25.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 20 και του εδαφίου (5) του παρόντος άρθρου, προς τον σκοπόν καθορισμού του δικαιώματος προσώπου τινός εις παροχήν-
(α) εισφοραί καταβληθείσαι υπό τέως ησφαλισμένου ή πιστωθείσαι υπέρ αυτού προ της ορισθείσης ημερομηνίας λογίζονται ως πληρωθείσαι ή πιστωθείσαι ασφαλιστέαι αποδοχαί δυνάμει του παρόντος Νόμου ήτοι-
(i) εισφοραί καταβληθείσαι αναφορικώς προς την απασχόλησιν μισθωτού προ της ορισθείσης ημερομηνίας λογίζονται ως πληρωθείσαι ασφαλιστέαι αποδοχαί δυνάμει του άρθρου 4,
(ii) εισφοραί καταβληθείσαι δυνάμει του άρθρου 9Α του καταργηθέντος Νόμου λογίζονται ως εισφοραί καταβληθείσαι δυνάμει του άρθρου 7 του παρόντος Νόμου,
(iii) εισφοραί καταβληθείσαι υπό αυτοτελώς εργαζομένου προ της ορισθείσης ημερομηνίας λογίζονται ως πληρωθείσαι ασφαλιστέαι αποδοχαί δυνάμει του άρθρου 12,
(iv) εισφοραί καταβληθείσαι προ της ορισθείσης ημερομηνίας δυνάμει πιστοποιητικού προαιρετικής ασφαλίσεως λογίζονται ως πληρωθείσαι ασφαλιστέαι αποδοχαί δυνάμει του άρθρου 15,
(v) εισφοραί πιστωθείσαι δυνάμει οιασδήποτε διατάξεως εν ισχύϊ προ της ορισθείσης ημερομηνίας λογίζονται ως πιστωθείσαι ασφαλιστέαι αποδοχαί δυνάμει της αντιστοίχου διατάξεως του άρθρου 18,
(vi) εισφοραί πιστωθείσαι υπέρ οιουδήποτε προσώπου δυνάμει του καταργηθέντος Νόμου δι’ υπηρεσίαν εις την Εθνικήν Φρουράν δυνάμει των περί Εθνικής Φρουράς Νόμων του 1964 έως 1979, υπολογίζονται ως πιστωθείσαι ασφαλιστέαι αποδοχαί,
(vii) εισφοραί πιστωθείσαι δυνάμει του εδαφίου (2) του άρθρου 10 του καταργηθέντος Νόμου υπολογίζονται μόνον καθ’ όσον αφορά εις σύνταξιν γήρατος, σύνταξιν ανικανότητος, σύνταξιν χηρείας ή επίδομα αγνοουμένου·
(β) εισφορές που καταβλήθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 7 λογίζονται-
(i) ως πιστωθείσες ασφαλιστέες αποδοχές για όλες τις παροχές·
(ii) ως πληρωθείσες ασφαλιστέες αποδοχές δυνάμει του άρθρου 4, για σκοπούς σύνταξης ανικανότητας, σύνταξης χηρείας και επιδόματος ορφανίας όταν η ανικανότητα ή ο θάνατος δεν προκλήθηκε ως εκ της υπηρεσίας στην Εθνική Φρουρά· και
(iii) ως πληρωθείσες ασφαλιστέες αποδοχές δυνάμει του άρθρου 4 για σκοπούς επιδόματος ασθένειας όταν η ανικανότητα προς εργασία προκαλείται από ατύχημα που συμβαίνει κατά τους πρώτους έξι μήνες από τη συμπλήρωση της αναφερόμενης στο άρθρο 7 υπηρεσίας.
(γ) πληρωθείσαι ασφαλιστέαι αποδοχαί δυνάμει του άρθρου 12 δεν υπολογίζονται καθ’ όσον αφορά εις επίδομα ανεργίας.
(δ) πληρωθείσαι ασφαλιστέαι αποδοχαί δυνάμει του άρθρου 15 δεν υπολογίζονται καθ’ όσον αφορά εις επίδομα μητρότητος, επίδομα ασθενείας, επίδομα ανεργίας ή σύνταξιν ανικανότητος:
Νοείται ότι η παρούσα παράγραφος δεν εφαρμόζεται επί πληρωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών δυνάμει πιστοποιητικού προαιρετικής ασφαλίσεως εκδοθέντος συμφώνως προς την παράγραφον (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 15·
Νοείται περαιτέρω ότι διά σκοπούς συντάξεως ανικανότητος ασφαλιστέαι αποδοχαί πληρωθείσαι δυνάμει των παραγράφων (α) και (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 15 λαμβάνονται υπ’ όψιν διά σκοπούς υπολογισμού του ύψους της συντάξεως.
