1. Οι περί Συντάξεων (Ορισμένοι Αξιωματούχοι της Δημοκρατίας) Νόμοι του 1980 μέχρι (Αρ. 2) του 1996 θα αναφέρονται μαζί ως οι περί Συντάξεων (Ορισμένοι Αξιωματούχοι της Δημοκρατίας) Νόμοι του 1980 μέχρι (Αρ. 2) του 1996.
- 49/1980
- 136/1990
2. Εν τω παρόντι Νόμω, εκτός εάν εκ του κειμένου προκύπτη διάφορος έννοια-
“απολαβαί” περιλαμβάνει την δι’ εκάστην περίπτωσιν προνοουμένην χορηγίαν και αποζημίωσιν, αλλά δεν περιλαμβάνει την 13ην χορηγίαν και την 13ην αποζημίωσιν~
“βουλευτής” περιλαμβάνει και αντιπρόσωπον των θρησκευτικών ομάδων Αρμενίων, Λατίνων και Μαρωνιτών~
“συντάξιμος υπηρεσία” σημαίνει-
(α) εν σχέσει προς τον Πρόεδρον και τον Αντιπρόεδρον, αντιστοίχως, της Βουλής των Αντιπροσώπων την άσκησιν του αξιώματος του Προέδρου και του Αντιπροέδρου, αντιστοίχως, της Βουλής των Αντιπροσώπων διά συνεχή ή διακεκομμένην περίοδον ουχί ολιγωτέραν των τριάκοντα συμπεπληρωμένων μηνών~
(β) εν σχέσει προς τον Υπουργόν ή τον Κυβερνητικό Εκπρόσωπο την άσκησιν του αξιώματος του Υπουργού ή του Κυβερνητικού Εκπροσώπου διά συνεχή ή διακεκομμένην περίοδον ουχί ολιγωτέραν των δεκαοκτώ συμπεπληρωμένων μηνών και περιλαμβάνει περίοδον καθ’ ην πρόσωπον διατελέσαν ως Υπουργός ήσκησε καθ’ οιονδήποτε χρόνον έτερον αξίωμα εν τη Δημοκρατία εις ο διωρίσθη υπό του Προέδρου της Δημοκρατίας με απολαβάς και ωφελήματα Υπουργού~
(γ) εν σχέσει προς βουλευτήν την άσκησιν του βουλευτικού αξιώματος διά περίοδον, συνεχή ή διακεκομμένην, ουχί ολιγωτέραν των τεσσαράκοντα οκτώ συμπεπληρωμένων μηνών ή εν περιπτώσει πληρώσεως κενωθείσης βουλευτικής έδρας δι’ αναπληρωματικής εκλογής, ουχί ολιγωτέραν των είκοσι τεσσάρων συμπεπληρωμένων μηνών.
Δια τον υπολογισμόν της ολικής συνταξίμου υπηρεσίας οποιαδήποτε περίοδος κάτω των 30 ημερών λογίζεται ως συμπεπληρωμένος μην~
“Υπουργός”* περιλαμβάνει και Υφυπουργόν καθώς και πρόσωπον το οποίον, διατελέσαν ως Υπουργός, ασκεί κατά την ημερομηνίαν ενάρξεως ισχύος του παρόντος Νόμου έτερον αξίωμα εν τη Δημοκρατία εις ο διωρίσθη υπό του Προέδρου της Δημοκρατίας και το οποίον έχει απολαβάς και ωφελήματα Υπουργού, αλλά δεν περιλαμβάνει Υφυπουργόν όστις κατέχει μόνιμον νενομοθετημένην θέσιν εις την Δημοσίαν Υπηρεσίαν.
- 49/1980
- 136/1990
- 37/1991
3.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου χορηγείται εις τον Πρόεδρον και τον Αντιπρόεδρον, αντιστοίχως, της Δημοκρατίας, επί τη αποχωρήσει εκ του λειτουργήματος αυτού, ετησία σύνταξις αντιπροσωπεύουσα, οσάκις η υπηρεσία αυτού δεν υπερβαίνη τους τριάκοντα συμπεπληρωμένους μήνας, το εν τρίτον του ποσού των κατά την ημερομηνίαν της αποχωρήσεως αυτού ετησίων απολαβών, οσάκις δε η υπηρεσία αυτού υπερβαίνη τους τριάκοντα συμπεπληρωμένους μήνας τα δύο τρίτα του ποσού των κατά την ημερομηνίαν της αποχωρήσεως αυτού ετησίων απολαβών.
