβδομάδων διά τον οποίον θα κατεβάλλετο επίδομα ορφανίας μέχρι της υπ’ αυτού συμπληρώσεως της ηλικίας των δεκαεπτά ετών, εάν ο τελευταίος αριθμός είναι μικρότερος του αριθμού 52.

(6) Το κατά το παρόν άρθρον επίδομα ορφανίας αναφορικώς προς ανήλικον μη συμπληρώσαντα το δέκατον όγδοον έτος της ηλικίας του ή ανήλικον ο οποίος είναι δι’ οιονδήποτε λόγον ανίκανος να ενεργήση, καταβάλλεται εις το πρόσωπον το έχον την επιμέλειαν του ανηλίκου, εις οιανδήποτε δε ετέραν περίπτωσιν καταβάλλεται εις τον ανήλικον.

(7) Εις περίπτωσιν κτήσεως ή ανακτήσεως δικαιώματος εις επίδομα ορφανίας δυνάμει του παρόντος άρθρου, παν ποσόν καταβληθέν εν σχέσει προς τον ανήλικον δυνάμει του εδαφίου (6) του άρθρου 39 ή καταβληθέν λόγω του ότι ούτος έπαυσε να είναι ανήλικος, λογίζεται ως καταβληθέν δυνάμει των εδαφίων 1 έως 4 του παρόντος άρθρου, αναλόγως της περιπτώσεως, καθ’ ην έκτασιν η αντίστοιχος περίοδος συμπίπτει μετά της περιόδου καταβολής επιδόματος μετά την εν λόγω κτήσιν ή ανάκτησιν.

Βοήθημα κηδείας

41.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου καταβάλλεται βοήθημα κηδείας επί τω θανάτω προσώπου τινός εάν-

(α) κατά τον χρόνον του θανάτου αυτού επλήρου τας σχετικάς προϋποθέσεις εισφοράς˙ ή

(β) κατά τον χρόνον του θανάτου αυτού εδικαιούτο εις σύνταξιν γήρατος, σύνταξιν ανικανότητος, σύνταξιν χηρείας, επίδομα αγνοουμένου δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 42, ή παροχήν λόγω θανάτου δυνάμει του εδαφίου (2) ή (4) ή (8) του άρθρου 49˙ ή

(γ) κατεβάλλετο αναφορικώς προς τούτο επίδομα ορφανίας ή επίδομα αγνοουμένου δυνάμει των εδαφίων (2) έως (4) του άρθρου 42˙ ή

(δ) πρόκειται περί μισθωτού του οποίου ο θάνατος επήλθε συνεπεία σωματικής βλάβης προκληθείσης εξ επαγγελματικού ατυχήματος ως τούτο καθορίζεται εν τω Μέρει ΙV ή συνεπεία καθωρισμένης τινός νόσου, οφειλομένης εις την απασχόλησιν αυτού˙ ή

(ε) τούτο ήτο είτε εξαρτώμενον ησφαλισμένου όστις πληροί τας σχετικάς προϋποθέσεις εισφοράς κατά τον χρόνον του θανάτου του εξαρτωμένου ή εξαρτώμενον προσώπου όπερ κατά τον χρόνον του θανάτου του εξαρτωμένου δικαιούται εις μίαν των εις την παράγραφον (β) ανωτέρω αναφερομένων παροχών.

(2) Το ποσόν του βοηθήματος κηδείας το καταβαλλόμενον δυνάμει της παραγράφου (ε) του εδαφίου (1) είναι το ήμισυ του εις το Μέρος Ι του Τετάρτου Πίνακος εμφαινομένου ποσού διά βοήθημα κηδείας.

(3) Το δυνάμει του παρόντος άρθρου βοήθημα κηδείας καταβάλλεται-

(α) εις τον χήρον ή την χήραν του θανόντος εφ’ όσον ο θανών ήτο έγγαμος˙

(β) εις πάσαν δε ετέραν περίπτωσιν εις το προς είσπραξιν του βοηθήματος οριζόμενον υπό του Διευθυντού πρόσωπον.

Επίδομα αγνοουμένου

42.-(1) Η σύζυγος αγνοουμένου ησφαλισμένου, ο οποίος κατά τον χρόνον της εξαφανίσεως αυτού επλήρου τας προϋποθέσεις εισφοράς διά σύνταξιν γήρατος, δικαιούται εις επίδομα αγνοουμένου, εφ’ όσον αύτη κατά τον χρόνον της εξαφανίσεως του συζύγου της συνέζη μετ’ αυτού ή συνετηρείτο αποκλειστικώς ή κατά κύριον λόγον υπ’ αυτού.

(2) Δι’ ανήλικον του οποίου αμφότεροι οι γονείς είναι αγνοούμενοι ή ο εις των γονέων αυτού είναι αγνοούμενος και ο έτερος απεβίωσε, χορηγείται επίδομα αγνοουμένου, εφ’ όσον ο εις των γονέων ήτο ησφαλισμένος.

(3) Όταν δι’ αγνοούμενον, ο οποίος κατά την ημερομηνίαν της εξαφανίσεως αυτού επλήρου τας σχετικάς προϋποθέσεις εισφοράς, δεν καταβάλλεται επίδομα αγνοουμένου δυνάμει του εδαφίου (1) ή του εδαφίου (2), χορηγείται επίδομα δι’ έκαστον ανήλικον τέκνον του αγνοουμένου αναφορικώς προς το οποίον θα ήτο καταβλητέα αύξησις εξαρτωμένου των διατάξεων του άρθρου 59, εάν κατεβάλλετο επίδομα δυνάμει του εδαφίου (1).

(4) Το εν τω εδαφίω (3) αναφερόμενον επίδομα καταβάλλεται επίσης εις περίπτωσιν καθ’ ην το επίδομα αγνοουμένου το καταβλητέον δυνάμει του εδαφίου (1) ετερματίσθη ή τερματίζεται λόγω του ότι η δικαιούχος επιδόματος συνήψε νέον γάμον.

(5) Παν πρόσωπον αναφορικώς προς το οποίον καταβάλλεται επίδομα αγνοουμένου δυνάμει του εδαφίου (2), παύον να είναι ανήλικον, άλλως ή λόγω θανάτου, προ της υπ’ αυτού συμπληρώσεως της ηλικίας των δεκαεπτά ετών, δικαιούται εις εφ’ άπαξ ποσόν ίσον προς το γινόμενον του εβδομαδιαίου ύψους του επιδόματος αγνοουμένου επί τον αριθμόν 52 ή τον αριθμόν των εβδομάδων διά τον οποίον θα κατεβάλλετο επίδομα αγνοουμένου μέχρι της υπ’ αυτού συμπληρώσεως της ηλικίας των δεκαεπτά ετών, εάν ο τελευταίος αριθμός είναι μικρότερος του αριθμού 52.

(6) Το κατά το παρόν άρθρον επίδομα αναφορικώς προς ανήλικον μη συμπληρώσαντα το δέκατον όγδοον έτος της ηλικίας του ή ανήλικον ο οποίος είναι δι’ οιονδήποτε λόγον ανίκανος να ενεργήση, καταβάλλεται εις το πρόσωπον το έχον την επιμέλειαν του ανηλίκου, εις οιανδήποτε δε ετέραν περίπτωσιν καταβάλλεται εις τον ανήλικον.

(7) Εις περίπτωσιν κτήσεως ή ανακτήσεως δικαιώματος εις επίδομα αγνοουμένου δυνάμει του παρόντος άρθρου, παν ποσόν καταβληθέν εν σχέσει προς τον ανήλικον λόγω του ότι ούτος έπαυσε να είναι ανήλικος ή λόγω του ότι η δικαιούχος επιδόματος δυνάμει του εδαφίου (1) της οποίας ούτος ήτο εξαρτώμενος συνήψε νέον γάμον, λογίζεται ως καταβληθέν δυνάμει των εδαφίων (2) έως (4), αναλόγως της περιπτώσεως, καθ’ ην έκτασιν η αντίστοιχος περίοδος συμπίπτει μετά της περιόδου καταβολής επιδόματος μετά την εν λόγω κτήσιν ή ανάκτησιν.

(8) Αι διατάξεις του εδαφίου (6) του άρθρου 39 εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, και εις την περίπτωσιν δικαιούχου επιδόματος αγνοουμένου δυνάμει του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου.

(9) Το ύψος του κατά το εδάφιον (1) καταβλητέου επιδόματος είναι το αυτό ως και το ύψος της συντάξεως χηρείας, το δε ύψος του κατά τα εδάφια (2) έως (4) επιδόματος είναι το αυτό ως και το ύψος του δι’ ανάλογον περίπτωσιν επιδόματος ορφανίας.

ΜΕΡΟΣ IV ΠΑΡΟΧΑΙ ΛΟΓΩ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΩΝ ΒΛΑΒΩΝ
Είδη και ύψος παροχών

43.-(1) Αι δυνάμει του παρόντος Μέρους παροχαί είναι αι ακόλουθοι:

(α) επίδομα σωματικής βλάβης˙

(β) παροχαί λόγω αναπηρίας˙

(γ) παροχαί λόγω θανάτου.

(2) Αι παροχαί λόγω αναπηρίας περιλαμβάνουν σύνταξιν αναπηρίας και βοήθημα αναπηρίας, αι δε παροχαί λόγω θανάτου σύνταξιν χήρας ή χήρου, επίδομα ορφανίας και σύνταξιν γονέως.

(3)(α) Το εβδομαδιαίον ύψος της βασικής και συμπληρωματικής παροχής του επιδόματος σωματικής βλάβης εξευρίσκεται ως καθορίζεται εις το Μέρος Ι του Πέμπτου Πίνακος˙

(β) το εβδομαδιαίον ύψος της βασικής και συμπληρωματικής παροχής των παροχών λόγω θανάτου και της συντάξεως αναπηρίας εξευρίσκεται ως καθορίζεται εις τα Μέρη ΙΙ και IV, αντιστοίχως, του Πέμπτου Πίνακος˙

(γ) το ποσόν του βοηθήματος αναπηρίας εμφαίνεται εις το Μέρος ΙΙΙ του Πέμπτου Πίνακος.

(4) Διά τον υπολογισμόν του ύψους του επιδόματος σωματικής βλάβης και της συντάξεως αναπηρίας λαμβάνονται υπ’ όψιν πληρωθείσαι ασφαλιστέαι αποδοχαί αι οποίαι υπολογίζονται διά σκοπούς επιδόματος ασθενείας.

Έννοια επαγγελματικού ατυχήματος

44.-(1) Διά τους σκοπούς του παρόντος Μέρους επαγγελματικόν ατύχημα σημαίνει ατύχημα προκληθέν ως εκ της απασχολήσεως και εν τη απασχολήσει μισθωτού.

(2) Ατύχημα τι επισυμβάν εν τη απασχολήσει μισθωτού τινος λογίζεται, ελλείψει αποδείξεως περί το εναντίον, επαγγελματικόν ατύχημα.

(3) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (1), ατύχημα τι λογίζεται επαγγελματικόν ατύχημα ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι τούτο επισυνέβη καθ’ ον χρόνον ο μισθωτός ενήργει κατά παράβασιν οιασδήποτε διατάξεως νόμου ή κανονισμού ή οδηγιών δοθεισών υπό του εργοδότου του ή εκ μέρους αυτού, αφορωσών εις την απασχόλησιν του μισθωτού.

(4) Ατύχημα τι, επισυμβάν εν Κύπρω καθ’ ον χρόνον μισθωτός μεταβαίνει εις τον τόπον της εργασίας αυτού ή επιστρέφει εκ τούτου, λογίζεται επαγγελματικόν ατύχημα ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι ο μισθωτός ουδεμίαν υποχρέωσιν υπέχει έναντι του εργοδότου αυτού, όπως χρησιμοποιή ειδικήν τινα διαδρομήν ή μέσον:

Νοείται ότι ατύχημα ούτως επισυμβάν, δεν λογίζεται επαγγελματικόν ατύχημα, εάν ο μισθωτός εγκατέλειψε τον τόπον εργασίας αυτού κατά την διάρκειαν του ωραρίου εργασίας διά σκοπόν άσχετον προς την απασχόλησιν αυτού.

(5) Ατύχημα τι επισυμβάν εις μισθωτόν εν τω τόπω ή περί τον τόπον την απασχολήσεως αυτού, εις ον εκάστοτε απασχολείται διά τους σκοπούς της εργασίας ή επιχειρήσεως του εργοδότου, λογίζεται επαγγελματικόν ατύχημα εφ’ όσον συμβαίνει καθ’ ον χρόνον ο μισθωτός ούτος λαμβάνει μέτρα προς αντιμετώπισιν πραγματικής ή νομιζομένης εκτάκτου καταστάσεως εν τω ή περί τω τοιούτω τόπω απασχολήσεως, προς διάσωσιν, παροχήν αρωγής ή προστασίας εις πρόσωπα, άτινα υπέστησαν ή πιστεύεται ότι υπέστησαν ή ότι πιθανόν να υποστώσι, σωματικήν βλάβην ή άτινα ευρίσκονται ή πιθανόν να ευρεθώσιν εν κινδύνω ή προς αποτροπήν ή περιορισμόν σοβαράς ζημίας εις περιουσίαν.

(6) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 55, ατύχημα επισυμβάν ως εκ της απασχολήσεως και εν τη απασχολήσει μισθωτού εκτός της Κύπρου δεν λογίζεται επαγγελματικόν ατύχημα.

Επίδομα σωματικής βλάβης

45.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, οσάκις μισθωτός υφίσταται σωματικήν βλάβην συνεπεία επαγγελματικού ατυχήματος, ούτος δικαιούται εις επίδομα σωματικής βλάβης δι’ εκάστην ημέραν, καθ’ ην συνεπεία της σχετικής σωματικής βλάβης ην υπέστη είναι ανίκανος προς εργασίαν και διά χρονικόν διάστημα δώδεκα μηνών αφ’ ης επισυνέβη το σχετικόν ατύχημα:

Νοείται ότι δεν καταβάλλεται επίδομα σωματικής βλάβης αναφορικώς προς τας τρεις πρώτας ημέρας οιασδήποτε περιόδου διακοπής της απασχολήσεως.

(2) Μισθωτός τις δεν δικαιούται εις επίδομα σωματικής βλάβης δι’ οιονδήποτε χρονικόν διάστημα καθ’ ο λαμβάνει πλήρεις αποδοχάς παρά του εργοδότου αυτού, εν η δε περιπτώσει ο εργοδότης καταβάλλει προς αυτόν μέρος μόνον των αποδοχών, το επίδομα σωματικής βλάβης μειούται κατά το ποσόν κατά το οποίον το άθροισμα του επιδόματος και του καταβαλλομένου μέρους αποδοχών υπερβαίνει τας πλήρεις αποδοχάς του μισθωτού.

(3) Εάν ο μισθωτός κατέστη ανίκανος προς εργασίαν καθ’ οιονδήποτε χρόνον της ημέρας του ατυχήματος, η τοιαύτη ημέρα λογίζεται ως ημέρα ανικανότητος προς εργασίαν.

Παροχαί λόγω αναπηρίας

46.-(1) Οσάκις μισθωτός υφίσταται σωματικήν βλάβην, συνεπεία επαγγελματικού ατυχήματος, δικαιούται εις παροχάς λόγω αναπηρίας, εάν συνεπεία της σχετικής σωματικής βλάβης ην υπέστη, την τετάρτην ημέραν αφ’ ης επισυνέβη το σχετικόν ατύχημα ή καθ’ οιανδήποτε μεταγενεστέραν ημέραν, πάσχη εξ απωλείας φυσικής ή πνευματικής τινος ικανότητος και την ημέραν ταύτην δεν δικαιούται εις επίδομα σωματικής βλάβης εξαιρουμένης ημέρας εφ’ ης εφαρμόζεται η επιφύλαξις του εδαφίου (1) του άρθρου 45:

Νοείται ότι διά τους σκοπούς του παρόντος άρθρου λογίζεται ότι δεν επήλθεν απώλεια ικανότητος τινος καθ’ οιονδήποτε χρόνον οσάκις η έκτασις της προκυψάσης αναπηρίας, υπολογιζομένη συμφώνως ταις εν τοις εφεξής διατάξεσι του παρόντος άρθρου, ανέρχεται εις ποσοστόν κατώτερον των δέκα επί τοις εκατόν.

(2) Διά τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η έκτασις της αναπηρίας υπολογίζεται εάν επί της αναπηρίας, ην υπέστη ο αιτών συνεπεία της σχετικής απωλείας ικανότητος, εφαρμοσθώσιν αι ακόλουθοι γενικαί αρχαί:

(α) τηρουμένων των εν τοις εφεξής διατάξεων του παρόντος εδαφίου, λαμβάνονται υπ’ όψιν μόνον αι αναπηρίαι (επαγόμεναι απώλειαν της προς το κερδαίνειν ικανότητος ή προσθέτους δαπάνας, ή μη) τας οποίας ο αιτών λαμβανομένων υπ’ όψιν της φυσικής και πνευματικής αυτού καταστάσεως την ημέραν του υπολογισμού, παρουσιάζει κατά την περίοδον ήτις λαμβάνεται ως βάσις του υπολογισμού εν συγκρίσει προς πρόσωπον της αυτής ηλικίας και φύλου, ούτινος η φυσική και πνευματική κατάστασις είναι κανονική˙

(β) τηρουμένων των διατάξεων του αμέσως επομένου εδαφίου, πάσα τοιαύτη αναπηρία θεωρείται το αποτέλεσμα της σχετικής απωλείας ικανότητος, εξαιρουμένων των περιπτώσεων καθ’ ας ο αιτών-

(i) εν πάση περιπτώσει θα υφίστατο τοιαύτην αναπηρίαν συνεπεία εκ γενετής τινος ανωμαλίας ή συνεπεία σωματικής βλάβης ην υπέστη ή νόσου υφ’ ης προσεβλήθη προ του σχετικού ατυχήματος˙ ή

(ii) δεν θα υφίστατο τοιαύτην αναπηρίαν εάν μετά το ατύχημα δεν υφίστατο σωματικήν βλάβην ή δεν προσεβάλλετο υπό νόσου ουχί αποδοτέας εις το τοιούτον ατύχημα˙

(γ) ο υπολογισμός διενεργείται άνευ οιασδήποτε αναφοράς εις ετέραν ειδικήν κατάστασιν του αιτούντος, πλην της ηλικίας, του φύλου και της φυσικής και πνευματικής αυτού καταστάσεως˙

(δ) το ποσοστόν αναπηρίας διά τας εν τω Έκτω Πίνακι, εκτιθεμένας απωλείας ικανότητος είναι το έναντι εκάστης τούτων αναγραφόμενον ποσοστόν επί τοις εκατόν, αι δε λοιπαί αναπηρίαι υπολογίζονται αναλόγως˙ και

(ε) κατά τον υπολογισμόν του βαθμού αναπηρίας δέον όπως λαμβάνηται υπ’ όψιν και τυχόν προκληθείσα παραμόρφωσις.

(3) Διά τον υπολογισμόν της εκτάσεως της αναπηρίας του αιτούντος λαμβάνεται υπ’ όψιν χρονικόν διάστημα αρχόμενον ουχί ενωρίτερον της τετάρτης ημέρας αφ’ ης επισυνέβη το σχετικόν ατύχημα καθ’ ην ο αιτών πάσχει, και δύναται να αναμένηται ότι θα εξακολουθήση πάσχων, εκ της σχετικής απωλείας ικανότητος:

Νοείται ότι εάν κατά τον υπολογισμόν του βαθμού αναπηρίας του αιτούντος, η κατάστασις τούτου δεν είναι τοιαύτη, λαμβανομένων υπ’ όψιν των δυνατών να επέλθωσιν εις τοιαύτην κατάστασιν μεταβολών (προβλεπτών ή μη), ώστε να επιτρέπη την διενέργειαν οριστικού υπολογισμού δι’ ολόκληρον το ως είρηται χρονικόν διάστημα-

(α) διενεργείται προσωρινός υπολογισμός με βάσιν έτερον βραχύτερον διάστημα, όπερ κρίνεται εύλογον, λαμβανομένων υπ’ όψιν της καταστάσεως του αιτούντος και της ως εν τοις ανωτέρω δυνατότητος μεταβολής της τοιαύτης καταστάσεως˙ και

(β) ως βάσις του επομένου υπολογισμού λαμβάνεται χρονικόν διάστημα αρχόμενον άμα τη λήξει του συνιστώντος την βάσιν του προσωρινού υπολογισμού διαστήματος.

(4) Ο υπολογισμός εκθέτει τον βαθμόν αναπηρίας εις εκατοστιαίαν αναλογίαν, καθορίζει δε ωσαύτως το συνιστών την βάσιν του υπολογισμού χρονικόν διάστημα και, οσάκις το τοιούτο διάστημα περατούται καθ’ ωρισμένην ημερομηνίαν, εάν ο υπολογισμός είναι προσωρινός ή οριστικός:

Νοείται ότι διά τον συμφώνως τω παρόντι άρθρω καθορισμόν των επί παροχών λόγω αναπηρίας δικαιωμάτων του αιτούντος τα αφορώντα εις την εκατοστιαίαν αναλογίαν και χρονικόν διάστημα αναπηρίας στοιχεία δεν εξειδικεύονται πλέον του δέοντος.

(5) Οσάκις εξευρίσκεται ότι η έκτασις της αναπηρίας διά το συνιστών την βάσιν του υπολογισμού χρονικόν διάστημα, ανέρχεται εις εκατοστιαίαν αναλογίαν κατωτέραν των είκοσι επί τοις εκατόν, η παροχή λόγω αναπηρίας καταβάλλεται υπό μορφήν εφ’ άπαξ βοηθήματος (εν τω παρόντι Νόμω καλουμένη “βοήθημα αναπηρίας”), του οποίου το ποσόν καθορίζεται εν τω Μέρει ΙΙΙ του Πέμπτου Πίνακος:

Νοείται ότι το ποσόν του βοηθήματος δι’ οιονδήποτε χρονικόν διάστημα υπολογισμού βραχύτερον των επτά ετών, μειούται κατά τον λόγον του διαστήματος τούτου προς διάστημα επτά ετών.

(6) Οσάκις εξευρίσκεται ότι η έκτασις της αναπηρίας διά το συνιστών την βάσιν του υπολογισμού χρονικόν διάστημα ανέρχεται εις εκατοστιαίαν αναλογίαν είκοσι επί τοις εκατόν ή μείζονα τοιαύτην, η παροχή λόγω αναπηρίας είναι εβδομαδιαία σύνταξις (εν τω παρόντι Νόμω καλουμένη “σύνταξις αναπηρίας”), το ύψος της οποίας εξευρίσκεται ως καθορίζεται εν τω Μέρει ΙV του Πέμπτου Πίνακος:

Νοείται ότι οσάκις το χρονικόν τούτο διάστημα λήγη καθ’ ωρισμένην ημερομηνίαν, η σύνταξις παύει διά του θανάτου του δικαιούχου προ της ημερομηνίας ταύτης.

Μερική αναπηρία λογιζομένη ως ολική

47.-(1) Οσάκις δικαιούχος συντάξεως αναπηρίας υπολογισθείσης εις εκατοστιαίαν αναλογίαν κατωτέραν των εκατόν επί τοις εκατόν, εισέρχεται εις νοσοκομείον ή παρόμοιον ίδρυμα διά να υποστή εγκεκριμένη νοσοκομειακήν ή ετέραν νοσηλείαν, καθ’ άπαν το χρονικόν διάστημα της νοσηλείας η τοιαύτη αναλογία λογίζεται ως υπολογισθείσα εις εκατόν επί τοις εκατόν.

(2) Οσάκις δικαιούχος συντάξεως αναπηρίας υπολογισθείσης εις ποσοστόν έλασσον των εκατόν επί τοις εκατόν τη απαιτήσει του Διευθυντού δυνάμει του άρθρου 52 συμμετέχη εις μαθητείαν τακτικής επαγγελματικής εκπαιδεύσεως ή αναπροσαρμογής, διά το χρονικόν διάστημα καθ’ ο ούτος υποχρεούται υπό του Διευθυντού όπως συμμετέχη εις τοιαύτην μαθητείαν ή αναπροσαρμογήν, η αναπηρία αυτού λογίζεται ως αναπηρία βαθμού εκατόν επί τοις εκατόν.

(3) Οσάκις δικαιούχος συντάξεως αναπηρίας οφειλομένης εις σωματικήν βλάβην προκληθείσαν κατά ή μετά την ορισθείσαν ημερομηνίαν και υπολογισθείσης εις ποσοστόν έλασσον των εκατόν επί τοις εκατόν είναι ανίκανος και προβλέπεται να παραμείνη μονίμως ανίκανος προς εργασίαν, εν τη εννοία του εδαφίου (5) του άρθρου 38, η αναπηρία του, εάν τούτο είναι ευεργετικώτερον, λογίζεται ως αναπηρία βαθμού ίσου προς το ποσοστόν εις το οποίον θα υπελογίζετο η σύνταξις ανικανότητος εις την περίπτωσιν του, εφ’ όσον η τοιαύτη ανικανότης οφείλεται αποκλειστικώς ή κατά κύριον λόγον εις την εν λόγω αναπηρίαν.

