2.-(1) Εν τω παρόντι Νόμω, εκτός εάν άλλως προκύπτη εκ του κειμένου-
“αγνοούμενος” σημαίνει πρόσωπον εξαφανισθέν κατά ή μετά το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου, 1974, λόγω των από του πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου, 1974, δημιουργηθεισών περιστάσεων, ή λόγω της από της 20ής Ιουλίου, 1974, Τουρκικής εισβολής, και διά το οποίον, εις οιανδήποτε των περιπτώσεων, η Κυβέρνησις της Δημοκρατίας δεν έχει οιανδήποτε θετικήν πληροφορίαν ότι τούτο ευρίσκεται εν ζωή˙
“αιτών” σημαίνει πρόσωπον προβάλλον απαίτησιν διά την καταβολήν οιασδήποτε παροχής δυνάμει του παρόντος Νόμου˙
“αμελητέαι αποδοχαί” σημαίνει αποδοχάς μισθωτού υπολειπομένας καθωρισμένου εβδομαδιαίου ή μηνιαίου ποσού, ο δε όρος “αμελητέαι” θα ερμηνεύηται αναλόγως˙
“αναπηρία” σημαίνει απώλειαν υγείας, δυνάμεων ή της προς το απολαμβάνειν την ζωήν ικανότητος˙
“ανήλικος” σημαίνει πρόσωπον-
(α) μη συμπληρώσαν το 15ον έτος της ηλικίας του˙
(β) άρρεν άγαμον πρόσωπον, μεταξύ των 15 και των 25 ετών, όπερ τυγχάνει τακτικής εκπαιδεύσεως ή εγκεκριμένης παρά του Διευθυντού μαθητείας ή διατελεί εν ενεργώ υπηρεσία εν τη Εθνική Φρουρά δυνάμει των περί Εθνικής Φρουράς Νόμων του 1964 έως 1986˙
(γ) θήλυ άγαμον πρόσωπον μεταξύ των 15 και 23 ετών, όπερ τυγχάνει τακτικής εκπαιδεύσεως ή εγκεκριμένης παρά του Διευθυντού μαθητείας˙
(δ) πρόσωπον άγαμον όπερ, καίτοι συμπληρώσαν το 15ον έτος της ηλικίας αυτού, στερείται μονίμως της προς συντήρησιν αυτού ικανότητος˙
“ανίκανος προς εργασίαν” σημαίνει ησφαλισμένον ο οποίος λόγω ειδικής νόσου ή σωματικής ή πνευματικής αναπηρίας δεν δύναται να απασχοληθή εις το επάγγελμα εις το οποίον συνήθως απησχολείτο, ο δε όρος “ανικανότης προς εργασίαν” θα ερμηνεύεται αναλόγως˙
“ανώτατον όριον ασφαλιστέων αποδοχών” σημαίνει το καθωρισμένον ανώτατον ποσόν αποδοχών επί του οποίου είναι καταβλητέαι εισφοραί˙
“ανώτερον τμήμα ασφαλιστέων αποδοχών” σημαίνει το ανώτερον τμήμα των πληρωθεισών και πιστωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών το εξευρισκόμενον συμφώνως προς το εδάφιον (5) του άρθρου 20˙
“αποδοχαί” εν αναφορά-
(i) προς μισθωτόν περιλαμβάνει πάσαν χρηματικήν αντιμισθίαν εκ της απασχολήσεως αυτού ή παν κέρδος εκ της τοιαύτης απασχολήσεως δεκτικόν χρηματικής αποτιμήσεως ως και την εισφοράν του εργοδότου αναφορικώς προς τον μισθωτόν εις το Κεντρικόν Ταμείον Αδειών το ιδρυθέν δυνάμει των περί Ετησίων Αδειών μετ’ Απολαβών Νόμων του 1967 έως 1979, εξαιρουμένων όμως εκτάκτων προμηθειών και χαριστικών (ex-gratia) πληρωμών˙
(ii) προς αυτοτελώς εργαζόμενον σημαίνει παν κέρδος ή όφελος εκ της απασχολήσεως αυτού˙
(iii) προς προαιρετικώς ησφαλισμένον σημαίνει το δυνάμει του άρθρου 16 επιλεγόμενον υπό του ησφαλισμένου ποσόν.
