38.-(1) Tηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου ησφαλισμένος δικαιούται εις σύνταξιν ανικανότητος εάν-
(α) ήτο ανίκανος προς εργασίαν δι’ εκατόν πεντήκοντα εξ ημέρας εντός οιασδήποτε περιόδου διακοπής της απασχολήσεως˙
(β) εντός της τοιαύτης περιόδου διακοπής της απασχολήσεως αποδείξη ότι προβλέπεται να παραμείνη μονίμως ανίκανος προς εργασίαν˙
(γ) δε συμπλήρωσε την ηλικία των εξήντα τριών ετών˙
(δ) πληροί τας σχετικάς προϋποθέσεις εισφοράς:
Νοείται ότι εις περίπτωσιν καθ’ ην η ανικανότης οφείλεται εις ατύχημα επισυμβάν κατά ή μετά την ορισθείσαν ημερομηνίαν, ο ησφαλισμένος θεωρείται ότι πληροί τας προϋποθέσεις εισφοράς εάν ούτος πληροί τας τοιαύτας προϋποθέσεις διά καταβολήν επιδόματος ασθενείας.
(2) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 74, η σύνταξις ανικανότητος καταβάλλεται από της σχετικής ημερομηνίας εν όσω ο ησφαλισμένος παραμένει μονίμως ανίκανος προς εργασίαν και δεν έχει συμπληρώσει την ηλικία των εξήντα τριών ετών.
(3) Παν πρόσωπον εις το οποίον εχορηγήθη σύνταξις ανικανότητος ή το οποίον προέβαλεν απαίτησιν διά σύνταξιν ανικανότητος, δέον όπως συμμορφούται προς πάσαν οδηγίαν εκδιδομένην αυτώ καθ’ οιονδήποτε χρόνον υπό του Διευθυντού δι’ ης καλείται όπως-
(α) υποβάλη εαυτόν εις ιατρικήν εξέτασιν ή επανεξέτασιν˙
(β) υποβάλη εαυτόν εις τοιαύτην ιατρικήν περίθαλψιν ήτις θεωρείται εν τη περιπτώσει αυτού κατάλληλος υπό του υπευθύνου δι’ αυτόν θεράποντος ιατρού ή ετέρου ιατρού εις τον οποίον παρεπέμφθη υπό του Διευθυντού˙
(γ) συμμετάσχη εις οιανδήποτε μαθητείαν επαγγελματικής εκπαιδεύσεως ή αναπροσαρμογής ως ο Διευθυντής ήθελε διατάξει.
(4) Πρόσωπον τι εκπίπτει του προς λήψιν συντάξεως ανικανότητος δικαιώματος, διά χρονικόν διάστημα μη υπερβαίνον τας εξ εβδομάδας εάν άνευ ευλόγου τινός αιτίας παρέλειψε να συμμορφωθή προς οιανδήποτε οδηγίαν εκδοθείσαν δυνάμει του εδαφίου (3):
Νοείται ότι εις περίπτωσιν προσώπου το οποίον εκπίπτει του προς λήψιν συντάξεως ανικανότητος δικαιώματος δυνάμει του παρόντος εδαφίου, το ήμισυ του ποσού της συντάξεως το οποίον, ελλείψει της τοιαύτης εκπτώσεως, θα κατεβάλλετο αυτώ, καταβάλλεται εις τους εξαρτωμένους αυτού.
(5) Διά τους σκοπούς της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) και του εδαφίου (2), ανίκανος προς εργασίαν θεωρείται ο ησφαλισμένος όταν λόγω ειδικής νόσου ή σωματικής ή πνευματικής αναπηρίας μεταγενεστέρας της ασφαλίσεως του, ή προγενεστέρας η οποία επεδεινώθη ουσιωδώς μετά την ασφάλισιν του, δεν δύναται να κερδίζη δι’ εργασίας την οποίαν ευλόγως αναμένεται να εκτελή λαμβανομένων υπ’ όψιν των δυνάμεων, των δεξιοτήτων, της μορφώσεως και της συνήθους επαγγελματικής απασχολήσεως του, πέραν του ενός τρίτου, ή αν πρόκειται για ασφαλισμένο ηλικίας μεταξύ εξήντα και εξήντα τριών ετών πέραν του ενός δευτέρου, του ποσού το οποίον συνήθως κερδίζει εις την αυτήν περιφέρειαν και επαγγελματικήν κατηγορίαν σωματικώς και πνευματικώς υγιής άνθρωπος της αυτής μορφώσεως:
Νοείται ότι εν ουδεμιά περιπτώσει η σχετική ημερομηνία δύναται να είναι προγενεστέρα της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του παρόντος εδαφίου.
(6) Στην περίπτωση ασφαλισμένης χήρας η οποία δικαιούται ταυτόχρονα σύνταξη χηρείας και σύνταξη ανικανότητας εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, οι διατάξεις των εδαφίων (6) και (7) του άρθρου 36.