23.-(1) Πας όστις δεν ικανοποιείται εξ οιασδήποτε αποφάσεως του Εφόρου, εκδοθείσης δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, δύναται εντός τριάκοντα ημερών από της εις αυτόν κοινοποιήσεως της αποφάσεως να προσβάλη ταύτην ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών.
(2) Ουδέν των εν τω εδαφίω (1) επηρεάζει καθ' οιονδήποτε τρόπον το δικαίωμα οιουδήποτε προσώπου να προσφύγη εις το Ανώτατον Δικαστήριον κατά της αποφάσεως του Εφόρου, αλλά μέχρι της υπό του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών εκδόσεως της αποφάσεως αυτού, εν περιπτώσει προσφυγής εις αυτό, ή, εν περιπτώσει μη προσφυγής εις αυτό, μέχρι της παρελεύσεως της εις το εδάφιον (1) προβλεπομένης προθεσμίας, η απόφασις του Εφόρου δεν καθίσταται εκτελεστή.
(3) Πάσα διαφορά εγειρομένη συνεπεία της εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου μεταξύ μέλους οιουδήποτε ταμείου προνοίας και του τοιούτου ταμείου υπάγεται εις την αποκλειστικήν αρμοδιότητα του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών.
(4) Το Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών κέκτηται δικαιοδοσίαν όπως επιλαμβάνεται οιασδήποτε διαφοράς δυνάμει του εδαφίου (3) ανεξαρτήτως του εάν τα περί ταύτην γεγονότα ή περιστάσεις συνιστούν αδίκημα δυνάμει του παρόντος ή οιουδήποτε ετέρου Νόμου.(5) Το Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών κέκτηται εξουσίαν όπως, κατά την απόλυτον κρίσιν του Προέδρου αυτού, επιληφθή εκ νέου υποθέσεως τίνος ή αναθεωρήση οιανδήποτε απόφασιν αυτού επί οιασδήποτε διαφοράς κατά πάντα χρόνον, εάν τούτο θεωρηθή υπό του Προέδρου ως ορθόν και δίκαιον.