(2) Η εν τω εδαφίω (1) προβλεπομένη σύνταξις καταβάλλεται εις μηνιαίας δόσεις, της πρώτης αρχομένης από της επομένης της αποχωρήσεως των εκ του λειτουργήματος αυτών, αναστέλλεται δε η καταβολή τοιαύτης συντάξεως εις ην περίπτωσιν ο συνταξιοδοτούμενος ήθελεν αναλάβει οιονδήποτε έτερον λειτούργημα ή αξίωμα εν τη Δημοκρατία και κατά την διάρκειαν της ασκήσεως του τοιούτου λειτουργήματος ή αξιώματος.
Νοείται ότι αν ο μηνιαίος μισθός, η αντιμισθία, η χορηγία ή η αποζημίωση είναι χαμηλότερη από τη μηνιαία σύνταξη καταβάλλεται σ’ αυτόν τόσο μέρος της σύνταξης όση είναι η διαφορά της από το μισθό, την αντιμισθία, τη χορηγία ή την αποζημίωση.
- 49/1980
- 63(I)/1993
4.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου χορηγείται εις τον Πρόεδρον και τον Αντιπρόεδρον, αντιστοίχως, της Βουλής των Αντιπροσώπων όστις έχει συμπληρώσει συντάξιμον υπηρεσίαν, ετησία σύνταξις αντιπροσωπεύουσα το εν έκτον του ποσού των ετησίων απολαβών αυτού κατά την ημερομηνίαν της αποχωρήσεως του. Το ποσόν τούτο προσαυξάνεται κατά ποσοστόν είκοσι πέντε τοις εκατόν δι’ έκαστον επί πλέον των τριάκοντα συμπεπληρωμένων μηνών έτος υπηρεσίας ή το αναλογούν ποσοστόν διά το διανυθέν μέρος του έτους εις συμπεπληρωμένους μήνας, με ανωτατον όριον τα δύο τρίτα του ποσού των ετησίων απολαβών αυτού κατά την ημερομηνίαν της αποχωρήσεως του.
Νοείται ότι διά τον υπολογισμόν της συντάξεως των εν τω παρόντι εδαφίω αναφερομένων προσώπων, τα οποία απεχώρησαν εκ του αξιώματος των προ της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του περί Συντάξεων (Πρόεδρος και Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας, Πρόεδρος και Αντιπρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων, Υπουργοί και Μέλη της Βουλής των Αντιπροσώπων) (Τροποποιητικού) Νόμου του 1988, θα ληφθούν υπ’ όψιν αι ετήσιαι απολαβαί αι οποίαι καταβάλλονται εις τον ασκούντα το αξίωμα τούτο κατά την ημερομηνίαν ενάρξεως της ισχύος του ως προείρηται Νόμου, μη εφαρμοζομένων των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 11 του βασικού νόμου, εκτός εάν η δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 10 υπολογιζομένη ηλαττωμένη σύνταξις, ομού μετά των αυξήσεων των προβλεπομένων εις το εδάφιον (1) του άρθρου 11 του βασικού νόμου, είναι μεγαλυτέρα της δυνάμει της παρούσης επιφυλάξεως υπολογιζομένης ηλαττωμένης συντάξεως.
(2) Η εν τω εδαφίω (1) προβλεπομένη σύνταξις καταβάλλεται εις μηνιαίας δόσεις της πρώτης αρχομένης από της επομένης της συμπληρώσεως του εξηκοστού έτους της ηλικίας του συνταξιοδοτουμένου, εάν όμως ούτος συνεχίζη να κατέχη το αξίωμα μετά την συμπλήρωσιν του εξηκοστού έτους, η καταβολή της συντάξεως άρχεται από της επομένης της αποχωρήσεως του.
(3) Η καταβολή της εν τω εδαφίω (1) συντάξεως αναστέλλεται εις ην περίπτωσιν ο συνταξιοδοτούμενος ήθελεν αναλάβει οιονδήποτε έτερον λειτούργημα ή αξίωμα εν τη Δημοκρατία και κατά την διάρκειαν της ασκήσεως του τοιούτου λειτουργήματος ή αξιώματος.
Νοείται ότι αν ο μηνιαίος μισθός, η αντιμισθία, η χορηγία ή η αποζημίωση είναι χαμηλότερη από τη μηνιαία σύνταξη καταβάλλεται σ’ αυτόν τόσο μέρος της σύνταξης όση είναι η διαφορά της από το μισθό, την αντιμισθία, τη χορηγία ή την αποζημίωση.
