59.-(1) Οσάκις πρόσωπον τι δικαιούμενον εις τινα περιοδικώς καταβαλλομένην παροχήν-
(α) συζή μετά της συζύγου του ή συντηρή ταύτην αποκλειστικώς ή κατά κύριον λόγον˙ ή
(β) συντηρή αποκλειστικώς ή κατά κύριον λόγον ανήλικον τέκνον ή ανήλικον νεώτερον αδελφόν ή ανήλικον νεωτέραν αδελφήν αυτού˙ ή
(γ) ανέλαβεν αποκλειστικώς ή κατά κύριον λόγον την συντήρησιν του πατρός αυτού όστις είναι ανίκανος να συντηρή εαυτόν, ή της χήρας αυτού μητρός ή της μητρός αυτού ήτις ουδέποτε συνήλθεν εις γάμον ή ης ο σύζυγος είναι ανίκανος να συντηρή εαυτόν, ή προσώπου έχοντος την φροντίδα εξαρτωμένου αυτού τέκνου˙ ή
(δ) ανέλαβεν αποκλειστικώς ή κατά κύριον λόγον την συντήρησιν του συζύγου αυτής όστις είναι ανίκανος να συντηρή εαυτόν, το εβδομαδιαίον ύψος της βασικής παροχής επαυξάνεται-
(i) προκειμένου περί επιδόματος μητρότητος, επιδόματος ασθενείας ή επιδόματος ανεργίας ως καθορίζεται εν τω Μέρει ΙΙ του Τετάρτου Πίνακος,
(ii) προκειμένου περί συντάξεως γήρατος, συντάξεως ανικανότητος ή συντάξεως χηρείας ως καθορίζεται εν τω Μέρει ΙΙΙ του Τετάρτου Πίνακος,
(iii) προκειμένου περί επιδόματος σωματικής βλάβης ως καθορίζεται εν τω Μέρει Ι του Πέμπτου Πίνακος,
(iv) προκειμένου περί συντάξεως χήρας ή χήρου ως καθορίζεται εν τω Μέρει ΙΙ του Πέμπτου Πίνακος,
(v) προκειμένου περί συντάξεως αναπηρίας ως καθορίζεται εν τω Μέρει IV του Πέμπτου Πίνακος.
(2) Το αμέσως προηγούμενον εδάφιον ουδόλως εφαρμόζεται επί υπάνδρου γυναικός εκτός εάν ο σύζυγος αυτής-
(α) είναι μονίμως ανίκανος προς συντήρησιν εαυτού˙ ή
(β) εγένετο ένοχος ηθελημένης αμελείας, ίνα προμηθεύη εύλογον διατροφήν δι’ αυτήν ή τα τέκνα της˙ ή
(γ) εκτίη ποινήν φυλακίσεως διά χρονικόν διάστημα υπερβαίνον το εν έτος˙ ή
(δ) είναι αγνοούμενος.
(3) Ουδεμία αύξησις παροχών καταβάλλεται δυνάμει του παρόντος άρθρου εν αναφορά προς οιονδήποτε πρόσωπον δικαιούμενον συντάξεως χηρείας, συντάξεως γήρατος, συντάξεως ανικανότητος, επιδόματος αγνοουμένου, επίδομα ορφανίας, συντάξεως αναπηρίας, συντάξεως χήρας ή χήρου, ή συντάξεως γονέως.
(4) Η δυνάμει του εδαφίου (1) καταβλητέα αύξησις συντάξεως γήρατος, συντάξεως ανικανότητος ή συντάξεως αναπηρίας αναφορικώς προς σύζυγον διαβιούσαν μετά του δικαιούχου κατά ή μετά τον χρόνον χορηγήσεως της συντάξεως ή συντηρουμένην υπό του δικαιούχου κατά ή μετά τον εν λόγω χρόνον, δύναται, κατά την κρίσιν του Διευθυντού, να καταβάλληται εις την σύζυγον, εφ’ όσον αύτη έπαυσε να διαβιοί μετά του δικαιούχου δύναται κατά την κρίσιν του Διευθυντού να καταβάλληται εις την σύζυγον.
(5) Η αύξηση η οποία καταβάλλεται για εξαρτώμενο δυνάμει του παρόντος άρθρου σε πρόσωπο το οποίο δικαιούται σύνταξη γήρατος, ανικανότητας, χηρείας, χήρας, χήρου, αναπηρίας ή επίδομα αγνοουμένου, παύει να καταβάλλεται στο δικαιούχο από την ημερομηνία από την οποία στον εξαρτώμενο καταβάλλεται κοινωνική σύνταξη με βάση τον περί Χορήγησης Κοινωνικής Σύνταξης Νόμο του 1995.
(6) Η αύξηση η οποία θα καταβαλλόταν στο δικαιούχο, αν δεν ίσχυαν οι διατάξεις του εδαφίου (5), καταβάλλεται στο Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας.
(7) Το ποσό της συμπληρωματικής σύνταξης το οποίο προστίθεται στο ποσό της βασικής σύνταξης του δικαιούχου και που αφορά εξαρτώμενο, όπως καθορίζεται στην παράγραφο (1) του Μέρους III του Τέταρτου Πίνακα, επαναφέρεται στο δικαιούχο στις περιπτώσεις που-
(α) Το εξαρτώμενο παύει να θεωρείται εξαρτώμενο του δικαιούχου, ή
(β) η αύξηση καταβάλλεται προς σύζυγο σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (4), ή
(γ) η αύξηση καταβάλλεται για εξαρτώμενο όπως καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (5).