Προσαύξησις συντάξεως αναπηρίας λόγω τακτικής μερίμνης

48.-(1) Το εβδομαδιαίον ύψος της συντάξεως αναπηρίας της καταβαλλομένης δι’ αναπηρίαν βαθμού εκατόν επί τοις εκατόν, αυξάνεται κατά £7.18 εβδομαδιαίως, εάν συνεπεία της σχετικής απωλείας ικανότητος ο δικαιούχος έχη ανάγκην τακτικής βοηθείας ή μερίμνης.

(2) Πάσα αύξησις συντάξεως, δυνάμει του παρόντος άρθρου χορηγείται δι’ ο χρονικόν διάστημα ο εξεταστής απαιτήσεων ήθελε καθορίσει κατά τον χρόνον της χορηγήσεως της συντάξεως αναπηρίας, δύναται δε να ανανεούται από καιρού εις καιρόν:

Νοείται ότι δεν καταβάλλεται τοιαύτη αύξησις εφ’ όσον ο δικαιούχος τυγχάνει δωρεάν ιατρικής νοσηλείας εντός νοσοκομείου ή παρομοίου ιδρύματος.

Παροχαί λόγω θανάτου

49.-(1) Οσάκις μισθωτός υφίσταται σωματικήν βλάβην συνεπεία επαγγελματικού ατυχήματος, η δε σχετική σωματική βλάβη επάγεται τον θάνατον αυτού, καταβάλλονται παροχαί λόγω θανάτου εις τους επιζώντας αυτού συμφώνως προς τας διατάξεις του παρόντος άρθρου.

Νοείται ότι θάνατος δικαιούχου συντάξεως αναπηρίας υπολογισθείσης ή λογισθείσης εις βαθμόν αναπηρίας εκατόν επί τοις εκατόν λογίζεται ως οφειλόμενος εις σωματικήν βλάβην συνεπεία επαγγελματικού ατυχήματος.

(2) Η χήρα του θανόντος δικαιούται εις παροχήν λόγω θανάτου, εάν κατά τον χρόνον του θανάτου του συζύγου αυτής αύτη συνέζη μετ’ αυτού ή συνετηρείτο αποκλειστικώς ή κατά κύριον λόγον υπό του θανόντος.

(3) Η δυνάμει του εδαφίου (2) παροχή λόγω θανάτου είναι:-

(α) σύνταξις (εν τω παρόντι Νόμω καλουμένη “σύνταξις χήρας”) αρχομένη από του θανάτου του συζύγου, καταβλητέα εφ’ όρου ζωής ή μέχρι της συνάψεως νέου γάμου˙ και

(β) εφ’ άπαξ ποσόν καταβλητέον άμα τω τερματισμώ της συντάξεως συνεπεία συνάψεως νέου γάμου, ίσον προς το γινόμενον του εβδομαδιαίου ύψους της συντάξεως εις ην εδικαιούτο αμέσως προ του νέου γάμου, επί τον αριθμόν 52, εξαιρουμένης, όμως, οιασδήποτε αυξήσεως δι’ εξαρτωμένους.

(4) Ο χήρος θανούσης δικαιούται εις παροχήν λόγω θανάτου εάν κατά τον θάνατον της συζύγου αυτού ούτος-

(α) ήτο μονίμως ανίκανος να συντηρήση εαυτόν˙ και

(β) συνετηρείτο αποκλειστικώς ή κατά κύριον λόγον υπ’ αυτής ή ούτω θα συνετηρείτο εάν δεν επισυνέβαινε το σχετικόν ατύχημα.

(5) Η δυνάμει του εδαφίου (4) παροχή λόγω θανάτου είναι σύνταξις (εν τω παρόντι Νόμω καλουμένη “σύνταξις χήρου”) αρχομένη από του θανάτου της συζύγου και καταβλητέα εφ’ όρου ζωής.

(6)(α) Εάν ο θανών καταλείπη ανήλικον τέκνον του οποίου και ο έτερος γονεύς απεβίωσε, χορηγείται επίδομα ορφανίας διά το εν λόγω τέκνον.

(β) Επίδομα ορφανίας χορηγείται και δι’ ανήλικον του οποίου ο εις μόνον γονεύς απεβίωσε λόγω της σχετικής σωματικής βλάβης, εφ’ όσον ο ανήλικος συνετηρείτο εξ ολοκλήρου ή κατά κύριον λόγον υπό του αποβιώσαντος γονέως κατά τον χρόνον του θανάτου του και ο επιζών γονεύς δεν συνέζη μετά του αποβιώσαντος γονέως.

(γ) Όταν ο θάνατος του ησφαλισμένου δεν παρέχη δικαίωμα εις σύνταξιν χήρας ή χήρου ή εις επίδομα ορφανίας δυνάμει της παραγράφου (α) ή της παραγράφου (β), χορηγείται επίδομα ορφανίας δι’ έκαστον ανήλικον τέκνον του αποβιώσαντος ησφαλισμένου αναφορικώς προς το οποίον θα ήτο καταβλητέα αύξησις συντάξεως χήρας ή χήρου δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 59.

(δ) Το εν τη παραγράφω (γ) αναφερόμενον επίδομα ορφανίας χορηγείται και εις περίπτωσιν καθ’ ην η σύνταξις χήρας η καταβλητέα αναφορικώς προς τον θάνατον του γονέως ετερματίσθη ή τερματίζεται δυνάμει της παραγράφου (β) του εδαφίου (3).

(ε) Το κατά το παρόν άρθρον επίδομα αναφορικώς προς ανήλικον μη συμπληρώσαντα το δέκατον όγδοον έτος της ηλικίας του ή ανήλικον ο οποίος είναι δι’ οιονδήποτε λόγον ανίκανος να ενεργήση, καταβάλλεται εις το πρόσωπον το έχον την επιμέλειαν του ανηλίκου, εις οιανδήποτε δε ετέραν περίπτωσιν καταβάλλεται εις τον ανήλικον.

(στ) Εις περίπτωσιν κτήσεως ή ανακτήσεως δικαιώματος εις επίδομα ορφανίας δυνάμει του παρόντος εδαφίου παν ποσόν καταβληθέν εν σχέσει προς τον ανήλικον δυνάμει της παραγράφου (β) του εδαφίου (3) ή του εδαφίου (7) του παρόντος άρθρου, λογίζεται ως καταβληθέν δυνάμει των παραγράφων (α) έως (δ), αναλόγως της περιπτώσεως, καθ’ ην έκτασιν η αντίστοιχος περίοδος συμπίπτει μετά της περιόδου καταβολής επιδόματος μετά την εν λόγω κτήσιν ή ανάκτησιν.

(7) Παν πρόσωπον αναφορικώς προς το οποίον καταβάλλεται επίδομα ορφανίας δυνάμει της παραγράφου (α) ή της παραγράφου (β) του εδαφίου (6), παύον να είναι ανήλικον, άλλως ή λόγω θανάτου, προ της υπ’ αυτού συμπληρώσεως της ηλικίας των δεκαεπτά ετών, δικαιούται εις εφ’ άπαξ ποσόν ίσον προς το γινόμενον του εβδομαδιαίου ύψους του επιδόματος ορφανίας επί τον αριθμόν 52 ή τον αριθμόν των εβδομάδων διά τον οποίον θα κατεβάλλετο επίδομα ορφανίας μέχρι της υπ’ αυτού συμπληρώσεως της ηλικίας των δεκαεπτά ετών, εάν ο τελευταίος αριθμός είναι μικρότερος του αριθμού 52.

(8) Eάν ο θανών δεν καταλείπη σύζυγον ή ανήλικον ο γονεύς του θανόντος δικαιούται παροχής λόγω θανάτου εάν κατά τον χρόνον του θανάτου ούτος συνετηρείτο αποκλειστικώς ή κατά κύριον λόγον υπό του θανόντος ή ούτω θα συνετηρείτο εάν δεν επισυνέβαινε το ατύχημα.

(9) Η δυνάμει του εδαφίου (8) παροχή λόγω θανάτου είναι σύνταξις (εν τω παρόντι Νόμω καλουμένη “σύνταξις γονέως”) αρχομένη από του θανάτου του ησφαλισμένου και καταβλητέα εφ’ όρου ζωής, ή εις την περίπτωσιν μητρός, μέχρις ου αύτη συνέλθη εις νέον γάμον ή εις γάμον.

(10) Το εβδομαδιαίον ύψος των παροχών λόγω θανάτου εξευρίσκεται ως καθορίζεται εις το Μέρος ΙΙ του Πέμπτου Πίνακος.

Γνωστοποίησις ατυχημάτων υπό ησφαλισμένων

50.-(1) Πας ησφαλισμένος υφιστάμενος σωματικήν βλάβην εξ επαγγελματικού ατυχήματος αναφορικώς προς ο ο παρών Νόμος προνοεί την καταβολήν παροχών υπέχει υποχρέωσιν όπως το ταχύτερον δυνατόν αφ’ ης επισυνέβη το ατύχημα, γνωστοποιήση τούτο:

Νοείται ότι αντί του υπέχοντος την προς τούτο υποχρέωσιν ησφαλισμένου η τοιαύτη γνωστοποίησις δύναται να γίνη παρ’ ετέρου τινός προσώπου ενεργούντος εκ μέρους ή διά λογαριασμόν αυτού.

(2) Η γνωστοποίησις γίνεται προς τον εργοδότην, ή (εν περιπτώσει πλειόνων εργοδοτών) εις ένα των εργοδοτών, ή εις οιονδήποτε επιστάτην ή έτερον υπάλληλον υπό την εποπτείαν του οποίου ειργάζετο ο ησφαλισμένος καθ’ ον χρόνον επισυνέβη το ατύχημα, ή εις οιονδήποτε πρόσωπον επί τούτω υποδεικνυόμενον υπό του εργοδότου και διαλαμβάνει άπαντα τα προς τούτο αναγκαία στοιχεία.

Ανάρτησις περιλήψεως ωρισμένων διατάξεων εις τόπους εργασίας

51.-(1) Έκαστος διευθυντής εν τη εννοία του εδαφίου (2) τηρεί ανηρτημένην εις περίοπτον μέρος του τόπου απασχολήσεως ή πλησίον αυτού ένθα ευχερώς να δύναται να αναγνωσθή υφ’ απάντων των απασχολουμένων περίληψιν εκάστοτε εκδιδομένην υπό του Διευθυντού και περιλαμβάνουσαν τας υπό του παρόντος Νόμου επιβαλλομένας υποχρεώσεις καθ’ όσον αφορά εις τας γνωστοποιήσεις ατυχημάτων και την υποβολήν αιτήσεων.

(2) Διά τους σκοπούς του εδαφίου (1), ο όρος “διευθυντής” σημαίνει το πρόσωπον, εταιρείαν, οργανισμόν ή συνεταιρισμόν όστις είναι υπεύθυνος δι’ οιονδήποτε μεταλλείον, λατομείον, εργοστάσιον, εργαστήριον ή έτερον τόπον απασχολήσεως, ή εις ον ανήκει η τοιαύτη επιχείρησις, περιλαμβάνει δε τον διευθυντήν, αντιπρόσωπον ή παν έτερον πρόσωπον κατέχον ή κατ’ εμφάνισιν κατέχον την γενικήν διεύθυνσιν ή έλεγχον μεταλλείου, λατομείου, εργοστασίου, εργαστηρίου ή ετέρου τινος τόπου απασχολήσεως.

Υποχρεώσεις αιτούντων και δικαιούχων παροχών λόγω σωματικής βλάβης ή αναπηρίας

52.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, έκαστος αιτών επίδομα σωματικής βλάβης ή παροχάς λόγω αναπηρίας και έκαστος δικαιούχος λαμβάνων τοιούτον επίδομα ή παροχάς, οφείλει να συμμορφούται προς πάσαν οδηγίαν εκδιδομένην αυτώ υπό του Διευθυντού, δυνάμει της οποίας ούτος υπέχει υποχρέωσιν όπως-

(α) υποβάλη εαυτόν εις ιατρικήν εξέτασιν, ίνα καθορισθή το αποτέλεσμα του σχετικού ατυχήματος ή η προσήκουσα εις την σχετικήν σωματικήν βλάβην ή απώλειαν ικανότητος περίθαλψις˙ ή

(β) υποβάλη εαυτόν εις την προσήκουσαν διά την ως είρηται σωματικήν βλάβην ή απώλειαν ικανότητος ιατρικήν περίθαλψιν καθοριζομένην αναλόγως της περιπτώσεως υπό του θεράποντος ιατρού ή υπό ετέρου ιατρού ή Ιατρικού Συμβουλίου εις το οποίον υπέβαλεν εαυτόν προς εξέτασιν, συμφώνως ταις προηγουμέναις διατάξεσι του παρόντος Νόμου˙ ή

(γ) συμμετάσχη εις οιανδήποτε μαθητείαν επαγγελματικής εκπαιδεύσεως ή αναπροσαρμογής ήτις ήθελε τυχόν προνοηθή και κατά την γνώμην του Διευθυντού ενδείκνυται εις την περίπτωσιν αυτού.

(2) Αι οδηγίαι αίτινες απευθύνονται εις τον αιτούντα ή δικαιούχον και εντέλλουσιν αυτόν όπως υποβάλη εαυτόν εις ιατρικήν εξέτασιν, δέον όπως δίδωνται εγγράφως.

(3) Ο αιτών ή δικαιούχος, όστις συμφώνως ταις προηγουμέναις διατάξεσι του παρόντος άρθρου, εντέλλεται όπως υποβάλη εαυτόν εις ιατρικήν εξέτασιν ή τύχη ιατρικής νοσηλείας, είναι υπόχρεως να πράττη ούτω καθ’ οιονδήποτε χρόνον ήθελε ζητηθή τούτο εξ αυτού.

(4) Έκαστος δικαιούχος οφείλει όπως το ταχύτερον δυνατόν γνωστοποιή εγγράφως εις τον Διευθυντήν πάσαν αλλαγήν καταστάσεως, ήτις, ως ευλόγως αναμένεται ότι ούτος γνωρίζει, θα ηδύνατο να επηρεάση την συνέχισιν του δικαιώματος αυτού επί της χορηγουμένης αυτώ παροχής, ή του προς λήψιν της τοιαύτης παροχής δικαιώματος αυτού.

Καθωρισμέναι νόσοι

53.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), εάν πρόσωπον τι προσβληθή υπό τινος των καθωρισμένων νόσων ή βλαβών, εφ’ όσον πρόκειται περί νόσου ή βλάβης οφειλομένης εις την φύσιν καθωρισμένης ως προς την τοιαύτην νόσον ή βλάβην εργασίας εις την οποίαν απησχολήθη ως μισθωτός κατά την 5ην Οκτωβρίου 1964 ή μετέπειτα, καταβάλλονται αυτώ αι δυνάμει των διατάξεων των προηγουμένων άρθρων του παρόντος Μέρους καθοριζόμεναι παροχαί, προς τον σκοπόν δε τούτον εν τοις ειρημένοις άρθροις:-

(α) πάσα αναφορά γενομένη εις σωματικήν βλάβην προκληθείσαν συνεπεία επαγγελματικού ατυχήματος θεωρείται ως αναφορά γενομένη και εις νόσον ή βλάβην οφειλομένην εις την φύσιν της απασχολήσεως˙

(β) πάσα αναφορά γενομένη εις την ημερομηνίαν του επαγγελματικού ατυχήματος σημαίνει ωσαύτως-

(i) εάν η πρώτη απαίτηση αναφορικώς προς την νόσον ή βλάβην είναι δι’ επίδομα σωματικής βλάβης, την πρώτην ημέραν από της 5ης Οκτωβρίου, 1964 ή μετέπειτα, καθ’ ην συνεπεία της νόσου ή βλάβης ο αιτών κατέστη ανίκανος προς εργασίαν˙

(ii) εάν η πρώτη απαίτησις αναφορικώς προς την νόσον ή βλάβην είναι διά παροχάς λόγω αναπηρίας, την πρώτην ημέραν, από της 5ης Οκτωβρίου, 1964 ή μετέπειτα, καθ’ ην ο αιτών υπέστη απώλειαν φυσικής ή πνευματικής τινος ικανότητος:

Νοείται ότι οσάκις πρόσωπον τι απαιτή, επίδομα σωματικής βλάβης αναφορικώς προς νόσον ή βλάβην δι’ ην έλαβε προηγουμένως τοιούτον επίδομα ή παροχάς λόγω αναπηρίας, η προγενεστέρα αυτού απαίτησις αναφορικώς προς την νόσον ή βλάβην ταύτην ουδόλως λαμβάνεται υπ’ όψιν, εάν είναι ανίκανος προς εργασίαν και η ανικανότης αυτού οφείλεται κατά κύριον λόγον εις το γεγονός ότι εξετέθη περαιτέρω εις τον κίνδυνον της τοιαύτης νόσου ή βλάβης.

(2) Άνευ επηρεασμού της γενικότητος του εδαφίου (1), κανονισμοί εκδιδόμενοι δυνάμει τούτου δύνανται ωσαύτως να προβλέψωσιν ότι διά να θεωρηθή νόσος τις ή βλάβη ως οφειλομένη εις την φύσιν της εργασίας δέον να πληρώνται ωρισμέναι προϋποθέσεις, περιλαμβανομένων της διαρκείας της απασχολήσεως εις οιανδήποτε συγκεκριμένην εργασίαν, του διαρρεύσαντος χρονικού διαστήματος μεταξύ προσβολής εκ της νόσου ή βλάβης και της απασχολήσεως εν συγκεκριμένη εργασία ως και του συνεχούς ή μη της τοιαύτης απασχολήσεως.

(3) Εν περιπτώσει προσβολής εκ πνευμονοκονιάσεως, σιλικώσεως, σιδηροσιλικώσεως, ασβεστώσεως ή οιασδήποτε των τοιούτων νόσων συνοδευομένης υπό φυματιώσεως:-

(α) πρόσωπον τι δεν δικαιούται εις επίδομα σωματικής βλάβης δυνάμει του παρόντος Νόμου˙

(β) αναπηρία υπολογιζομένη δυνάμει του εδαφίου (4) του άρθρου 46 εις ποσοστόν ενός έως δεκαεννέα επί τοις εκατόν λογίζεται ως αναπηρία εις ποσοστόν είκοσι επί τοις εκατόν.

(4) Διά τους σκοπούς απαιτήσεως προβαλλομένης δυνάμει του παρόντος Νόμου διά παροχάς λόγω πνευμονοκονιάσεως, σιλικώσεως, σιδηροσιλικώσεως, ασβεστώσεως ή οιασδήποτε των τοιούτων νόσων συνοδευομένης υπό φυματιώσεως, πρόσωπον τι, όπερ υπήρξεν εργάτης εν τη εννοία των περί Πνευμονοκονιάσεως (Αποζημιώσεως) Νόμων του 1960 και 1966 λογίζεται ως μισθωτός δυνάμει του παρόντος Νόμου.

Έκπτωσις εκ του δικαιώματος προς λήψιν επιδόματος σωματικής βλάβης και συντάξεως αναπηρίας

54. Πρόσωπον τι εκπίπτει του προς λήψιν επιδόματος σωματικής βλάβης ή συντάξεως αναπηρίας δικαιώματος διά περίοδον μη υπερβαίνουσαν τας εξ εβδομάδας εάν-

(α) καίτοι κληθέν υπό του Διευθυντού όπως υποβάλη εαυτό εις ιατρικήν ή ετέραν εξέτασιν ή εις ιατρικήν νοσηλείαν άνευ ευλόγου τινός αιτίας ηρνήθη, ή παρέλειψε να παρουσιασθή ή να υποβάλη εαυτό εις τοιαύτην εξέτασιν ή νοσηλείαν˙ ή

(β) παρέλειψεν άνευ ευλόγου αιτίας να ακολουθήση τας οδηγίας ιατρού ή Ιατρικού Συμβουλίου υπό του οποίου εξητάσθη˙ ή

(γ) ειργάσθη καθ’ ημέραν δι’ ην προέβαλεν απαίτησιν επί επιδόματος σωματικής βλάβης˙ ή

(δ) συμπεριεφέρθη κατά τρόπον όστις πιθανόν να προεκάλη καθυστέρησιν εις την ανάρρωσιν αυτού:

Νοείται ότι εις την περίπτωσιν προσώπου τινός όπερ εκπίπτει εκ του προς λήψιν επιδόματος σωματικής βλάβης ή συντάξεως αναπηρίας δικαιώματος δυνάμει του παρόντος άρθρου, το ήμισυ του ύψους της παροχής το οποίον ελλείψει της τοιαύτης εκπτώσεως θα κατεβάλλετο προς αυτόν, καταβάλλεται εις τους εξαρτωμένους αυτού.

Εφαρμογή επί προσώπων υπηρετούντων επί πλοίων και αεροσκαφών

55.-(1) Αι διατάξεις του Μέρους ΙV εφαρμόζονται και επί των πλοιάρχων, μελών του πληρώματος και των μαθητευομένων εις ναυτικήν υπηρεσίαν προσώπων, των υπηρετούντων επί Κυπριακών πλοίων, ως και επί των κυβερνητών και μελών του πληρώματος αεροσκαφών, νοουμένου ότι τα πρόσωπα ταύτα είναι μισθωτά, επιφερομένων όμως των ακολούθων τροποποιήσεων:-

(α) εκτός εις ην περίπτωσιν ο υποστάς σωματικήν βλάβην είναι πλοίαρχος ή κυβερνήτης, η γνωστοποίησις του ατυχήματος δύναται να γίνη εις τον πλοίαρχον ή τον κυβερνήτην, ως εάν ούτος ήτο εργοδότης ως και να υποβληθή προς αυτόν η αίτησις προς χορήγησιν παροχής, ουδεμία δε γνωστοποίησις απαιτείται οσάκις το ατύχημα επισυμβαίνη και η ανικανότης άρχεται επί του πλοίου ή επί του αεροσκάφους˙

(β) αι αφορώσαι εις τόπους απασχολήσεως και διευθυντάς διατάξεις του άρθρου 51 του παρόντος Νόμου, εφαρμόζονται επιφερομένων των αναγκαίων προσαρμογών και επί των πλοίων και αεροσκαφών και των πλοιάρχων ή κυβερνητών αυτών˙

(γ) εν περιπτώσει θανάτου του μισθωτού η αίτησις προς χορήγησιν παροχών λόγω θανάτου υποβάλλεται εντός τριών μηνών αφ’ ης ο αιτών έλαβε γνώσιν του θανάτου˙

(δ) οσάκις ο υποστάς σωματικήν βλάβην απολύεται ή καταλείπεται εις αλλοδαπήν χώραν, έγγραφοι καταθέσεις αφορώσαι εις τας περιστάσεις υφ’ ας προεκλήθη η σωματική βλάβη ως και την φύσιν αυτής, δύνανται να ληφθώσι παρά παντός Προξενικού Υπαλλήλου της Δημοκρατίας της Κύπρου ή Δικαστικού ή Ειρηνοδίκου της τοιαύτης αλλοδαπής χώρας, άμα δε ως ληφθώσιν αύται διαβιβάζονται υπό του προσώπου υφ’ ου ελήφθησαν εις τον Υπουργόν και αύται ή τα κεκυρωμένα γνήσια αντίγραφα αυτών, αποτελούσι μαρτυρίαν εις πάσαν διαδικασίαν σχετιζομένην προς την γενομένην αίτησιν.

(2) Ο παρών Νόμος εφαρμόζεται ωσαύτως επί παντός προσώπου υπηρετούντος επί των εν τω παρόντι άρθρω αναφερομένων πλοίων ή αεροσκαφών υπό ιδιότητα ετέραν ή των εν εδαφίω (1), εάν εργάζηται διά τας ανάγκας του πλοίου ή αεροσκάφους, ή των επ’ αυτού φερομένων επιβατών, φορτίου ή ταχυδρομείου και εφ’ όσον άλλως πρόκειται περί μισθωτού εν τη εννοία του παρόντος Νόμου.

(3) Οι εν τοις προηγουμένοις εδαφίοις μη άλλως καθοριζόμενοι όροι κέκτηνται, εκτός εάν άλλως προκύπτη εκ του κειμένου, και εφ’ όσον ούτοι αφορώσιν εις πρόσωπα υπηρετούνται επί πλοίου, την έννοιαν ην απέδωκαν αυτοίς οι περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Πλοίαρχοι και Ναυτικοί) Νόμοι του 1963 έως 1976.

ΜΕΡΟΣ V ΓΕΝΙΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΕΡΙ ΠΑΡΟΧΩΝ
Δωρεάν ιατρική περίθαλψις εις ωρισμένας περιπτώσεις

56.-(1) Πρόσωπον τι δικαιούμενον επιδόματος σωματικής βλάβης ή παροχών λόγω αναπηρίας δικαιούται ωσαύτως δωρεάν της υπό της Κυβερνήσεως παρεχομένης ιατρικής περιθάλψεως, περιλαμβανομένης της εις Κυβερνητικά ιατρικά ιδρύματα τοιαύτης, εφ’ όσον αύτη είναι αναγκαία συνεπεία της σχετικής σωματικής βλάβης ην το πρόσωπον τούτο υπέστη:

Νοείται ότι το δικαίωμα της δωρεάν ιατρικής περιθάλψεως δυνάμει του παρόντος άρθρου περιλαμβάνει ειδικήν ιατρικήν περίθαλψιν και γνωμοδότησιν εκτός των Κυβερνητικών ιατρικών ιδρυμάτων, εάν η τοιαύτη περίθαλψις ή γνωμοδότησις παρέχεται προς τους μισθωτούς εις μειωμένα τέλη, μη υπερβαίνοντα το ύψος των εις Κυβερνητικά ιατρικά ιδρύματα καταβαλλομένων υπό του Ταμείου τοιούτων τελών, δυνάμει σχεδίου ιατρικής περιθάλψεως του εργοδότου αυτών εγκεκριμένου υπό του Υπουργού.