- 49/1980
- 130/1988
- 63(I)/1993
5.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου χορηγείται σε Υπουργό ή σε Κυβερνητικό Εκπρόσωπο, ο οποίος έχει συμπληρώσει συντάξιμη υπηρεσία όχι λιγότερη των τριάντα μηνών, ετήσια σύνταξη ίση με το ένα έκτο του ποσού των ετήσιων απολαβών του κατά την ημερομηνία της αποχωρήσεως του. Το ποσό αυτό προσαυξάνεται κατά ποσοστό είκοσι πέντε τοις εκατόν για κάθε έτος υπηρεσίας πέραν των τριάντα συμπληρωμένων μηνών ή κατά το ποσοστό που αναλογεί στο διανυθέν μέρος του έτους σε συμπληρωμένους μήνες, με ανώτατο όριο τα δύο τρίτα του ποσού των ετήσιων απολαβών του κατά την ημερομηνία της αποχωρήσεως του:
Νοείται ότι σε Υπουργό ή πρώην Υπουργό ή σε Κυβερνητικό Εκπρόσωπο ή πρώην Κυβερνητικό Εκπρόσωπο, ο οποίος έχει συμπληρώσει συντάξιμη υπηρεσία λιγότερη των τριάντα συμπληρωμένων μηνών αλλά όχι λιγότερη των δεκαοκτώ μηνών, χορηγείται από την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου, ετήσια σύνταξη ίση με τόσα τριακοστά του ποσού της σύνταξης που θα κέρδιζε αν ασκούσε το αξίωμα του για τριάντα μήνες, όσοι είναι οι μήνες κατά τους οποίους άσκησε το αξίωμα του.
(2) Η εν τω εδαφίω (1) προβλεπομένη σύνταξις καταβάλλεται εις μηναίας δόσεις της πρώτης αρχομένης από της επομένης της συμπληρώσεως του εξηκοστού έτους της ηλικίας του συνταξιοδοτουμένου, εάν όμως ούτος συνεχίζη να κατέχη το αξίωμα μετά την συμπλήρωσιν του εξηκοστού έτους η καταβολή της συντάξεως άρχεται από της επομένης της αποχωρήσεως του.
(3) Η καταβολή της εν τω εδαφίω (1) συντάξεως αναστέλλεται εις ην περίπτωσιν ο συνταξιοδοτούμενος ήθελεν αναλάβει οιονδήποτε έτερον λειτούργημα ή αξίωμα εν τη Δημοκρατία και κατά την διάρκειαν της ασκήσεως του τοιούτου λειτουργήματος ή αξιώματος.
Νοείται ότι αν ο μηνιαίος μισθός, η αντιμισθία, η χορηγία ή η αποζημίωση είναι χαμηλότερη από τη μηνιαία σύνταξη καταβάλλεται σ’ αυτόν τόσο μέρος της σύνταξης όση είναι η διαφορά της από το μισθό, την αντιμισθία, τη χορηγία ή την αποζημίωση.
- 49/1980
- 136/1990
- 37/1991
- 63(I)/1993
6.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου χορηγείται εις βουλευτήν, όστις έχει συμπληρώσει συντάξιμον υπηρεσίαν, ετησία σύνταξις αντιπροσωπεύουσα τα τρία εξακοσιοστά εξηκοστά των ετησίων αυτού απολαβών κατά την ημερομηνίαν της αποχωρήσεως αυτού από του βουλευτικού αξιώματος πολλαπλασιαζόμενα επί τους μήνας υπηρεσίας αλλά μη υπερβαίνουσα τα τρία τέταρτα των απολαβών κατά την ημερομηνίαν της αποχωρήσεως του:
(1Α) Η σύνταξη Βουλευτή που υπολογίζεται και χορηγείται σύμφωνα με το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου προσαυξάνεται περαιτέρω κατά το ένα δέκατο (1/10) του ποσού του μέσου σταθμικού όρου των τελευταίων αυξήσεων στη βουλευτική αποζημίωση που δόθηκαν σε οποιοδήποτε χρόνο πριν από την αποχώρηση του συνταξιοδοτούμενου Βουλευτή.
(2) Η εν τω εδαφίω (1) προβλεπομένη σύνταξις καταβάλλεται εις μηνιαίας δόσεις της πρώτης αρχομένης από της επομένης της συμπληρώσεως του εξηκοστού έτους της ηλικίας του συνταξιοδοτουμένου, εάν όμως ούτος συνεχίζη να κατέχη το αξίωμα μετά την συμπλήρωσιν του εξηκοστού έτους η καταβολή της συντάξεως άρχεται από της επομένης της αποχωρήσεως του.
(3) Η καταβολή της εν τω εδαφίω (1) συντάξεως αναστέλλεται εις ην περίπτωσιν ο συνταξιοδοτούμενος ήθελεν αναλάβει οιονδήποτε έτερον λειτούργημα ή αξίωμα εν τη Δημοκρατία και κατά την διάρκειαν της ασκήσεως του τοιούτου λειτουργήματος ή αξιώματος.
