80.-(1) Πας εργοδότης ή αυτοτελώς εργαζόμενος όστις παραλείπει ή αμελεί να καταβάλη οιασδήποτε εισφοράς ή πρόσθετον τέλος ο υποχρεούται να καταβάλη δυνάμει του παρόντος Νόμου, είναι ένοχος αδικήματος και υπόκειται εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας £750, εν περιπτώσει δε δευτέρας ή κατ’ επανάληψιν καταδίκης αυτού διά το αυτό αδίκημα, εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας £450 ή εις φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τους εξ μήνας ή εις αμφοτέρας τας ποινάς της φυλακίσεως και της χρηματικής τοιαύτης.
(2) Εν περιπτώσει καταδίκης εργοδότου ή αυτοτελώς εργαζομένου επί τω ότι παρέλειψεν ή ημέλησε να καταβάλη εισφοράς ή πρόσθετον τέλος ούτος επιπροσθέτως οιασδήποτε ετέρας ποινής εις ην υπόκειται, υποχρεούται να καταβάλη τω Ταμείω ποσόν ίσον προς το ποσόν των εισφορών ή του προσθέτου τέλους όπερ παρέλειψεν ή ημέλησεν να καταβάλη, του προσθέτου τέλους εις περίπτωσιν παραλείψεως ή αμελείας καταβολής εισφορών υπολογιζομένου κατά την ημερομηνίαν της καταδίκης, πλέον δε έτερον ποσόν μη υπερβαίνον τα είκοσι πέντε επί τοις εκατόν του ως είρηται ποσού, εν περιπτώσει δε δευτέρας ή κατ’ επανάληψιν καταδίκης αυτού διά το αυτό αδίκημα, ποσόν μη υπερβαίνον τα πεντήκοντα επί τοις εκατόν του ποσού τούτου, ως το Δικαστήριον ήθελε διατάξει.
(3) Επί πάσης καταδίκης διά παράλειψιν ή αμέλειαν προς καταβολήν εισφορών, δύναται να προσαχθώσιν αποδεικτικά στοιχεία περί παραλείψεως ή αμελείας του εργοδότου προς καταβολήν ετέρων εισφορών ας υποχρεούται να καταβάλη δυνάμει του παρόντος Νόμου, αναφορικώς προς το αυτό πρόσωπον ή οιονδήποτε έτερον πρόσωπον απασχολούμενον υπό του εργοδότου τούτου δι’ οιανδήποτε περίοδον προ της ημερομηνίας του αδικήματος, εφ’ όσον, ομού μετά της κλήσεως ή εντάλματος επιδοθή ειδοποίησις περί της τοιαύτης προθέσεως, εάν δε αποδειχθή τοιαύτη παράλειψις ή αμέλεια, το Δικαστήριον δύναται να διατάξη τον εργοδότην να καταβάλη τω Ταμείω ποσόν ίσον προς το σύνολον των εισφορών άτινας ούτος παρέλειψεν ή ημέλησε να καταβάλη.
(4) Παν ποσόν καταβλητέον τω Ταμείω κατόπιν αποφάσεως του Δικαστηρίου δυνάμει του παρόντος άρθρου εισπράττεται ως χρηματική ποινή.
(5) Παν ποσόν καταβαλλόμενον υπό εργοδότου ή αυτοτελώς εργαζομένου δυνάμει των ανωτέρω διατάξεων του παρόντος άρθρου λογίζεται ως πληρωμή γενομένη προς εξόφλησιν των μη καταβληθεισών εισφορών, δεν δύναται δε ο εργοδότης να αναζητήση εκ του μισθωτού τας υπό του τελευταίου καταβλητέας εκ των τοιούτων εισφορών.
(6) Πας όστις ίνα επιτύχη την χορήγησιν οιασδήποτε παροχής ή ετέρας πληρωμής δυνάμει του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδοθέντων Κανονισμών, είτε εις εαυτόν είτε εις έτερον πρόσωπον, ή δι’ έτερον σκοπόν σχετικόν προς τον παρόντα Νόμο-
(α) εν γνώσει του ή εκ βαρείας αμελείας προβαίνει εις ψευδή έκθεσιν ή ψευδείς παραστάσεις˙ ή
(β) προσάγει ή παρέχει ή προκαλεί ή επιτρέπει την προσαγωγήν ή παροχήν εγγράφου ή πληροφορίας άτινα γνωρίζει ότι είναι ψευδή εις τι ουσιώδες αυτών στοιχείον,
είναι ένοχος αδικήματος και υπόκειται εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας £1500, ή εις φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα δύο έτη, ή εις αμφοτέρας τας ποινάς της φυλακίσεως και της χρηματικής τοιαύτης.
(7) Εις περίπτωσιν καταδίκης οιουδήποτε προσώπου δυνάμει του εδαφίου (6), το εκδικάζον το αδίκημα Δικαστήριον δύναται επιπροσθέτως της επιβολής ποινής να διατάξη την εις το Ταμείον επιστροφήν του ποσού της παρανόμως καταβληθείσης παροχής ή ετέρας πληρωμής.
(8) Πάς όστις παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθή προς οιανδήποτε των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδοθέντων Κανονισμών δι’ ην δεν προνοείται ετέρα ποινή, υπόκειται δι’ έκαστον αδίκημα εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας £500.
(9) Οσάκις αποδεικνύεται ότι αδίκημα διαπραχθέν υπό νομικού προσώπου κατά παράβασιν του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδοθέντων Κανονισμών, διεπράχθη τη συναινέσει ή συνενοχή ή αμελεία διευθυντού, συμβούλου, γραμματέως ή ετέρου αξιωματούχου του νομικού προσώπου ή οιουδήποτε προσώπου όπερ ενεργεί υπό τοιαύτην ιδιότητα, τόσον ούτος όσον και το νομικόν πρόσωπον είναι ένοχοι του αδικήματος τούτου και υπόκεινται εις ποινικήν δίωξιν, και εις τας εν εκάστη περιπτώσει προβλεπομένας ποινάς.
(10) Ουδέν των εν τω παρόντι άρθρω διαλαμβανομένων δύναται να ερμηνευθή ως παρεμποδίζον τον Διευθυντήν όπως διά πολιτικής αγωγής διεκδική οιονδήποτε ποσόν οφειλόμενον τω Ταμείω.