“ασφαλιστέα απασχόλησις” σημαίνει οιανδήποτε απασχόλησιν εκ των καθοριζομένων εν τω Μέρει Ι του Πρώτου Πίνακος και εν τω Μέρει Ι του Δευτέρου Πίνακος, εκτός εάν αύτη είναι εκ των εξαιρουμένων, ήτοι απασχόλησις καθοριζομένη εν τω Μέρει ΙΙ του Πρώτου Πίνακος και εν τω Μέρει ΙΙ του Δευτέρου Πίνακος˙
“ασφαλιστέαι αποδοχαί” σημαίνει το ποσόν των αποδοχών του ησφαλισμένου επί του οποίου είναι καταβλητέαι εισφοραί δυνάμει του παρόντος Νόμου˙
“αυτοτελώς εργαζόμενος” σημαίνει πρόσωπον εργαζόμενον εις οιανδήποτε ασφαλιστέαν απασχόλησιν καθοριζομένην εν τω Μέρει Ι του Δευτέρου Πίνακος, εκτός εάν η απασχόλησις αυτού είναι εξαιρετέα δυνάμει του Μέρους ΙΙ του ρηθέντος Πίνακος˙
“βασικαί ασφαλιστέαι αποδοχαί” σημαίνει καθωρισμένον ποσόν ασφαλιστέων αποδοχών˙
“γονική άδεια” σημαίνει τη γονική άδεια η οποία λαμβάνεται σύμφωνα με τον περί Γονικής Άδειας και Άδειας για λόγους Ανωτέρας Βίας Νόμο του 2002.
“Διευθυντής” σημαίνει τον Διευθυντήν ή Αναπληρωτήν Διευθυντήν των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων˙
“δικαιούχος” αναφορικώς προς οιανδήποτε παροχήν σημαίνει το δικαιούμενον εις τοιαύτην παροχήν πρόσωπον˙
“ειδικός ιατρός” σημαίνει ιατρόν ο οποίος θεωρείται ως ειδικός συμφώνως προς τον περί Εγγραφής Ιατρών Νόμον˙
“εξαρτώμενος” αναφορικώς προς πρόσωπον τι σημαίνει το πρόσωπον εν σχέσει προς το οποίον τω καταβάλλεται αύξησις παροχής δυνάμει του άρθρου 59˙
“επαγγελματικόν σχέδιον συντάξεων” σημαίνει οιονδήποτε σχέδιον ή διευθέτησιν εφαρμοζομένην υπό ή διά λογαριασμόν εργοδότου ή εργοδοτών και προβλέπουσαν διά την καταβολήν συντάξεων εν περιπτώσει αφυπηρετήσεως ή θανάτου αναφορικώς προς την απασχόλησιν μισθωτού˙
“εργατική διαφορά” σημαίνει διαφοράν αναφυομένην μεταξύ εργοδότου και μισθωτών, ή μεταξύ μισθωτών, σχετικώς με την απασχόλησιν ή μη απασχόλησιν, τους όρους απασχολήσεως ή τας συνθήκας απασχολήσεως οιωνδήποτε προσώπων, εν τη υπηρεσία του εργοδότου μεθ’ ου προέκυψεν η διαφορά ή μη˙
“εργοδότης” περιλαμβάνει και την Κυβέρνησιν της Δημοκρατίας της Κύπρου˙
“έτος εισφορών”, διά μεν τους μισθωτούς των οποίων αι αποδοχαί υπολογίζονται επί μηνιαίας βάσεως σημαίνει το ημερολογιακόν έτος διά δε τους λοιπούς ησφαλισμένους σημαίνει περίοδον πεντήκοντα δύο ή πεντήκοντα τριών εβδομάδων, αρχομένην την πρώτην Δευτέραν εκάστου έτους και λήγουσαν την Κυριακήν προ της πρώτης Δευτέρας του επομένου έτους:
Νοείται ότι το πρώτον έτος εισφορών δυνάμει του παρόντος Νόμου άρχεται την 6ην Οκτωβρίου 1980 και λήγει διά μεν τους μισθωτούς των οποίων αι αποδοχαί υπολογίζονται επί μηνιαίας βάσεως την 31ην Δεκεμβρίου, 1981, διά δε τους λοιπούς ησφαλισμένους την 3ην Ιανουαρίου, 1982˙
“έτος παροχών” σημαίνει περίοδον αρχομένην την πρώτην Δευτέραν Ιουλίου εκάστου έτους και λήγουσαν την Κυριακήν προ της πρώτης Δευτέρας Ιουλίου του επομένου έτους˙