- 49/1980
- 46/1983
- 136/1990
- 63(I)/1993
- 47(I)/1996
- 112(I)/2005
7.-(1) Επί τω θανάτω-
(α) άρρενος συνταξιούχου δυνάμει του παρόντος Νόμου, ή
(β) άρρενος προσώπου δικαιουμένου εις χορήγησιν συντάξεως δυνάμει του παρόντος Νόμου πριν ή χορηγηθή σύνταξις εις αυτό,
και ο οποίος ή το οποίον συνεπλήρωσε συντάξιμον υπηρεσίαν, χορηγείται από της επομένης ημέρας του θανάτου του σύνταξις εις την χήραν (εν τοις εφεξής αναφερομένη ως “σύνταξις χήρας”) και τα τέκνα αυτού (εν τοις εφεξής αναφερομένη ως “σύνταξις τέκνων”) βάσει του παρόντος άρθρου.
(2) Σύνταξις χήρας δεν χορηγείται εάν η χήρα μετά τον θάνατον του συζύγου αυτής συνήψε νέον γάμον ότε η σύνταξις τερματίζεται από της ημερομηνίας του νέου γάμου.
(3) Σύνταξις τέκνων χορηγείται εις το τέκνον του αποθανόντος το οποίον είναι κάτω της ηλικίας των δεκαέξ ετών ή το οποίον είναι άνω της ηλικίας ταύτης αλλά κάτω της ηλικίας των είκοσι πέντε ετών και φοιτά εις σχολήν, κολλέγιον, πανεπιστήμιον ή άλλο εκπαιδευτικόν ίδρυμα ή εξασκείται υφ’ οιουδήποτε προσώπου δι’ οιονδήποτε επιτήδευμα, επάγγελμα ή τέχνην υπό τοιαύτας συνθήκας ώστε να απαιτήται παρ’ αυτού να αφιεροί εις την φοίτησιν ή την εξάσκησιν το σύνολον του χρόνου του και περιλαμβάνει τέκνον γεννηθέν μετά τον θάνατον του γονέως, ή θετόν ή εξώγαμον τέκνον πλήρως ή κυρίως εξαρτώμενον εκ του αποθανόντος διά την συντήρησιν του.
(4) Παρά τας προηγουμένας διατάξεις του παρόντος άρθρου, ο Υπουργός Οικονομικών δύναται να διατάξη-
(α) την συνέχισιν της καταβολής συντάξεως τέκνων διά τέκνον το οποίον, καίτοι έπαυσε δικαιούμενον ταύτης δυνάμει του παρόντος άρθρου, υπέστη, καθ’ ον χρόνον εδικαιούτο εις σύνταξιν τέκνων, πνευματικήν ή σωματικήν αναπηρίαν πιστοποιουμένην ιατρικώς και καθιστώσαν αυτό ανίκανον να κερδίζη τα προς το ζην·
(β) την καταβολήν συντάξεως τέκνων διά τέκνον το οποίον ανεξαρτήτως ηλικίας κατά τον χρόνον του θανάτου του πατρός του υποφέρει εκ πνευματικής ή σωματικής αναπηρίας πιστοποιουμένης ιατρικώς και καθιστώσης αυτό ανίκανον να κερδίζη τα προς το ζην:
Νοείται ότι ο Υπουργός Οικονομικών δύναται, εις εκατέραν των περιπτώσεων, να διατάξη τον τερματισμόν της συντάξεως καθ’ οιονδήποτε χρόνον εάν ικανοποιηθή δι’ ιατρικής αποδείξεως ότι η αναπηρία έπαυσεν υφισταμένη ή δεν εμποδίζει το εν λόγω τέκνον να κερδίζη τα προς το ζην.
(5) Η σύνταξις χήρας είναι:
(α) δι’ υπηρεσίαν μετ’ εισφορών είτε τα πέντε όγδοα της εις τον δικαιούχον καταβαλλομένης ή καταβλητέας ηλαττωμένης συντάξεως, είτε το ένα δεύτερο της εις τον δικαιούχον καταβαλλομένης ή καταβλητέας μη ηλαττωμένης συντάξεως, αναλόγως της περιπτώσεως·
(β) δι’ υπηρεσίαν άνευ εισφορών, είτε τα έξι δέκατα έκτα της εις τον δικαιούχον καταβαλλομένης ή καταβλητέας ηλαττωμένης συντάξεως, είτε τα πέντε δέκατα έκτα της εις τον δικαιούχον καταβαλλομένης ή καταβλητέας μη ηλαττωμένης συντάξεως, αναλόγως της περιπτώσεως.
(6) Όταν ο αποθανών δεν καταλείπη χήραν ή, εάν καταλείπη χήραν, μετά τον θάνατον αυτής, το ετήσιον ποσοστόν συντάξεως τέκνων είναι-
(α) εφ’ όσον τα εις ταύτην δικαιούμενα τέκνα είναι τρία ή πλείονα, κατά πεντήκοντα τοις εκατόν μεγαλύτερον της συντάξεως η οποία θα κατεβάλλετο εις την χήραν·
(β) εφ’ όσον τα εις ταύτην δικαιούμενα τέκνα είναι δύο, ίσον προς την σύνταξιν η οποία θα κατεβάλλετο εις την χήραν·
(γ) εφ’ όσον υπάρχει εν μόνον εις ταύτην δικαιούμενον τέκνον, το ήμισυ της συντάξεως η οποία θα κατεβάλλετο εις την χήραν.