(2) Η εν τω εδαφίω (1) ιατρική περίθαλψις παρέχεται ωσαύτως δωρεάν εις παν πρόσωπον δικαιούμενον συντάξεως ανικανότητος ή το οποίον εδικαιούτο εις τοιαύτην σύνταξιν κατά την ημερομηνίαν συμπληρώσεως υπ’ αυτού της ηλικίας των εξήντα τριών ετών.

Καταβολή δαπανών επαγγελματικής εκπαιδεύσεως ή αναπροσαρμογής εκ του Ταμείου

57. Αι δαπάναι συμμετοχής οιουδήποτε προσώπου εις μαθητείαν επαγγελματικής εκπαιδεύσεως ή αναπροσαρμογής δυνάμει της παραγράφου (γ) του εδαφίου (3) του άρθρου 38 και της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 52 καταβάλλονται εκ του Ταμείου, ως ήθελεν εκάστοτε καθορισθή διά Κανονισμών.

Πρόσωπα εν τη αλλοδαπή ή εκτίοντα ποινήν φυλακίσεως

58.-(1) Πρόσωπον τι εκπίπτει του δικαιώματος προς λήψιν επιδόματος ασθενείας, ανεργίας, μητρότητος ή σωματικής βλάβης, ή συντάξεως ανικανότητος διά παν χρονικόν διάστημα καθ’ ο εκτίει ποινήν φυλακίσεως ή τελεί υπό νόμιμον κράτησιν:

Νοείται ότι, εις περίπτωσιν προσώπου, όπερ εκπίπτει του δικαιώματος προς λήψιν συντάξεως ανικανότητος, το ήμισυ του ύψους της παροχής το οποίον, ελλείψει της τοιαύτης εκπτώσεως θα κατεβάλλετο προς αυτό, καταβάλλεται εις τους εξαρτωμένους αυτού.

(2) Πρόσωπον τι εκπίπτει του δικαιώματος προς λήψιν επιδόματος ασθενείας, ανεργίας, μητρότητος ή σωματικής βλάβης, διά παν χρονικόν διάστημα καθ’ ο απουσιάζει εκ Κύπρου:

Νοείται ότι εν περιπτώσει προσώπου απουσιάσαντος εκ Κύπρου επί τω σκοπώ θεραπείας ένεκεν ανικανότητος αρξαμένης πριν ή απέλθη εκ Κύπρου, η καταβολή του επιδόματος ασθενείας ή σωματικής βλάβης διά το χρονικόν διάστημα της τοιαύτης απουσίας ενεργείται τη εγκρίσει του Διευθυντού μετά την εις Κύπρον επιστροφήν του απουσιάσαντος προσώπου·

Νοείται περαιτέρω ότι στην περίπτωση προσώπου για το οποίο ισχύει η πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο 'Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1408/71 του Συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 1971 περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας', όπως τροποποιείται ή αντικαθίσταται, το παρόν εδάφιο εφαρμόζεται για κάθε χρονική περίοδο κατά την οποία αυτό απουσιάζει από την Κύπρο ή από άλλο κράτος μέλος και βρίσκεται σε τρίτη χώρα:

Νοείται έτι περαιτέρω ότι στην περίπτωση που πρόσωπο που αναφέρεται στη δεύτερη επιφύλαξη απουσιάζει από την Κύπρο ή από άλλο κράτος μέλος και βρίσκεται σε τρίτη χώρα για σκοπούς θεραπείας λόγω ανικανότητας, η οποία άρχισε πριν την αναχώρησή του από την Κύπρο ή από άλλο κράτος μέλος, η καταβολή του επιδόματος ασθενείας ή σωματικής βλάβης για τη χρονική περίοδο της απουσίας του αυτής πραγματοποιείται με την έγκριση του Διευθυντή, μετά την επιστροφή του προσώπου αυτού στην Κύπρο ή σε άλλο κράτος μέλος.

Αύξηση παροχών για εξαρτώμενα

59.—(1) Όταν πρόσωπο το οποίο δικαιούται σύνταξη γήρατος, σύνταξη ανικανότητας ή σύνταξη αναπηρίας—

(α) Συζεί μετά της συζύγου του ή συντηρεί αυτή αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο ή ανέλαβε αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο τη συντήρηση του συζύγου της ο οποίος είναι ανίκανος να συντηρεί τον εαυτό του· ή

(β) συντηρεί αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο ανήλικο τέκνο ή ανήλικο νεότερο αδελφό ή ανήλικη νεότερη αδελφή· ή

(γ) ανέλαβε αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο τη συντήρηση του πατέρα του ο οποίος είναι ανίκανος να συντηρεί τον εαυτό του, ή της χήρας μητέρας του ή της μητέρας του η οποία δεν έχει συνάψει γάμο ή της οποίας ο σύζυγος είναι ανίκανος να συντηρεί τον εαυτό του, ή προσώπου το οποίο έχει τη φροντίδα εξαρτώμενου παιδιού του,

τότε το εβδομαδιαίο ύψος της βασικής παροχής αυξάνεται—

(i) προκειμένου περί συντάξεως γήρατος ή συντάξεως ανικανότητας όπως καθορίζεται στο Μέρος III του Τέταρτου Πίνακα,

(ii) προκειμένου περί συντάξεως αναπηρίας όπως καθορίζεται στο Μέρος IV του Πέμπτου Πίνακα.

(2) Όταν γυναίκα η οποία δικαιούται επίδομα μητρότητας—

(α) Συντηρεί αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο ανήλικο τέκνο ή ανήλικο νεότερο αδελφό ή ανήλικη νεότερη αδελφή· ή

(β) ανέλαβε αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο τη συντήρηση του πατέρα της ο οποίος είναι ανίκανος να συντηρεί τον εαυτό του, ή της χήρας μητέρας της ή της μητέρας της η οποία δεν έχει συνάψει γάμο ή της οποίας ο σύζυγος είναι ανίκανος να συντηρεί τον εαυτό του, ή προσώπου το οποίο έχει τη φροντίδα εξαρτώμενου παιδιού· ή

(γ) ανέλαβε αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο τη συντήρηση του συζύγου της ο οποίος είναι ανίκανος να συντηρεί τον εαυτό του,

τότε το εβδομαδιαίο ύψος της βασικής παροχής αυξάνεται όπως καθορίζεται στο Μέρος IIΑ του Τέταρτου Πίνακα αν ο σύζυγος της δικαιούχου—

(i) είναι μόνιμα ανίκανος να συντηρεί τον εαυτό του· ή

(ii) δε συντηρεί αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο την ίδια ή τα τέκνα της· ή

(iii) εκτίει ποινή φυλάκισης για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του ενός χρόνου· ή

(iv) είναι αγνοούμενος.

(3) Όταν πρόσωπο το οποίο δικαιούται σύνταξη χηρείας, χήρας, χήρου ή επίδομα αγνοουμένου με βάση το εδάφιο (1) του άρθρου 42—

(α) Συντηρεί αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο ανήλικο τέκνο ή ανήλικο νεότερο αδελφό ή ανήλικη νεότερη αδελφή· ή

(β) ανέλαβε αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο τη συντήρηση του πατέρα του ο οποίος είναι ανίκανος να συντηρεί τον εαυτό του, ή της χήρας μητέρας του ή της μητέρας του η οποία δεν έχει συνάψει γάμο ή της οποίας ο σύζυγος είναι ανίκανος να συντηρεί τον εαυτό του, ή προσώπου το οποίο έχει τη φροντίδα εξαρτώμενου παιδιού,

τότε το εβδομαδιαίο ύψος της βασικής παροχής αυξάνεται—

(i) προκειμένου περί συντάξεως χηρείας όπως καθορίζεται στο Μέρος III του Τέταρτου Πίνακα,

(ii) προκειμένου περί συντάξεως χήρας ή χήρου όπως καθορίζεται στο Μέρος II του Πέμπτου Πίνακα.

(4) Όταν πρόσωπο το οποίο δικαιούται επίδομα ασθενείας, ανεργίας ή σωματικής βλάβης—

(α) Συζεί μετά της/του συζύγου του/της ή συντηρεί αυτή/αυτόν αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο· ή

(β) συντηρεί αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο ανήλικο παιδί ή ανήλικο νεότερο αδελφό ή ανήλικη νεότερη αδελφή· ή

(γ) ανέλαβε αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο τη συντήρηση του πατέρα του ο οποίος είναι ανίκανος να συντηρεί τον εαυτό του, ή της χήρας μητέρας του ή της μητέρας του η οποία δεν έχει συνάψει γάμο ή της οποίας ο σύζυγος είναι ανίκανος να συντηρεί τον εαυτό του, ή προσώπου το οποίο έχει τη φροντίδα εξαρτώμενου παιδιού,

τότε το εβδομαδιαίο ύψος της βασικής παροχής αυξάνεται—

(i) προκειμένου περί επιδόματος ασθενείας ή επιδόματος ανεργίας όπως καθορίζεται στο Μέρος II του Τέταρτου Πίνακα,

(ii) προκειμένου περί επιδόματος σωματικής βλάβης όπως καθορίζεται στο Μέρος I του Πέμπτου Πίνακα:

Νοείται ότι, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (6) του παρόντος άρθρου, ουδεμία αύξηση καταβάλλεται δυνάμει του παρόντος εδαφίου αναφορικά με σύζυγο του/της οποίου/ας το ποσό των αποδοχών από την απασχόλησή του/της ή το ποσό της παροχής που δικαιούται κατά την ίδια περίοδο για την οποία καταβάλλεται το επίδομα είναι ίσο ή μεγαλύτερο από το ποσό της αύξησης της παροχής όπως αυτό καθορίζεται στα στοιχεία (i) και (ii).

(5) Σε περίπτωση κατά την οποία καταβάλλεται ταυτόχρονα παροχή και στους δύο συζύγους, η αύξηση που καταβάλλεται για τα εξαρτώμενα δυνάμει του παρόντος άρθρου καταβάλλεται μόνο στο/ στη σύζυγο που δικαιούται αύξηση της παροχής σε μεγαλύτερο ύψος.

(6) Ουδεμία αύξηση παροχής καταβάλλεται σε οποιοδήποτε πρόσωπο δυνάμει του παρόντος άρθρου, αναφορικά με οποιοδήποτε εξαρτώμενο το οποίο δικαιούται σύνταξη χηρείας, σύνταξη γήρατος, σύνταξη ανικανότητας, επίδομα αγνοουμένου, επίδομα ορφανίας, σύνταξη αναπηρίας, σύνταξη χήρας ή χήρου ή σύνταξη γονέως.

(7) Η αύξηση η οποία καταβάλλεται σύμφωνα με το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου αναφορικά με σύζυγο που συζούσε με το δικαιούχο κατά ή μετά το χρόνο χορήγησης της σύνταξης ή συντηρείτο από το δικαιούχο κατά ή μετά τον εν λόγω χρόνο, δύναται, κατά την κρίση του Διευθυντή, να καταβάλλεται στο σύζυγο ή στη σύζυγο εφόσον αυτός/ή έπαυσε να συζεί με το δικαιούχο

(8) Η αύξηση η οποία καταβάλλεται για εξαρτώμενο δυνάμει του παρόντος άρθρου σε πρόσωπο το οποίο δικαιούται σύνταξη γήρατος, ανικανότητας, χηρείας, χήρας, χήρου, αναπηρίας ή επίδομα αγνοουμένου, παύει να καταβάλλεται στο δικαιούχο από την ημερομηνία από την οποία στον εξαρτώμενο καταβάλλεται κοινωνική σύνταξη με βάση τους περί Χορήγησης Κοινωνικής Σύνταξης Νόμους.

(9) Η αύξηση η οποία θα καταβαλλόταν στο δικαιούχο, αν δεν ίσχυαν οι διατάξεις του εδαφίου (8) του παρόντος άρθρου, καταβάλλεται στο Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας.

(10) Το ποσό της συμπληρωματικής σύνταξης το οποίο προστίθεται στο ποσό της βασικής σύνταξης του δικαιούχου και που αφορά εξαρτώμενο, όπως καθορίζεται στην παράγραφο (1) του Μέρους III του Τέταρτου Πίνακα, επαναφέρεται στο δικαιούχο στις περιπτώσεις που—

(α) Το εξαρτώμενο παύει να θεωρείται εξαρτώμενο του δικαιούχου· ή

(β) η αύξηση καταβάλλεται προς σύζυγο σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (7)· ή

(γ) η αύξηση καταβάλλεται για εξαρτώμενο όπως καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (8) του παρόντος άρθρου.

Παροχή εφ’ άπαξ ποσού

59Α.-(1) Παν πρόσωπον όπερ δικαιούται εις σύνταξιν γήρατος, σύνταξιν ανικανότητος, σύνταξιν χηρείας, σύνταξιν αναπηρίας, επίδομα ορφανίας, επίδομα αγνοουμένου ή παροχήν λόγω θανάτου δικαιούται ωσαύτως δι’ έκαστον έτος ποσόν ίσον προς το 1/12 του ολικού ποσού της παροχής η οποία κατεβλήθη εις το ως είρηται πρόσωπον αναφορικώς προς το έτος τούτου.

(2) Το εν τω εδαφίω (1) αναφερόμενον ποσόν καταβάλλεται ομού μετά του ποσού της αντιστοίχου παροχής διά τον μήνα Δεκέμβριον εκάστου έτους, εις περίπτωσιν δε τερματισμού της παροχής προ του ως άνω μηνός το ως είρηται ποσόν καταβάλλεται ομού μετά της οφειλομένης εις τον δικαιούχον παροχής.

Απαιτήσεις και πληρωμαί

60.-(1) Ανεξαρτήτως των υπολοίπων διατάξεων του παρόντος Νόμου, το δικαίωμα εις οιανδήποτε παροχήν ήρτηται εκ της προς τούτο υποβολής αιτήσεως. Κανονισμοί δε θέλουσι προβλέψει περί της προθεσμίας υποβολής των αιτήσεων, των περιστάσεων υφ’ ας η τοιαύτη προθεσμία παρατείνεται, του τρόπου υποβολής αιτήσεως και των περιστάσεων υφ’ ας, είτε υπεβλήθη αίτησις είτε μη, το προς λήψιν παροχής δικαίωμα απόλλυται λόγω παραλείψεως ή καθυστερήσεως εις την υποβολήν αιτήσεως ή την είσπραξιν της πληρωμής.

(2) Ανεξαρτήτως των υπολοίπων διατάξεων του παρόντος Νόμου, Κανονισμοί θέλουσιν ωσαύτως προβλέψει περί του χρόνου και τρόπου πληρωμής οιασδήποτε παροχής, του χρόνου ενάρξεως της καταβολής της το πρώτον χορηγουμένης παροχής και του χρόνου καθ’ ον τίθενται εν ισχύι τυχόν μεταβολαί εις το ύψος της παροχής, δύνανται δε ωσαύτως να προβλέψωσι περί του υπολογισμού της παροχής διά χρονικάς περιόδους άλλας ή της μιας εβδομάδος.

Διπλά δικαιώματα

61.-(1) Εάν πρόσωπον τι ελλείψει του παρόντος άρθρου, θα εδικαιούτο με βάση τη δική του ασφάλιση συγχρόνως εις δύο ή πλείονας περιοδικώς καταβαλλομένας παροχάς δυνάμει του παρόντος Νόμου, δικαιούται να λαμβάνη μόνην την καθ’ ύψος μεγαλυτέραν των τοιούτων παροχών, εάν δε αι παροχαί είναι καταβλητέαι εις το αυτό ύψος την πρώτον χορηγηθείσαν παροχήν:

Νοείται ότι, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), το επίδομα ορφανίας, ως και σύνταξις αναπηρίας καταβαλλομένη συνεπεία επαγγελματικού ατυχήματος επισυμβάντος ή νόσου προκληθείσης προ της ορισθείσης ημερομηνίας, εξαιρουμένης τυχόν αυξήσεως αυτής δι’ εξαρτωμένους, καταβάλλεται ανεξαρτήτως της καταβολής ετέρας τινός περιοδικώς καταβαλλομένης παροχής.

(2) Πρόσωπον τι δικαιούται να λαμβάνη συγχρόνως δύο ή πλείονας συντάξεις αναπηρίας, προς εξεύρεσιν δε του ολικού ποσού των ούτω καταβαλλομένων συντάξεων λαμβάνεται υπ’ όψιν ο ολικός βαθμός των σχετικών αναπηριών και ο υψηλότερος των δύο ή πλειόνων εβδομαδιαίων μέσων όρων των πληρωθεισών και πιστωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών των εξευρεθέντων διά τας σχετικάς συντάξεις συμφώνως προς το Μέρος IV του Πέμπτου Πίνακος:

Νοείται ότι ο λαμβανόμενος υπ’ όψιν ολικός βαθμός αναπηρίας δεν δύναται να υπερβαίνη το εκατόν επί τοις εκατόν και ότι εν ουδεμία περιπτώσει καταβάλλεται συμπληρωματική παροχή διά αναπηρίαν προκληθείσαν προ της ορισθείσης ημερομηνίας.

(3) Πρόσωπο το οποίο δικαιούται σύνταξη χηρείας, επίδομα αγνοουμένου με βάση το εδάφιο (1) του άρθρου 42 ή σύνταξη χήρας, δικαιούται να λαμβάνει συγχρόνως και σύνταξη γήρατος, σύνταξη ανικανότητας ή σύνταξη αναπηρίας, επίδομα μητρότητας. επίδομα ασθενείας, επίδομα ανεργίας ή επίδομα σωματικής βλάβης, ανάλογο με την περίπτωση:

Νοείται ότι πρόσωπο που δικαιούται συγχρόνως δυο παροχές, δικαιούται αύξηση για εξαρτώμενους μόνο στην παροχή της οποίας η αύξηση για εξαρτωμένους είναι μεγαλύτερη και αν η αύξηση για εξαρτωμένους είναι ίδια και στις δύο παροχές τότε αυτή καταβάλλεται στην παροχή που χορηγήθηκε πρώτη.

Αντιπροσώπευσις θανόντων και ανικάνων προσώπων

62. Οσάκις πρόσωπον όπερ προέβαλεν απαίτησιν διά την χορήγησιν παροχής τινος, ή όπερ ισχυρίζεται ότι δικαιούται ή εδικαιούτο παροχής τινος ή το πρόσωπον εις ο είναι καταβλητέα οιαδήποτε παροχή, είναι δι’ οιονδήποτε λόγον ανίκανον να ενεργήση, ή αποβιοί, ο Διευθυντής δύναται να ορίση τοιούτο πρόσωπον ως ήθελε κρίνει κατάλληλον προς υποβολήν της αιτήσεως, διεκδίκησιν ή είσπραξιν της παροχής ως αντιπρόσωπος ή διά λογαριασμόν ή εκ μέρους του εν λόγω προσώπου.

Αναπαλλοτρίωτον παροχών

63.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, είναι άκυρος, η εκχώρησις ή επιβάρυνσις παροχής, ως και πάσα συμφωνία προς εκχώρησιν ή επιβάρυνσιν αυτής, εις περίπτωσιν δε πτωχεύσεως προσώπου δικαιουμένου εις τινα παροχήν, η παροχή αύτη δεν περιέρχεται εις τον σύνδικον της πτωχεύσεως ή εις οιονδήποτε έτερον πρόσωπον ενεργούν διά λογαριασμόν των πιστωτών αυτού.

(2) Ουδεμία παροχή υπόκειται εις κατάσχεσιν δυνάμει του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου.

Επιστροφή παροχής παρανόμως καταβληθείσης

64.-(1) Εάν αποδειχθή ότι πρόσωπον τι έλαβεν οιονδήποτε ποσόν υπό μορφήν παροχής ενόσω δεν εδικαιούτο εις τούτο, το ρηθέν πρόσωπον υποχρεούται εις την επιστροφήν του ούτω ληφθέντος ποσού, εφ’ όσον τούτο τω κατεβλήθη λόγω αποσιωπήσεως ή ψευδούς παραστάσεως ουσιώδους τινός γεγονότος και είτε η αποσιώπησις ή ψευδής παράστασις ήτο δολία είτε μη.

(2) Εκτός εάν αποδειχθή ότι πρόσωπον υποχρεούμενον εις την επιστροφήν ποσού ληφθέντος υπ’ αυτού υπό μορφήν παροχής, έλαβε τούτο καλή τη πίστει και άνευ γνώσεως του γεγονότος ότι δεν εδικαιούτο τοιούτου ποσού, το τοιούτο ποσόν δύναται να παρακρατηθή εκ πάσης μεταγενεστέρως τω προσώπω τούτω οφειλομένης παροχής χωρίς να αποκλείεται η δι’ άλλου μέσου διεκδίκησις αυτού.

ΜΕΡΟΣ VI ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ
Ορισμός εξεταστών απαιτήσεων και επιθεωρητών

65.-(1) Ο Διευθυντής δύναται να ορίση οιονδήποτε των παρά τω Υπουργείω Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων υπηρετούντων λειτουργών ως εξεταστήν απαιτήσεων ή ως επιθεωρητήν επί τω τέλει ενασκήσεως των εξουσιών και καθηκόντων των ανατιθεμένων αυτώ υπό του παρόντος Νόμου.

(2) Πάσα ενέργεια, εις ην υποχρεούται ή εξουσιοδοτείται να προβή δυνάμει του παρόντος Νόμου ο Διευθυντής, δύναται να διενεργηθή υπό τινος των δυνάμει του παρόντος άρθρου οριζομένων επιθεωρητών ή υφ’ οιουδήποτε ετέρου λειτουργού παρά τω Υπουργείω Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, εις ον ο Διευθυντής ήθελε παράσχει την σχετικήν προς τούτο εξουσιοδότησιν.

Εξουσίαι επιθεωρητών

66.-(1) Έκαστος επιθεωρητής ορισθείς δυνάμει του αμέσως προηγουμένου άρθρου, κέκτηται επί τω τέλει εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου, εξουσίαν όπως προβαίνη εις τας ακολούθους ενεργείας, ήτοι:

(α) όπως κατά πάντα εύλογον χρόνον εισέρχηται εις οιονδήποτε οίκημα ή έτερον τόπον, των ιδιωτικών κατοικιών εξαιρουμένων, ένθα δεδικαιολογημένως πιστεύει ότι εργάζονται μισθωτοί ή αυτοτελώς εργαζόμενοι˙

(β) όπως προβαίνη εις την αναγκαίαν εξέτασιν και έρευναν ίνα εξακριβοί εάν εις το τοιούτον οίκημα ή έτερον τόπον τηρώνται ή προηγουμένως ετηρούντο, αι διατάξεις του παρόντος Νόμου˙

(γ) όπως αναφορικώς προς θέματα αφορώντα εις τον παρόντα Νόμον, εφ’ ων ευλόγως δύναται να ζητήση πληροφορίας, εξετάζη, είτε μόνος είτε εάν κρίνη τούτο σκόπιμον τη παρουσία ετέρου προσώπου, παν πρόσωπον, όπερ ήθελεν εξεύρει εν τω τοιούτω οικήματι ή ετέρω τόπω ή όπερ δεδικαιολογημένως πιστεύει ότι είναι ή υπήρξε μισθωτόν ή αυτοτελώς εργαζόμενον πρόσωπον, και να απαιτήση εξ αυτού όπως υποβληθή εις τοιαύτην εξέτασιν˙

(δ) όπως ενασκή πάσαν ετέραν εξουσίαν αναγκαίαν διά την εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

(2) Ο κάτοχος παντός τοιούτου οικήματος ή ετέρου τόπου και παν έτερον πρόσωπον όπερ έχει ή είχεν εν τη υπηρεσία αυτού οιονδήποτε μισθωτόν, οι αντιπρόσωποι και υπηρέται αυτού και πας μισθωτός ή αυτοτελώς εργαζόμενος οφείλουσιν όπως παρέχωσιν εις τον επιθεωρητήν πάσαν πληροφορίαν και προσκομίζωσιν αυτώ προς εξέτασιν παν έγγραφον όπερ ούτος ήθελεν ευλόγως απαιτήσει.

(3) Πας όστις-

(α) εκουσίως καθυστερεί ή παρακωλύει επιθεωρητήν εν τη ενασκήσει των εξουσιών δι’ ων περιβέβληται δυνάμει του παρόντος άρθρου˙ ή

(β) αρνείται ή αμελεί να απαντήση εις οιονδήποτε ερώτημα τιθέμενον αυτώ ή να παράσχη οιανδήποτε πληροφορίαν ή να προσκομίση οιονδήποτε έγγραφον καίτοι υπέχει υποχρέωσιν προς τούτο δυνάμει του παρόντος άρθρου˙ ή

(γ) αποκρύπτει ή πειράται να αποκρύψη ή παρακωλύει ή πειράται να παρακωλύση οιονδήποτε πρόσωπον όπως εμφανισθή ενώπιον, ή εξετασθή παρά τινος επιθεωρητού,

είναι ένοχος αδικήματος και υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει το ένα έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα χίλια επτακόσια ευρώ (€1.700,00) ή και στις δύο αυτές ποινές:

Νοείται ότι ουδείς υποχρεούται δυνάμει του παρόντος άρθρου να απαντήση εις ερώτημα ή να δώση μαρτυρίαν τείνουσαν να ενοχοποιήση εαυτόν.