“ημέρα διακοπής της απασχολήσεως” σημαίνει ημέραν ανικανότητος προς εργασίαν ή ημέραν ανεργίας και “περίοδος διακοπής της απασχολήσεως” σημαίνει οιασδήποτε δύο ημέρας διακοπής της απασχολήσεως, συναπτάς ή μη, εντός περιόδου εξ συναπτών ημερών ή οιασδήποτε δύο ή πλείονας τοιαύτας περιόδους εις ας δεν παρεμβάλλεται περίοδος μεγαλυτέρα των δεκατριών εβδομάδων˙
“ημερήσιον ύψος” αναφορικώς προς οιανδήποτε περιοδικήν παροχήν, σημαίνει το εν έκτον του εβδομαδιαίου ύψους της τοιαύτης παροχής˙
“ησφαλισμένος” σημαίνει ησφαλισμένον δυνάμει του παρόντος Νόμου˙
“ιατρική περίθαλψις” σημαίνει ιατρικήν περίθαλψιν, χειρουργικήν επέμβασιν και θεραπείαν προς αποκατάστασιν της υγείας, περιλαμβάνονται δε αι πάσης φύσεως θεραπείαι, δίαιται ή έτεραι θεραπευτικαί αγωγαί, ως και φαρμακευτική περίθαλψις˙
“ιατρός” σημαίνει ιατρόν εγγεγραμμένον δυνάμει του περί Εγγραφής Ιατρών Νόμου˙
“καθωρισμένος” σημαίνει καθωρισμένον διά Κανονισμών˙
“Κανονισμοί” σημαίνει Κανονισμούς εκδιδομένους δυνάμει του παρόντος Νόμου˙
“καταργηθείς Νόμος” σημαίνει τους υπό του παρόντος Νόμου καταργηθέντας περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμους του 1972 έως 1980˙
“κατώτερον τμήμα ασφαλιστέων αποδοχών” σημαίνει το κατώτερον τμήμα των πληρωθεισών και πιστωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών το εξευρισκόμενον συμφώνως προς το εδάφιον (5) του άρθρου 20˙
“μην εισφορών”, εν αναφορά προς μισθωτόν του οποίου αι αποδοχαί υπολογίζονται επί μηνιαίας βάσεως, σημαίνει τον ημερολογιακόν μήνα, διά δε τους λοιπούς ησφαλισμένους σημαίνει περίοδον τεσσάρων ή πέντε ημερολογιακών εβδομάδων αι οποίαι άρχονται εντός εκάστου ημερολογιακού μηνός˙
“μισθωτός” σημαίνει πρόσωπον ασκούν οιανδήποτε ασφαλιστέαν απασχόλησιν εκ των καθοριζομένων εν τω Μέρει Ι του Πρώτου Πίνακος εκτός εάν η απασχόλησις αυτού είναι εξαιρετέα δυνάμει του Μέρους ΙΙ του ρηθέντος Πίνακος˙
“ορισθείσα ημερομηνία” σημαίνει την διά γνωστοποιήσεως δημοσιευομένης εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας ορισθησομένην υπό του Υπουργικού Συμβουλίου ημερομηνίαν διά την έναρξιν της ισχύος των διατάξεων του παρόντος Νόμου˙
“παροχή” σημαίνει την δυνάμει του παρόντος Νόμου καταβλητέαν παροχήν˙
“περίοδος εισφορών” εν αναφορά προς μισθωτόν του οποίου αι αποδοχαί υπολογίζονται επί μηνιαίας βάσεως σημαίνει τον ημερολογιακόν μήνα, διά δε τους λοιπούς ησφαλισμένους σημαίνει την ημερολογιακήν εβδομάδα˙
“πιστωθείσαι ασφαλιστέαι αποδοχαί” σημαίνει ασφαλιστέας αποδοχάς πιστωθείσας δυνάμει του άρθρου 18˙
“πληρωθείσαι ασφαλιστέαι αποδοχαί” σημαίνει ασφαλιστέας αποδοχάς επί των οποίων κατεβλήθησαν εισφοραί˙