(7) Όταν ο αποθανών καταλείπη χήραν, το ετήσιον ποσοστόν της συντάξεως τέκνων διαρκούσης της ζωής αυτής είναι-
(α) εφ’ όσον τα εις ταύτην δικαιούμενα τέκνα είναι τρία ή πλείονα, ίσον προς την καταβλητέαν εις την χήραν σύνταξιν·
(β) εφ’ όσον τα εις ταύτην δικαιούμενα τέκνα είναι δύο, τα δύο τρίτα της καταβλητέας εις την χήραν συντάξεως·
(γ) εφ’ όσον υπάρχει εν μόνον εις ταύτην δικαιούμενον τέκνον, το εν τρίτον της καταβλητέας εις την χήραν συντάξεως.
(8) Αι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται, από της ημερομηνίας ενάρξεως ισχύος του παρόντος Νόμου, και εις την περίπτωσιν άρρενος προσώπου το οποίον θα εδικαιούτο, εάν δεν απέθνησκε προ της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου, εις χορήγησιν συντάξεως δυνάμει του παρόντος Νόμου και το οποίον συνεπλήρωσε μέχρι της ημερομηνίας του θανάτου του, συντάξιμον υπηρεσίαν.
(9) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), σε περίπτωση θανάτου βουλευτή κατά τη διάρκεια της βουλευτικής του θητείας, η σύνταξη χήρας υπολογίζεται ως εάν ο αποθανών είχε συμπληρώσει τη βουλευτική θητεία για την οποία εξελέγη, αφού τηρηθεί η πρόνοια του εδαφίου (5) για ανώτατο ποσό σύνταξης χήρας.
(10) Η ελάχιστη δυνάμει του άρθρου αυτού καταβαλλόμενη σύνταξη χήρας/χήρου δεν μπορεί να είναι χαμηλότερη της εκάστοτε καταβαλλόμενης δυνάμει των διατάξεων των περί Συντάξεων Νόμων ελάχιστης σύνταξης χήρας.
- 49/1980
- 46/1983
- 170/1986
- 63(I)/1993
- 39(I)/1996
- 111(I)/2002
8.-(1) Παν άρρεν πρόσωπον το οποίον κατέχει οιονδήποτε λειτούργημα ή αξίωμα αναφερόμενον εις τον παρόντα Νόμον καταβάλλει εισφοράν ίσην προς εν και τρία τέταρτα τοις εκατόν των εκάστοτε ετησίων απολαβών αυτού.
(2) Η καταβολή των εισφορών άρχεται από της ημερομηνίας ενάρξεως ισχύος του παρόντος Νόμου και τερματίζεται όταν ο εισφορεύς παύση να κατέχη το λειτούργημα ή αξίωμα. Αι εισφοραί αφαιρούνται εκ των υστέρων μηνιαίως εκ των απολαβών του εισφορέως.
9.-(1) Εάν-
(α) εισφορεύς αποθάνη ή παύση να κατέχη το αξίωμα ή λειτούργημα και δεν είχε νυμφευθή καθ’ όλην την χρονικήν περίοδον της υπηρεσίας του διά την οποίαν κατεβλήθησαν εισφοραί~ ή
(β) εισφορεύς αποθάνη ή παύση να κατέχη το αξίωμα ή λειτούργημα προ της συμπληρώσεως συνταξίμου υπηρεσίας,
το σύνολον των εισφορών του επιστρέφεται εις αυτόν ή, αναλόγως της περιπτώσεως, εις τους νομίμους κληρονόμους του.
(2) Οσάκις οιαιδήποτε εισφοραί δέον να επιστραφούν δυνάμει του παρόντος άρθρου επιστρέφονται αύται μεθ’ απλού τόκου προς τοσούτον επιτόκιον όσον ο Υπουργός Οικονομικών ήθελεν εκάστοτε καθορίσει.
