7.-(1) Επί τω θανάτω-
(α) άρρενος συνταξιούχου δυνάμει του παρόντος Νόμου, ή
(β) άρρενος προσώπου δικαιουμένου εις χορήγησιν συντάξεως δυνάμει του παρόντος Νόμου πριν ή χορηγηθή σύνταξις εις αυτό,
και ο οποίος ή το οποίον συνεπλήρωσε συντάξιμον υπηρεσίαν, χορηγείται από της επομένης ημέρας του θανάτου του σύνταξις εις την χήραν (εν τοις εφεξής αναφερομένη ως “σύνταξις χήρας”) και τα τέκνα αυτού (εν τοις εφεξής αναφερομένη ως “σύνταξις τέκνων”) βάσει του παρόντος άρθρου.
(2) Σύνταξις χήρας δεν χορηγείται εάν η χήρα μετά τον θάνατον του συζύγου αυτής συνήψε νέον γάμον ότε η σύνταξις τερματίζεται από της ημερομηνίας του νέου γάμου.
(3) Σύνταξις τέκνων χορηγείται εις το τέκνον του αποθανόντος το οποίον είναι κάτω της ηλικίας των δεκαέξ ετών ή το οποίον είναι άνω της ηλικίας ταύτης αλλά κάτω της ηλικίας των είκοσι πέντε ετών και φοιτά εις σχολήν, κολλέγιον, πανεπιστήμιον ή άλλο εκπαιδευτικόν ίδρυμα ή εξασκείται υφ’ οιουδήποτε προσώπου δι’ οιονδήποτε επιτήδευμα, επάγγελμα ή τέχνην υπό τοιαύτας συνθήκας ώστε να απαιτήται παρ’ αυτού να αφιεροί εις την φοίτησιν ή την εξάσκησιν το σύνολον του χρόνου του και περιλαμβάνει τέκνον γεννηθέν μετά τον θάνατον του γονέως, ή θετόν ή εξώγαμον τέκνον πλήρως ή κυρίως εξαρτώμενον εκ του αποθανόντος διά την συντήρησιν του.
(4) Παρά τας προηγουμένας διατάξεις του παρόντος άρθρου, ο Υπουργός Οικονομικών δύναται να διατάξη-
(α) την συνέχισιν της καταβολής συντάξεως τέκνων διά τέκνον το οποίον, καίτοι έπαυσε δικαιούμενον ταύτης δυνάμει του παρόντος άρθρου, υπέστη, καθ’ ον χρόνον εδικαιούτο εις σύνταξιν τέκνων, πνευματικήν ή σωματικήν αναπηρίαν πιστοποιουμένην ιατρικώς και καθιστώσαν αυτό ανίκανον να κερδίζη τα προς το ζην·
(β) την καταβολήν συντάξεως τέκνων διά τέκνον το οποίον ανεξαρτήτως ηλικίας κατά τον χρόνον του θανάτου του πατρός του υποφέρει εκ πνευματικής ή σωματικής αναπηρίας πιστοποιουμένης ιατρικώς και καθιστώσης αυτό ανίκανον να κερδίζη τα προς το ζην:
Νοείται ότι ο Υπουργός Οικονομικών δύναται, εις εκατέραν των περιπτώσεων, να διατάξη τον τερματισμόν της συντάξεως καθ’ οιονδήποτε χρόνον εάν ικανοποιηθή δι’ ιατρικής αποδείξεως ότι η αναπηρία έπαυσεν υφισταμένη ή δεν εμποδίζει το εν λόγω τέκνον να κερδίζη τα προς το ζην.
(5) Η σύνταξις χήρας είναι:
(α) δι’ υπηρεσίαν μετ’ εισφορών είτε τα πέντε όγδοα της εις τον δικαιούχον καταβαλλομένης ή καταβλητέας ηλαττωμένης συντάξεως, είτε το ένα δεύτερο της εις τον δικαιούχον καταβαλλομένης ή καταβλητέας μη ηλαττωμένης συντάξεως, αναλόγως της περιπτώσεως·
(β) δι’ υπηρεσίαν άνευ εισφορών, είτε τα έξι δέκατα έκτα της εις τον δικαιούχον καταβαλλομένης ή καταβλητέας ηλαττωμένης συντάξεως, είτε τα πέντε δέκατα έκτα της εις τον δικαιούχον καταβαλλομένης ή καταβλητέας μη ηλαττωμένης συντάξεως, αναλόγως της περιπτώσεως.
(6) Όταν ο αποθανών δεν καταλείπη χήραν ή, εάν καταλείπη χήραν, μετά τον θάνατον αυτής, το ετήσιον ποσοστόν συντάξεως τέκνων είναι-
(α) εφ’ όσον τα εις ταύτην δικαιούμενα τέκνα είναι τρία ή πλείονα, κατά πεντήκοντα τοις εκατόν μεγαλύτερον της συντάξεως η οποία θα κατεβάλλετο εις την χήραν·
(β) εφ’ όσον τα εις ταύτην δικαιούμενα τέκνα είναι δύο, ίσον προς την σύνταξιν η οποία θα κατεβάλλετο εις την χήραν·
(γ) εφ’ όσον υπάρχει εν μόνον εις ταύτην δικαιούμενον τέκνον, το ήμισυ της συντάξεως η οποία θα κατεβάλλετο εις την χήραν.
(7) Όταν ο αποθανών καταλείπη χήραν, το ετήσιον ποσοστόν της συντάξεως τέκνων διαρκούσης της ζωής αυτής είναι-
(α) εφ’ όσον τα εις ταύτην δικαιούμενα τέκνα είναι τρία ή πλείονα, ίσον προς την καταβλητέαν εις την χήραν σύνταξιν·
(β) εφ’ όσον τα εις ταύτην δικαιούμενα τέκνα είναι δύο, τα δύο τρίτα της καταβλητέας εις την χήραν συντάξεως·
(γ) εφ’ όσον υπάρχει εν μόνον εις ταύτην δικαιούμενον τέκνον, το εν τρίτον της καταβλητέας εις την χήραν συντάξεως.
(8) Αι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται, από της ημερομηνίας ενάρξεως ισχύος του παρόντος Νόμου, και εις την περίπτωσιν άρρενος προσώπου το οποίον θα εδικαιούτο, εάν δεν απέθνησκε προ της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου, εις χορήγησιν συντάξεως δυνάμει του παρόντος Νόμου και το οποίον συνεπλήρωσε μέχρι της ημερομηνίας του θανάτου του, συντάξιμον υπηρεσίαν.
(9) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), σε περίπτωση θανάτου βουλευτή κατά τη διάρκεια της βουλευτικής του θητείας, η σύνταξη χήρας υπολογίζεται ως εάν ο αποθανών είχε συμπληρώσει τη βουλευτική θητεία για την οποία εξελέγη, αφού τηρηθεί η πρόνοια του εδαφίου (5) για ανώτατο ποσό σύνταξης χήρας.
(10) Η ελάχιστη δυνάμει του άρθρου αυτού καταβαλλόμενη σύνταξη χήρας/χήρου δεν μπορεί να είναι χαμηλότερη της εκάστοτε καταβαλλόμενης δυνάμει των διατάξεων των περί Συντάξεων Νόμων ελάχιστης σύνταξης χήρας.