39.-(1) Χήρα ης ο σύζυγος κατά τον χρόνον του θανάτου αυτού επλήρου τας προϋποθέσεις εισφοράς διά σύνταξιν γήρατος, δικαιούται εις σύνταξιν χηρείας, εάν αύτη κατά τον χρόνον του θανάτου αυτού συνέζη μετ’ αυτού ή συνετηρείτο αποκλειστικώς ή κατά κύριον λόγον υπ’ αυτού.
(2) Χήρος του οποίου η σύζυγος κατά τον χρόνον του θανάτου αυτής επλήρου τας προϋποθέσεις εισφοράς διά σύνταξιν γήρατος, δικαιούται εις σύνταξιν χηρείας, εάν ούτος κατά τον χρόνον του θανάτου της συζύγου του ήτο μονίμως ανίκανος προς συντήρησιν εαυτού και συνετηρείτο αποκλειστικώς ή κατά κύριον λόγον υπ’ αυτής.
(3) Οσάκις ο θάνατος του αποβιώσαντος συζύγου οφείλεται εις ατύχημα επισυμβάν κατά ή μετά την ορισθείσαν ημερομηνίαν, ούτος θεωρείται ότι επλήρου τας προϋποθέσεις εισφοράς τας αναφερομένας εις το εδάφιον (1) και (2) του παρόντος άρθρου εάν επλήρου τας προϋποθέσεις εισφοράς διά καταβολήν βοηθήματος κηδείας.
(4) Το εβδομαδιαίο ύψος της σύνταξης χηρείας αυξάνεται-
(α) Κατά το ποσό της αύξησης της σύνταξης γήρατος του συζύγου σύμφωνα με το καταργηθέν άρθρο 37 του βασικού νόμου˙
(β) κατά το ποσό κατά το οποίο αυξήθηκε ή θα αυξανόταν η βασική σύνταξη γήρατος του συζύγου σύμφωνα με το εδάφιο (9) του άρθρου 36 και το εδάφιο (4) του άρθρου 37 και κατά 60% του ποσού κατά το οποίο αυξήθηκε ή θα αυξανόταν σύμφωνα με τα εν λόγω εδάφια η συμπληρωματική σύνταξη γήρατος του συζύγου.
(5) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (6), η σύνταξις χηρείας καταβάλλεται εφ’ όρου ζωής.
(6) Χήρα συνερχομένη εις νέον γάμον παύει να δικαιούται εις σύνταξιν χηρείας, δικαιούται όμως εις εφ’ άπαξ ποσόν ίσον προς το γινόμενον του εβδομαδιαίου ύψους της τοιαύτης συντάξεως χηρείας επί τον αριθμόν 52, εξαιρουμένης, όμως, οιασδήποτε αυξήσεως δι’ εξαρτωμένους.
(7) Εάν χήρα ή χήρος δεν δικαιούται εις σύνταξιν χηρείας δυνάμει του εδαφίου (1) ή (2) του παρόντος άρθρου, ένεκεν του ότι ο αποβιώσας σύζυγος δεν επλήρου την εις την υποπαράγραφον (β) της παραγράφου 2 του Τρίτου Πίνακος προϋπόθεσιν εισφοράς, επλήρου όμως την εις την υποπαράγραφον (α) της παραγράφου 2 του ως είρηται Πίνακος προϋπόθεσιν εισφοράς, η χήρα ή ο χήρος αναλόγως της περιπτώσεως, δικαιούται εις εφ’ άπαξ καθωρισμένον ποσόν.