“συντάξιμος δημόσιος υπάλληλος” σημαίνει πρόσωπον όπερ κατέχει συντάξιμον θέσιν δυνάμει του περί Συντάξεων Νόμου ή του περί Στοιχειώδους Εκπαιδεύσεως Νόμου ή του περί Συντάξεων Καθηγητών Νόμου ή είναι μόνιμος αξιωματικός ή υπαξιωματικός του Κυπριακού Στρατού˙
“συντάξιμη ηλικία” σημαίνει την ηλικία των εξήντα πέντε ετών, σε περίπτωση όμως γυναίκας που γεννήθηκε πριν από το έτος 1935 και προσώπου που δικαιούται σε σύνταξη γήρατος με βάση το άρθρο 36Α σημαίνει την ηλικία των εξήντα τριών ετών˙
“σχετική απώλεια ικανότητος” σημαίνει την ολικήν ή μερικήν απώλειαν της συνήθους χρήσεως των οργάνων ή μερών του σώματος ή την συνεπεία ταύτης κατάστροφήν ή βλάβην των ψυχικών ή πνευματικών λειτουργιών˙
“σχετικόν ατύχημα” και “σχετική σωματική βλάβη” αναφορικώς προς επίδομα σωματικής βλάβης, παροχάς λόγω αναπηρίας ή θανάτου, σημαίνουν αντιστοίχως το ατύχημα ή την σωματικήν βλάβην αναφορικώς προς ην προβάλλεται απαίτησις ή είναι καταβλητέα οιαδήποτε των ανωτέρω παροχών˙
“σχετική ημερομηνία” αναφορικώς προς οιανδήποτε παροχήν, σημαίνει την ημερομηνίαν καθ’ ην πρόσωπον τι πληροί το πρώτον τας προϋποθέσεις προς θεμελίωσιν δικαιώματος εις τοιαύτην παροχήν, πλην της προϋποθέσεως της υποβολής αιτήσεως˙
“Ταμείον” σημαίνει το Ταμείον Κοινωνικών Ασφαλίσεων το ιδρυόμενον δυνάμει του άρθρου 69˙
“ταμείον προνοίας” σημαίνει οιονδήποτε ταμείον ή διευθέτησιν εφαρμοζομένην υπό ή διά λογαριασμόν εργοδότου ή εργοδοτών και προβλέπουσαν διά την καταβολήν εφ’ άπαξ πληρωμών εν περιπτώσει τερματισμού απασχολήσεως, αφυπηρετήσεως ή θανάτου αναφορικώς προς την απασχόλησιν μισθωτού˙
“τέκνον” περιλαμβάνει και προγονόν, εξώγαμον τέκνον και τέκνον υιοθετηθέν κατά τινα υπό του δικαίου αναγνωριζόμενον τρόπον, οι δε όροι “γονεύς”, “μήτηρ” και “πατήρ” ερμηνεύονται αναλόγως˙
“τέως δικαιούχος” σημαίνει τον δυνάμει του καταργηθέντος Νόμου δικαιούχον˙
“τέως ενεργητικόν” σημαίνει το αμέσως προ της ορισθείσης ημερομηνίας ενεργητικόν του Ταμείου του ιδρυθέντος δυνάμει του καταργηθέντος Νόμου˙
“τέως ησφαλισμένος” σημαίνει ησφαλισμένον δυνάμει του καταργηθέντος Νόμου˙
“τοκετός” σημαίνει τοκετόν απολήγοντα εις την γέννησιν ζώντος τέκνου, ή τοκετόν γενόμενον μετά πάροδον είκοσι οκτώ εβδομάδων κυοφορίας και απολήγοντα εις την γέννησιν τέκνου ζώντος ή νεκρού, ο δε όρος “κυοφορία” θα ερμηνεύηται αναλόγως˙
“Υπουργός” σημαίνει τον Υπουργόν Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
(2) Διά τους σκοπούς του παρόντος Νόμου-
(α) πρόσωπον τι λογίζεται άνω οιασδήποτε ηλικίας, εάν συνεπλήρωσε την ηλικίαν ταύτην˙
(β) πρόσωπον τι λογίζεται μεταξύ δύο ωρισμένων ηλικιών, εάν συνεπλήρωσε την μικροτέραν ηλικίαν, ουχί όμως την μεγαλυτέραν τοιαύτην˙
(γ) πρόσωπον τι λογίζεται μη συμπληρώσαν την ηλικίαν των δεκαοκτώ ετών μέχρι της ενάρξεως της δεκάτης ογδόης επετείου της γεννήσεως του, το αυτό δε ισχύει και διά τας λοιπάς ηλικίας.