(4) Έκαστος επιθεωρητής είναι εφωδιασμένος διά του πιστοποιητικού του διορισμού αυτού, όπερ και επιδεικνύει εάν του ζητηθή, οσάκις απαιτήται να εισέλθη εις οιονδήποτε οίκημα ή έτερον τόπον διά τους σκοπούς του παρόντος Νόμου.

Ιατρικά Συμβούλια και Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο

67-(1)  Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, συνιστώνται Ιατρικά Συμβούλια και Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο, η σύνθεση και λειτουργία των οποίων ρυθμίζεται με Κανονισμούς.

(2) Στα μέλη των Ιατρικών Συμβουλίων, στον αναπληρωτή πρόεδρο και στα μέλη του  Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου, καθώς και στους ειδικούς ιατρούς, καταβάλλεται αμοιβή, το ποσό της οποίας ορίζεται από τον Υπουργό για κάθε συνεδρία ή εξέταση, καθώς και το ποσό οποιωνδήποτε εξόδων που συνεπάγεται η συμμετοχή στη συνεδρία ή στην εξέταση.

(3) Στον Πρόεδρο του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου καταβάλλεται αμοιβή, το ετήσιο ύψος της οποίας ορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο.

Συμβούλιον Κοινωνικών Ασφαλίσεων

68.-(1) Ιδρύεται Συμβούλιον Κοινωνικών Ασφαλίσεων εν τοις εφεξής καλούμενον “το Συμβούλιον”, οριζόμενον υπό του Υπουργού και απαρτιζόμενον εξ-

(α) ενός Προέδρου, προερχομένου εκ της Δημοσίας Υπηρεσίας˙

(β) τριών προσώπων προερχομένων επίσης εκ της Δημοσίας Υπηρεσίας˙

(γ) δέκα προσώπων οριζομένων αφού ο Υπουργός προηγουμένως συμβουλευθή τους αντιπροσωπευτικούς των εργοδοτών και μισθωτών Οργανισμούς και αντιπροσωπευόντων κατ’ ίσον λόγον εν τω Συμβουλίω τα συμφέροντα εργοδοτών και μισθωτών˙

(δ) τεσσάρων προσώπων οριζομένων αφού ο Υπουργός προηγουμένως συμβουλευθή τους αντιπροσωπευτικούς των αγροτών Οργανισμούς και αντιπροσωπευόντων τα συμφέροντα των αγροτών εν τω Συμβουλίω˙ και

(ε) τριών ετέρων καταλλήλων προσώπων μη υπαγομένων εις οιανδήποτε των ως άνω κατηγοριών, εξ ων το εν τουλάχιστον πρόσωπον να αντιπροσωπεύη τα συμφέροντα των αυτοτελώς εργαζομένων.

(2) Τα μέλη του Συμβουλίου διορίζονται διά περίοδον μη υπερβαίνουσαν τα δύο έτη, δύνανται όμως να επαναδιορίζωνται μετά την λήξιν της θητείας αυτών:

Νοείται ότι ο Υπουργός δύναται, δι’ εύλογον αιτίαν, να ανακαλέση κατά πάντα χρόνον τον διορισμόν οιουδήποτε των μελών του Συμβουλίου.

(3) Το Συμβούλιον δύναται να εκδώση κανόνας διέποντας την ιδίαν αυτού διαδικασίαν, την σύγκλησιν των συνεδριάσεων αυτού ως και την απαιτουμένην απαρτίαν.

(4) Το Συμβούλιον δύναται να λαμβάνη αποφάσεις έστω και εάν μεταξύ των μελών αυτού χηρεύη οιαδήποτε θέσις.

(5) Το Συμβούλιον μελετά και συμβουλεύει επί-

(α) του ετησίου προϋπολογισμού διοικητικής δαπάνης, περιλαμβανομένων των εις προσωπικόν αναγκών, ως και του υπολογισμού των εσόδων και εξόδων του Ταμείου καθ’ έκαστον έτος˙

(β) των ετησίων λογαριασμών του Ταμείου˙

(γ) της ετησίας εκθέσεως του Διευθυντού˙

(δ) παντός ζητήματος προκύπτοντος εκ της εφαρμογής του παρόντος Νόμου˙

(ε) πάσης προτεινομένης τροποποιήσεως του παρόντος Νόμου˙

(στ) της εκάστοτε αναλογιστικής εκθέσεως της υποβαλλομένης δυνάμει του άρθρου του παρόντος Νόμου˙

(ζ) των επενδύσεων του Ταμείου επί τω τέλει μεγιστοποιήσεως των αποθεμάτων αυτού λαμβανομένων υπ’ όψιν της ασφαλείας των χρημάτων του Ταμείου και του ορθού ρόλου τον οποίον τα τοιαύτα αποθέματα έδει να διαδραματίζουν εις την γενικωτέραν αναπτυξιακήν προσπάθειαν και την δημοσιονομικήν και οικονομικήν πολιτικήν της Κυβερνήσεως˙ και

(η) παντός ετέρου θέματος, όπερ ο Υπουργός ή ο Διευθυντής ήθελε φέρει εις γνώσιν του Συμβουλίου.

(6) Το Συμβούλιον εξετάζει τουλάχιστον άπαξ εκάστης τριμηνίας τας δραστηριότητας του Ταμείου.

Ταμείον Κοινωνικών Ασφαλίσεων

69.-(1) Διά τους σκοπούς του παρόντος Νόμου ιδρύεται Ταμείον Κοινωνικών Ασφαλίσεων καλούμενον “το Ταμείον”, αποτελούμενον εκ τριών Λογαριασμών:

(α) Λογαριασμού Γενικών Παροχών,

(β) Λογαριασμού Συμπληρωματικών Παροχών, και

(γ) Λογαριασμού Παροχών Ανεργίας.

(2) Το τέως ενεργητικόν και άπασαι αι εισφοραί αι γενόμεναι δυνάμει του παρόντος Νόμου καταβάλλονται εις το Ταμείον, κατανέμονται δε μεταξύ των εις το εδάφιον (1) αναφερομένων Λογαριασμών ως ήθελε καθορισθή διά Κανονισμών:

Νοείται ότι το μεταφερόμενον εις τον Λογαριασμόν Παροχών Ανεργίας ποσόν δεν δύναται να υπερβαίνη το εξ επί τοις εκατόν των υπό των μισθωτών και υπέρ αυτών καταβαλλομένων δυνάμει του παρόντος Νόμου εισφορών, ουδέν δε ποσόν μεταφέρεται εις ην περίπτωσιν το αποθεματικόν του τοιούτου Λογαριασμού είναι ίσον προς καθωρισμένον ανώτατον ποσόν.

(2Α) Το Ταμείο μπορεί να δέχεται δωρεές προς όφελος οποιουδήποτε από τους Λογαριασμούς που αναφέρονται στο εδάφιο (1).

(3) Ο Λογαριασμός Γενικών Παροχών βαρύνεται-

(α) με τας δαπάνας αι οποίαι απαιτούνται διά την εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος Νόμου πλην των απαιτουμένων διά την εφαρμογήν των διατάξεων των αφορωσών εις τας παροχάς ανεργίας, και

(β) με τας πληρωμάς των βασικών παροχών και των εφ’ άπαξ καταβαλλομένων παροχών, εξαιρουμένου του επιδόματος ανεργίας.

(4) Ο Λογαριασμός Συμπληρωματικών Παροχών βαρύνεται με τας πληρωμάς των συμπληρωματικών παροχών, εξαιρουμένης της συμπληρωματικής παροχής επιδόματος ανεργίας.

(5) Ο Λογαριασμός Παροχών Ανεργίας βαρύνεται με τας πληρωμάς του επιδόματος ανεργίας και με τας δαπάνας αι οποίαι απαιτούνται διά την εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος Νόμου των αφορωσών εις τας παροχάς λόγω ανεργίας.

(6) Εις ην περίπτωσιν το αποθεματικόν και τα έσοδα του Λογαριασμού Παροχών Ανεργίας δεν επαρκούν διά την κάλυψιν των υποχρεώσεων του, η διαφορά καταβάλλεται εκ του Παγίου Ταμείου της Δημοκρατίας ή καλύπτεται εξ ειδικής εισφοράς επιβαλλομένης διά Κανονισμών.

(7) Οι Λογαριασμοί του Ταμείου εξετάζονται υπό του Γενικού Ελεγκτού και δημοσιεύονται ομού μετά της επί των τοιούτων Λογαριασμών εκδιδομένης εκθέσεως αυτού.

(8) Τα ανήκοντα εις το Ταμείον χρήματα επενδύονται υπό του Διευθυντού συμφώνως προς τας εκάστοτε οδηγίας του Υπουργού Οικονομικών:

Νοείται ότι σε περίοδο ενός έτους από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, ο Υπουργός Οικονομικών και ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων καταθέτουν στη Βουλή των Αντιπροσώπων νομοσχέδιο ως προς την αποτελεσματική διαχείριση των αποθεματικών του Ταμείου από ανεξάρτητη Επιτροπή, αφού διασφαλισθεί η δημιουργία ικανοποιητικού αποθεματικού.

(9) Ο Διευθυντής υποβάλλει εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων έκθεσιν επί της καταστάσεως των επενδύσεων του Ταμείου διά την περίοδον την λήγουσαν την 30ήν Ιουνίου και 31ην Δεκεμβρίου εκάστου έτους.

Δαπάναι Διοικήσεως

70.-(1) Άπασαι αι δαπάναι αίτινες ήθελον διενεργηθή υπό του Διευθυντού ή υπό ετέρου δημοσίου υπαλλήλου εν τη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου καλύπτονται εκ του Παγίου Ταμείου της Δημοκρατίας.

(2) Το ποσόν όπερ ο Διευθυντής ήθελεν υπολογίσει συμφώνως προς τας δοθείσας αυτώ υπό του Γενικού Λογιστού οδηγίας ως αναλογούν προς τας εν τω εδαφίω (1) καθοριζομένας δαπάνας, καταβάλλεται εκ των αντιστοίχων Λογαριασμών του Ταμείου καθ’ ον χρόνον και τρόπον ήθελεν ο Γενικός Λογιστής εκάστοτε καθορίσει.

Αναλογιστικαί ανασκοπήσεις

71.-(1) Αναλογιστής διοριζόμενος υπό του Υπουργού προβαίνει το ταχύτερον δυνατόν μετά την 31ην Δεκεμβρίου 1982, εις ανασκόπησιν της όλης εφαρμογής του παρόντος Νόμου κατά την λήγουσαν την ημερομηνίαν ταύτην περίοδον, είτα δε ο τοιούτος αναλογιστής προβαίνει εις περαιτέρω ανασκοπήσεις επί της εφαρμογής του παρόντος Νόμου δι’ εκάστην περίοδον τριών ετών:

Νοείται ότι ο Υπουργός δύναται να ζητήση την διεξαγωγήν ανασκοπήσεως επί της εφαρμογής του Νόμου καθ’ οιανδήποτε περίοδον λήγουσαν προ της 31ης Δεκεμβρίου 1982, ή ενωρίτερον της τρίτης επετείου της ημερομηνίας ταύτης, εν τοιαύτη δε περιπτώσει, το παρόν άρθρον εφαρμόζεται ως εάν η περίοδος αύτη υποκαθίστατο εις την λήγουσαν την 31ην Δεκεμβρίου 1982, περίοδον και ούτως η επομένη ανασκόπησις επί της εφαρμογής του Νόμου διεξάγεται αναφορικώς προς περίοδον ουχί μεταγενεστέραν των τριών ετών από του τέλους της περιόδου της τελευταίας ανασκοπήσεως.

(2) Καθ’ εκάστην τοιαύτην ανασκόπησιν, ο αναλογιστής υποβάλλει τω Υπουργώ έκθεσιν επί της οικονομικής καταστάσεως του Ταμείου ως και επί της επαρκείας ή μη των δυνάμει του παρόντος Νόμου καταβλητέων εισφορών προς κάλυψιν των καταβλητέων παροχών:

Νοείται ότι ο Υπουργός προχωρεί αμέσως σε κατάθεση στη Βουλή των Αντιπροσώπων ενημερωτικής έκθεσης αναφορικά με τα αποτελέσματα της έκθεσης του αναλογιστή επί της οικονομικής κατάστασης του Ταμείου:

Νοείται περαιτέρω ότι, τηρουμένων των διατάξεων της πιο πάνω επιφύλαξης, εφόσον καταδεικνύεται από τα συμπεράσματα οποιασδήποτε αναλογιστικής μελέτης ότι δε διασφαλίζεται επαρκώς η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του Ταμείου, ο Υπουργός αφού προχωρήσει αμέσως σε διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους καταθέτει στη Βουλή των Αντιπροσώπων το αργότερο εντός ενός έτους νομοσχέδιο για την περαιτέρω ενίσχυση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του Ταμείου.

Αναπροσαρμογή και ανασκόπησις ύψους παροχών

72.-(1) Το ύψος της βασικής παροχής (και των πάσης φύσεως προσαυξήσεων αυτής) της συντάξεως γήρατος, της συντάξεως χηρείας, της συντάξεως ανικανότητος, του επιδόματος ορφανίας, του επιδόματος αγνοουμένου, της συντάξεως αναπηρίας και της παροχής λόγω θανάτου, και το ύψος των ως είρηται παροχών (και των πάσης φύσεως προσαυξήσεων αυτών) των οποίων η σχετική ημερομηνία είναι προγενεστέρα της 6ης Οκτωβρίου 1980, ως και το ποσόν των εφ’ άπαξ βοηθημάτων, αναπροσαρμόζονται αφ’ ης ημερομηνίας αναπροσαρμόζεται το ποσόν των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών κατά το ποσοστόν αυξήσεως του ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών:

Νοείται ότι το ποσόν των εφ’ άπαξ βοηθημάτων στρογγυλεύεται εις τον πλησιέστερον αριθμόν ακεραίων λιρών.

(2) Το ύψος του συμπληρωματικού μέρους των παροχών που αναφέρονται στο εδάφιο (1) αναπροσαρμόζεται από την ημερομηνία αναπροσαρμογής του ύψους των βασικών παροχών κατά το ποσοστό αύξησης του μέσου όρου του δείκτη λιανικών τιμών κατά το δεύτερο εξάμηνο κάθε χρόνου σε σύγκριση με το μέσο όρο του δείκτη αυτού κατά το δεύτερο εξάμηνο του προηγούμενου χρόνου.

(3) Την 1η Ιουλίου κάθε χρόνου, οι παροχές που αναφέρονται στο εδάφιο (1), εκτός από τα εφάπαξ βοηθήματα, αυξάνονται κατά το ποσοστό αύξησης του μέσου όρου του δείκτη λιανικών τιμών κατά το αμέσως προηγούμενο εξάμηνο, σε σύγκριση με το μέσο όρο του δείκτη αυτού κατά το τελευταίο εξάμηνο του προηγούμενου χρόνου. Αν το ποσοστό αυτό είναι χαμηλότερο του ενός στα εκατό δε χορηγείται οποιαδήποτε αύξηση. Το ποσοστό αύξησης συμψηφίζεται με το ποσοστό της αμέσως επόμενης αύξησης που χορηγείται σύμφωνα με τα εδάφια (1) και (2).

  • 41/1980
  • 11/1983
  • 10/1985
  • 98(I)/1992
  • 64(I)/1993
  • 80(I)/1998
Εξουσία εκδόσεως Κανονισμών

73.-(1) Το Υπουργικόν Συμβούλιον δύναται να εκδώση Κανονισμούς διά την καλυτέραν εν γένει εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος Νόμου, άνευ δε επηρεασμού της γενικότητος ταύτης, να προβή διά τοιούτων Κανονισμών εις τον καθορισμόν ή ρύθμισιν παντός θέματος χρήζοντος ή δεκτικού καθορισμού ή ρυθμίσεως, ειδικώτερον δε τον καθορισμόν ή ρύθμισιν:-

(α) του ύψους των αμελητέων αποδοχών˙

(β) του ύψους των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών και του ανωτάτου ορίου ασφαλιστέων αποδοχών˙

(γ) του ποσού των ασφαλιστέων αποδοχών οιασδήποτε κατηγορίας μισθωτών˙

(δ) της κατατάξεως αυτοτελώς εργαζομένων προσώπων εις επαγγελματικάς κατηγορίας˙

(ε) του κατωτάτου ποσού ασφαλιστέων αποδοχών εκάστης επαγγελματικής κατηγορίας αυτοτελώς εργαζομένων προσώπων˙

(στ) του τρόπου υπολογισμού των ασφαλιστέων αποδοχών των αυτοτελώς εργαζομένων μέχρι και του ανωτάτου ορίου ασφαλιστέων αποδοχών˙

(ζ) της εγγραφής των ησφαλισμένων και εργοδοτών˙

(η) οιωνδήποτε ζητημάτων συναφών προς την καταβολήν και είσπραξιν των εισφορών περιλαμβανομένων-

(i) του τρόπου υπολογισμού ή εκτιμήσεως των ασφαλιστέων αποδοχών ειδικών τάξεων ή κατηγοριών μισθωτών˙

(ii) του συντονισμού τούτων προς την καταβολήν και είσπραξιν εισφορών δυνάμει ετέρων Νόμων˙

(iii) των προθεσμιών διά την καταβολήν εισφορών˙

(iv) των περιστάσεων υφ’ ας αχρεωστήτως καταβληθείσαι εισφοραί δύνανται να επιστρέφωνται˙

(v) των όρων επιστροφής εισφορών καταβληθεισών υπό ησφαλισμένου δι’ οιονδήποτε έτος εισφορών επί ασφαλιστέων αποδοχών υπερβαινουσών το ετήσιον ανώτατον όριον ασφαλιστέων αποδοχών˙

(θ) της επιβολής προσθέτου τέλους μέχρις είκοσι επτά επί τοις εκατόν (27%) του ποσού των οφειλομένων εισφορών εν περιπτώσει παραλείψεως καταβολής εισφορών κατά παράβασιν των διατάξεων του παρόντος Νόμου˙

(ι) παροχής υπό ιατρού νοσηλεύοντος ή καλουμένου να επισκεφθή ασθενή όστις πιστεύεται ότι πάσχει εκ νόσου τινος υφ’ ης προσεβλήθη εκ της απασχολήσεως αυτού, τοιούτων στοιχείων ως ήθελε καθορισθή˙

(ια) των περιστάσεων υφ’ ας πρόσωπον τι δεν λογίζεται ως εργαζόμενον επί κέρδει.

(ιβ) του τρόπου πίστωσης του ασφαλιστικού λογαριασμού του ασφαλισμένου με το αναλογιστικά ισοδύναμο ποσό του δικαιώματος σε σύνταξη που θεμελίωσε λόγω υπηρεσίας του στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες∙

(ιγ) του τρόπου υπολογισμού του αναλογιστικά ισοδύναμου ποσού του δικαιώματος σε σύνταξη γήρατος από το Ταμείο∙

(ιδ) των διαδικασιών που απαιτούνται για τη μεταφορά του δικαιώματος σε σύνταξη γήρατος από το Ταμείο σε συνταξιοδοτικό σχέδιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων∙

(ιε) των διαδικασιών που απαιτούνται για τη μεταφορά των δικαιωμάτων σε σύνταξη γήρατος από συνταξιοδοτικό σχέδιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στο Ταμείο.

(2) Κανονισμοί γινόμενοι δυνάμει του παρόντος άρθρου κατατίθενται εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων. Εάν μετά πάροδον τριάκοντα ημερών από της τοιαύτης καταθέσεως η Βουλή των Αντιπροσώπων δι’ αποφάσεως αυτής δεν τροποποιήση ή ακυρώση τους ούτω κατατεθέντας Κανονισμούς εν όλω ή εν μέρει, τότε ούτοι αμέσως μετά την πάροδον της ως άνω προθεσμίας δημοσιεύονται εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας και τίθενται εν ισχύϊ από της τοιαύτης δημοσιεύσεως. Εν περιπτώσει τροποποιήσεως τούτων εν όλω ή εν μέρει υπό της Βουλής των Αντιπροσώπων ούτοι δημοσιεύονται εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας ως ήθελον ούτω τροποποιηθή υπ’ αυτής και τίθενται εν ισχύϊ από της τοιαύτης δημοσιεύσεως.

ΜΕΡΟΣ VII ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΛΥΣΙΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Εξέταση αίτησης για παροχή

74-(1) Κάθε αίτηση για παροχή εξετάζεται, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, από το Διευθυντή ή άλλο λειτουργό του Τμήματος Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων τον οποίο ο Διευθυντής εξουσιοδοτεί για το σκοπό αυτό:

(2) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, η αίτηση για παροχή δυνατόν:

(α) να εγκριθεί εν όλω ή εν μέρει, ή

(β) να απορριφθεί:

Νοείται ότι, πριν από την έγκριση ή απόρριψη της αίτησης, ο Διευθυντής μπορεί να παραπέμψει τον αιτητή σε ειδικό ιατρό ή Ιατρικό Συμβούλιο για εξέταση ή στο Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο για επανεξέταση, όπως καθορίζεται με Κανονισμούς.

(3) Ο βαθμός αναπηρίας, σε περίπτωση αίτησης για παροχή λόγω αναπηρίας δυνάμει του άρθρου 46, υπολογίζεται από το Ιατρικό Συμβούλιο, κατόπιν παραπομπής του αιτητή από το Διευθυντή.

(4) Σε περίπτωση αίτησης για παροχή λόγω θανάτου δυνάμει του άρθρου 49, για θάνατο που πιστεύεται ή υπάρχει ισχυρισμός ότι οφείλεται σε οποιαδήποτε ασθένεια που καθορίζεται σύμφωνα με το εδάφιο (3) του άρθρου 53, η υπόθεση παραπέμπεται στο Ιατρικό Συμβούλιο για γνωμοδότηση ως προς τα αίτια του θανάτου.

Αναθεώρησις αποφάσεων εξεταστού απαιτήσεων

75.-(1) Ο εξεταστής απαιτήσεων δύναται να αναθεωρήση πάσαν απόφασιν εκδοθείσαν υπ’ αυτού, επί οιασδήποτε απαιτήσεως, εάν ικανοποιηθή ότι-

(α) αύτη εξεδόθη υπ’ αυτού αγνοούντος ουσιώδες τι γεγονός ή τελούντος υπό πλάνην ως προς το τοιούτον ουσιώδες γεγονός˙ ή

(β) από της ημερομηνίας της εκδόσεως της αποφάσεως επήλθε μεταβολή σχετική προς τας περιστάσεις της περιπτώσεως, και αναλόγως να εγκρίνη ή να απορρίψη την απαίτησιν ή πριν ή προβή εις τοιαύτην έγκρισιν ή απόρριψιν, να παραπέμψη την απαίτησιν εις ειδικόν ιατρόν ή Ιατρικόν Συμβούλιον.

(2) Προκειμένου περί απαιτήσεως διά περιοδικώς καταβαλλομένην παροχήν εγκριθείσαν κατά αναθεώρησιν, η καταβολή της τοιαύτης παροχής περιορίζεται εις την αναφερομένην εις χρονικόν διάστημα αρχόμενον ουχί ενωρίτερον των δύο ετών προ της ημερομηνίας της αναθεωρήσεως.

(3) Οσάκις εξεταστής απαιτήσεων απορρίπτη ή εγκρίνη εν μέρει απαίτησιν τινα, εντός δέκα ημερών από της οικείας αποφάσεως αποστέλλει εις τον αιτούντα έγγραφον γνωστοποίησιν του γεγονότος τούτου, περιλαμβάνουσαν και το αιτιολογικόν της αποφάσεως.

Επίλυσις ωρισμένων ζητημάτων υπό του Διευθυντού

76.-(1) Εάν ήθελε προκύψει οιονδήποτε των ακολούθων ζητημάτων, ήτοι-

(α) εάν οιαδήποτε απασχόλησις ή κατηγορία απασχολήσεως είναι ή θα καταστή ασφαλιστέα˙

(β) εάν πρόσωπον τι είναι ή ήτο μισθωτόν˙

(γ) εάν πρόσωπον τι είναι ή ήτο αυτοτελώς εργαζόμενον˙

(δ) ποίος είναι ή ήτο ο εργοδότης μισθωτού τινός˙

(ε) εάν δυνάμει του άρθρου 4, του άρθρου 12 ή του άρθρου 15 είναι καταβλητέαι εισφοραί υπό προσώπου τινός ή αναφορικώς προς τούτο˙

(στ) περί των ασφαλιστέων αποδοχών αίτινες δέον να ληφθώσιν υπ’ όψιν διά τους σκοπούς του παρόντος Νόμου˙

(ζ) εάν κατεβλήθη εισφορά υπό προσώπου τινός ή αναφορικώς προς τούτο δι’ οιανδήποτε περίοδον εισφορών ή εάν επιστώθησαν ασφαλιστέαι αποδοχαί υπέρ αυτού διά την τοιαύτην περίοδον˙

(η) περί της ορθής ημερομηνίας γεννήσεως ησφαλισμένου˙

(θ) περί κατατάξεως αυτοτελώς εργαζομένου εις επαγγελματικήν κατηγορίαν ή περί του τόπου απασχολήσεως αυτού,

τούτο επιλύεται, τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, υπό του Διευθυντού.

