11.-(1) Ανεξαρτήτως οιασδήποτε συμβάσεως περί του αντιθέτου, ο εργοδότης δεν δικαιούται να παρακρατή ή να διεκδική εκ των αποδοχών, του παρ’ αυτώ απασχολουμένου μισθωτού το ποσόν των υπό του εργοδότου καταβλητέων εισφορών αναφορικώς προς τον τοιούτον μισθωτόν, πας δε εργοδότης όστις παρακρατεί ή πειράται να παρακρατήση, εν όλω ή εν μέρει, εκ των αποδοχών του παρ’ αυτώ απασχολουμένου μισθωτού το ποσόν των υπ’ αυτού καταβλητέων εισφορών αναφορικώς προς τον τοιούτον μισθωτόν, είναι ένοχος ποινικού αδικήματος και υπόκειται εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας .750.
(2) Ανεξαρτήτως των διατάξεων οιουδήποτε νόμου ή συμβάσεως περί του αντιθέτου, το ποσόν των εισφορών το οποίον καταβάλλεται υπό του εργοδότου διά λογαριασμόν του παρ’ αυτώ απασχολουμένου μισθωτού, δύναται να παρακρατήται ή διεκδικήται εκ των οφειλομένων εις τον μισθωτόν υπό του εργοδότου αποδοχών, αναφορικώς προς την περίοδον ή τμήμα περιόδου εισφορών δι’ ην είναι καταβλητέον το τοιούτο ποσόν εισφορών, ουχί δε άλλως.
(3) Ο εργοδότης μαθητευομένου υποχρεούται εις την καταβολήν τόσον του υπ’ αυτού όσον και του υπό του μαθητευομένου καταβλητέου ποσού εισφορών επί της διαφοράς μεταξύ του ποσού των πραγματικών αποδοχών αυτού και του ποσού των ασφαλιστέων αποδοχών τας οποίας ο μαθητευόμενος τεκμαίρεται ότι λαμβάνει δυνάμει του εδαφίου (2) του άρθρου 5, δεν δικαιούται δε να διεκδικήση το τοιούτο ποσόν παρά του μαθητευομένου.
(4) Αναφορικώς προς μισθωτόν όστις εκτίει ποινήν φυλακίσεως, η Κυβέρνησις της Δημοκρατίας υποχρεούται εις την καταβολήν τόσον του υπ’ αυτής ως εργοδότου καταβλητέου ποσού εισφορών, όσον και του υπό του μισθωτού καταβλητέου τοιούτου, δύναται, όμως, διά Κανονισμών να γίνη πρόβλεψις διά την παρακράτησιν εν όλω ή εν μέρει του ποσού των εισφορών του τοιούτου μισθωτού εκ των αποδοχών του.