9Α. Τα άρθρα 7, 8 και 9 του βασικού νόμου τα οποία προβλέπουν για σύνταξη χήρας και τέκνων εφαρμόζονται από την 1η Ιανουαρίου 1990 και σε γυναίκες συνταξιούχους και σε γυναίκες δικαιούμενες σε σύνταξη δυνάμει του βασικού νόμου. Οποιαδήποτε αναφορά στις λέξεις 'άρρεν συνταξιούχος', 'άρρεν πρόσωπο', 'αποθανών', 'χήρα', 'η σύζυγος', 'ο σύζυγος', 'εισφορεύς', 'ο δικαιούχος' ερμηνεύεται ότι περιλαμβάνει και 'γυναίκα συνταξιούχο', 'θήλυ πρόσωπο', 'αποθανούσα', 'χήρο', 'το σύζυγο', 'τη σύζυγο', 'γυναίκα εισφορέα', 'τη δικαιούχο' και οποιαδήποτε αναφορά σε τέκνα ερμηνεύεται ότι περιλαμβάνει και τα τέκνα γυναίκας συνταξιούχου ή γυναίκας δικαιούμενης σε σύνταξη δυνάμει του βασικού νόμου.
10.-(1) Πας όστις δικαιούται εις σύνταξιν δυνάμει του παρόντος Νόμου δύναται να ασκήση εκλογήν όπως αντί της τοιαύτης συντάξεως λάβη ηλαττωμένην σύνταξιν ίσην προς τα τρία τέταρτα της τοιαύτης συντάξεως ομού μετά φιλοδωρήματος ίσου προς δεκατέσσερις φορές το ποσόν κατά το οποίον ηλαττώθη η τοιαύτη σύνταξις. Εις τοιαύτην περίπτωσιν το εν λόγω φιλοδώρημα θα καταβάλλεται ευθύς άμα τη αποχωρήσει του δικαιουμένου εις σύνταξιν.
(2) Η εν τω εδαφίω (1) αναφερομένη εκλογή ασκείται δι’ εγγράφου απευθυνομένου προς τον Γενικόν Λογιστήν ουχί αργότερον των τριάκοντα ημερών από της ημερομηνίας αποχωρήσεως του δικαιουμένου εις σύνταξιν:
(3) Η εκλογή όταν ασκηθή είναι ανέκκλητος.
- 49/1980
- 46/1983
- 130/1988
- 136/1990
- 111(I)/2002
11.-(1) Εάν μετά την αποχώρησιν από του αξιώματος ή λειτουργήματος του δικαιουμένου εις σύνταξιν δυνάμει του παρόντος Νόμου και προ της ημερομηνίας καταβολής της συντάξεως έλαβε χώραν αύξησις συντάξεων συνταξιούχων κρατικών υπαλλήλων δυνάμει οιουδήποτε Νόμου προνοούντος περί αυξήσεως συντάξεων ή δυνάμει οιουδήποτε διατάγματος του Υπουργικού Συμβουλίου προνοούντος περί τιμαριθμικής αυξήσεως των συντάξεων, η καταβλητέα εις τον δικαιούμενον σύνταξις αυξάνεται κατά το αυτό ποσοστόν καθ’ ο ηυξήθησαν αι ρηθείσαι συντάξεις, κατά τον ίδιον δε τρόπον αυξάνονται και αι δυνάμει του παρόντος Νόμου χορηγούμεναι συντάξεις εις χήρας και τέκνα.
(2) Αι δυνάμει του παρόντος Νόμου χορηγούμεναι συντάξεις αυξάνονται κατά το αυτό ποσοστόν κατά το οποίον αυξάνονται αι συντάξεις συνταξιούχων κρατικών υπαλλήλων δυνάμει οιουδήποτε Νόμου προνοούντος περί αυξήσεως συντάξεων ή δυνάμει οιουδήποτε διατάγματος του Υπουργικού Συμβουλίου προνοούντος περί τιμαριθμικής αυξήσεως των συντάξεων.
12. Εάν πρόσωπον δικαιούμενον εις σύνταξιν δυνάμει του παρόντος Νόμου αποθάνη καθ’ οιονδήποτε χρόνον προ της συμπληρώσεως συνταξίμου υπηρεσίας χορηγείται εις τους νομίμους κληρονόμους του εφ’ άπαξ φιλοδώρημα, απηλλαγμένον φόρου εισοδήματος, ίσον προς τας συνταξίμους απολαβάς ενός έτους.
13.-(1) Πας, όστις δικαιούται εις σύνταξιν δυνάμει του παρόντος Νόμου και ήσκησε περισσότερα του ενός αξιώματα εκ των προβλεπομένων υπό του παρόντος Νόμου, συνεπλήρωσε δε εις όλας τας περιπτώσεις την διά το αξίωμα προβλεπομένην συντάξιμον υπηρεσίαν, δικαιούται να λάβη σύνταξιν υπολογιζομένην ως ακολούθως:
(α) Υπολογίζονται αι δυνάμει του παρόντος Νόμου χορηγούμεναι συντάξεις αναφορικώς προς έκαστον αξίωμα επί τη βάσει της συνταξίμου υπηρεσίας και των τελευταίων απολαβών από της αποχωρήσεως του συνταξιοδοτουμένου εξ εκάστου αξιώματος~
(β) εάν το σύνολον των ούτω πως υπολογιζομένων συντάξεων δεν υπερβαίνη τα δύο τρίτα των υψηλοτέρων απολαβών δι’ οιονδήποτε των ως άνω αξιωμάτων, ο συνταξιοδοτούμενος δικαιούται να λάβη σύνταξιν ίσην προς το σύνολον των τοιούτων συντάξεων~
(γ) εάν το σύνολον των ούτω πως υπολογιζομένων συντάξεων υπερβαίνη τα δύο τρίτα των υψηλοτέρων απολαβών δι’ οιονδήποτε των ως άνω αξιωμάτων, ο συνταξιοδοτούμενος δικαιούται να λάβη σύνταξιν ίσην προς τα δύο τρίτα των υψηλοτέρων απολαβών δι’ οιονδήποτε των ως άνω αξιωμάτων.