(2) Ο Διευθυντής δύναται πριν ή επιλύση οιονδήποτε ζήτημα δυνάμει του παρόντος άρθρου να διορίση οιονδήποτε εκ των παρά τω Υπουργείω Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων υπηρετούντων λειτουργών προς διεξαγωγήν ερεύνης περί το ζήτημα τούτο, ο ούτω δε διορισθείς δύναται να απαιτήση διά κλήσεως παρ’ οιουδήποτε προσώπου όπως παραστή εις την διεξαγωγήν της τοιαύτης ερεύνης, δώση μαρτυρίαν ή προσκομίση έγγραφα ευλόγως κρινόμενα ως αναγκαία διά την διεξαγωγήν της ερεύνης.

(3) Πας όστις κατά την κρίσιν του Διευθυντού ή του δυνάμει του εδαφίου (2) διοριζομένου προσώπου, κέκτηται οιονδήποτε συμφέρον εις ζήτημα όπερ τυγχάνει επιλύσεως δυνάμει του παρόντος άρθρου, δικαιούται-

(α) να παρίσταται και τυγχάνη ακροάσεως κατά την διεξαγωμένην σχετικώς προς το τοιούτο ζήτημα έρευναν˙ και

(β) όπως λάβη αντίγραφον της επί του ζητήματος τούτου αποφάσεως του Διευθυντού ως και το αιτιολογικόν της τοιαύτης αποφάσεως.

(4) Ο Διευθυντής δύναται να αναθεωρήση την δυνάμει του παρόντος άρθρου εκδοθείσαν απόφασιν αυτού εν η περιπτώσει ήθελον περιέλθει εις γνώσιν αυτού νέα στοιχεία.

Τελεσίδικον αποφάσεων Διευθυντού και Υπουργού

77. Εις πάσαν δικαστικήν διαδικασίαν-

(α) δι’ αδίκημα προβλεπόμενον υπό του παρόντος Νόμου˙ ή

(β) εφαπτομένην του ζητήματος της καταβολής οιασδήποτε εισφοράς δυνάμει του παρόντος Νόμου˙ ή

(γ) διά την διεκδίκησιν ποσών οφειλομένων εις το Ταμείον,

η απόφασις του Διευθυντού επί παντός ζητήματος ως των εν τω εδαφίω (1) του άρθρου 76 καθοριζομένων είναι τελεσίδικος διά τους σκοπούς της τοιαύτης διαδικασίας, εκτός εάν εκκρεμή ιεραρχική προσφυγή δυνάμει του άρθρου 78 εναντίον της αποφάσεως ή δεν παρήλθεν εισέτι η προς τοιαύτην προσφυγήν τεταγμένη προθεσμία, εν περιπτώσει δε ιεραρχικής προσφυγής εναντίον της τοιαύτης αποφάσεως του Διευθυντού, η απόφασις του Υπουργού είναι ωσαύτως τελεσίδικος διά τους ως είρηται σκοπούς, εκτός εάν εκκρεμή προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου εναντίον της αποφάσεως αυτού ή δεν παρήλθεν εισέτι η προς τοιαύτην προσφυγήν τεταγμένη προθεσμία.

Ιεραρχική προσφυγή

78.-(1) Πας όστις δεν ικανοποιείται εξ αποφάσεως του Διευθυντού ή του εξεταστού απαιτήσεων, εκδοθείσης δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, δύναται εντός δεκαπέντε ημερών από της εις αυτόν κοινοποιήσεως της αποφάσεως, δι’ εγγράφου αιτήσεως εις τον Υπουργόν εν η εκτίθενται οι προς υποστήριξιν ταύτης λόγοι, να προσβάλη την τοιαύτην απόφασιν.

(2) Ο Υπουργός εξετάζει την εις αυτόν γενομένην προσφυγήν άνευ υπαιτίου βραδύτητος, αποφασίζει επί ταύτης και κοινοποιεί αμελλητί την απόφασιν αυτού εις τον προσφεύγοντα:

Νοείται ότι ο Υπουργός, πριν ή εκδώση την απόφασιν αυτού, δύναται κατά την κρίσιν του να ακούση ή δώση την ευκαιρίαν εις τον προσφεύγοντα όπως υποστηρίξη τους λόγους εφ’ ων στηρίζεται η προσφυγή:

Νοείται περαιτέρω ότι ο Υπουργός δύναται να αναθέση εις λειτουργόν ή επιτροπήν λειτουργών του Υπουργείου του όπως εξετάση ωρισμένα θέματα αναφυόμενα εν τη προσφυγή και υποβάλη εις αυτόν το πόρισμα της τοιαύτης εξετάσεως προ της υπό του Υπουργού εκδόσεως της αποφάσεως αυτού επί της προσφυγής.

(3) Όταν ο λόγος ή ένας από τους λόγους της προσφυγής, αφορά γνωμάτευση ή απόφαση Ιατρικού Συμβουλίου, ο Υπουργός παραπέμπει την υπόθεση για επανεξέταση από το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο.

(4) Ο μη ικανοποιηθείς εκ της αποφάσεως του Υπουργού δύναται να προσφύγη εις το Δικαστήριον, αλλά μέχρι της υπό του Υπουργού εκδόσεως της αποφάσεως αυτού, εν περιπτώσει προσφυγής εις αυτόν, ή, εν περιπτώσει μη προσφυγής εις αυτόν, μέχρι της παρελεύσεως της εις το εδάφιον (1) προβλεπομένης προθεσμίας διά την καταχώρησιν προσφυγής, η απόφασις του Διευθυντού ή του εξεταστού απαιτήσεων δεν καθίσταται εκτελεστή.

ΜΕΡΟΣ VIII ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Αμοιβαίαι συμφωνίαι

79. Επί τω τέλει εφαρμογής οιασδήποτε συμφωνίας συναφθείσης μετά της Κυβερνήσεως ετέρας τινός χώρας, προνοούσης αμοιβαιότητα επί ζητημάτων κοινωνικών ασφαλίσεων και κοινωνικής ασφαλείας, και υπό την επιφύλαξιν των διατάξεων του άρθρου 169 του Συντάγματος, το Υπουργικόν Συμβούλιον δύναται διά διατάγματος αυτού να τροποποιήση τας διατάξεις τους παρόντος Νόμου προς εφαρμογήν επί περιπτώσεων επηρεαζομένων υπό της συμφωνίας.

Αδικήματα και ποιναί

80.-(1) Πας εργοδότης ή αυτοτελώς εργαζόμενος όστις παραλείπει ή αμελεί να καταβάλη οιασδήποτε εισφοράς ή πρόσθετον τέλος ο υποχρεούται να καταβάλη δυνάμει του παρόντος Νόμου, είναι ένοχος αδικήματος και υπόκειται εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας £750, εν περιπτώσει δε δευτέρας ή κατ’ επανάληψιν καταδίκης αυτού διά το αυτό αδίκημα, σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει το ένα έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες τετρακόσια ευρώ (€3.400,00) ή και στις δύο αυτές ποινές, σε περίπτωση δε δεύτερης ή κατ΄ επανάληψη καταδίκης αυτού για το ίδιο αδίκημα, σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000,00) ή και στις δύο αυτές ποινές.

(2) Εν περιπτώσει καταδίκης εργοδότου ή αυτοτελώς εργαζομένου επί τω ότι παρέλειψεν ή ημέλησε να καταβάλη εισφοράς ή πρόσθετον τέλος ούτος επιπροσθέτως οιασδήποτε ετέρας ποινής εις ην υπόκειται, υποχρεούται να καταβάλη τω Ταμείω ποσόν ίσον προς το ποσόν των εισφορών ή του προσθέτου τέλους όπερ παρέλειψεν ή ημέλησεν να καταβάλη, του προσθέτου τέλους εις περίπτωσιν παραλείψεως ή αμελείας καταβολής εισφορών υπολογιζομένου κατά την ημερομηνίαν της καταδίκης, πλέον δε έτερον ποσόν μη υπερβαίνον τα είκοσι πέντε επί τοις εκατόν του ως είρηται ποσού, εν περιπτώσει δε δευτέρας ή κατ’ επανάληψιν καταδίκης αυτού διά το αυτό αδίκημα, ποσόν μη υπερβαίνον τα πεντήκοντα επί τοις εκατόν του ποσού τούτου, ως το Δικαστήριον ήθελε διατάξει.

(3) Επί πάσης καταδίκης διά παράλειψιν ή αμέλειαν προς καταβολήν εισφορών, δύναται να προσαχθώσιν αποδεικτικά στοιχεία περί παραλείψεως ή αμελείας του εργοδότου προς καταβολήν ετέρων εισφορών ας υποχρεούται να καταβάλη δυνάμει του παρόντος Νόμου, αναφορικώς προς το αυτό πρόσωπον ή οιονδήποτε έτερον πρόσωπον απασχολούμενον υπό του εργοδότου τούτου δι’ οιανδήποτε περίοδον προ της ημερομηνίας του αδικήματος, εφ’ όσον, ομού μετά της κλήσεως ή εντάλματος επιδοθή ειδοποίησις περί της τοιαύτης προθέσεως, εάν δε αποδειχθή τοιαύτη παράλειψις ή αμέλεια, το Δικαστήριον δύναται να διατάξη τον εργοδότην να καταβάλη τω Ταμείω ποσόν ίσον προς το σύνολον των εισφορών άτινας ούτος παρέλειψεν ή ημέλησε να καταβάλη.

(4) Παν ποσόν καταβλητέον τω Ταμείω κατόπιν αποφάσεως του Δικαστηρίου δυνάμει του παρόντος άρθρου εισπράττεται ως χρηματική ποινή.

(5) Παν ποσόν καταβαλλόμενον υπό εργοδότου ή αυτοτελώς εργαζομένου δυνάμει των ανωτέρω διατάξεων του παρόντος άρθρου λογίζεται ως πληρωμή γενομένη προς εξόφλησιν των μη καταβληθεισών εισφορών, δεν δύναται δε ο εργοδότης να αναζητήση εκ του μισθωτού τας υπό του τελευταίου καταβλητέας εκ των τοιούτων εισφορών.

(6) Πας όστις ίνα επιτύχη την χορήγησιν οιασδήποτε παροχής ή ετέρας πληρωμής δυνάμει του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδοθέντων Κανονισμών, είτε εις εαυτόν είτε εις έτερον πρόσωπον, ή δι’ έτερον σκοπόν σχετικόν προς τον παρόντα Νόμο-

(α) εν γνώσει του ή εκ βαρείας αμελείας προβαίνει εις ψευδή έκθεσιν ή ψευδείς παραστάσεις˙ ή

(β) προσάγει ή παρέχει ή προκαλεί ή επιτρέπει την προσαγωγήν ή παροχήν εγγράφου ή πληροφορίας άτινα γνωρίζει ότι είναι ψευδή εις τι ουσιώδες αυτών στοιχείον,

είναι ένοχος αδικήματος και υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις οκτώ χιλιάδες πεντακόσια ευρώ (€8.500,00) ή και στις δύο αυτές ποινές.

(7) Εις περίπτωσιν καταδίκης οιουδήποτε προσώπου δυνάμει του εδαφίου (6), το εκδικάζον το αδίκημα Δικαστήριον δύναται επιπροσθέτως της επιβολής ποινής να διατάξη την εις το Ταμείον επιστροφήν του ποσού της παρανόμως καταβληθείσης παροχής ή ετέρας πληρωμής.

(8) Πάς όστις παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθή προς οιανδήποτε των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδοθέντων Κανονισμών δι’ ην δεν προνοείται ετέρα ποινή, υπόκειται δι’ έκαστον αδίκημα σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει το ένα έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα χίλια επτακόσια ευρώ (€1.700,00) ή  και στις δύο αυτές ποινές.

(9) Οσάκις αποδεικνύεται ότι αδίκημα διαπραχθέν υπό νομικού προσώπου κατά παράβασιν του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδοθέντων Κανονισμών, διεπράχθη τη συναινέσει ή συνενοχή ή αμελεία διευθυντού, συμβούλου, γραμματέως ή ετέρου αξιωματούχου του νομικού προσώπου ή οιουδήποτε προσώπου όπερ ενεργεί υπό τοιαύτην ιδιότητα, τόσον ούτος όσον και το νομικόν πρόσωπον είναι ένοχοι του αδικήματος τούτου και υπόκεινται εις ποινικήν δίωξιν, και εις τας εν εκάστη περιπτώσει προβλεπομένας ποινάς.

(10) Ουδέν των εν τω παρόντι άρθρω διαλαμβανομένων δύναται να ερμηνευθή ως παρεμποδίζον τον Διευθυντήν όπως διά πολιτικής αγωγής διεκδική οιονδήποτε ποσόν οφειλόμενον τω Ταμείω.

Ποινική δίωξις

81. Τηρουμένων οιωνδήποτε οδηγιών του Γενικού Εισαγγελέως της Δημοκρατίας-

(α) ποινική δίωξις αδικήματος προβλεπομένου υπό του παρόντος Νόμου ασκείται υπό του Διευθυντού˙

(β) πας επιθεωρητής ή έτερος λειτουργός όστις ήθελεν εξουσιοδοτηθή υπό του Διευθυντού, τη συναινέσει του Γενικού Εισαγγελέως της Δημοκρατίας, δύναται, καίτοι δεν είναι εγγεγραμμένος δικηγόρος, να ασκήση την δίωξιν, να εμφανισθή, παραστή επί Δικαστηρίω και ενεργήση εν πάση δικαστική διαδικασία αρχομένη δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, δι’ οιονδήποτε αδίκημα συνοπτικώς εκδικαζόμενον.

Πολιτική αγωγή

82.-(1) Άπαντα τα οφειλόμενα τω Ταμείω ποσά δύνανται να διεκδικηθώσι δικαστικώς ως χρέη οφειλόμενα τη Δημοκρατία και μη αποκλειομένου οιουδήποτε παντός ετέρου μέτρου, δύνανται να αποτελέσωσιν ως συμβατικόν χρέος το αντικείμενον πολιτικής αγωγής, εγειρομένης υπό του Διευθυντού.

(2) Πολιτική αγωγή, έχουσα ως αντικείμενον τα οφειλόμενα τω Ταμείω ποσά, δύναται να εγερθή υπό επιθεωρητού ή ετέρου λειτουργού επί τούτω εξουσιοδοτημένου δι’ ειδικών ή γενικών οδηγιών του Διευθυντού, πας δε ούτως εξουσιοδοτηθείς επιθεωρητής ή λειτουργός δύναται, καίτοι δεν είναι εγγεγραμμένος δικηγόρος, να διευθύνη την διεξαγωγήν της τοιαύτης αγωγής.

Ευθύνη εργοδότου διά την απώλειαν παροχής λόγω ιδίου πταίσματος

83.-(1) Οσάκις εργοδότης παραλείπη ή αμελή-

(α) να καταβάλη οιανδήποτε εισφοράν δυνάμει του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδοθέντων Κανονισμών, αναφορικώς προς μισθωτόν απασχοληθέντα υπ’ αυτού˙ ή

(β) να συμμορφωθή, καθ’ όσον αφορά οιονδήποτε πρόσωπον, προς τας διατάξεις του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδοθέντων Κανονισμών, τας αφορώσας εις την καταβολήν και είσπραξιν των εισφορών,

και ως εκ τούτου το πρόσωπον τούτο ή η σύζυγος ή χήρα αυτού απολέση εν όλω ή εν μέρει την παροχήν εις ην άλλως θα εδικαιούτο, τότε το πρόσωπον τούτο, η σύζυγος ή αναλόγως της περιπτώσεως η χήρα αυτού, θα δικαιούται όπως διά πολιτικής αγωγής διεκδικήση εκ του εργοδότου ως συμβατικόν χρέος ποσόν ίσον προς την ούτω απολεσθείσαν παροχήν, ή εάν πρόκειται περί συντάξεως χηρείας, συντάξεως γήρατος, συντάξεως ανικανότητος ή επιδόματος αγνοουμένου, ποσόν ίσον προς το ποσόν της συντάξεως το οποίο εξετιμήθη υπό του Διευθυντού ότι άλλως θα κατεβάλλετο προς τον δικαιούχον.

(2) Δικαστικά μέτρα δύνανται να ληφθώσι δυνάμει του παρόντος άρθρου παρά το γεγονός ότι ελήφθησαν ήδη τοιαύτα μέτρα δυνάμει οιουδήποτε ετέρου άρθρου του παρόντος Νόμου, αναφορικώς προς την αυτήν παράλειψιν ή αμέλειαν.

(3) Ανεξαρτήτως των διατάξεων παντός ετέρου νόμου περί το εναντίον, δικαστικά μέτρα δυνάμει του παρόντος άρθρου δύνανται να ληφθώσιν καθ’ οιονδήποτε χρόνον εντός έτους από της ημερομηνίας καθ’ ην ο μισθωτός, η σύζυγος ή χήρα αυτού θα εδικαιούτο, ελλείψει της τοιαύτης παραλείψεως ή αμελείας του εργοδότου, εις το νυν απολεσθέν δικαίωμα παροχής.

Καταβολή χρηματικών ποινών κ.λ.π. εις το Ταμείον

84. Αι χρηματικαί ποιναί, τα τέλη και έξοδα άτινα εισπράττονται δυνάμει του παρόντος Νόμου, καταβάλλονται εις το Ταμείον εκτός εάν άλλως προνοήται εν τω παρόντι Νόμω.

Προτεραιότης εισφορών εν περιπτώσει διαλύσεως ή πτωχεύσεως

85. Μεταξύ των χρεών άτινα-

(α) δυνάμει του άρθρου 38 του περί Πτωχεύσεως Νόμου κατά την διανομήν της περιουσίας ή των στοιχείων ενεργητικού πτωχεύσαντος προσώπου εξοφλούνται κατά προτεραιότητα έναντι των λοιπών χρεών˙ και

(β) δυνάμει του άρθρου 300 του περί Εταιρειών Νόμου, εν περιπτώσει διαλύσεως εταιρείας εξοφλούνται κατά προτεραιότητα έναντι των λοιπών χρεών.

περιλαμβάνονται και τα ποσά άτινα οφείλονται αναφορικώς προς οιανδήποτε εισφοράν ή υποχρέωσιν προς εισφοράν δυνάμει του παρόντος Νόμου προκύψασαν προ των ακολούθων ημερομηνιών, ήτοι-

(α) εις την πρώτην περίπτωσιν προ της εκδόσεως της προς διορισμόν συνδίκου πτωχεύσεως αποφάσεως˙ και

(β) εις την δευτέραν περίπτωσιν προ της ημερομηνίας καθ’ ην ήρξατο η διάλυσις της εταιρείας.

Εξαίρεσις από της φορολογίας και της προς καταβολήν δασμών και τελών χαρτοσήμου υποχρεώσεως

86. Το Ταμείον εξαιρείται-

(α) της πληρωμής παντός δασμού ή τέλους πληρωτέου δυνάμει του εκάστοτε εν ισχύϊ τελωνειακού δασμολογίου, επί μηχανημάτων περιλαμβανομένων των εξαρτημάτων και ανταλλακτικών συσκευών οχημάτων, οργάνων, εργαλείων, εφοδίων και πάσης φύσεως υλικών άτινα εισάγονται προς ιδίαν χρήσιν του Ταμείου και δεν προορίζονται διά πώλησιν εις το κοινόν˙

(β) της πληρωμής τελών χαρτοσήμου δυνάμει του εκάστοτε εν ισχύϊ νόμου του αφορώντος εις πληρωμήν τελών χαρτοσήμου˙

(γ) της πληρωμής παντός Κυβερνητικού φόρου, ή φόρου τοπικής αρχής.

Παροχή πληροφοριών υπό του Φόρου Εισοδήματος

86Α. Ανεξαρτήτως των διατάξεων οιουδήποτε ετέρου νόμου, ο Έφορος επί του Φόρου Εισοδήματος υποχρεούται όπως παρέχη, τη αιτήσει του Διευθυντού τα αναγκαία στοιχεία και τας αναγκαίας πληροφορίας αναφορικώς προς τας αποδοχάς οιουδήποτε προσώπου, τα οποία κατέχει εντός των πλαισίων των εξουσιών και καθηκόντων δι’ ων περιβέβληται δυνάμει των διατάξεων των περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμων.

Μείωσις εισφορών και πληρωμών ταμείων προνοίας

87.-(1) Από της ορισθείσης ημερομηνίας το ποσοστόν εισφοράς εις τα κατά την ημερομηνίαν αυτήν λειτουργούντα ταμεία προνοίας μειούται κατά τρεις μονάδας καθ’ όσον αφορά την εισφοράν του εργοδότου και κατά τρεις μονάδας καθ’ όσον αφορά την εισφοράν του μισθωτού:

Νοείται ότι η ως είρηται μείωσις εφαρμόζεται επί των αποδοχών του μισθωτού επί των οποίων υπολογίζονται αι εισφοραί εις το ταμείον προνοίας, και εις ην έκτασιν το ποσόν των τοιούτων αποδοχών δεν υπερβαίνει το ανώτατον όριον ασφαλιστέων αποδοχών.

(2) Εις ην περίπτωσιν ο εργοδότης υποχρεούται δυνάμει νόμου, σχεδίου, συλλογικής συμβάσεως, συμφωνίας ή άλλως πως, όπως καταβάλη προς όφελος του μισθωτού ωρισμένον ποσόν πέραν του συσσωρευθέντος εις το ταμείον προνοίας προς όφελος του τοιούτου μισθωτού ποσού, το ούτω ωρισμένον ποσόν μειούται κατά το ποσόν το οποίον άλλως θα κατεβάλλετο εις το ταμείον προνοίας εάν η ως εν τω εδαφίω (1) μείωσις των εισφορών δεν ελάμβανε χώραν, πλέον ποσόν ίσον προς τους τόκους τους οποίους θα απέφερε το τοιούτο ποσόν εάν κατεβάλλετο εις το ταμείον προνοίας:

Νοείται ότι εις ην περίπτωσιν το ποσόν του τιμαριθμικού επιδόματος δεν υπολογίζεται διά σκοπούς εισφορών εις το ταμείον προνοίας, το ως είρηται ωρισμένον ποσόν μειούται κατά το ποσόν το οποίον άλλως θα κατεβάλλετο υπό του μισθωτού εις το ταμείον προνοίας, εάν η ως είρηται μείωσις δεν ελάμβανε χώραν και κατά ποσόν ίσον προς τρία επί τοις εκατόν επί του ποσού των ασφαλιστέων αποδοχών του μισθωτού επί των οποίων ο εργοδότης κατέβαλεν εισφοράς δυνάμει του παρόντος Νόμου, πλέον ποσόν ίσον προς τους τόκους τους οποίους τα ποσά ταύτα θα απέφερον εάν κατεβάλλοντο εις το ταμείον προνοίας.

(3) Οιαδήποτε πληρωμή εκ ταμείου προνοίας άνευ εισφορών μειούται κατά ποσόν ίσον προς τρία επί τοις εκατόν του ποσού των ασφαλιστέων αποδοχών του μισθωτού επί των οποίων ο εργοδότης κατέβαλεν εισφοράς δυνάμει του παρόντος Νόμου, πλέον ποσόν ίσον προς τους τόκους τους οποίους το ποσόν τούτο θα απέφερεν εάν ετοκίζετο ως αι καταθέσεις των πλεονασμάτων του Ταμείου.

Μείωσις παροχών και εισφορών επαγγελματικών σχεδίων συντάξεων

88.-(1) Το ποσόν οιασδήποτε περιοδικής πληρωμής η οποία καταβάλλεται προς μισθωτόν ή αναφορικώς προς μισθωτόν εξ οιουδήποτε επαγγελματικού σχεδίου συντάξεων διά περιόδους απασχολήσεως αρχομένας κατά ή μετά την ορισθείσαν ημερομηνίαν μειούται κατά το ποσόν της αντιστοίχου συμπληρωματικής παροχής της καταβαλλομένης προς τον μισθωτόν ή αναφορικώς προς αυτόν δυνάμει του παρόντος Νόμου αναφορικώς προς ασφαλιστέας αποδοχάς επί των οποίων κατεβλήθησαν εισφοραί διά τας ως είρηται περιόδους:

Νοείται ότι στο ποσό της συμπληρωματικής παροχής περιλαμβάνεται και οποιοδήποτε τμήμα αυτής που προστίθεται δυνάμει του παρόντος Νόμου στο ποσό της βασικής σύνταξης γήρατος, χηρείας ή ανικανότητας, όταν αυτό είναι κατώτερο του ανώτατου ποσού της βασικής σύνταξης που θα μπορούσε να καταβληθεί στο δικαιούχο.

(2) Εις περίπτωσιν οιουδήποτε επαγγελματικού σχεδίου συντάξεων χρηματοδοτουμένου δι’ εισφορών εκ μέρους τόσον του εργοδότου όσον και του μισθωτού το ποσοστόν εισφοράς εκατέρου τούτων προς το ως είρηται σχέδιον μειούται εξ ίσου από της ορισθείσης ημερομηνίας λαμβανομένης υπ’ όψιν της εν τω εδαφίω (1) αναφερομένης μειώσεως.

(3) Από της ορισθείσης ημερομηνίας η εισφορά συνταξίμου δημοσίου υπαλλήλου διά σύνταξιν χήρας και τέκνων δυνάμει της οικείας νομοθεσίας μειούται κατά εν επί της εκατόν επί του ποσού των συνταξίμων απολαβών αυτού δυνάμει της τοιαύτης νομοθεσίας, μη λαμβανομένων όμως υπ’ όψιν συνταξίμων απολαβών πέραν του ανωτάτου ορίου ασφαλιστέων αποδοχών.

