18.-(1) Ησφαλισμένος πιστούται δι’ ασφαλιστέων αποδοχών-
(α) διά πάσαν περίοδον αρχομένην κατά ή μετά την πρώτην ημέραν του έτους εισφορών καθ’ ο ούτος συνεπλήρωσε το δέκατον έκτον έτος της ηλικίας του, εφ’ όσον πρόκειται περί περιόδου καθ’ ην ούτος τυγχάνει τακτικής εκπαιδεύσεως ή εγκεκριμένης υπό του Διευθυντού μαθητείας:
Νοείται ότι εν ουδεμιά περιπτώσει πιστούνται ασφαλιστέαι αποδοχαί δι’ οιανδήποτε περίοδον προγενεστέραν της 5ης Οκτωβρίου 1964˙
(β) διά την περίοδον ήτις άρχεται την πρώτην ημέραν του έτους εισφορών προ του έτους εισφορών καθ’ ο κατέστη ησφαλισμένος και λήγει την τελευταίαν ημέραν της περιόδου εισφορών προ της περιόδου εισφορών καθ’ ην κατέστη ησφαλισμένος˙
(γ) δι’ εκάστην ημέραν καθ’ ην ούτος δικαιούται εις επίδομα ασθενείας, ανεργίας, μητρότητος ή σωματικής βλάβης˙
(δ) διά παν χρονικόν διάστημα καθ’ ο ούτος δικαιούται εις σύνταξιν ανικανότητος˙
(ε) εάν ούτος υπό ομαλάς συνθήκας ασχολήται εις ασφαλιστέαν απασχόλησιν ως καθορίζεται εν τω Μέρει Ι του Πρώτου Πίνακος και υπό ομαλάς ωσαύτως συνθήκας αρύεται τα προς το ζην εκ της τοιαύτης απασχολήσεως, δι’ εκάστην ημέραν η οποία είναι δι’ αυτόν ημέρα ανικανότητος προς εργασίαν ή ανεργίας˙
(στ) εάν ούτος υπό ομαλάς συνθήκας ασχολήται εις ασφαλιστέαν απασχόλησιν ως καθορίζεται εν τω Μέρει Ι του Δευτέρου Πίνακος και υπό ομαλάς ωσαύτως συνθήκας αρύεται τα προς το ζην εκ της τοιαύτης απασχολήσεως, δι’ εκάστην ημέραν η οποία είναι δι’ αυτόν ημέρα ανικανότητος προς εργασίαν εφ’ όσον η τοιαύτη ημέρα εμπίπτει εις το τμήμα της περιόδου διακοπής της απασχολήσεως, όπερ έπεται της εξαντλήσεως του δικαιώματος αυτού επί επιδόματος ασθενείας:
Νοείται ότι δεν πιστούνται δυνάμει της παραγράφου (ε) ή (στ) του παρόντος εδαφίου ασφαλιστέαι αποδοχαί διά περίοδον πέραν των εξ μηνών δι’ εκάστην περίοδον διακοπής της απασχολήσεως.
(2) Υπέρ ησφαλισμένου όστις κατά την ορισθείσαν ημερομηνίαν είναι ηλικίας μεταξύ πεντήκοντα και εξήκοντα τριών ετών, πιστούνται ασφαλιστέαι αποδοχαί εις το ανώτερον τμήμα ασφαλιστέων αποδοχών δι’ εκάστην εβδομάδα κατά την οποίαν κατεβλήθη υπ’ αυτού ή επιστώθη υπέρ αυτού εισφορά δυνάμει του καταργηθέντος Νόμου, η οποία εμπίπτει εις το διάστημα το περιλαμβανόμενον μεταξύ της ημερομηνίας της συμπληρώσεως υπ’ αυτού της ηλικίας των πεντήκοντα ετών και της ορισθείσης ημερομηνίας.
(3) Σε περίπτωση ασφαλισμένου που δικαιούται σύνταξη ανικανότητας σύμφωνα με το άρθρο 38, ασφαλισμένου που δικαιούται σύνταξη γήρατος σύμφωνα με το άρθρο 36Α πριν από την ηλικία των εξήντα τριών ετών, ή θανάτου ασφαλισμένου ηλικίας κάτω των εξήντα τριών ετών του οποίου ο θάνατος παρέχει δικαίωμα για περιοδική παροχή πιστώνονται υπέρ του ασφαλισμένου ασφαλιστέες αποδοχές στο ανώτερο τμήμα ασφαλιστέων αποδοχών για κάθε εβδομάδα που περιλαμβάνεται στο χρονικό διάστημα μεταξύ της σχετικής ημερομηνίας και της ημερομηνίας κατά την οποία ο ασφαλισμένος θα συμπληρώσει ή θα συμπλήρωνε την ηλικία των εξήντα τριών ετών:
Νοείται ότι το άθροισμα των ασφαλιστέων αποδοχών που πιστώνονται με βάση το εδάφιο αυτό και των πληρωθεισών ή πιστωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών του ασφαλισμένου στο ανώτερο τμήμα ασφαλιστέων αποδοχών δε δύναται σε καμιά περίπτωση να είναι μεγαλύτερο από σαράντα φορές τη διαφορά μεταξύ του ετήσιου ανώτατου ορίου ασφαλιστέων αποδοχών και του ετήσιου ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών.
(4) Κάθε ασφαλισμένη που συμπληρώνει τη συντάξιμη ηλικία μετά την 31η Δεκεμβρίου 1992 πιστώνεται με αποδοχές για οποιαδήποτε εβδομάδα εισφορών η οποία περιλαμβάνεται στο χρονικό διάστημα των πρώτων δώδεκα ετών της ηλικίας κάθε τέκνου της εφόσο για την ίδια εβδομάδα δεν έχει πληρωθείσες ή πιστωθείσες ασφαλιστέες αποδοχές. Ο αριθμός των εβδομάδων εισφορών για τις οποίες πιστώνονται αποδοχές δυνάμει του εδαφίου αυτού δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τις 156 για κάθε τέκνο.