(ε) ασφαλιστέαι αποδοχαί πιστωθείσαι δυνάμει της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 18 δεν υπολογίζονται καθ’ όσον αφορά εις σύνταξιν γήρατος, σύνταξιν ανικανότητος, σύνταξιν χηρείας ή επίδομα αγνοουμένου·
(στ) ασφαλιστέες αποδοχές που πιστώθηκαν δυνάμει των εδαφίων (2) και (4) του άρθρου 18 λαμβάνονται υπόψη μόνο για σκοπούς σύνταξης γήρατος, σύνταξης ανικανότητας, σύνταξης χηρείας, επιδόματος αγνοουμένου ή επιδόματος ορφανίας· και
(ζ) ασφαλιστέαι αποδοχαί πιστωθείσαι δυνάμει του εδαφίου (3) του άρθρου 18 υπολογίζονται μόνον καθ’ όσον αφορά εις σύνταξιν ανικανότητος, σύνταξιν χηρείας, επίδομα αγνοουμένου ή επίδομα ορφανίας·
(η) δεν λαμβάνονται υπόψη για σκοπούς σύνταξης γήρατος, για περίοδο πέραν των έξι (6) ετών, πιστωθείσες ασφαλιστέες αποδοχές δυνάμει της παραγράφου (α) του εδαφίου 1 του άρθρου 18 του παρόντος Νόμου και του δυνάμει αυτού καταργηθέντα νόμου.
(2) Ασφαλιστέαι αποδοχαί επί των οποίων κατεβλήθησαν εισφοραί μετά την ημέραν καθ’ ην επισυνέβη το γεγονός διά το οποίον απαιτείται χορήγησις παροχής τινος και αναφερόμεναι εις περίοδον εισφορών προηγουμένην της ως είρηται ημέρας λογίζονται ως πληρωθείσαι ασφαλιστέαι αποδοχαί προ της ημέρας ταύτης-
(α) εάν μεν πρόκειται περί ασφαλιστέων αποδοχών επί των οποίων είναι καταβλητέαι δυνάμει του άρθρου 4 εισφοραί ανεξαρτήτως του χρόνου καταβολής των εισφορών·
(β) εάν δε πρόκειται περί ασφαλιστέων αποδοχών επί των οποίων είναι καταβλητέαι εισφοραί δυνάμει του άρθρου 12 ή του άρθρου 15, εφ’ όσον αι εισφοραί κατεβλήθησαν εντός της δυνάμει των Κανονισμών οριζομένης προθεσμίας διά την καταβολήν των δυνάμει του άρθρου 12 καταβλητέων εισφορών.
(3) Προκειμένου περί παροχής χορηγουμένης ένεκα του θανάτου του ησφαλισμένου, αι διατάξεις του εδαφίου (2) εφαρμόζονται και επί ασφαλιστέων αποδοχών επί των οποίων είναι καταβλητέαι εισφοραί δυνάμει του άρθρου 12 μετά την παρέλευσιν της εν τη παραγράφω (β) του ως είρηται εδαφίου αναφερομένης προθεσμίας, εάν αι εισφοραί επί των τοιούτων ασφαλιστέων αποδοχών κατεβλήθησαν ουχί αργότερον των εξ μηνών από του τοιούτου θανάτου και αναφέρωνται εις περίοδον εισφορών αρχομένην ουχί ενωρίτερον της πρώτης ημέρας του τελευταίου συμπεπληρωμένου έτους εισφορών προ του θανάτου του ησφαλισμένου:
Νοείται ότι η καταβολή οιασδήποτε παροχής δυνάμει ασφαλιστέων αποδοχών επί των οποίων εφαρμόζονται αι διατάξεις του παρόντος εδαφίου άρχεται από της ημερομηνίας καταβολής των εισφορών επί των τοιούτων ασφαλιστέων αποδοχών.
(4) Εκάστη εβδομαδιαία εισφορά καταβληθείσα δυνάμει του άρθρου 7 λογίζεται ως καταβληθείσα επί ασφαλιστέων αποδοχών ίσων προς το εβδομαδιαίον ποσόν των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών.
(5) Διά τους σκοπούς χορηγήσεως συντάξεως ανικανότητος, συντάξεως χηρείας, συντάξεως γήρατος και επιδόματος αγνοουμένου, εισφορά καταβληθείσα ή πιστωθείσα προ της 5ης Οκτωβρίου, 1964 δεν υπολογίζεται, εκτός εάν ο αιτών καθίσταται διά του υπολογισμού ταύτης δικαιούχος εις την παροχήν ή εις ηυξημένην τοιαύτην.