Μη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 87 και 88 ταυτοχρόνως

89. Εις περίπτωσιν καθ’ ην μισθωτός υπάγεται ταυτοχρόνως εις ταμείον προνοίας και επαγγελματικόν σχέδιον συντάξεων εφαρμόζονται επ’ αυτού είτε αι διατάξεις του άρθρου 87 είτε αι διατάξεις του άρθρου 88:

Νοείται ότι δύνανται να εφαρμοσθώσιν αι διατάξεις αμφοτέρων των ως είρηται άρθρων, εις τοιαύτην όμως έκτασιν ώστε η προκύπτουσα ολική μείωσις να μην υπερβαίνη την μείωσιν η οποία θα προέκυπτεν εάν εφηρμόζοντο μόνον αι διατάξεις του ενός άρθρου.

Μεταφορά δικαιώματος σε σύνταξη γήρατος

89Α. -(1) Ασφαλισμένος ο οποίος θεμελίωσε δικαίωμα σε σύνταξη γήρατος  από  συνταξιοδοτικό σχέδιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων βάσει Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης των Υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων λόγω υπηρεσίας του στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, δικαιούται να μεταφέρει στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων το  αναλογιστικά ισοδύναμο ποσό του δικαιώματος αυτού.

(2) Ασφαλισμένος ο οποίος εισέρχεται στην υπηρεσία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δικαιούται βάσει του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης των Υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, να μεταφέρει σε συνταξιοδοτικό σχέδιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων το  αναλογιστικά ισοδύναμο ποσό του δικαιώματος σε σύνταξη γήρατος από το Ταμείο που θεμελίωσε πριν την είσοδο του στην υπηρεσία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

(3) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ο τρόπος πίστωσης του ασφαλιστικού λογαριασμού του ασφαλισμένου, ο τρόπος υπολογισμού του αναλογιστικά ισοδύναμου ποσού του δικαιώματος σε σύνταξη γήρατος από το Ταμείο, καθώς και οι διαδικασίες για τη μεταφορά των ποσών αυτών καθορίζονται με Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 73.

Μεταβατικαί διατάξεις

90.-(1) Τηρουμένων των εφ’ εξής διατάξεων του παρόντος άρθρου, τέως δικαιούχος ή τέως ησφαλισμένος λογίζεται ως δικαιούχος ή ησφαλισμένος δυνάμει του παρόντος Νόμου, και τα δικαιώματα και υποχρεώσεις τούτου διά περιόδους από της ορισθείσης ημερομηνίας διέπονται υπό του παρόντος Νόμου.

(2) Από της πρώτης ημέρας του μηνός, ο οποίος περιλαμβάνει την ορισθείσαν ημερομηνίαν, το εβδομαδιαίον ύψος των εις τον Έβδομον Πίνακα περιγραφομένων παροχών αναφορικώς προς τέως δικαιούχους είναι το εμφαινόμενον εις τον ως είρηται Πίνακα.

Καταργήσεις

91. Οι περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμοι του 1972 έως 1980 καταργούνται από της ορισθείσης ημερομηνίας.

Έναρξις ισχύος

92. Πλην του άρθρου 73 του παρόντος Νόμου το οποίον τίθεται εν ισχύϊ από της ημερομηνίας δημοσιεύσεως του παρόντος Νόμου εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας, η ισχύς των υπολοίπων διατάξεων του παρόντος Νόμου άρχεται εις ημερομηνίαν ορισθησομένην υπό του Υπουργικού Συμβουλίου διά γνωστοποιήσεως δημοσιευομένης εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ
ΠΡΩΤΟΣ ΠΙΝΑΞ

Άρθρον 3(α)

ΜΙΣΘΩΤΟΙ - ΑΣΦΑΛΙΣΤΕΑΙ ΚΑΙ ΕΞΑΙΡΟΥΜΕΝΑΙ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΕΙΣ

ΜΕΡΟΣ Ι - ΑΣΦΑΛΙΣΤΕΑΙ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΕΙΣ

1. Απασχόλησις εν Κύπρω προσώπου τινός δυνάμει συμβάσεως εργασίας ή μαθητείας ή υπό τοιαύτας περιστάσεις εξ ων δύναται να συναχθή ύπαρξις σχέσεως εργοδότου και εργοδοτουμένου, περιλαμβανομένης της απασχολήσεως εν τη υπηρεσία της Δημοκρατίας.

2. Απασχόλησις προσώπου τινός δυνάμει συμβάσεως ή περιστάσεων ως αι προμνησθείσαι, οσάκις το πρόσωπον τούτο έχη την μόνιμον αυτού διαμονήν εν Κύπρω και υπηρετή ως πλοίαρχος ή μέλος του πληρώματος Κυπριακού πλοίου, ή ως Κυβερνήτης ή μέλος πληρώματος αεροσκάφους, ούτινος ο ιδιοκτήτης ή ο διαχειριστής έχει ως κύριον τόπον διεξαγωγής των εργασιών του την Κύπρον.

3. Απασχόλησις εν οιαδήποτε φυλακή εν τη Δημοκρατία προσώπου τινός, όπερ εκτίει ποινήν φυλακίσεως.

4. Εκπαίδευσις εν Κύπρω προσώπου τινός δυνάμει προγράμματος βιομηχανικής καταρτίσεως εφαρμοζομένου υπό της Αρχής της ιδρυθείσης δυνάμει του περί Βιομηχανικής Καταρτίσεως Νόμου 1974.

5. Απασχόληση προσώπου σε ιδιωτική εταιρεία, στην οποία είναι μέτοχος, έστω και εάν η απασχόληση του δεν είναι με βάση σύμβαση εργασίας ή κάτω από περιστάσεις από τις οποίες μπορεί να συναχθεί η ύπαρξη σχέσης εργοδότη και εργοδοτουμένου:

Νοείται ότι για τους σκοπούς της παραγράφου αυτής ο όρος “ιδιωτική εταιρεία” έχει την έννοια η οποία αποδίδεται σ’ αυτόν από τον περί Εταιρειών Νόμο, Κεφ. 113.

6. Άσκηση του λειτουργήματος του Κληρικού.

7. Απασχόληση προσώπου, πολίτη της Δημοκρατίας, στις Διπλωματικές Αποστολές της Δημοκρατίας στο εξωτερικό, με καθεστώς επιτόπιου προσωπικού, εφόσον δεν ασφαλίζεται δυνάμει της νομοθεσίας του δεχόμενου κράτους.

 

ΜΕΡΟΣ ΙΙ - ΕΞΑΙΡΟΥΜΕΝΑΙ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΕΙΣ

1. Απασχόλησις μέλους οιασδήποτε των ναυτικών, στρατιωτικών και αεροπορικών δυνάμεων της Κυβερνήσεως χώρας ετέρας ή της Κυπριακής Δημοκρατίας.

2. Απασχόλησις εν τη δημοσία ή διπλωματική υπηρεσία της Κυβερνήσεως χώρας ετέρας ή της Κυπριακής Δημοκρατίας, οσάκις το απασχολούμενον πρόσωπον προσλαμβάνεται εκτός της Κύπρου.

3. Απασχόλησις εν τη υπηρεσία του συζύγου ή της συζύγου του απασχολουμένου.

4. Απασχόλησις προσώπου μη έχοντος την συνήθη αυτού διαμονήν εν Κύπρω εάν ο εργοδότης του προσώπου τούτου δεν έχη την συνήθη αυτού διαμονήν εν Κύπρω ουδέ τόπον διεξαγωγής εργασιών εν αυτή.

5. Απασχόλησις γραμματέως ή γραφέως σωματείου, λέσχης, φιλανθρωπικού ιδρύματος, σχολείου ή ετέρου παρομοίας φύσεως οργανισμού ή ιδρύματος, οσάκις συνήθως απαιτήται προσωπική εργασία μόνον εκτάκτως ή εκτός των συνήθων ωρών εργασίας.

6. Μερική απασχόλησις φροντιστού ή φύλακας αρχαίου τινός μνημείου.

7. Απασχόλησις φροντιστού άνευ αποδοχών.

8. Απασχόλησις Προέδρου Αρχής Τοπικής Διοικήσεως.

9. Απασχόλησις άνευ αποδοχών, παρεχομένη υπό του πατρός, μητρός, πάππου ή μάμμης του εργοδότου.

10. Γεωργική απασχόλησις εν τη υπηρεσία του πατρός ή μητρός του απασχολουμένου.

ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΠΙΝΑΞ

Άρθρον 3(β)

ΑΥΤΟΤΕΛΩΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ - ΑΣΦΑΛΙΣΤΕΑΙ ΚΑΙ ΕΞΑΙΡΟΥΜΕΝΑΙ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΕΙΣ

ΜΕΡΟΣ Ι - ΑΣΦΑΛΙΣΤΕΑΙ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΕΙΣ

Απασχόλησις εν Κύπρω προσώπου τινός εργαζομένου επί κέρδει και έχοντος την συνήθη αυτού διαμονήν εν Κύπρω, εφ’ όσον η τοιαύτη απασχόλησις δεν είναι ασφαλιστέα δυνάμει του Μέρους Ι του Πρώτου Πίνακος.

 

Μέρος II - ΕΞΑΙΡΟΥΜΕΝΕΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΕΙΣ

Γεωργική απασχόληση όταν το απασχολούμενο πρόσωπο είναι ηλικίας κάτω των δεκαέξι ετών και ζει με τους γονείς του.

ΤΡΙΤΟΣ ΠΙΝΑΞ

Άρθρον 24

ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΙΣΦΟΡΑΣ

(1) Αι προϋποθέσεις εισφοράς καθ’ όσον αφορά εις τα επιδόματα μητρότητος, ασθενείας, ανεργίας και εις τα βοηθήματα γάμου, τοκετού και κηδείας είναι αι ακόλουθοι:-

(α) ο ησφαλισμένος να έχη πληρωθείσας ασφαλιστέας αποδοχάς εις το κατώτερον τμήμα ασφαλιστέων αποδοχών τουλάχιστον ίσας προς είκοσι εξ φοράς το εβδομαδιαίον ποσόν των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών? και

(β) ο ησφαλισμένος να έχη πληρωθείσας ή πιστωθείσας ασφαλιστέας αποδοχάς τουλάχιστον ίσας προς είκοσι φοράς το εβδομαδιαίον ποσόν των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών διά το τελευταίον έτος εισφορών προ της ενάρξεως του έτους παροχών όπερ περιλαμβάνει την ημερομηνίαν καθ’ ην απαιτείται όπως πληρωθώσιν αι προϋποθέσεις εισφοράς.

(2) Οι προϋποθέσεις εισφοράς για σύνταξη γήρατος είναι οι ακόλουθες:

(α) Ο ασφαλισμένος να έχει πληρωμένες ασφαλιστέες αποδοχές, στο κατώτερο τμήμα ασφαλιστέων αποδοχών, τουλάχιστον ίσες με το γινόμενο που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό του αριθμού  –

(i) διακόσια εξήντα (260) επί το εβδομαδιαίο ποσό των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών από την πρώτη Δευτέρα του 2010.

(ii) τριακόσια εξήντα τέσσερα (364) επί το εβδομαδιαίο ποσό των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών από την πρώτη Δευτέρα του 2011, και

(iii) πεντακόσια είκοσι (520) επί το εβδομαδιαίο ποσό των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών από την πρώτη Δευτέρα του 2012۠ και

(β) o εβδομαδιαίος μέσος όρος των πληρωμένων και πιστωμένων ασφαλιστέων αποδοχών του, στο κατώτερο τμήμα ασφαλιστέων αποδοχών, για την περίοδο που αρχίζει την 5η Οκτωβρίου 1964, ή αν συμπλήρωσε την ηλικία των δεκαέξι (16) ετών  μετά την ημερομηνία αυτή, την πρώτη ημέρα του έτους εισφορών, κατά το οποίο συμπλήρωσε την ηλικία αυτή, και λήγει την τελευταία εβδομάδα πριν την εβδομάδα που περιλαμβάνει τη σχετική ημερομηνία, είναι τουλάχιστον ίσος με ποσοστό 30% του εβδομαδιαίου ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών:

Νοείται ότι, σε περίπτωση προσώπου ασφαλισμένου δυνάμει των καταργηθέντων περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμων του 1956 και 1961, το οποίο συμπλήρωσε την ηλικία των δεκαέξι (16) ετών πριν την 5η Οκτωβρίου 1964, ο εβδομαδιαίος μέσος όρος υπολογίζεται λαμβάνοντας υπόψη την περίοδο που αρχίζει την 7η Ιανουαρίου 1957 ή την πρώτη ημέρα του έτους εισφορών, κατά το οποίο συμπλήρωσε την ηλικία των δεκαέξι (16) ετών, εάν αυτή είναι μεταγενέστερη της 7ης Ιανουαρίου 1957, και λήγει την τελευταία εβδομάδα πριν την εβδομάδα η οποία περιλαμβάνει τη σχετική ημερομηνία, εφόσον ο υπολογισμός αυτός είναι ευεργετικότερος για το δικαιούχο της παροχής:

Νοείται περαιτέρω ότι, για σκοπούς υπολογισμού του αριθμού των εβδομάδων που περιλαμβάνονται στην περίοδο, η οποία λαμβάνεται υπόψη για την εξαγωγή του εβδομαδιαίου όρου πληρωμένων και πιστωμένων ασφαλιστέων αποδοχών, εάν οποιοδήποτε έτος περιλαμβάνει πενηντατρείς (53) εβδομάδες, λογίζεται ότι περιλαμβάνει πενηνταδύο (52) εβδομάδες.

(3) Η προϋπόθεση εισφοράς για εφάπαξ ποσό γήρατος είναι όπως ο ασφαλισμένος έχει πληρωμένες ασφαλιστέες αποδοχές, στο κατώτερο τμήμα ασφαλιστέων αποδοχών, τουλάχιστον ίσες με το γινόμενο που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό του αριθμού –

(i) διακόσια οκτώ (208) επί το εβδομαδιαίο ποσό των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών από την πρώτη Δευτέρα του 2010,

(ii) διακόσια εξήντα (260) επί το εβδομαδιαίο ποσό των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών από την πρώτη Δευτέρα του 2011, και

(iii) τριακόσια δώδεκα (312) επί το εβδομαδιαίο ποσό των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών από την πρώτη Δευτέρα του 2012.

(4) Οι προϋποθέσεις εισφοράς για σύνταξη ανικανότητας είναι οι ακόλουθες:

(α) Ο ασφαλισμένος να έχει πληρωμένες ασφαλιστέες αποδοχές, στο κατώτερο τμήμα ασφαλιστέων αποδοχών, τουλάχιστον ίσες με το γινόμενο που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό του αριθμού εκατόν πενήντα έξι (156) επί το εβδομαδιαίο ποσό των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών·

(β) Ο εβδομαδιαίος μέσος όρος των πληρωμένων και πιστωμένων ασφαλιστέων αποδοχών του, στο κατώτερο τμήμα ασφαλιστέων αποδοχών, για την περίοδο που αρχίζει την 5η Οκτωβρίου 1964 ή, αν συμπλήρωσε την ηλικία των δεκαέξι (16) ετών, μετά την ημερομηνία αυτή, την πρώτη μέρα του έτους εισφορών, κατά το οποίο συμπλήρωσε την ηλικία αυτή, και λήγει την τελευταία εβδομάδα, πριν την εβδομάδα που περιλαμβάνει τη σχετική ημερομηνία, είναι τουλάχιστον ίσος με το 25% του εβδομαδιαίου ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών:

Νοείται ότι, σε περίπτωση προσώπου ασφαισμένου δυνάμει των καταργηθέντων περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμων του 1956 και 1961, το οποίο συμπλήρωσε την ηλικία των δεκαέξι (16) ετών πριν την 5η Οκτωβρίου 1964, ο εβδομαδιαίος μέσος όρος υπολογίζεται λαμβάνοντας υπόψη την περίοδο που αρχίζει την 7η Ιανουαρίου 1957 ή την πρώτη ημέρα του έτους εισφορών κατά το οποίο συμπλήρωσε την ηλικία των δεκαέξι (16) ετών, εάν αυτή είναι μεταγενέστερη της 7ης Ιανουαρίου 1957, και λήγει την τελευταία εβδομάδα πριν την εβδομάδα η οποία περιλαμβάνει τη σχετική ημερομηνία, εφόσον ο υπολογισμός αυτός είναι ευεργετικότερος για το δικαιούχο της παροχής:

Νοείται περαιτέρω ότι, για σκοπούς υπολογισμού του αριθμού των εβδομάδων που περιλαμβάνονται στην περίοδο, η οποία λαμβάνεται υπόψη για την εξαγωγή του εβδομαδιαίου μέσου όρου πληρωμένων και πιστωμένων ασφαλιστέων αποδοχών, εάν οποιοδήποτε έτος περιλαμβάνει πενηντατρείς (53) εβδομάδες, λογίζεται ότι, τούτο περιλαμβάνει πενηνταδύο (52)  εβδομάδες και

(γ) Ο ασφαλισμένος, κατά το τελευταίο έτος εισφορών, πριν την έναρξη του έτους παροχών που περιλαμβάνει τη σχετική ημερομηνία, να έχει πληρωμένες ή πιστωμένες ασφαλιστέες αποδοχές ίσες τουλάχιστον με το γινόμενο που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό του αριθμού είκοσι (20) επί το εβδομαδιαίο ποσό των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών:

Νοείται ότι, η προϋπόθεση αυτή θεωρείται ότι ικανοποιείται και όταν ο μέσος όρος πληρωμένων και πιστωμένων ασφαλιστέων αποδοχών των δύο (2) τελευταίων ετών εισφορών, πριν από την έναρξη του έτους παροχών που περιλαμβάνει τη σχετική ημερομηνία είναι τουλάχιστον ίσος με το γινόμενο που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό του αριθμού είκοσι (20) επί το εβδομαδιαίο ποσό των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών.

(5) Οι προϋποθέσει εισφοράς για σύνταξη χηρείας πληρούνται αν ο απιβιώσας ή η αποβιώσασα σύζυγος, ανάλογα με την περίπτωση, ικανοποιεί τις αναφερόμενες στις υποπαραγράφους (α) και (β) της παραγράφου (4) του παρόντος Πίνακα.

(6) Η προϋπόθεση εισφοράς για εφάπαξ ποσό χηρείας είναι όπως ο αποβιώσας ή η αποβιώσασα σύζυγος, ανάλογα με την περίπτωση, έχει πληρωμένες ασφαλιστέες αποδοχές, στο κατώτερο τμήμα ασφαλιστέων αποδοχών, τουλάχιστον ίσες προς το γινόμενο που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό του αριθμού εκατόν πενήντα έξι (156) επί το εβδομαδιαίο ποσό των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών.

ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΠΙΝΑΞ

Άρθρον 27

ΠΟΣΟΝ ΚΑΙ ΥΨΟΣ ΠΑΡΟΧΩΝ

ΜΕΡΟΣ Ι - ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ ΓΑΜΟΥ, ΤΟΚΕΤΟΥ ΚΑΙ ΚΗΔΕΙΑΣ

 

Είδος Παροχής

Ποσόν βοηθήματος

σεντ

Βοήθημα γάμου 90.00
Βοήθημα τοκετού 67.00
Βοήθημα κηδείας 90.00

 

ΜΕΡΟΣ ΙΙ - ΕΠΙΔΟΜΑΤΑ ΑΣΘΕΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΕΡΓΙΑΣ

Εβδομαδιαίον ύψος παροχής
Βασική παροχή Συμπληρωματική παροχή
60% του εβδομαδιαίου μέσου όρου των πληρωθεισών και πιστωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών εις το κατώτερον τμήμα ασφαλιστέων αποδοχών κατά το τελευταίον έτος εισφορών προ του έτους παροχών όπερ περιλαμβάνει την ημερομηνίαν καθ’ ην απαιτείται όπως πληρωθώσιν αι προϋποθέσεις εισφοράς, του εξευρισκομένου ούτω ποσού αυξανομένου κατά το 1/3 αυτού για σύζυγο εξαρτώμενο και κατά το 1/6 αυτού για κάθε άλλο εξαρτώμενο μέχρι ανώτατο αριθμό δύο άλλα εξαρτώμενα. Σε περίπτωση που δεν καταβάλλεται αύξηση παροχής για σύζυγο εξαρτώμενο για λόγους άλλους από εκείνους που αναφέρονται στην επιφύλαξη του εδαφίου (4) του άρθρου 59, το ποσό της αύξησης της παροχής που θα καταβάλλετο για σύζυγο εξαρτώμενο καταβάλλεται σε άλλο εξαρτώμενο ο ανώτατος αριθμός των οποίων είναι τρεις. 50% του εβδομαδιαίου μέσου όρου των πληρωθεισών και πιστωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών εις το ανώτερον τμήμα ασφαλιστέων αποδοχών κατά το τελευταίον έτος εισφορών προ του έτους παροχών όπερ περιλαμβάνει την ημερομηνίαν καθ’ ην απαιτείται όπως πληρωθώσιν αι προϋποθέσεις εισφοράς, εν ουδεμία όμως περιπτώσει το εβδομαδιαίον ποσόν της συμπληρωματικής παροχής θα υπερβαίνη το εβδομαδιαίον ποσόν των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών.

 

ΜΕΡΟΣ ΙΙΑ - ΕΠΙΔΟΜΑ ΜΗΤΡΟΤΗΤΟΣ

 

Εβδομαδιαίον ύψος παροχής
Βασική παροχή Συμπληρωματική παροχή
75% του εβδομαδιαίου μέσου όρου των πληρωθεισών και πιστωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών εις το κατώτερον τμήμα ασφαλιστέων αποδοχών κατά το τελευταίον έτος εισφορών προ του έτους παροχών όπερ περιλαμβάνει την ημερομηνίαν καθ’ ην απαιτείται όπως πληρωθώσιν αι προϋποθέσεις εισφοράς, αυξανόμενον εις 80%, 90% ή 100%, όταν η δικαιούχος έχη, αντιστοίχως, ένα εξαρτώμενον, δύο εξαρτωμένους ή πλείονας των δύο εξαρτωμένους.
75% του εβδομαδιαίου μέσου όρου των πληρωθεισών και πιστωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών εις το ανώτερον τμήμα ασφαλιστέων αποδοχών κατά το τελευταίον έτος εισφορών προ του έτους παροχών όπερ περιλαμβάνει την ημερομηνίαν καθ’ ην απαιτείται όπως πληρωθώσιν αι προϋποθέσεις εισφοράς.

 

ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ - ΣΥΝΤΑΞΕΙΣ ΓΗΡΑΤΟΣ, ΑΝΙΚΑΝΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΧΗΡΕΙΑΣ

Εβδομαδιαίον ύψος παροχής
Βασική παροχή Συμπληρωματική παροχή

(α)  Σύνταξη γήρατος:

60% του εβδομαδιαίου μέσου όρου των πληρωμένων και πιστωμένων ασφαλιστέων αποδοχών στο κατώτερο τμήμα ασφαλιστέων αποδοχών, όπως αυτός εξάγεται δυνάμει της υποπαραγράφου (β) της παραγράφου (2) του Τρίτου Πίνακα, αυξανόμενο στο 80%, 90% ή 100% όταν ο δικαιούχος έχει ένα (1), δύο (2) ή τρεις (3) εξαρτώμενους, αντίστοιχα

(β) Σύνταξη ανικανότητας και χηρείας:

60% του εβδομαδιαίου μέσου όρου των πληρωμένων και πιστωμένων ασφαλιστέων αποδοχών στο κατώτερο τμήμα ασφαλιστέων αποδοχών όπως αυτός εξάγεται δυνάμει της υποπαραγράφου (β) της παραγράφου (4) του Τρίτου Πίνακα, αυξανόμενο στο 80%, 90% ή 100% όταν ο δικαιούχος έχει ένα (1), δύο (2) ή τρεις (3) εξαρτώμενους, αντίστοιχα.

(α) Σύνταξις γήρατος και σύνταξις ανικανότητος:

Εν πεντηκοστόν δεύτερον του 1.5% του συνόλου των πληρωθεισών και πιστωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών εις το ανώτερον τμήμα ασφαλιστέων αποδοχών μη υπολογιζομένων, όμως, των τοιούτων αποδοχών των αναφερομένων εις την εβδομάδα η οποία περιλαμβάνει την σχετικήν ημερομηνίαν.

(β) Σύνταξις χηρείας:

60% του ως εν τη παραγράφω (α) εξευρισκομένου ποσού.

 

(1) Σε περίπτωση στην οποία το ύψος της βασικής σύνταξης γήρατος, χηρείας ή ανικανότητας είναι κατώτερο του ανώτατου ποσού της βασικής σύνταξης που θα μπορούσε να καταβληθεί στο δικαιούχο, προστίθεται στο ύψος της βασικής σύνταξης τμήμα της συμπληρωματικής σύνταξης μέχρι το ανώτατο ποσό της βασικής σύνταξης που θα μπορούσε να καταβληθεί στο δικαιούχο και το ύψος της συμπληρωματικής σύνταξης μειώνεται ανάλογα.