(2) Πας όστις, ων δημόσιος υπάλληλος, αφυπηρέτησε προς ανάληψιν δημοσίου λειτουργήματος ασυμβιβάστου προς το αξίωμα ή την θέσιν ην κατείχεν εν τη δημοσία υπηρεσία και τω εχορηγήθη επιπρόσθετος σύνταξις υπό του Υπουργικού Συμβουλίου συμφώνως προς τας διατάξεις της οικείας περί συνταξιοδοτήσεως αυτού νομοθεσίας, και οσάκις ούτος συνεπλήρωσε την δυνάμει του παρόντος Νόμου απαιτουμένην συντάξιμον υπηρεσίαν, δικαιούται να λάβη σύνταξιν ως ακολούθως:-
(α) Υπολογίζεται η δυνάμει του παρόντος Νόμου χορηγουμένη σύνταξις αυτού αναφορικώς προς το λειτούργημα ή το αξίωμα του συμφώνως προς τας διατάξεις του παρόντος Νόμου~
(β) η ούτω πως υπολογιζομένη σύνταξις προστίθεται ομού μετά των εν τω εδαφίω (2) αναφερομένων συντάξεων~
(γ) εάν το σύνολον των προστιθεμένων ως ύπερθεν συντάξεων δεν υπερβαίνει τα δύο τρίτα των υψηλοτέρων απολαβών διά το λειτούργημα ή το αξίωμα του ή την θέσιν ην κατείχεν εν τη δημοσία υπηρεσία προ της αποχωρήσεως του ή της αφυπηρετήσεως του, αναλόγως της περιπτώσεως, ο συνταξιοδοτούμενος δικαιούται να λάβη το σύνολον των τοιούτων συντάξεων~
(δ) Αν το σύνολο των προστιθέμενων συντάξεων υπερβαίνει τα δύο τρίτα των ψηλότερων απολαβών για το λειτούργημα ή το αξίωμα του ή τη θέση την οποία κατείχε στη δημόσια υπηρεσία πριν από την αποχώρηση ή την αφυπηρέτηση του, ανάλογα με την περίπτωση, ο συνταξιοδοτούμενος δικαιούται να λάβει το σύνολο των συντάξεων αυτών, αλλά από τους μήνες της επιπρόσθετης σύνταξης αφαιρούνται από την ημερομηνία ενάρξεως της καταβολής της συντάξεως για το δημόσιο λειτούργημα οι μήνες της υπηρεσίας στο δημόσιο λειτούργημα για τους οποίους κερδήθηκε σύνταξη πέραν των δύο τρίτων των ψηλότερων απολαβών~
(3) Πας όστις δικαιούται εις σύνταξιν δυνάμει του παρόντος Νόμου δεν δικαιούται να λάβη σύνταξιν αναφορικώς προς περίοδον συνταξίμου υπηρεσίας διά την οποίαν έλαβε φιλοδώρημα δυνάμει του άρθρου 6 των περί Υπουργών και του Προέδρου, του Αντιπροέδρου και των Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων (Αποζημίωσις) Νόμων του 1960 έως 1978 εκτός εάν εκλέξη ευθύς μετά την αποχώρησιν του, ή εντός τριών μηνών από της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου ή εντός τοιαύτης προθεσμίας οίαν ήθελεν επιτρέψει ο Υπουργός Οικονομικών εις οιανδήποτε ειδικήν περίπτωσιν, να επιστρέψη το χορηγηθέν εις αυτόν φιλοδώρημα μετά τόκου προς 4% από της ημερομηνίας καταβολής μέχρι της ημερομηνίας επιστροφής.
(4) Δημόσιοι υπάλληλοι που αφυπηρέτησαν προς ανάληψη δημόσιου λειτουργήματος ασυμβίβαστου με το αξίωμα ή τη θέση που κατείχαν στη δημόσια υπηρεσία δικαιούνται από την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου ή από την ημερομηνία ενάρξεως της καταβολής της συντάξεως για το δημόσιο λειτούργημα, αν η τελευταία είναι μεταγενέστερη, σε αναθεώρηση της ετήσιας σύνταξης που τους καταβάλλεται ή θα τους καταβάλλεται, όπως προνοείται στην παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου.
