36.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού, ένα πρόσωπο δικαιούται σύνταξη γήρατος αν-
(α) Συμπλήρωσε τη συντάξιμη ηλικία και κατά τη συμπλήρωση της ηλικίας αυτής ικανοποιεί τις σχετικές προϋποθέσεις εισφοράς˙ ή
(β) συμπλήρωσε την ηλικία των εξήντα τριών ετών, ικανοποιεί τις σχετικές προϋποθέσεις εισφοράς και έχει εβδομαδιαίο μέσο όρο ασφαλιστέων αποδοχών, όπως αυτός υπολογίζεται σύμφωνα με την υποπαράγραφο (β) της παραγράφου (2) του Τρίτου Πίνακα, ίσο τουλάχιστο με 70% του εβδομαδιαίου ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών˙ ή
(γ) δικαιούνταν σύνταξη ανικανότητας κατά τη συμπλήρωση της ηλικίας των εξήντα τριών ετών˙ ή
(δ) είναι ηλικίας μεταξύ εξήντα τριών και εξήντα πέντε ετών και θα δικαιούνταν σύνταξη ανικανότητας αν δεν είχε συμπληρώσει την ηλικία των εξήντα τριών ετών.
(2) Η σύνταξις γήρατος καταβάλλεται από της ημερομηνίας καθ’ ην πρόσωπον τι πρώτον πληροί τας εν τω εδαφίω (1) προϋποθέσεις και εξακολουθεί να καταβάλληται εφ’ όρου ζωής.
(3) Ησφαλισμένος όστις κατά την υπ’ αυτού συμπλήρωσιν της ηλικίας των εξήντα οκτώ ετών πληροί την εις την υποπαράγραφον (α) της παραγράφου (2) του Τρίτου Πίνακος προϋπόθεσιν εισφοράς, αλλά δεν πληροί την εις την υποπαράγραφον (β) της παραγράφου (2) του ειρημένου Πίνακος προϋπόθεσιν εισφοράς, δικαιούται εις εφ’ άπαξ καθωρισμένον ποσόν.
(4) Δικαιούχος συντάξεως γήρατος ο οποίος έχει πληρωθείσες ασφαλιστέες αποδοχές για οποιαδήποτε περίοδο μεταξύ της σχετικής ημερομηνίας και της ημερομηνίας που συμπλήρωσε τη συντάξιμη ηλικία δικαιούται αύξηση του εβδομαδιαίου ποσού της σύνταξης του ίση με 1/52 του 1,5% των εν λόγω αποδοχών. Η αύξηση αυτή προστίθεται στο ποσό της βασικής σύνταξης του δικαιούχου στο μέτρο που το άθροισμα δεν υπερβαίνει το ανώτατο ποσό της βασικής σύνταξης και το τυχόν υπόλοιπο προστίθεται στο ποσό της συμπληρωματικής σύνταξης του δικαιούχου.