(2) Εις περίπτωσιν συντάξεως ανικανότητος ή χηρείας χορηγουμένης δυνάμει της επιφυλάξεως του εδαφίου (1) του άρθρου 38 ή του εδαφίου (3) του άρθρου 39, αναλόγως της περιπτώσεως, το εβδομαδιαίον ύψος της βασικής παροχής υπολογίζεται επί τη βάσει των πληρωθεισών και πιστωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών κατά το τελευταίον συμπεπληρωμένον έτος εισφορών προ του έτους παροχών το οποίον περιλαμβάνει είτε την ημερομηνίαν του ατυχήματος είτε την σχετικήν ημερομηνίαν της συντάξεως ανικανότητος ή χηρείας, αναλόγως της περιπτώσεως, εάν ο τοιούτος υπολογισμός είναι ευεργετικώτερος διά τον δικαιούχον.

(3) Αν ο ασφαλισμένος λάμβανε σύνταξη ανικανότητας αμέσως πριν από τη συμπλήρωση της ηλικίας των 63 ετών για ολική απώλεια της προ το κερδίζειν ικανότητας, το ύψος της σύνταξης γήρατος είναι ίσο με το ύψος της σύνταξης ανικανότητας που λάμβανε.

(4) Αν ο ασφαλισμένος λάμβανε σύνταξη ανικανότητας για απώλεια της προς το κερδίζειν ικανότητας που δεν ήταν ολική ή σύνταξη αναπηρίας με βάση τις διατάξεις του εδαφίου (3) του άρθρου 47, το ύψος της σύνταξης γήρατος είναι ίσο με το ύψος της σύνταξης ανικανότητας που θα λάμβανε, αν η απώλεια της προς το κερδίζειν ικανότητας του ήταν ολική.

(5) Τηρουμένων των αναλογιών, οι διατάξεις των παραγράφων (2) και (3) εφαρμόζονται και στην περίπτωση συντάξεως χηρείας, αν ο ασφαλισμένος λάμβανε, αμέσως πριν από το θάνατο του, σύνταξη ανικανότητας ή σύνταξη αναπηρίας με βάση τις διατάξεις του εδαφίου (3) του άρθρου 47.

(6) Εις περίπτωσιν κατά την οποίαν το ολικόν εβδομαδιαίον ύψος παροχής το υπολογισθέν δυνάμει του παρόντος Μέρους είναι κατώτερον του ογδόντα πέντε επί τοις εκατόν του ανωτάτου ποσού της βασικής παροχής, το οποίον θα ηδύνατο να καταβληθή εις τον δικαιούχον, το ύψος της βασικής παροχής αυξάνεται κατά το ποσόν της διαφοράς μεταξύ του υπολογισθέντος ολικού ύψους της παροχής και του εβδομήντα επτά επί τοις εκατόν του εν λόγω ανωτάτου ποσού βασικής παροχής.

Νοείται ότι η δαπάνη που προκύπτει από την αύξηση του ποσοστού του εβδομήντα επί τοις εκατό (70%) σε ογδόντα πέντε επί τοις εκατό (85%) θα καταβάλλεται από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας προς το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων και θα ισούται με ποσοστό επί της ετήσιας δαπάνης για της βασικές συντάξεις γήρατος, χηρείας και ανικανότητας, το οποίο θα καθορίζεται από τον αναλογιστή του Ταμείου ανά τριετία με βάση την τελευταία αναλογιστική ανασκόπηση του Ταμείου.

(7) Όταν η απώλεια της προς το κερδίζειν ικανότητας δεν είναι ολική, το ύψος της σύνταξης ανικανότητας είναι-

(α) Για απώλεια μικρότερη του 66 2/3%, ίσο με 60% του ύψους της σύνταξης ανικανότητας όπως τούτο υπολογίζεται σύμφωνα με τον Πίνακα αυτό?

(β) για απώλεια 66 2/3% μέχρι 75%, ίσο με 75% του ύψους της εν λόγω σύνταξης? και

(γ) για απώλεια μεγαλύτερη από 75% αλλά μικρότερη του 100%, ίσο με 85% της εν λόγω σύνταξης. 5 του Ν.80(Ι)/98.

(8) Σε περίπτωση ασφαλισμένης που δε δικαιούται σε αύξηση παροχής σύνταξης γήρατος ή ανικανότητας για σύζυγο εξαρτώμενο, καταβάλλεται αύξηση παροχής για ανώτατο αριθμό μέχρι δύο άλλα εξαρτώμενα και το ύψος της για κάθε άλλο εξαρτώμενο είναι ίσο με το 1/6 του ποσού της βασικής παροχής χωρίς αύξηση για εξαρτώμενα.

(9) Όταν πρόσωπο δικαιούται συγχρόνως—

(α) Σύνταξη χηρείας ή σύνταξη χήρας και σύνταξη γήρατος, ανάλογα με την περίπτωση, ή

(β) σύνταξη χηρείας ή σύνταξη χήρας και σύνταξη ανικανότητας, ανάλογα με την περίπτωση, το ολικό ύψος των συμπληρωματικών συντάξεων δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό της συμπληρωματικής σύνταξης γήρατος το οποίο η χήρα θα εδικαιούτο αν κατέβαλλε εισφορές πάνω στο ανώτατο όριο ασφαλιστέων αποδοχών για την περίοδο από της ενάρξεως της ασφαλίσεως του συζύγου της ή της ιδίας, οποιαδήποτε είναι προγενέστερη μέχρι της συμπλήρωσης της συντάξιμης ηλικίας της.

 

MEΡΟΣ IV - ΕΠΙΔΟΜΑ ΟΡΦΑΝΙΑΣ

(α) Εβδομαδιαίον ύψος παροχής δυνάμει των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου 40
Βασική παροχή Συμπληρωματική παροχή
40% του εβδομαδιαίου ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών. 50% της συμπληρωματικής παροχής της συντάξεως χηρείας η οποία κατεβάλλετο ή θα κατεβάλλετο διά τον θάνατον του γονέως του ορφανού, εις περίπτωσιν δε καθ’ ην το επίδομα καταβάλλεται αναφορικώς προς πλείονα των δύο ορφανών, το εβδομαδιαίον ύψος της παροχής μειούται αναλόγως ώστε το άθροισμα του επιδόματος του καταβαλλομένου αναφορικώς προς άπαντα τα ορφανά να μη υπερβαίνη το ολικόν ποσόν της συμπληρωματικής παροχής της συντάξεως χηρείας.
Εις περίπτωσιν κατά την οποίαν αμφότεροι οι γονείς υπήρξαν ησφαλισμένοι, το εβδομαδιαίον ύψος της συμπληρωματικής παροχής υπολογίζεται λαμβανομένης υπ’ όψιν της ασφαλίσεως του γονέως η οποία είναι ευεργετικωτέρα διά τον ορφανόν.
(β) Εβδομαδιαίον ύψος παροχής δυνάμει των εδαφίων (3) και (4) του άρθρου 40
Δι’ ένα ανήλικον Διά δύο ανηλίκους Διά τρεις ανηλίκους
20% του εβδομαδιαίου ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών. 30% του εβδομαδιαίου ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών. 40% του εβδομαδιαίου ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών.
ΠΕΜΠΤΟΣ ΠΙΝΑΞ

(Άρθρον 43)

ΠΑΡΟΧΑΙ ΛΟΓΩ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΩΝ ΒΛΑΒΩΝ

MEΡΟΣ Ι - ΕΠΙΔΟΜΑ ΣΩΜΑΤΙΚΗΣ ΒΛΑΒΗΣ

Εβδομαδιαίον ύψος παροχής
Βασική παροχή Συμπληρωματική παροχή
60% του εβδομαδιαίου ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών των αναφερομένων εν τη δευτέρα επιφυλάξει του άρθρου 23, του εξευρισκομένου ούτω ποσού αυξανομένου κατά το 1/3 αυτού για σύζυγο εξαρτώμενο και κατά το 1/6 αυτού για κάθε άλλο εξαρτώμενο μέχρι ανώτατο αριθμό δύο άλλα εξαρτώμενα. Σε περίπτωση που δεν καταβαλλεται αύξηση παροχής για σύζυγο εξαρτώμενο για λόγους άλλους από εκείνους που αναφέρονται στην επιφύλαξη του εδαφίου (4) του άρθρου 59, το ποσό της αύξησης της παροχής που θα καταβάλλετο για σύζυγο εξαρτώμενο καταβάλλεται σε άλλο εξαρτώμενο ο ανώτατος αριθμός των οποίων είναι τρεις. 50% του εβδομαδιαίου μέσου όρου των πληρωθεισών και πιστωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών εις το ανώτερον τμήμα ασφαλιστέων αποδοχών κατά το τελευταίον έτος εισφορών προ του έτους παροχών όπερ περιλαμβάνει την ημερομηνίαν καθ’ ην επισυνέβη το ατύχημα, εν ουδεμιά όμως περιπτώσει το εβδομαδιαίον ποσόν της συμπληρωματικής παροχής θα υπερβαίνη το εβδομαδιαίον ποσόν των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών.

Εις περίπτωσιν κατά την οποίαν ο δικαιούχος επιδόματος σωματικής βλάβης θα εδικαιούτο ταυτοχρόνως και εις επίδομα ασθενείας, το εβδομαδιαίον ύψος του επιδόματος σωματικής βλάβης δεν δύναται να είναι χαμηλότερον του εβδομαδιαίου ύψους του επιδόματος ασθενείας εις το οποίον ούτος θα εδικαιούτο. 15 του Ν.116/85.

 

ΜΕΡΟΣ ΙΙ - ΠΑΡΟΧΑΙ ΛΟΓΩ ΘΑΝΑΤΟΥ

Είδος παροχής Εβδομαδιαίον ύψος παροχής
Βασική παροχή Συμπληρωματική παροχή
Σύνταξις χήρας/ Σύνταξις χήρου. 60% του εβδομαδιαίου ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών, του εξευρισκομένου ούτω ποσού αυξανομένου κατά το 1/3 αυτού δι’ ένα εξαρτώμενον, κατά το ½ αυτού διά δύο εξαρτωμένους και κατά τα 2/3 αυτού διά τρεις ή πλείονας εξαρτωμένους. 60% του πσού της συμπληρωματικής παροχής της συντάξεως αναπηρίας βαθμού 100% ως τούτο εξευρίσκεται συμφώνως προς το Μέρος IV του παρόντος Πίνακος.
Σύνταξις γονέως. 40% του εβδομαδιαίου ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών. 30% του ποσού της συμπληρωματικής παροχής της συντάξεως αναπηρίας βαθμού 100% ως τούτο εξευρίσκεται συμφώνως προς το Μέρος IV του παρόντος Πίνακος.
Επίδομα ορφανίας δυνάμει των παραγράφων (α) και (β) του εδαφίου (6) του άρθρου 49. 40% του εβδομαδιαίου ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών. 50% της συμπληρωματικής παροχής της συντάξεως χήρας/χήρου η οποία κατεβάλλετο ή θα κατεβάλλετο διά τον θάνατον του γονέως του ορφανού, εις περίπτωσιν δε καθ’ ην το επίδομα καταβάλλεται αναφορικώς προς πλείονα των δύο ορφανών, το εβδομαδιαίον ύψος της παροχής μειούται αναλόγως ώστε το άθροισμα του επιδόματος του καταβαλλομένου αναφορικώς προς άπαντα τα ορφανά να μη υπερβαίνη το ολικόν ποσόν της συμπληρωματικής παροχής της συντάξεως χήρας ή χήρου.
Επίδομα ορφανίας δυνάμει των παραγράφων (γ) και (δ) του εδαφίου (6) του άρθρου 49.

Δι’ ένα ανήλικον: 20% του εβδομαδιαίου ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών.

Διά δύο ανηλίκους: 30% του εβδομαδιαίου ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών.

Διά τρεις ανηλίκους: 40% του εβδομαδιαίου ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών.

Εις περίπτωσιν κατά την οποίαν αμφότεροι οι γονείς απεβίωσαν συνεπεία σωματικής βλάβης προκληθείσης εξ επαγγελματικού ατυχήματος, το εβδομαδιαίον ύψος της συμπληρωματικής παροχής του επιδόματος ορφανίας υπολογίζεται λαμβανομένης υπ’ όψιν της ασφαλίσεως του γονέως η οποία είναι ευεργετικωτέρα διά τον ορφανόν.

 

ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ - ΒΟΗΘΗΜΑ ΑΝΑΠΗΡΙΑΣ

Βαθμός αναπηρίας Ποσόν βοηθήματος
% σεντ
10 480.00
11 529.00
12 577.00
13 624.00
14 673.00
15 721.00
16 769.00
17 817.00
18 865.00
19 913.00

 

ΜΕΡΟΣ IV - ΣΥΝΤΑΞΙΣ ΑΝΑΠΗΡΙΑΣ

Εβδομαδιαίον ύψος παροχής διά βαθμόν αναπηρίας 100%
Βασική παροχή Συμπληρωματική παροχή
60% του εβδομαδιαίου ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών, του εξευρισκομένου ούτω ποσού αυξανομένου κατά το 1/3 αυτού δι’ ένα εξαρτώμενον, κατά το ½ αυτού διά δύο εξαρτωμένους και κατά τα 2/3 αυτού διά τρεις ή πλείονας εξαρτωμένους.

60% του εβδομαδιαίου μέσου όρου των πληρωθεισών και πιστωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών εις το ανώτερον τμήμα ασφαλιστέων αποδοχών διά την περίοδον ήτις λήγει την τελευταίαν εβδομάδα προ της εβδομάδος του σχετικού ατυχήματος και περιλαμβάνει τα δύο συμπεπληρωμένα έτη εισφορών προ της εβδομάδος ταύτης:

Νοείται ότι εν ουδεμιά περιπτώσει λαμβάνεται υπ’ όψιν περίοδος προ της ορισθείσης ημερομηνίας.

(1) Διά βαθμόν αναπηρίας κάτω του βαθμού 100% το εβδομαδιαίον ύψος παροχής είναι ανάλογον προς τον βαθμόν αναπηρίας.
(2) Σε περίπτωση ασφαλισμένης που δε δικαιούται σε αύξηση παροχής σύνταξης αναπηρίας για σύζυγο εξαρτώμενο, καταβάλλεται αύξηση παροχής για ανώτατο αριθμό μέχρι δύο άλλα εξαρτώμενα και το ύψος της για κάθε άλλο εξαρτώμενο είναι ίσο με το 1/6 του ποσού της βασικής παροχής χωρίς αύξηση για εξαρτώμενα.
(3) Όταν πρόσωπο δικαιούται συγχρόνως σύνταξη χηρείας ή σύνταξη χήρας και σύνταξη αναπηρίας που καταβάλλεται λόγω εργατικού ατυχήματος ή νόσου, ανάλογα με την περίπτωση, το ολικό ύψος των συμπληρωματικών συντάξεων δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό της συμπληρωματικής σύνταξης γήρατος το οποίο η χήρα θα εδικαιούτο αν κατέβαλλε εισφορές πάνω στο ανώτατο όριο ασφαλιστέων αποδοχών για την περίοδο από της ενάρξεως της ασφαλίσεως του συζύγου της ή της ιδίας, οποιαδήποτε είναι προγενέστερη μέχρι της συμπλήρωσης της συντάξιμης ηλικίας της.
ΕΚΤΟΣ ΠΙΝΑΞ

Άρθρον 46

ΒΑΘΜΟΙ ΑΝΑΠΗΡΙΑΣ

Αύξων Αρ. Περιγραφή Σωματικής Βλάβης Βαθμός αναπηρίας επί τοις εκατόν
1 Απώλεια δύο άκρων 100
2 Απώλεια αμφοτέρων των άκρων χειρών ή όλων των δακτύλων 100
3 Ολική απώλεια της οράσεως 100
4 Ολική παράλυσις 100
5 Κακώσεις έχουσαι ως αποτέλεσμα μόνιμον ακινησίαν 100
6 Απώλεια και του μόνου οφθαλμού, μονοφθάλμου μισθωτού 100
7 Απώλεια και του μόνου εναπομείναντος άνω άκρου, μονόχειρος μισθωτού
8 Απώλεια και του μόνου εναπομείναντος κάτω άκρου, μονόποδος μισθωτού
9 Απώλεια μιας άκρας χειρός και ενός άκρου ποδός
10 Πάσα άλλη κάκωσις επιφέρουσα ολικήν μόνιμον ανικανότητα
11 Πολύ σοβαρά παραμόρφωσις του προσώπου
12 Τελεία κώφωσις

Περιπτώσεις ακρωτηριασμού

Άνω άκρα

(έτερον άνω άκρον)

13 Ακρωτηριασμός διά μέσου της κατ’ ώμον αρθρώσεως
80
14 Ακρωτηριασμός του βραχίονος μεταξύ αγκώνος και ώμου 70
15 Απώλεια του πήχεως κατά τον αγκώνα 70
16 Απώλεια του πήχεως μεταξύ καρπού και αγκώνος 70
17 Απώλεια της άκρας χειρός κατά τον καρπόν 60
18 Απώλεια όλων των δακτύλων της μιας χειρός 60
19 Απώλεια 4 δακτύλων μιας χειρός ουχί όμως του αντίχειρος 40
20 Απώλεια αντίχειρος. Αμφότεραι αι φάλαγγες 30
21 Απώλεια αντίχειρος. Μία φάλαγξ 20
22 Απώλεια δείκτου δακτύλου. Τρεις φάλαγγες 14
23 Απώλεια δείκτου δακτύλου. Δύο φάλαγγες 11
24 Απώλεια δείκτου δακτύλου. Μία φάλαγξ 9
25 Απώλεια μέσου δακτύλου. Τρεις φάλαγγες 12
26 Απώλεια μέσου δακτύλου. Δύο φάλαγγες 9
27 Απώλεια μέσου δακτύλου. Μία φάλαγξ 7
28 Απώλεια παραμέσου ή μικρού δακτύλου. Τρείς φάλαγγες 7
29 Απώλεια παραμέσου ή μικρού δακτύλου. Δύο φάλαγγες 6
30 Απώλεια παραμέσου ή μικρού δακτύλου. Μία φάλαγξ 5
31 Απώλεια μικρού δακτύλου. Τρείς φάλαγγες 7
32 Aπώλεια μικρού δακτύλου. Δύο φάλαγγες 6
33 Απώλεια μικρού δακτύλου. Μία φάλαγξ 5
34 Απώλεια μετακαρπίων οστών - 1ον ή 2ον (ή και των δύο) 5
Απώλεια μετακαρπίων οστών - 3ον, 4ον ή 5ον (ή όλων μαζί) 4

Περιπτώσεις ακρωτηριασμού

Κάτω άκρα

35 Αμφοτερόπλευρος ακρωτηριασμός διά μέσου του μηρού ή διά μέσου του μηρού εις το εν πλευρόν και απώλεια του ετέρου ποδός ή αμφοτερόπλευρος ακρωτηριασμός υπό το γόνυ 100
36 Αμφοτερόπλευρος ακρωτηριασμός διά μέρους της κνήμης χαμηλότερον των 5 ιντζών από του γόνατος 100
37 Ακρωτηριασμός της μιας κνήμης χαμηλότερον των 5 ιντζών από του γόνατος και απώλεια του ετέρου ποδός 100
38 Ακρωτηριασμός και των δύο άκρων ποδών έχων ως αποτέλεσμα κολόβωμα 90
39 Ακρωτηριασμός διά μέσου και των δύο ποδών όπισθεν της μεταταρσοφαλαγγικής αρθρώσεως 80
40 Απώλεια όλων των δακτύλων αμφοτέρων των ποδών διά μέσου της μεταταρσοφαλαγγικής αρθρώσεως 40
41 Απώλεια όλων των δακτύλων αμφοτέρων των ποδών όπισθεν της οπισθίας μεσοφαλαγγικής αρθρώσεως 30
42 Απώλεια όλων των δακτύλων αμφοτέρων των ποδών έμπροσθεν της οπισθίας μεσοφαλαγγικής αρθρώσεως 20
43 Ακρωτηριασμός διά μέσου της κατ’ ισχίον αρθρώσεως 90
44 Ακρωτηριασμός υπό την κατ’ ισχίον άρθρωσιν μετά κολοβώματος μη υπερβαίνοντος τας πέντε ίντζας εις μήκος μετρούμενον από της κορυφής του μείζονος τροχαντήρος 80
45 Ακρωτηριασμός υπό την κατ’ ισχίον άρθρωσιν μετά κολοβώματος υπερβαίνοντος τας 5 ίντζας εις μήκος μετρούμενον από της κορυφής του μείζονος τροχαντήρος, αλλά μη υπερβαινούσης το μέσον του μηρού 70
46 Ακρωτηριασμός υπό το μέσον του μηρού και μέχρι 3 ½  ιντζών από του γόνατος 60
47 Ακρωτηριασμός υπό το γόνυ μετά κολοβώματος υπερβαίνοντος τας 3 ½ ίντζας αλλά μη υπερβαίνοντος τας 5 ίντζας 50
48 Ακρωτηριασμός υπό το γόνυ μετά κολοβώματος υπερβαίνοντος τας 5 ίντζας 40
49 Ακρωτηριασμός ενός ποδός έχων ως αποτέλεσμα κολόβωμα 40
50 Ακρωτηριασμός διά μέσου του ενός ποδός όπισθεν της μεταταρσοφαλαγγικής αρθρώσεως 40
51 Απώλεια όλων των δακτύλων του ενός ποδός όπισθεν της μεσοδακτυλίου αρθρώσεως περιλαμβανομένου και ακρωτηριασμού διά μέσου της μεταταρσοφαλαγγικής αρθρώσεως 20
52 Απώλεια του μεγάλου δακτύλου του ποδός. Και αι δύο φάλαγγες 10
53

Απώλεια του μεγάλου δακτύλου του ποδός (μία φάλαγξ)

Απώλεια του μεγάλου δακτύλου του ποδός (μερική απώλεια μετά απωλείας μέρους οστού)

Απώλεια δακτύλων του ποδός άλλων ή του μεγάλου: Έκαστος

 

5
54 Απώλεια δακτύλων του ποδός άλλων, ή του μεγάλου - Μέρος μετά μερικής απωλείας οστοu 3
Άλλαι ειδικαί σωματικαί βλάβαι 3
55 Απώλεια του ενός οφθαλμού, άνευ επιπλοκών του ετέρου όντος φυσιολογικού 1
56 Απώλεια της οράσεως του ενός οφθαλμού άνευ επιπλοκών ή παραμορφώσεως του οφθαλμικού βολβού, του ετέρου όντος φυσιολογικού 40
57 Απώλεια της ακοής εκ του ενός ωτός 30

Ολική μετατραυματική αγκύλωσις των άκρων και αρθρώσεων

Ολική αγκύλωσις:

20
58 Της σπονδυλικής στήλης 30
59 Ώμου 40
60 Αγκώνος 30
61 Καρπού 30
62 Άνω και κάτω κερκιδωλενικής 30
63 Αντίχειρος (πρώτη μετακαρποφαλαγγική) 30
64 Μιας αρθρώσεως οιουδήποτε δακτύλου εκτός του αντίχειρος 3
65 Και των τριών αρθρώσεων ενός δακτύλου της χειρός πλην του αντίχειρος 10
66 Των αρθρώσεων όλων των δακτύλων (της χειρός) πλην των του αντίχειρος 30
67 Των δακτυλικών αρθρώσεων όλων των δακτύλων (της χειρός) περιλαμβανομένων και των του αντίχειρος 40
68 Κατ’ ισχίον αρθρώσεως 40
69 Γόνατος 19
70 Ποδοκνημικής αρθρώσεως 19
71 SUBTAILAR (υποστραγαλική ομάς αρθρώσεων) 19
72 Μεγάλου δακτύλου ποδός (πρώτη μεταταρσοφαλαγγική) 19
73 Αρθρώσεως δακτύλων (ποδός) 10
Μετατραυματική παράλυσις άκρων ή μερών του σώματος
74 Ολική παράλυσις λόγω κακώσεως κατά τον νωτιαίον μυελόν 100
Ολική παράλυσις:
75 Βραχιονίου πλέγματος 70
76 Κερκιδικού νεύρου 50
77 Μέσου νεύρου 40
78 Ωλενίου νεύρου 40
79 Ισχιακού νεύρου 70
80 Έσω ιγνυακού 40
81 Έξω ιγνυακού 30

1. Εις περίπτωσιν δεξιόχειρος ο βαθμός αναπηρίας διά βλάβην του δεξιού βραχίονος ή της δεξιάς χειρός και εις περίπτωσιν αριστερόχειρος, διά βλάβην του αριστερού βραχίονος ή της αριστεράς άκρας χειρός, αυξάνεται κατά δέκα επί τοις εκατόν του ως είρηται βαθμού.

2. Εις περίπτωσιν μετατραυματικής βραχύνσεως ενός κάτω άκρου, ο βαθμός της σχετικής αναπηρίας αυξάνεται κατά δέκα επί τοις εκατόν αυτού.

3. Ο βαθμός αναπηρίας διά μερικήν μετατραυματικήν αγκύλωσιν ή παράλυσιν υπολογίζεται αναλόγως, λαμβανομένου υπ’ όψιν του βαθμού αναπηρίας διά την αντίστοιχον ολικήν αγκύλωσιν ή παράλυσιν.