(5) Οποιοσδήποτε δικαιούται σύνταξη δυνάμει του άρθρου 5 του παρόντος Νόμου δε δικαιούται να λάβει σύνταξη αναφορικά με περίοδο συντάξιμης υπηρεσίας για την οποία έλαβε φιλοδώρημα δυνάμει του εδαφίου (2) του άρθρου 15 του παρόντος Νόμου ή οποιοδήποτε άλλο φιλοδώρημα, εκτός αν εκλέξει μέσα σε τρεις μήνες από την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του περί Συντάξεων (Ορισμένοι Αξιωματούχοι της Δημοκρατίας) (Τροποποιητικού) Νόμου του 1991 ή μέσα σε άλλη προθεσμία που ήθελε επιτρέψει ο Υπουργός Οικονομικών για οποιαδήποτε ειδική περίπτωση να επιστρέψει το φιλοδώρημα που πήρε με τόκο προς 6.75% από την ημερομηνία της καταβολής μέχρι την ημερομηνία της επιστροφής.
- 49/1980
- 130/1988
- 37/1991
14.-(1) Πας όστις δικαιούται εις σύνταξιν δυνάμει του παρόντος Νόμου, εκπίπτει του δικαιώματος τούτου εάν-
(α) ανέλαβε και ήσκησεν αντισυνταγματικώς και παρανόμως το λειτούργημα του Προέδρου της Δημοκρατίας ή το αξίωμα του Υπουργού, Υφυπουργού ή μέλους της πραξικοπηματικής κυβερνήσεως~ ή
(β) κατεδικάσθη δι’ αδίκημα στρεφόμενον κατά της συνταγματικής τάξεως ή του πολιτειακού καθεστώτος.
(2) Η παροχή συντάξεως αναστέλλεται εφ’ όσον ο δικαιούχος ταύτης κατεδικάσθη δι’ αδίκημα επισύρον ποινήν φυλακίσεως πέντε ετών και άνω.
(3) Διά τους σκοπούς του παρόντος άρθρου ο όρος “πραξικοπηματική κυβέρνησις” κέκτηται την έννοιαν ην απέδωκεν εις αυτόν ο περί του Πραξικοπήματος (Ειδικαί Διατάξεις) Νόμος του 1975.
15.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου, το άρθρον 6 των περί Υπουργών και του Προέδρου, του Αντιπροέδρου και των Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων (Αποζημίωσις) Νόμων του 1960 έως 1976 (όπως τούτο εκτίθεται εις το άρθρον 2 του Νόμου 57 του 1970) ως και το άρθρον 3 του περί Υφυπουργών της Δημοκρατίας (Αποζημίωσις) Νόμου του 1978 καταργούνται.
(3) Πας όστις μετά την ημερομηνίαν ενάρξεως ισχύος του παρόντος Νόμου, κατέχει διά περίοδον ολιγωτέραν των τριάκοντα συμπεπληρωμένων μηνών αλλά ουχί ολιγωτέραν των δώδεκα συμπεπληρωμένων μηνών το αξίωμα του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων ή του Υπουργού λαμβάνει όταν παύση να κατέχη το αξίωμα αυτού ως φιλοδώρημα, απηλλαγμένον φόρου εισοδήματος, ποσόν ίσον προς το εν όγδοον της μηνιαίας αποζημιώσεως την οποίαν ούτος ελάμβανεν ευθύς προτού παύση να κατέχη το αξίωμα αυτού, πολλαπλασιαζόμενον επί τον αριθμόν των συμπεπληρωμένων μηνών καθ’ ους κατείχε το αξίωμα αυτού.
- 49/1980
- ΔΙΟΡΘ/I/1631/26.9.80
Αι διατάξεις του Νόμου 130 του 1988 εφαρμόζονται διά πάντα Πρόεδρον και Αντιπρόεδρον της Βουλής των Αντιπροσώπων, εκλεγέντας καθ’ οιονδήποτε χρόνον από της ημέρας της εγκαθιδρύσεως της Δημοκρατίας και υπηρετήσαντας εις τα προαναφερθέντα αξιώματα διά περίοδον ουχί μικροτέραν των τριάκοντα μηνών.
Η ισχύς του παρόντος Νόμου θεωρείται ως αρξαμένη την 22αν Ιουλίου 1988.
Ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή ο Ν.111(Ι)/2002] εφαρμόζεται από την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του σε κάθε πρώην Αξιωματούχο και σε κάθε χήρα/χήρο πρώην Αξιωματούχου δικαιουμένων σε σύνταξη δυνάμει του βασικού νόμου.