16.-(1) Το ποσό των εισφορών που καταβάλλονται για κάθε περίοδο εισφοράς αναφορικά με ασφαλισμένο δυνάμει των παραγράφων (α) και (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 15 είναι ίσο με 13,5% πάνω στις ασφαλιστέες αποδοχές του και για ασφαλισμένο δυνάμει της παραγράφου (γ) του εν λόγω εδαφίου είναι ίσο με 16,6% πάνω στις ασφαλιστέες αποδοχές του. Από τα ποσοστά αυτά το 10% και το 12,6%, αντίστοιχα καταβάλλει ο ασφαλισμένος και το υπόλοιπο καταβάλλεται από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας.
(2) Διά τους σκοπούς του εδαφίου (1) το ποσόν των ασφαλιστέων αποδοχών επί των οποίων πρόσωπον κατέχον πιστοποιητικόν προαιρετικής ασφαλίσεως δύναται να καταβάλλη εισφοράς δι’ έκαστον έτος εισφορών επιλέγεται υπ’ αυτού, δεν δύναται όμως να υπερβαίνη την αξίαν του 1/52 των ασφαλιστικών μονάδων του κατά το τελευταίον συμπεπληρωμένον έτος εισφορών προ της ημερομηνίας ενάρξεως του πιστοποιητικού προαιρετικής ασφαλίσεως ή του 1/52 του ετησίου μέσου όρου των τοιούτων μονάδων κατά τα τρία τελευταία έτη εισφορών προ της ημερομηνίας ενάρξεως του τοιούτου πιστοποιητικού και εν ουδεμιά περιπτώσει να υπερβαίνη το ανώτατον όριον ασφαλιστέων αποδοχών του ως είρηται έτους εισφορών:
Νοείται ότι εις ην περίπτωσιν το ως είρηται 1/52 υπολείπεται του 1/52 της μιας ασφαλιστικής μονάδος, το κατέχον πιστοποιητικόν προαιρετικής ασφαλίσεως πρόσωπον δύναται, δι’ εκάστην περίοδον εισφορών, να καταβάλλη εισφοράς επί ποσού ασφαλιστέων αποδοχών ίσου προς το 1/52 της αξίας μιας ασφαλιστικής μονάδος.
(3) Διά τους σκοπούς του εδαφίου (2) η αξία της ασφαλιστικής μονάδος υπολογίζεται επί τη βάσει του ποσού των ετησίων βασικών ασφαλιστέων αποδοχών, το οποίον λαμβάνεται υπ’ όψιν διά σκοπούς εξευρέσεως της ασφαλιστικής μονάδος διά το έτος εισφορών διά το οποίον καταβάλλεται εισφορά:
Νοείται ότι εις περίπτωσιν εισφορών καταβαλλομένων διά περιόδους εισφορών του έτους εισφορών το οποίον περιλαμβάνει την σχετικήν ημερομηνίαν διά οιανδήποτε παροχήν διά την οποίαν αι τοιαύται εισφοραί λαμβάνονται υπ’ όψιν, η αξία της ασφαλιστικής μονάδος υπολογίζεται επί τη βάσει του ποσού των ετησίων βασικών ασφαλιστέων αποδοχών του ισχύοντος κατά την σχετικήν ημερομηνίαν.
(4) Πρόσωπον κατέχον πιστοποιητικόν προαιρετικής ασφαλίσεως, εκδοθέν δυνάμει της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 15, δύναται να επιλέξη όπως καταβάλλη εισφοράς είτε επί του ποσού των ασφαλιστέων αποδοχών του εξευρισκομένου συμφώνως προς τας διατάξεις του εδαφίου (2), είτε επί του εβδομαδιαίου ποσού των αποδοχών αυτού, ως τούτο καθορίζεται εις την σχετικήν σύμβασιν εργασίας, εν ουδεμιά όμως περιπτώσει καταβάλλονται εισφοραί επί οιουδήποτε ποσού υπερβαίνοντος το ανώτατον όριον ασφαλιστέων αποδοχών.
(5) Πρόσωπον κατέχον πιστοποιητικόν προαιρετικής ασφαλίσεως και αναφορικώς προς το οποίον υπάρχει υποχρέωσις καταβολής εισφορών δυνάμει του άρθρου 4 ή του άρθρου 12, δύναται να καταβάλλη εισφοράς και δυνάμει του παρόντος άρθρου επί οιουδήποτε ποσού ασφαλιστέων αποδοχών μη υπερβαίνοντος το ποσόν της διαφοράς μεταξύ των ασφαλιστέων αποδοχών των υπολογιζομένων διά την καταβολήν εισφορών δυνάμει του άρθρου 4 ή του άρθρου 12 και του ποσού των ασφαλιστέων αποδοχών του εξευρισκομένου διά τους σκοπούς του εδαφίου (2), εφ’ όσον το ποσόν των ασφαλιστέων αποδοχών επί των οποίων υπολογίζονται αι καταβλητέαι εισφοραί δυνάμει του άρθρου 4 ή του άρθρου 12 είναι μικρότερον του εξευρισκομένου διά τους σκοπούς του εδαφίου (2) ποσού ασφαλιστέων αποδοχών.
(6) Το δυνάμει του παρόντος άρθρου επιλεγόμενον ποσόν ασφαλιστέων αποδοχών στρογγυλεύεται εις τον πλησιέστερον ακέραιον αριθμόν λιρών.