4. Ο βαθμός αναπηρίας περιπτώσεων μη καθοριζομένων εν τω παρόντι Πίνακι υπολογίζεται βάσει των γενικών αρχών των αναφερομένων εν τω εδαφίω (2) του άρθρου 46, λαμβανομένων υπ’ όψιν καθοριζομένων εν τω τοιούτω Πίνακι περιπτώσεων ίσου ή παρομοίου αποτελέσματος.

ΕΒΔΟΜΟΣ ΠΙΝΑΞ

(Άρθρον 90)

ΥΨΟΣ ΠΑΡΟΧΩΝ ΔΙΑ ΤΕΩΣ ΔΙΚΑΙΟΥΧΟΥΣ

Ι. ΠΑΡΟΧΑΙ ΠΛΗΝ ΤΩΝ ΛΟΓΩ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΩΝ ΒΛΑΒΩΝ

 

Εβδομαδιαίον Ύψος Παροχών
Είδος Παροχής Ετήσιος μέσος όρος των πληρωθεισών ή πιστωθεισών εισφορών
50 45-49 40-44 35-59 30-34 25-29 20-24
μιλς μιλς μιλς μιλς μιλς μιλς μιλς
Σύνταξις χηρείας
Σύνταξις γήρατος } 7.895 7.055 6.215 5.375 4.535 3.695
Σύνταξις ανικανότητος 8.400
Αύξησις διά-
(α) ένα εξαρτώμενον 2.630 2.350 2.070 1.790 1.510 1.230
(β) δύο εξαρτωμένους 2.800 3.950 3.530 3.110 2.690 2.270 1.850
(γ) τρεις ή πλείονας εξαρτωμένους 4.200 5.265 4.705 4.145 3.585 3.025 2.465
Επίδομα Ορφανίας 5.600 μιλς

 

ΙΙ. ΠΑΡΟΧΑΙ ΛΟΓΩ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΩΝ ΒΛΑΒΩΝ

Ι. ΠΑΡΟΧΑΙ ΛΟΓΩ ΘΑΝΑΤΟΥ

 

Είδος Παροχής Βασική Αύξησις Αύξησις δι’ ένα εξαρτώμενον Αύξησις διά δύο εξαρτωμένους Αύξησις διά πλείοναςτων δύο εξαρτωμένων
μιλς μιλς μιλς
μιλς
Παροχαί λόγω θανάτου-
Σύνταξις χήρας/χήρου 8.400 2.800 4.200 5.600
Σύνταξις γονέως 5.600 - - -

 

2. ΣΥΝΤΑΞΕΙΣ ΑΝΑΠΗΡΙΑΣ

 

Βαθμός Αναπηρίας Βασική Αύξησις δι’ ένα εξαρτώμενον Αύξησις διά δύο εξαρτωμένους Αύξησις διά πλείονας των δύο εξαρτωμένων
% μιλς μιλς μιλς μιλς
100 8.400 2.800 4.200 5.600
90 7.560 2.520 3.780 5.040
80 6.720 2.240 3.360 4.480
70 5.880 1.960 2.940 3.920
60 5.040 1.680 2.520 3.360
50 4.200 1.400 2.100 2.800
40 3.360 1.120 1.680 2.240
30 2.520 0.840 1.260 1.680
20 1.680 0.560 0.840 1.120
Σημείωση
3 του Ν48/82Έναρξις ισχύος και έκτασις εφαρμογής του παρόντος Νόμου

3 του Ν.48/82.-(1) Τηρουμένων των εφεξής διατάξεων του παρόντος άρθρου η ισχύς του παρόντος Νόμου άρχεται την 4ην Οκτωβρίου, 1982.

(2) Πας αυτοτελώς εργαζόμενος όστις κατέβαλεν εισφοράς δι’ οιανδήποτε περίοδον εισφορών προ της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου δικαιούται, κατόπιν αιτήσεως του εις τον Διευθυντήν, να ζητήση εφαρμογήν των δυνάμει του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Τροποποιητικού) Νόμου του 1982 εκδοθησομένων Κανονισμών, ως εάν ούτοι ίσχυον από της 6ης Οκτωβρίου, 1980, και εάν εκ της τοιαύτης εφαρμογής προκύψη ότι κατέβαλεν εισφοράς δι’ οιανδήποτε ως ανωτέρω περίοδον επί ασφαλιστέων αποδοχών υπερβαινουσών το πραγματικόν του εισόδημα, το ποσόν των εισφορών επί του ποσού της διαφοράς μεταξύ του πραγματικού του εισοδήματος και του ποσού των ασφαλιστέων αποδοχών επί των οποίων κατέβαλεν εισφοράς πιστούται προς όφελος του δι’ εξόφλησιν εισφορών καθισταμένων πληρωτέων μετά την ημερομηνίαν ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου.

(3) Πας αυτοτελώς εργαζόμενος όστις δεν κατέβαλεν εισφοράς δι’ οιανδήποτε περίοδον εισφορών προ της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου δικαιούται, κατόπιν αιτήσεως του εις τον Διευθυντήν, να ζητήση εφαρμογήν των δυνάμει του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Τροποποιητικού) Νόμου του 1982 εκδοθησομένων Κανονισμών και, εάν επιθυμή, καταβάλλει εισφοράς δι’ οιανδήποτε ως ανωτέρω περίοδον δυνάμει των τοιούτων Κανονισμών, ως εάν ούτοι ίσχυον από της 6ης Οκτωβρίου, 1980.

Αι εισφοραί αναφορικώς προς οιανδήποτε ως ανωτέρω περίοδον εισφορών δύνανται να καταβληθώσι μέχρι της 31ης Δεκεμβρίου, 1985 και ουδέν πρόσθετον τέλος καταβάλλεται αναφορικώς προς τας τοιαύτας εισφοράς.

Ασφαλιστέαι αποδοχαί αναφερόμεναι εις οιανδήποτε ως ανωτέρω περίοδον εισφορών αι επί των οποίων εισφοραί ένεκα θανάτου του αυτοτελώς εργαζομένου δεν καταβάλλονται λογίζονται ως πληρωθείσαι ασφαλιστέαι αποδοχαί εάν αι εισφοραί επί των τοιούτων ασφαλιστέων αποδοχών καταβληθώσιν υπό του δικαιούχου της συντάξεως χηρείας ουχί αργότερον των εξ μηνών από της ημέρας καθ’ ην επισυνέβη ο θάνατος του αυτοτελώς εργαζομένου.

Ασφαλιστέαι αποδοχαί αναφερόμεναι εις οιανδήποτε ως ανωτέρω περίοδον εισφορών επί των οποίων δεν καταβάλλωνται εισφοραί μετά την ημέραν καθ’ ην επισυνέβη το γεγονός διά το οποίον απαιτείται χορήγησις παροχής τινος ωσαύτως λογίζονται ως πληρωθείσαι ασφαλιστέαι αποδοχαί εάν αι εισφοραί επί των τοιούτων ασφαλιστέων αποδοχών καταβληθώσιν υπό του αιτούντος την τοιαύτην παροχήν ουχί αργότερον των εξ μηνών από της ημέρας καθ’ ην επισυνέβη το τοιούτο γεγονός.

(4) Η εν τοις εδαφίοις (2) και (3) αναφερομένη αίτησις εις τον Διευθυντήν υποβάλλεται ουχί αργότερον της 31ης Δεκεμβρίου, 1982.

Σημείωση
23 του Ν11/83Αύξησις παροχών διά τέως δικαιούχους

23 του Ν.11/83. Το ύψος των παροχών των χορηγουμένων εις τέως δικαιούχους αναπροσαρμόζεται από της 1ης Ιανουαρίου 1983 διά του πολλαπλασιασμού των εις τον Έβδομον Πίνακα του βασικού νόμου εμφαινομένων ποσών επί τον συντελεστήν 1.292.

Σημείωση
24 του Ν11/83Αύξησις των συντάξεων γήρατος, ανικανότητος, χηρείας,

24 του Ν.11/83. Το εβδομαδιαίον ύψος της βασικής παροχής συντάξεως γήρατος, ανικανότητος, χηρείας, της βασικής παροχής του επιδόματος ορφανίας και αγνοουμένου, της βασικής παροχής των παροχών λόγω θανάτου και της βασικής παροχής της συντάξεως αναπηρίας, οσάκις η σχετική ημερομηνία εμπίπτη μεταξύ της 6ης Οκτωβρίου 1980 και της 31ης Μαρτίου 1983, αμφοτέρων των ημερομηνιών συμπεριλαμβανομένων, αναπροσαρμόζεται από της 1ης Ιανουαρίου 1983 διά του πολλαπλασιασμού αυτού επί τον συντελεστήν 1.292, το δε εβδομαδιαίον ύψος της αντιστοίχου συμπληρωματικής παροχής αναπροσαρμόζεται από της αυτής ημερομηνίας διά του πολλαπλασιασμού αυτού επί τον συντελεστήν 0.969.

Σημείωση
25 του Ν.11/83Έναρξις ισχύος του παρόντος Νόμου

Τηρουμένων των διατάξεων του Ν.11/83, η ισχύς αυτού άρχεται την 4ην Απριλίου 1983.

Σημείωση
17 του Ν7/84Αύξησις παροχών

17 του Ν.7/84.-(1) Το ύψος της βασικής παροχής (και των πάσης φύσεως προσαυξήσεων αυτής) της συντάξεως γήρατος, της συντάξεως χηρείας, της συντάξεως ανικανότητος, του επιδόματος ορφανίας, του επιδόματος αγνοουμένου, της συντάξεως αναπηρίας και της παροχής λόγω θανάτου, των οποίων η σχετική ημερομηνία εμπίπτει εντός της περιόδου από της 6ης Οκτωβρίου, 1980 μέχρι της 31ης Δεκεμβρίου, 1983, ως και το ύψος των ως είρηται παροχών (και των πάσης φύσεως προσαυξήσεων αυτών), των οποίων η σχετική ημερομηνία είναι προγενεστέρα της 6ης Οκτωβρίου, 1980, αυξάνεται κατά 12.24%.

(2) Το ύψος της συμπληρωματικής παροχής των εν τω εδαφίω (1) αναφερομένων παροχών των οποίων η σχετική ημερομηνία είναι προγενεστέρα της 1ης Ιανουαρίου, 1984, αυξάνεται κατά 5.2%.

Σημείωση
18 του Ν7/84Τρόπος υπολογισμού ειδικών πιστώσεων εισφορών

Αι δυνάμει των εδαφίων (2) και (3) του άρθρου 10 των καταργηθέντων περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμων του 1972 έως 1980 πιστωθείσαι εισφοραί διά σκοπούς παροχών των οποίων η σχετική ημερομηνία εμπίπτει κατά ή μετά την 1ην Ιανουαρίου, 1984, υπολογίζονται ως εάν αι κατά το έτος εισφορών 1973-1974 εβδομάδες εισφορών αναφορικώς προς τας οποίας δεν κατεβλήθησαν ή δεν επιστώθησαν εισφοραί εμπίπτουν εντός της περιόδου από 1ης Ιουλίου, 1974 μέχρι 6ης Οκτωβρίου, 1974, καθ’ ην έκτασιν ο αριθμός των τοιούτων εβδομάδων δεν υπερβαίνει τον αριθμόν 13:

Νοείται ότι εν ουδεμιά περιπτώσει δύνανται να πιστωθώσι πέραν των 13 εισφορών, το δε σύνολον εισφορών και πιστώσεων διά το ως είρηται έτος δεν δύναται να υπερβαίνη τον ετήσιον μέσον όρον ή αριθμόν εισφορών, αναλόγως της περιπτώσεως, τον αναφερόμενον εν τω εδαφίω (2) του ως είρηται άρθρου 10.

Σημείωση
19 του Ν7/84Έναρξις ισχύος του παρόντος Νόμου

(1) Τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (2) έως (4), η ισχύς του παρόντος Νόμου άρχεται από της δημοσιεύσεως του εις την επίσημον εφημερίδα της Δημοκρατίας.

(2) Η ισχύς του άρθρου 3 άρχεται την 6ην Φεβρουαρίου, 1984.

(3) Το άρθρον 6 και η παράγραφος (α) του άρθρου 7 εφαρμόζονται από του έτους εισφορών 1983.

(4) Η ισχύς της παραγράφου (β) του άρθρου 7, των άρθρων 8, 9, 10, 11, 12, 14, των παραγράφων (β) και (γ) του άρθρου 15, της παραγράφου (α) του άρθρου 16, και των άρθρων 17 και 18, λογίζεται ως αρξαμένη την 1ην Ιανουαρίου, 1984.

Σημείωση
9 του Ν10/85Έναρξις ισχύος του παρόντος Νόμου

Η ισχύς του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν.10/85] άρχεται την ημέραν της δημοσιεύσεως του εις την επίσημον εφημερίδα της Δημοκρατίας εξαιρουμένου του άρθρου 6 του οποίου η ισχύς λογίζεται ως αρξαμένη την 7ην Ιανουαρίου, 1985.

Σημείωση
16 του Ν116/85Έναρξις ισχύος του παρόντος Νόμου

16 του Ν.116/85.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), η ισχύς του παρόντος Νόμου άρχεται την 4ην Νοεμβρίου 1985.

(2) Η ισχύς των παραγράφων (β), (γ) και (ε) του άρθρου 10 και της παραγράφου (δ) του άρθρου 14, άρχεται την 1ην Νοεμβρίου 1985.

Σημείωση
12 του Ν199/87Μεταφορά ποσού εις τον Λογαριασμόν Παροχών Ανεργίας

12 του Ν.199/87. Μεταφέρονται εις τον Λογαριασμόν Παροχών Ανεργίας εκ του Λογαριασμού Γενικών Παροχών και εκ του Λογαριασμού Συμπληρωματικών Παροχών ποσά ?502,000 και ?317,000, αντιστοίχως.

Σημείωση
13 του Ν199/87Ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου

13 του Ν.199/87. Η ισχύς του παρόντος Νόμου άρχεται εις ημερομηνίαν ορισθησομένην υπό του Υπουργικού Συμβουλίου διά γνωστοποιήσεως δημοσιευομένης εις την επίσημον εφημερίδα της Δημοκρατίας, δύνανται δε να ορισθώσι διάφοροι ημερομηνίαι διά την έναρξιν της ισχύος των διαφόρων διατάξεων του παρόντος Νόμου.

Σημείωση
15 του Ν96/89Έναρξις ισχύος του παρόντος Νόμου

15 του Ν.96/89.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου, η ισχύς του παρόντος Νόμου άρχεται την 3ην Ιουλίου 1989.

(2) Η ισχύς του άρθρου 14 άρχεται την 1ην Ιουλίου 1989.

Σημείωση
6 του Ν17/90Μεταβατικές διατάξεις

Ασφαλισμένη η οποία, κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, είναι ηλικίας μεταξύ εξήντα τριών και εξήντα πέντε ετών θεωρείται ότι συμπλήρωσε τη συντάξιμη ηλικία κατά την εν λόγω ημερομηνία.

Σημείωση
7 του Ν17/90Έναρξη ισχύος

Η ισχύς του παρόντος Νόμου αρχίζει στις 2 Απριλίου 1990.

Σημείωση
23 του Ν98(Ι)/92Έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου

Η ισχύς των διατάξεων του Νόμου αυτού αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 1993, με εξαίρεση τα άρθρα 3, 5 και 6 τα οποία τίθενται σε εφαρμογή την πρώτη ημέρα του μήνα εισφορών Ιανουαρίου 1993.

Σημείωση
4 του Ν64(Ι)/93Έναρξη ισχύος

Η ισχύς των διατάξεων του Νόμου αυτού αρχίζει την πρώτη ημέρα του μήνα εισφορών Ιανουαρίου 1994.

Σημείωση
9 του Ν18(Ι)/95Έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου

(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) η ισχύς του παρόντος Νόμου αρχίζει την 1η Μαϊου 1995.

(2) Η ισχύς των άρθρων 5 και 6 αρχίζει από την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του περί Χορήγησης Κοινωνικής Σύνταξης Νόμου του 1995.

Σημείωση
6 του Ν80(Ι)/98Έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου

(1) Τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (2) και (3) η ισχύς του παρόντος Νόμου αρχίζει από την ημερομηνία της δημοσίευσης του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

(2) Οι διατάξεις των άρθρων 2 και 3 του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις παροχών των οποίων η σχετική ημερομηνία είναι πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του, ενώ ο δικαιούχος δεν έχει εξαντλήσει το δικαίωμα στην παροχή κατά την ημερομηνία αυτή.

(3) Οι διατάξεις της νέας παραγράφου (1) του Μέρους ΙΙΙ του Τέταρτου Πίνακα εφαρμόζονται και για τις συντάξεις γήρατος, χηρείας ή ανικανότητος των οποίων η σχετική ημερομηνία είναι πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Νόμου αυτού, σε καμιά όμως περίπτωση δεν καταβάλλεται οποιαδήποτε αύξηση σε δικαιούχο της σύνταξης για περιόδους προγενέστερες της ημερομηνίας έναρξης ισχύος του Νόμου αυτού.

Σημείωση
3 του Ν55(Ι)/99Έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου

Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος Νόμου αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 1999.

Σημείωση
4 του Ν.98(I)/2000Έναρξη της ισχύος του Ν.98(I)/2000

(1) Τηρουμένης της διάταξης του εδαφίου (2), η ισχύς του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν.98(I)/2000] αρχίζει από την ημερομηνία της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

(2) Η ισχύς του άρθρου 2 του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν.98(I)/2000] λογίζεται ότι άρχισε την 1η Ιανουαρίου 2000.

Σημείωση
3 του Ν.99(I)/2000Έναρξης της ισχύος του Ν.99(I)/2000

Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν.99(I)/2000] λογίζεται ότι άρχισε την 1η Ιουλίου 2000.

Σημείωση
7 του Ν.51(I)/2001Έναρξη της ισχύος του Ν.51(I)/2001

Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν.51(I)/2001] αρχίζει έξι μήνες μετά τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

Σημείωση
4 του Ν.135(I)/2001Έναρξη της ισχύος του Ν.135(I)/2001

Ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή ο Ν.135(I)/2001] θεωρείται ότι ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 2001.

Σημείωση
7 του Ν.143(I)/2001Έναρξη της ισχύος του Ν.143(I)/2001

Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν.143(I)/2001] λογίζεται ότι άρχισε την 1η Ιανουαρίου 2001.

Σημείωση
6 του Ν.71(I)/2002Έναρξη της ισχύος του Ν.71(I)/2002

Ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή ο Ν.71(I)/2002] τίθεται σε ισχύ την 1ην Ιανουαρίου 2003.

Σημείωση
5 του Ν.132(I)/2002Έναρξη της ισχύος του Ν.132(I)/2002

Ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή ο Ν.132(I)/2002] τίθεται σε ισχύ με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου που δημοσιεύεται με γνωστοποίηση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

Σημείωση
3 του Ν.10(I)/2005Έναρξη της ισχύος του Ν.10(I)/2005

Η ισχύς του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του 10(I)/2005] λογίζεται ότι άρχισε την 1η Ιανουαρίου 2003.

Σημείωση
2 του Ν.142(I)/2005Μεταφορά ποσού στο Λογαριασμό Παροχών Ανεργίας

Από το Λογαριασμό Συμπληρωματικών Παροχών τουΤαμείου μεταφέρεται ποσό £25,2 εκ. στο Λογαριασμό Παροχών Ανεργίας.

Σημείωση
7 του Ν.53(I)/2006Έναρξη της ισχύος του Ν.53(I)/2006

Τα άρθρα 2 και 6 του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν.53(I)/2006] τίθενται σε ισχύ από την 1η Ιουλίου 2006.

Σημείωση
3 του Ν.164(I)/2007 Έναρξη της ισχύος του Ν.164(I)/2007

Ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή ο Ν.164(I)/2007] τίθεται σε ισχύ από την 1ην Ιανουαρίου 2008.

Σημείωση
9(I)/2008Έναρξη της ισχύος του Ν.9(I)/2008

Η ισχύος του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν.9(Ι)/2008] θεωρείται ότι άρχισε από τις 25 Ιουλίου 2007.

Σημείωση
2 του Ν.22(I)/2009Σημείωση Συντάκτη

Σύμφωνα με το άρθρου 2 του Ν.22(Ι)/2009 που προνοεί τα εξής:

"Το εδάφιο (1) του άρθρου 5 του βασικού νόμου και η επιφύλαξη του ίδιου εδαφίου τροποποιούνται με την αντικατάσταση των ποσοστών «16,6%» (τρίτη γραμμή), «6,3%» (τέταρτη γραμμή),«6,3%» (έκτη γραμμή), «4%» (έβδομη γραμμή), «9,4%» (δέκατη τρίτη γραμμή) και «3,2%»(δέκατη πέμπτη γραμμή),  με τα ακόλουθα ποσοστά και την προσθήκη σε κάθε παράγραφο της ημερομηνίας έναρξης της ισχύος των εν λόγω ποσοστών, αντίστοιχα:

(α) «17,9%», «6,8%», «6,8%», «4,3%», «10,15%» και «3,45%» από το έτος εισφορών που αρχίζει κατά ή μετά την 1.4.2009,

(β) «19,2%», «7,3%», «7,3%», «4,6%», «10,9%» και «3,7%»  από το έτος εισφορών που αρχίζει κατά ή μετά την 1.1.2014,

(γ) «20,5%», «7,8%», «7,8%», «4,9%», «11,65%» και «3,95%» από το έτος εισφορών που αρχίζει κατά ή μετά την 1.1.2019,

(δ)  «21,8%», «8,3%», «8,3%»,«5,2%», «12,4%» και «4,2%» από το έτος εισφορών που αρχίζει κατά ή μετά την 1.1.2024,

(ε)  «23,1%», «8,8%», «8,8%», «5,5%», «13,15%» και «4,45%» από το έτος εισφορών που αρχίζει κατά ή μετά την 1.1.2029,

(στ) «24,4%», «9,3%», «9,3%», «5,8%», «13,9%» και «4,7%» από το έτος εισφορών που αρχίζει κατά ή μετά την 1.1.2034, και

(ζ) «25,7%», «9,8%», «9,8%», «6,1%», «14,65%» και «4,95%» από  το έτος εισφορών που αρχίζει κατά ή μετά την 1.1.2039."

Το εδάφιο 1 του νόμου έχει προσαρμοστεί ώστε να συνάδει με τις πρόνοιες του πιο πάνω τροποποιητικού νόμου.

Σημείωση
4 του Ν.22(I)/2009Σημείωση Συντάκτη

Σύμφωνα με το άρθρο 13 του Ν.22(I)/2009 που προνοεί τα εξής:

"Το άρθρο 13 του βασικού νόμου τροποποιείται με την αντικατάσταση των ποσοστών «15,6%» (δεύτερη γραμμή), «11,6%» (τέταρτη γραμμή), και «4,0%» (πέμπτη γραμμή) με τα ακόλουθα ποσοστά και την προσθήκη σε κάθε παράγραφο της ημερομηνίας έναρξης της περιόδου ισχύος των εν λόγω ποσοστών, αντίστοιχα:

(α) «16,9%», «12,6%», και «4,3%» από την πρώτη Δευτέρα του Απριλίου του 2009,

(β) «18,2%», «13,6%» και «4,6%» από την πρώτη Δευτέρα του 2014,

(γ) «19,5%», «14,6%» και «4,9%» από την πρώτη Δευτέρα του 2019,

(δ) «20,8%»,«15,6%» και «5,2%» από την πρώτη Δευτέρα του 2024,

(ε) «22,1%», «16,6%», και «5,5%» από  την πρώτη Δευτέρα του 2029,

(στ) «23,4%», «17,6%» και «5,8%» από την πρώτη Δευτέρα του 2034, και

(ζ) «24,7%», «18,6%» και «6,1%» από την πρώτη Δευτέρα του 2039."

Το άρθρο 13 του νόμου έχει προσαρμοστεί ώστε να συνάδει με τις πρόνοιες του πιο πάνω τροποποιητικού νόμου.

Σημείωση
14 του Ν.22(I)/2009Έναρξη της ισχύος του Ν.22(I)/2009

(1) Τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (2) και (3), ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή ο Ν.22(I)/2009] τίθεται σε ισχύ την  6η Απριλίου 2009.

(2) Τα άρθρα 2 και 3 του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν.22(I)/2009] τίθενται σε ισχύ  την 1η Απριλίου 2009.

(3) Τα άρθρα 6, 7, 8, 9, 12 και 13 τίθενται σε ισχύ την 4η Ιανουαρίου 2010.

Σημείωση
96 του Ν.59(I)/2010Κατάργηση

Οι περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμοι του 1980 μέχρι (Αρ.3) του 2009 καταργούνται από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν.59(I)/2010].

Σημείωση
97 του Ν.59(I)/2010Μεταβατική διάταξη

Ασφαλισμένος ή δικαιούχος δυνάμει του νόμου που καταργήθηκε λογίζεται ως ασφαλισμένος ή δικαιούχος δυνάμει του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.:δηλαδή του Ν.59(Ι)/2010] και τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του, από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.:δηλαδή του Ν.59(Ι)/2010], διέπονται από τον παρόντα Νόμο [Σ.Σ.:δηλαδή τον Ν.59(Ι)/2010].

Σημείωση
98 του Ν.59(I)/2010Έναρξη της ισχύος του Ν.59(Ι)/2010

Η ημερομηνία έναρξης της ισχύς του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν.59(Ι)/2010] θα καθοριστεί από το Υπουργικό Συμβούλιο, με γνωστοποίησή του που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.